Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Γέροντας Ιάκωβος - Περί της μνημονεύσεως των κεκοιμημένων


Όταν προσκομίζω , έλεγε ο Γέροντας, βλέπω τις ψυχές που περνούν από μπροστά μου και με παρακαλούν να τις μνημονεύσω, και να θέλω να τις ξεχάσω δεν μπορώ.
Έλεγε ο Γέροντας πολύ να προσέχουμε στην προσευχή μας τι ζητάμε από τον Θεό, γιατί παραδείγματος χάρη δεν ξέρουμε, όταν του ζητήσουμε δοκιμασία και μας τη δώσει,
αν θα την αντέξουμε.

Zoom in (real dimensions: 457 x 650)Εικόνα

Έλεγε επίσης ο Γέροντας:
- Όταν ο Ιερέας βγάζει μερίδες και μνημονεύει τα ονόματα των πιστών στην Ιερά Πρόθεση κατεβαίνει Άγγελος Κυρίου και παίρνει την μνημόνευση αυτή και την πηγαίνει και την
εναποθέτει στο Θρόνο του Δεσπότου Χριστού ως προσευχή γι’ αυτούς που μνημονεύθηκαν. Σκεφθείτε λοιπόν τι αξία έχει να σας μνημονεύσουν στην Αγία Πρόθεση. Κάποια
φορά είχα ξεχάσει να μνημονεύσω στους κεκοιμημένους τη μητέρα μου, που ήταν Αγία γυναίκα. Όταν τελείωσα την Θεία Λειτουργία και πήγα στο κελλάκι μου, εκεί που καθόμουν,
ήλθε η ψυχή, το πνεύμα της μητέρα μου, και μου είπε με παράπονο:
«Πάτερ Ιάκωβε δε με μνημόνευσες σήμερα».
«Πως μητέρα δεν σας μνημόνευσα. Κάθε μέρα σας μνημονεύω και μάλιστα την καλύτερη μερίδα σας βγάζω», της είπα.
«Όχι παιδί μου, σήμερα με ξέχασες και η ψυχή μου δεν αναπαύεται τόσο όσο τις άλλες μέρες που με μνημονεύεις», μου απάντησε.
Σκεφθείτε τι μεγάλος κέρδος και ωφελεία δέχεται η ψυχή όταν τη μνημονεύει ο ιερέας.
- Είδα και την ψυχή του πατέρα μου, - έλεγε ο Γέροντας -, να κάθεται έξω από ένα απλό σπιτάκι σαν κελλάκι και του λέω:
«Πατέρα μου, εσύ που ήσουν και χτίστης, δεν έχτιζες ένα μεγαλύτερο σπίτι να μένεις άνετα, αλλά κάθεσαι σε ένα τέτοιο σπιτάκι»;
Τότε, τι μου λέει;
«Παιδί μου, εσύ με τις προσευχές σου και τις ελεημοσύνες σου μου έκτισες το σπιτάκι αυτό και το έχω και μένω».

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Mια πτυχή της προσφοράς του Αγ. Λουκά Κριμαίας. (+11 Ιουνίου)


Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει γνωστές και στη χώρα μας πολλές πλευρές από το μαρτυρικό βίο και τη μεγάλη προσφορά ενός σύγχρονου αγίου, του  αγ. Λουκά (Βοϊονο-Γιασενέτσκι), Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας, και καθηγητή Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης.
Ίσως όμως δεν είναι ευρέως γνωστό ότι ο άγ. Λουκάς ήταν εκείνος που πραγματοποίησε γιαπρώτη φορά ξενο-μεταμόσχευση, δηλαδή χρησιμοποίηση μοσχεύματος από ζωικό οργανισμό σε άνθρωπο,  το 1924. Όπως αναφέρεται σε βιογραφία του, από τον Αρχιμ. Νεκτάριο Αντωνόπουλο (Αρχιεπίσκοπος Λουκάς. Ακρίτας, 6η έκδοση. Αθήνα 2002, σ. 136):
Άγιος Λουκάς ο Ιατρός«Στο νοσοκομείο Γιενισέισκ, επιχείρησε μια πρωτοποριακή και δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν έναν νέον άνδρα, με βαριά νεφρική ανεπάρκεια. Η κατάστασή του ήταν απελπιστική. Ο επίσκοπος γιατρός, μη έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια ηρωϊκή επέμβαση και επιχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Ο γιατρός, που διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επετυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ο ασθενής, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ. Τονίζει όμως, πως ο επίσκοπος Λουκάς, άφησε έκπληκτους τους συναδέλφους του. Οι μεταμοσχεύσεις, ήταν τότε μάλλον στην σφαίρα της φαντασίας. Πολλές δεκαετίες αργότερα θα γενικευθούν. Παρόλο που ήταν η πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας “εχθρός του λαού”!».
Όπως αναφέρει η κα Γ. Βούβαρη στη διδακτορική της διατριβή, με τίτλο: Μεταμοσχεύσεις: Ιατρική και Θεολογική – Βιοηθική Προσέγγιση, αξίζει να σημειωθεί ότι οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες, που έδωσαν πραγματική ώθηση σ΄ αυτόν τον πρωτοποριακό τομέα της μεταμόσχευσης, άρχισαν μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’60, κατά τα έτη 1963 και 1964, δηλαδή 40 χρόνια μετά (!) την πρώτη ξενομεταμόσχευση του αγίου Λουκά, όταν ο γιατρός Keith Reemtsma πραγματοποίησε στο πανεπιστήμιο Tulane, μεταμόσχευση νεφρού από χιμπαντζή σε 12 ενήλικες. Μόνο μια μεταμόσχευση ήταν πραγματικά επιτυχής, κατά την οποία ο λήπτης έζησε επί 9 μήνες (χωρίς ενδείξεις για απόρριψη του μοσχεύματος), προτού πεθάνει από κάποια λοίμωξη. Η επόμενη επιτυχής προσπάθεια ξενομεταμόσχευσης αποδίδεται στον καθ. Τ. Thomas Starzl (στο Πανεπιστήμιο του Pittsburgh, USΑ), ο οποίος πραγματοποίησε μεταμόσχευση ήπατος μπαμπουίνου σε ασθενή, δηλαδή 46 χρόνια μετά (!) την πρώτη ξενομεταμόσχευση του αγίου Λουκά. Βλ. Χρ. Τσοκανταρίδη. Μεταμόσχευση – Δώρο Ζωής, http://pfy.gr/forum/index.php?  (στις 23/11/2011).
Δε θα πρέπει, βεβαίως, εδώ να διαφύγει της προσοχής μας, ότι ο επίσκοπος και ιατρός άγιος Λουκάς υπήρξε άνθρωπος της πίστης και της προσφοράς στον πλησίον, μοιρασμένος ανάμεσα στην κλήση του ως υπηρέτη του Λόγου και στο επαγγελματικό του πάθος (ως χειρουργού). Διώχθηκε για την αφιέρωσή του στην αφύπνιση των ψυχών και σώθηκε ένεκα των κατορθωμάτων του ως ιατρού των σωμάτων. Ο ίδιος ο άγιος στον μετέπειτα βιογράφο του Μάρκ Ποπόφσκι συμβούλευσε: «Αν γράψετε τη ζωή μου, μην προσπαθήσετε να ξεχωρίσετε το χειρουργό από τον επίσκοπο». (Mark Popovskij. Jizn’ јїtie Voїno–Yasenetskogo arkhiepiskopa i Khirurga. YMCA Press, Paris 1979, p. 94)

Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος – Παράφραση των 50 λόγων του Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου σε 150 κεφάλαια. β΄) Περί προσευχής. (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Γ΄).


Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος
Παράφραση των 50 λόγων του Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου σε 150 κεφάλαια
β΄) Περί προσευχής
18. Η συγκεφαλαίωση κάθε αγαθής επιμέλειας και η κορυφή των κατορθωμάτων είναι η επιμονή στην προσευχή, με την οποία αποκτούμε και τις άλλες αρετές, καθώς ο Θεός που τον επικαλούμαστε, μας απλώνει το χέρι Του σε βοήθεια. Κατά την προσευχή γίνεται στους άξιους κοινωνία της μυστικής ενέργειας του Θεού και συνάφεια της διαθέσεώς τους προς την αγιότητά Του, όπως και του νου προς τον Κύριο με άρρητη αγάπη. «Έδωσες, λέει ο Ψαλμωδός, ευφροσύνη στην καρδιά μου»(Ψαλμ. 4, 8). Και ο ίδιος ο Κύριος λέει: «Η βασιλεία των ουρανών βρίσκεται μέσα σας»(Λουκ. 17, 21). Το να βρίσκεται εσωτερικά η βασιλεία τι άλλο σημαίνει, παρά ότι η ουράνια ευφροσύνη του Πνεύματος φανερώνεται με ενάργεια στις άξιες ψυχές; Γιατί οι άξιες ψυχές, με την ενεργό κοινωνία του Πνεύματος, από εδώ ήδη δέχονται τον αρραβώνα και τα προοίμια της απολαύσεως και της χαράς και της πνευματικής ευφροσύνης, στην οποία θα μετάσχουν μέσα σε αιώνιο φως οι Άγιοι στη βασιλεία του Χριστού. Κάτι αντίστοιχο εννοεί και ο θείος Απόστολος που λέει: «Ο Θεός μας παρηγορεί στη θλίψη μας, για να μπορούμε κι εμείς να παρηγορούμε όσους περνούν κάθε είδους θλίψη, με την παρηγοριά που παίρνομε οι ίδιοι από το Θεό»(Β΄ Κορ. 1, 4). Αλλά και το ρητό: «Η καρδιά μου και η σάρκα μου αναγάλλιασαν στην παρουσία του ζώντος Θεού»(Ψαλμ. 83, 3), όπως και το: «Η ψυχή μου θα χορτάσει, σαν από λιπαρό και θρεπτικό φαγητό»(Ψαλμ. 62, 6) και τα όμοια, έχουν το ίδιο νόημα και υπαινίσσονται την ενεργό ευφροσύνη και παρηγοριά του Πνεύματος.

19. Όπως μεγαλύτερο από τα αλλά είναι το έργο της προσευχής, έτσι χρειάζεται και περισσότερο κόπο και φροντίδα εκείνος που έχει έρωτα γι” αυτήν, μην τυχόν τον εξαπατήσει η κακία χωρίς να το καταλάβει. Γιατί εκείνους που φροντίζουν για μεγαλύτερο αγαθό, τους προσβάλλει και ο πονηρός περισσότερο. Γι” αυτό ο προσευχόμενος χρειάζεται πολλή νήψη, για να παρουσιάζει κάθε μέρα περισσότερους καρπούς αγάπης και ταπεινοφροσύνης, απλότητας και αγαθότητας, όπως επίσης και διακρίσεως, καθώς θα παραμένει καρτερικά στην προσευχή. Οι καρποί αυτοί θα κάνουν φανερή την προκοπή και την επίδοσή του στα θεία, ενώ θα παρακινούν και τους άλλους στον ίδιο ζήλο.
20. Ο θείος Απόστολος διδάσκει να προσευχόμαστε αδιαλείπτως(Α΄ Θεσ. 5, 17) και να επιμένομε στην προσευχή, όπως επίσης και ο Κύριος μ” εκείνο που είπε: «Πόσο περισσότερο ο Θεός θα αποδώσει το δίκαιο σ” εκείνους που τον παρακαλούν νύχτα – μέρα»(Λουκ. 18, 7), και με το: «Αγρυπνείτε και προσεύχεστε»(Ματθ. 26, 41). Πρέπει λοιπόν πάντοτε να προσευχόμαστε και να μην ραθυμούμε(Λουκ. 18, 1). Όπως λοιπόν εκείνος που επιμένει καρτερικά στην προσευχή διάλεξε το σπουδαιότερο έργο, έτσι πρέπει να αναλάβει μεγάλον αγώνα και ανένδοτη ευψυχία, για το λόγο ότι η κακία φέρνει πολλά εμπόδια στην επίμονη προσευχή, δηλαδή ύπνο, ακηδία, βάρος του σώματος, εκτροπή των λογισμών, ακαταστασία του νου, ατονία και τα λοιπά τεχνάσματα της κακίας. Έπειτα θλίψεις και εξεγέρσεις των πονηρών πνευμάτων που πολεμούν σφοδρά εναντίον μας και αντιστέκονται, και εμποδίζουν να πλησιάζει το Θεό η ψυχή εκείνη που αληθινά ζητεί το Θεό ακατάπαυστα.
21. Εκείνος που επιμελείται την προσευχή, πρέπει να δείχνει ανδρεία με κάθε προθυμία και νήψη, με υπομονή και αγώνα ψυχής και κόπο του σώματος, χωρίς να χαλαρώνει και να αφήνεται στις εκτροπές των λογισμών, ή στον πολύν ύπνο, ή στην ακηδία, στην ατονία και στη σύγχυση, ή να μεταχειρίζεται θορυβώδεις και απρεπείς φωνές, ή να παραδίνει σε κάτι τέτοια τη διάνοιά του, μένοντας ικανοποιημένος μόνο με την παρατεταμένη ορθοστασία στην προσευχή και τη γονυκλισία, ενώ έχει το νου του να περιπλανιέται μακριά απ” όσα γίνονται. Γιατί αν δεν αγωνίζεται να έχει καθαρή νήψη, ώστε από τη μία να εναντιώνεται στους περιττούς λογισμούς, και από την άλλη να τους εξετάζει σχολαστικά και να τους ανακρίνει με μεγάλη ακρίβεια, και αν δεν ποθεί θερμά πάντοτε τον Κύριο, τίποτε δεν τον εμποδίζει να δελεάζεται κρυφά με ποικίλους τρόπους από τον πονηρό. Ή ακόμη και να υπερηφανεύεται εις βάρος εκείνων που δεν μπορούν να επιμένουν άλλο στην προσευχή, και με τα τεχνάσματα αυτά του πονηρού να διαφθείρει την καλή εργασία της προσευχής και να τη θυσιάζει στον πονηρό δαίμονα.
22. Αν την προσευχή μας δεν την καταστολίζουν η ταπεινοφροσύνη, η αγάπη, η απλότητα και η αγαθότητα, τότε η προσευχή μας αυτή, μάλλον το πρόσχημα αυτό της προσευχής, πολύ λίγο μπορεί να μας ωφελήσει. Και δεν το λέμε αυτό μόνο για την προσευχή, αλλά και για κάθε κόπο και μόχθο, παρθενία ή νηστεία ή αγρυπνία ή ψαλμωδία ή διακονία, ή οποιαδήποτε εργασία που κάνομε για χάρη της αρετής. Αν δεν δούμε ότι έχομε μέσα μας τους καρπούς της αγάπης, της ειρήνης, της χαράς, της απλότητας, της ταπεινοφροσύνης, της πραότητας, της απουσίας προσποιήσεως, της ορθής πίστεως, της μακροθυμίας, της ευπροσηγορίας, δεν ωφεληθήκαμε διόλου από τους κόπους. Γιατί τους κόπους τους υπομένομε για την ωφέλεια των καρπών. Αν δεν βρίσκονται μέσα μας οι καρποί της αγάπης, είναι περιττή κάθε εργασία. Ώστε αυτοί που δεν έχουν μέσα τους αυτούς τους καρπούς, δεν διαφέρουν διόλου από τις πέντε μωρές παρθένες, οι οποίες, επειδή δεν είχαν από αυτόν τον κόσμο μέσα στις καρδιές τους το πνευματικό λάδι, δηλαδή την ενέργεια των παραπάνω αρετών με τη δύναμη του Πνεύματος, ονομάστηκαν μωρές και αποκλείσθηκαν με αξιοθρήνητο τρόπο από τον βασιλικό νυμφώνα(Ματθ. 25, 2 και 12), χωρίς να ωφεληθούν διόλου από τον κόπο της παρθενίας. Όπως όταν καλλιεργείται το αμπέλι, όλη η επιμέλεια και ο κόπος γίνονται με την ελπίδα των καρπών, και αν δεν παραχθούν καρποί, αποδεικνύεται μάταιη όλη η εργασία, έτσι αν με την ενέργεια του Πνεύματος δε δούμε μέσα μας καρπούς αγάπης, ειρήνης, χαράς και των λοιπών που απαριθμεί ο Απόστολος(Γαλ. 5, 22), και αν αυτό δεν το ομολογούμε με κάθε εσωτερική βεβαιότητα και πνευματική αίσθηση, τότε αποδεικνύεται περιττός ο κόπος της παρθενίας, της προσευχής, της ψαλμωδίας, της νηστείας και της αγρυπνίας. Γιατί όπως είπαμε, οι κόποι αυτοί και οι προσπάθειες της ψυχής και του σώματος πρέπει να γίνονται με την ελπίδα πνευματικών καρπών, ενώ η καρποφορία των αρετών είναι απόλαυση πνευματική με άφθαρτη ηδονή, που ενεργείται από το πνεύμα με τρόπο ανέκφραστο μέσα σε πιστές και ταπεινές καρδιές. Ώστε οι κόποι και οι προσπάθειες ας θεωρούνται αυτό που είναι, δηλαδή κόποι και προσπάθειες, ενώ οι καρποί, καρποί. Αν τώρα κανείς από έλλειψη γνώσεως, την εργασία και τον κόπο του, τα νομίζει καρπούς του Πνεύματος, ας μην αγνοεί ότι εξαπατά και παραπλανά τον εαυτό του, και έτσι τον στερεί από τους μεγάλους πράγματι καρπούς του Πνεύματος.
23. Όπως εκείνος που είναι όλος παραδομένος στην αμαρτία, πράττει σαν φυσικά τα παρά φύση πάθη της ατιμίας, δηλαδή την ασέλγεια, την πορνεία, την πλεονεξία, το μίσος, τη δολιότητα και τις λοιπές εκδηλώσεις της κακίας, με απόλαυση και ηδονή, έτσι και ο αληθινός και τέλειος Χριστιανός, όλες τις αρετές και όλους τους υπερφυσικούς καρπούς του Πνεύματος, δηλαδή την αγάπη, την ειρήνη, την υπομονή, την πίστη, την ταπείνωση και όλο το χρυσό πράγματι γένος των αρετών, τα πραγματοποιεί σαν φυσικά με μεγάλη απόλαυση και πνευματική ηδονή, άκοπα και εύκολα. Και δε μάχεται πλέον εναντίον των παθών της κακίας, γιατί λυτρώθηκε τελείως από τον Κύριο και δέχθηκε από το αγαθό πνεύμα στην καρδιά του την τέλεια ειρήνη και αγαλλίαση του Χριστού. Αυτός είναι εκείνος που προσκολλήθηκε στον Κύριο και έγινε ένα πνεύμα με Αυτόν(Α΄ Κορ. 6, 17).
24. Εκείνοι που από ανωριμότητα δεν μπορούν ακόμη να επιδοθούν τελείως στο έργο της προσευχής, αυτοί πρέπει να αναλάβουν την υπηρεσία των αδελφών με ευλάβεια και πίστη και φόβο Θεού, σαν να υπηρετούν εντολή του Θεού και πνευματική υπόθεση, και όχι σαν να περιμένουν μισθό και δόξα ή ευχαριστία από ανθρώπους. Επίσης να μη γογγύζουν διόλου, ούτε να υψηλοφρονούν ή να αμελούν και να χαλαρώνουν. Έτσι δε θα σπιλώνεται και δε θα διαφθείρεται το αγαθό αυτό έργο, αλλά μάλλον με την ευλάβεια, το φόβο και τη χαρά, θα γίνεται ευπρόσδεκτο από το Θεό.
25. Πόση είναι η θεϊκή ευσπλαχνία απέναντί μας! Με τόσο μεγάλη φιλανθρωπία και αγαθότητα έκανε συγκατάβαση στους ανθρώπους ο Κύριος, ώστε υποσχέθηκε να μην παραβλέψει κανενός αγαθού έργου το μισθό, αλλά να μας ανυψώσει από τις μικρές στις μεγάλες αρετές, έτσι που και ένα ποτήρι κρύο νερό αν δώσει κανείς, να μην του στερήσει την ανταπόδοση. Γιατί είπε: «Όποιος δώσει σε κάποιον ένα ποτήρι κρύο νερό, μόνο επειδή είναι μαθητής μου, σάς βεβαιώνω ότι δε θα χάσει το μισθό του»(Ματθ. 10, 42), και πάλι: «Εφόσον το κάνατε σ” έναν από αυτούς, σ” εμένα το κάνατε»(Ματθ. 25, 40). Μόνον ό,τι γίνεται, να γίνεται γιατί το θέλει ο Θεός και όχι για δόξα ανθρώπινη. Γιατί ο Κύριος πρόσθεσε, «μόνο επειδή είναι μαθητής μου», δηλαδή από φόβο και αγάπη Χριστού. Και, κατηγορώντας εκείνους που κάνουν το καλό επιδεικτικά, κατέληξε: «Σας βεβαιώνω ότι δεν θα πάρουν άλλη ανταμοιβή»(Ματθ. 6, 2), βεβαιώνοντας έτσι το λόγο Του με αμετάκλητη απόφαση.
26. Η απλότητα πριν από όλα και η αφέλεια, η αγάπη του ενός προς τον άλλο, η χαρά και η ταπείνωση, ας τεθούν με κάθε τρόπο σαν θεμέλιο στην αδελφότητα, για να μην υπερηφανευόμαστε και γογγύζομε ο ένας κατά του άλλου και έτσι κάνομε ανώφελο τον κόπο μας. Εκείνος που αδιάλειπτα επιμένει με καρτερία στις προσευχές να μην υπερηφανεύεται εις βάρος εκείνου που δεν μπορεί να κάνει το ίδιο, και εκείνος που είναι δοσμένος στη διακονία να μη γογγύζει εναντίον εκείνου που σχολάζει στην προσευχή. Αν συμπεριφέρονται οι αδελφοί μεταξύ τους με τέτοια απλότητα και καλή διάθεση, θα πηγαίνει το περίσσευμα όσων προσεύχονται στο υστέρημα όσων διακονούν, και το περίσσευμα όσων διακονούν στο υστέρημα όσων προσεύχονται, ώστε να επέρχεται ισότητα, σύμφωνα με το ρητό: «Όποιος μάζεψε πολύ, δεν του περίσσεψε, κι όποιος μάζεψε λίγο, δεν του έλειψε»(Β΄ Κορ. 8, 14-15).
27. Τότε γίνεται το θέλημα του Θεού πάνω στη γη όπως στον ουρανό , όταν, όπως είπαμε, δεν υπερηφανευόμαστε ο ένας κατά του άλλου, και όταν όχι μόνο χωρίς ζηλοτυπία, αλλά και με απλότητα είμαστε ενωμένοι με αγάπη, ειρήνη και χαρά μεταξύ μας και θεωρούμε την προκοπή του πλησίον σαν δική μας, και την έλλειψή του σαν δική μας ζημία.
28. Εκείνος που και στην προσευχή είναι οκνηρός, και στην υπηρεσία των αδελφών νωθρός και αμελής, αυτός ονομάζεται καθαρά από τον Απόστολο αργός και κρίνεται ανάξιος και γι” αυτό το ψωμί του. «Ο αργός, είπε, ούτε να τρώει»(Β΄ Θεσ. 3, 10). Και αλλού: «Τους αργούς τούς μισεί και ο Θεός», και: «Ο αργός, ούτε πιστός μπορεί να είναι». Επίσης στη Σοφία λέγεται: «Η αργία δίδαξε πολλή κακία»(Σ. Σειρ. 33, 28). Πρέπει λοιπόν καθένας, σε οποιοδήποτε έργο κάνει κατά το θέλημα του Θεού, να παρουσιάζει καρπούς και να δείχνει ζήλο, έστω και σε ένα από τα καλά έργα, για να μη βρεθεί ολότελα άκαρπος, και γίνει τελείως αμέτοχος των αιωνίων αγαθών.
29. Σ” εκείνους που λένε ότι είναι αδύνατο να φτάσομε την τελειότητα και να απαλλαγούμε ολότελα από τα πάθη, ή και να επιτύχομε τη μετοχή και πλήρωση του αγαθού Πνεύματος, είναι ανάγκη να φέρομε μαρτυρία από τις θείες Γραφές και να δείξομε ότι δεν ξέρουν καλά και ότι δε λένε το σωστό και την αλήθεια. Έτσι, ο Κύριος λέει: «Να γίνεστε τέλειοι, όπως ο ουράνιος Πατέρας σας είναι τέλειος»(Ματθ. 5, 48), και: «Θέλω όπου είμαι εγώ, να είναι κι εκείνοι μαζί μου, για να θεωρούν τη δόξα μου»(Ιω. 17, 24). Αυτά είναι λόγια Εκείνου που είπε: «Ο ουρανός και η γη θα πάψουν να υπάρχουν, οι λόγοι μου όμως ποτέ δε θα πάψουν να ισχύουν»(Ματθ. 24, 35). Ίδιο νόημα έχουν και τα λόγια του Αποστόλου: «Για να παρουσιάσομε κάθε άνθρωπο τέλειο, σύμφωνα με το πρότυπο του Χριστού»(Κολ. 1, 28), και: «Ώσπου να καταλήξομε όλοι στην ενότητα που δίνει η πίστη και η επίγνωση του Υιού του Θεού, να γίνομε ώριμοι και να φτάσομε την τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός»(Εφ. 4, 13). Όταν λοιπόν έτσι αποβλέπομε στην τελειότητα, πετυχαίνομε δύο κάλλιστα πράγματα: πρώτον, ότι αναλαμβάνοντας εντατικό και αδιάκοπο αγώνα, τρέχομε προς το τέρμα με την ελπίδα της κατακτήσεως αυτής της καταστάσεως και της κορυφής, και δεύτερον, δεν κυριευόμαστε από την αλαζονεία,, αλλά μετριοφρονούμε και θεωρούμε τους εαυτούς μας μικρούς, επειδή δε φτάσαμε ακόμη στην τελειότητα.
30. Εκείνοι που τα λένε αυτά, βλάπτουν πάρα πολύ την ψυχή με τρεις τρόπους: πρώτον, γιατί φανερώνονται ότι απιστούν στις θεόπνευστες Γραφές· δεύτερον, καθώς δεν οικειώθηκαν τον ανώτερο και τέλειο σκοπό του Χριστιανισμού, ούτε αγωνίζονται να φτάσουν σ” αυτόν, δεν μπορούν να καταβάλουν κόπο και επιμέλεια ή να έχουν πείνα και δίψα για τη δικαιοσύνη(Ματθ. 5, 6), αλλά μένοντας ικανοποιημένοι από τα εξωτερικά σχήματα και ήθη και από κάποια μικρά κατορθώματα, υστερούν στην μακάρια ελπίδα και τελειότητα και την τέλεια κάθαρση των παθών και τρίτον, καθώς νομίζουν ότι έφτασαν στην κορυφή, με την κατόρθωση λίγων, όπως είπαμε, αρετών, και καθώς δε δείχνουν σπουδή προς την τελειότητα, όχι μόνο ελάχιστα μπορούν να έχουν ταπείνωση και πτωχεία και συντριβή καρδίας, αλλά και δεν παρουσιάζουν καθημερινή προκοπή και ανάβαση, επειδή δικαιώνουν τον εαυτό τους πιστεύοντας ότι ήδη πέτυχαν το σκοπό τους.
31. Εκείνους που νομίζουν αδύνατη αυτή την τελειότητα που συντελείται στους ανθρώπους με ενέργεια του Πνεύματος και που είναι η «καινή κτίση»(Β΄ Κορ. 5, 17) της καθαρής καρδιάς, ο Απόστολος τούς παρομοιάζει σαφώς με εκείνους που δεν αξιώθηκαν να μπουν στη γη της επαγγελίας λόγω της απιστίας τους και γι” αυτό άφησαν τα κόκκαλά τους στην έρημο(Εβρ. 3, 17-18). Και βέβαια, ό,τι ήταν τότε εξωτερικά η γη της επαγγελίας, αυτό είναι για μας μυστικά η απολύτρωση από τα πάθη, που ο Απόστολος έδειξε ότι είναι τέλος κάθε εντολής(Εβρ. 9, 15). Αυτή είναι η όντως αληθινή γη της επαγγελίας και γι” αυτήν μας παραδόθηκαν όλες εκείνες οι προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης. Γι” αυτό ο θεσπέσιος Παύλος, θέλοντας να εξασφαλίσει τους μαθητές ώστε να μην κυριευθεί κανείς από απιστία, λέει: «Προσέχετε αδελφοί μου, μήπως κανείς από σάς έχει πονηρή καρδιά, γεμάτη απιστία, και απομακρυνθεί από τον αληθινό Θεό»(Εβρ. 3, 12). Με τη λέξη «απομακρυνθεί» δεν εννοεί την άρνηση του Θεού, αλλά την απιστία στις υποσχέσεις Του. Εξηγώντας λοιπόν αλληγορικά τις προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης και συγκρίνοντάς τες με την αλήθεια, συνεχίζει: «Ποιοι πίκραναν το Θεό, με την παρακοή τους; Δεν ήταν όλοι όσοι έφυγαν από την Αίγυπτο με την καθοδήγηση του Μωυσή; Με ποιους αγανάκτησε ο Θεός επί σαράντα χρόνια; Δεν ήταν με όσους αμάρτησαν και γι” αυτό άφησαν τα κόκκαλά τους στην έρημο; Για ποιους ορκίσθηκε ο Θεός ότι δεν θα μπουν στη γη που θα τους έδινε για ανάπαυση, αν όχι για όσους απείθησαν; και βλέπομε ότι δεν μπόρεσαν να μπουν εξαιτίας της απιστίας τους.»(Εβρ. 3, 16-19). Και ο Παύλος προσθέτει: «Ας φοβηθούμε λοιπόν, μήπως, μ” όλο που έχομε την υπόσχεσή Του ότι θα μπούμε στον τόπο αναπαύσεως που ετοίμασε, κανείς από σας βρεθεί απ” έξω. Γιατί κι εμείς δεχτήκαμε τη χαρμόσυνη είδηση όπως κι εκείνοι· εκείνους όμως δεν τους ωφέλησε το άκουσμά της, γιατί δεν αποδέχτηκαν με πίστη αυτά που άκουσαν. Ενώ εμείς που πιστέψαμε, θα μπούμε στον τόπο της αναπαύσεως»(Εβρ. 4, 1-3). Και μετά από λίγο, πάλι προσθέτει: «Ας φροντίσομε λοιπόν να μπούμε σ” εκείνη την ανάπαυση, για να μην πέσει κανείς στο ίδιο παράπτωμα της απείθειας»(Εβρ. 4, 11). Και ποιά είναι η αληθινή ανάπαυση των Χριστιανών, παρά η απολύτρωση από τα αμαρτωλά πάθη και η πλήρης και ενεργής κατοίκηση του αγαθού Πνεύματος μέσα στην καθαρή καρδιά; Έτσι οδηγώντας πάλι ο Παύλος τους μαθητές στην πίστη, λέει: «Ας προχωρήσομε με ειλικρινή διάθεση και με βεβαιότητα στην πίστη μας, με καθαρμένη την καρδιά από κάθε πονηρία»(Εβρ. 10, 22). Λέει επίσης: «Πόσο περισσότερο το αίμα του Ιησού θα καθαρίσει τη συνείδησή μας από τα έργα που οδηγούν στο θάνατο, έτσι ώστε να μπορούμε να λατρεύομε τον ζώντα και αληθινό Θεό;»(Εβρ. 9, 14). Αρμόζει λοιπόν, για την υποσχεμένη άμετρη αγαθότητα του Θεού με τα παραπάνω λόγια, να ομολογούμε σαν ευγνώμονες δούλοι και να θεωρούμε αληθινές και βέβαιες τις επαγγελίες Του. Ώστε και αν από οκνηρία ή από αδυναμία προαιρέσεως δεν προσφέραμε τους εαυτούς μας ολωσδιόλου στο Θεό, ούτε επιδιώξαμε τα μεγάλα και τέλεια μέτρα της αρετής, τουλάχιστο να μπορέσομε να επιτύχομε κάποιο έλεος για το ορθό και αδιάστροφο φρόνημά μας και για την υγιή πίστη μας.
32. Το έργο της προσευχής και του λόγου, όταν γίνεται όπως πρέπει, είναι ανώτερο από κάθε αρετή και εντολή. Και μάρτυρας γι” αυτό είναι ο ίδιος ο Κύριος. Είχε πάει στο σπίτι της Μάρθας και της Μαρίας, και ενώ η Μαρία ήταν απασχολημένη στη φιλοξενία Του, η Μαρία κάθισε κοντά στα πόδια Του και απολάμβανε την αμβροσία από τη θεία εκείνη γλώσσα. Όταν την κατηγόρησε η αδελφή της ότι δεν τη βοηθεί και γι” αυτό πήγε στο Χριστό, Αυτός, προτάσσοντας το κυριώτερο από το δευτερεύον, είπε: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και αγωνιάς για τόσα πολλά, ενώ ένα μόνο χρειάζεται. Η Μαρία έκανε την καλή εκλογή που δε θα της αφαιρεθεί ποτέ»(Λουκ. 10, 38-42). Αυτό το είπε όχι επειδή απέρριπτε το έργο της διακονίας, αλλά για να προτάξει το μεγαλύτερο από το μικρότερο. Διαφορετικά, πώς ο ίδιος δεχόταν τη διακονία; Ή πάλι, πώς διακόνησε και ο ίδιος, όταν έπλυνε τα πόδια των μαθητών(Ιω. 13, 5); Όπου τόσο απέφυγε να εμποδίσει τη διακονία, ώστε έδωσε εντολή στους μαθητές να κάνουν ο ένας στον άλλο σύμφωνα με το δικό Του παράδειγμα(Ιω. 13, 14-15). Μπορείς ακόμη να δεις και τους Αποστόλους, που ενώ στην αρχή υπηρετούσαν στα τραπέζια των πιστών, κατόπιν προέκριναν το μεγαλύτερο έργο, δηλαδή την προσευχή και το λόγο. Είπαν λοιπόν: «Δεν είναι σωστό να αφήσομε το λόγο του Θεού και να διακονούμε στα τραπέζια. ας εκλέξομε άνδρες που να εμφορούνται από Άγιο Πνεύμα, για να τους τοποθετήσομε στην υπηρεσία αυτή. Εμείς θα αφοσιωθούμε στο έργο του λόγου και στην προσευχή»(Πράξ. 6, 2-4). Βλέπεις ότι προέκριναν τα πρώτα από τα δεύτερα, αν και γνώριζαν ότι και τα δύο είναι βλαστοί μιας αγαθής ρίζας;
Πηγή : Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 254-261.

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΠΕΡΙ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ (απόσπασμα)

 
 
 Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
ΠΕΡΙ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ
«Πνευματικά Γυμνάσματα», Μελέτη ΙΘ'

      
«Συλλογίσου αδελφέ το χάος, εις το οποίον ευρίσκετο καταβυθισμένη , προ της ενσάρκου οικονομία, η ανθρώπινη φύσις τόσο δια τας αμαρτίας , την προπατορικήν και τας προαιρετικάς.
     Οι μεν άνθρωποι δεν ήτο δυνατόν να μας λυτρώσουν, ε το να ήσαν και αυτοί όλοι σκλάβοι του διαβόλου μεμολυσμένοι από τας ανομίας και πολλά βδελυκτοί εμπρός εις τον Θεόν , «πάντες γάρ ήμαρτον» λέγει ο θείος Παύλος, «και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούμενοι δωρεών τη αυτού χάριτι δια της απολυτρεώσεως της εν Χριστώ Ιησού» (Ρωμ. γ'23). Όθεν ο μέγας Βασίλειος ερμηνεύων το «αδελφός ου λυτρούται, λυτρώσεται άνθρωπος; ου δώσει τω Θεώ εξίλασμα εαυτού» (Ψαλ. μη'7) λέγει «μήτε ουν τον αδελφόν ζήτει εις απολύτρωσιν, αλλά τον υπερβαίνοντά σου την φύσιν , μήτε άνθρωπον φυλόν , αλλ' άνθρωπον Ιησούν Χριστό, ος και μόνος δύναται δούνε εξίλασμα τω Θεώ υπέρ πάντων ημών, ον προέθετο ο Θεός ιλαστήριον δια της πίστεως εν τω αυτού αίματι».
      Αλλ' ούτε όλοι οι άγγελοι ηδύναντο να μας λυτρώσουν από την αμαρτίαν και από την αιώνιον καταδίκην, διότι αυτοί όντες πεπερασμένης και δυνάμεως και αγαθότητος και σοφίας, όχι μόνον δεν ήθελαν να ιατρεύσουν το άπειρον κακόν μας, αλλ' ούτε ήθελαν δυνηθή να εφεύρουν τον τρόπον της τοιαύτης ιατρείας μας, ούτε ηδύναντο εις όλην την αιωνιότητα να μας κρατήσουν εις το ευ είναι και εις την μακαριότητα. Δια τούτο είπεν ο προφήτης Ησαιας «ου πρέσβυς, ουδέ άγγελος, αλλ' αυτός έσωσεν αυτούς» (ξγ' 9) .
     Αυτός, ποιος; ο Υιός του Θεού και Κύριος ημών, όστις είχε και δύναμιν άπειρον δια να φέρη τον τρόπον της ελευθερίας μας και δικαιοσύνης άπειρον δια να μη κάμη τυραννικήν την ελευθερίαν των θεληματικώς δεδουλωμένων εις τους δαίμονας, και αγαθότητα άπειρον δια να μεταδώση εις όλους ομού τους αιώνας τον πλούν της θείας του χάριτος και της δόξη και να γίνη ο αυτός πηγή αγιασμού και χάριτος εις όλην την ανθρώπινον φύσιν. Όχι μόνον καθό Θεός αλλά και καθό άνθρωπος , ως θεολογούσι τόσον ο άγιος Μάξιμος όσον και ο μέγας της Θεσσαλονίκη Γρηγόριος.
Τώρα στοχάσου και συ, αγαπητέ, και από τον συλλογισμόν αυτόν ταπεινώσου ως εάν ουδέν και ευχαρίστησαι με όλην σου την καρδίαν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν όπου σε ελύτρωσε από εκείνο το άπειρον βάθος από το οποίον δεν ήτο δυνατόν να σε λυτρώση άλλος ποτέ, ποτέ.».

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Η χρήση των αποδείξεων στη Θεολογία



Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ  ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ
1. Ενδιαφέρον και βασικό θέμα της Πατερικής παραδόσεως
Είναι εις όλους πλέον γνωστόν ότι η σπουδή και η έρευνα της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εσημείωσε τις τελευταίες δεκαετίες εκπληκτική πρόοδο. Αυτό που επεδίωξαν να πράξουν τον 18ο αιώνα οι εκπρόσωποι του φιλοκαλικού ησυχαστικού κινήματος, οι λεγόμενοι «Κολλυβάδες», με την σχεδιασθείσα από τότε έκδοση των έργων του μεγάλου πατρός και διδασκάλου, πραγματοποιήθηκε στις ημέρες μας. Η έκδοση των έργων έχει σχεδόν ολοκληρωθή, κυκλοφορεί μάλιστα και σε νεοελληνική μετάφραση· πλήθος επίσης μελετών έχουν γραφή γύρω από τα βασικά θέματα της διδασκαλίας του. Οι «Κολλυβά­δες» Άγιοι Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσι­ος Πάριος διέβλεπαν εμφανή τον κίνδυνο να εισέλθουν λάθρα με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό στο χώρο της Θεολογίας ο ορθολογισμός και ο σχολαστικισμός, και να αγνοηθεί η ορθόδοξη πατερική παράδοση στη μέθοδο της θεολογήσεως, να μετατραπεί η Θεολογία σε διαλεκτική και φιλοσοφία. Αυτό δεν αποφεύχθηκε εν πολλοίς, όπως ήδη διαπιστώ­θηκε από πολλούς εισηγητάς στο πρώτο συνέδριο Ορθοδόξου Θεολο­γίας που έγινε στην Αθήνα το 1936, όπου επισημάνθηκαν πολλές δυτι­κές επιδράσεις και τονίσθηκε η ανάγκη απανόδου εις τον οίκον των Πατέρων της Εκκλησίας. 

Η διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά τροφοδοτεί τώρα ικανοποιητικά όλους σχεδόν τους κλάδους της Θεολογίας, την οποία επαναφέρει επί της παραδοσιακής γραμμής, αφού άλλωστε ο Άγιος Γρηγόριος ούτε εκαινοτόμησε ούτε δικό του σύστημα θεολογίας οικοδόμησε, αλλά απλώς εκωδικοποίησε και συνήρμοσε σε ενότητα όσα οι προηγούμενοι Πατέρες εδίδαξαν γύρω από τα ζητήματα που προκάλε­σε ο ουμανιστής μοναχός Βαρλαάμ Καλαβρός, μεταφέροντας στην Κωνσταντινούπολη και στην Θεσσαλονίκη δυτική νοοτροπία και προβληματική. Γι' αυτό, όπως έχουμε τονίσει, δεν δικαιολογείται η χρή­ση από τους Ορθοδόξους του όρου «Παλαμισμός» ή «Παλαμική Θε­ολογία», όπως πράττουν οι Δυτικοί, οι οποίοι θεωρούν ως αιρετικές τις απόψεις του, γι' αυτό μαζί με τον Αρειανισμό, τον Νεστοριανισμό και άλλες αιρέσεις τοποθετούν και τον Παλαμισμό ως προσωπική καινοτομία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Ας μνημονεύσω απλώς εδώ διά του λόγου το αληθές, ότι στους Indices του Cavallera, τη γνω­στή κλείδα που χρησιμοποιούμε όλοι για την Patrologia Graeca του Αββά Migne, ο Ησυχασμός τοποθετείται μεταξύ των αιρέσεων[1]. 
Η μελέτη της διδασκαλίας του Αγίου κατόρθωσε μέχρι τώρα να παρουσιάσει πράγματι τα σημαντικώτερα και βασικώτερα θέματα· ου­σία και ενέργειες, κτιστό και άκτιστο, πάθη και απάθεια, θεοπτία, θεολογία, θέωση, γνώση του Θεού, μοναχισμός, άσκηση, φως και φωτισμός, μεταμόρφωση, θεία και ανθρώπινη σοφία, Αγία Τριας και πολλά άλλα. Ειδικά συνέδρια και συλλογικοί εόρτιοι τόμοι προσέφεραν πολλά στη σπουδή της διδασκαλίας του Αγίου Πατρός, όπως αναμφίβολα, θα προσφέρει και το παρόν λαμπρό συνέδριο που οργανώνει η Ι. Μονή Βατοπαιδίου προς τιμήν του μεγάλου αγιορείτου μονάχου, ο οποίος ξεκίνησε τους ασκητικούς του αγώνες ως υποτακτικός του διασήμου ασκητού Νικόδημου έξω από την τότε λαύρα του Βατοπαιδίου, όπου δέχθηκε και την πρώτη θεϊκή ανταπόκριση στο επίμονο μυστικό αίτη­μα της προσευχής του προς την Υπεραγία Θεοτόκο· «Φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου το σκότος». 
Μέσα στο πλήθος των θεμάτων της ογκώδους τώρα βιβλιογραφί­ας ελάχιστα έχουν γραφή για το θέμα της αποδεικτικής μεθόδου που χρησιμοποίησε ο Άγιος Γρηγόριος στη θεολογία του έναντι της διαλε­κτικής ή συλλογιστικής μεθόδου του αντιπάλου του Βαρλαάμ του Καλαβρού. Το θέμα αυτό βρίσκεται στην αφετηρία των θεολογικών του αγώνων, αφού με αυτό ξεκίνησε η σύγκρουση των δύο κόσμων, της Αγιοπνευματικής Ανατολής και της Ουμανιστικής Δύσης στα πρό­σωπα των δύο αντιπάλων, αλλά και σε άμεση συνάρτηση με το βασικό θέμα της διακρίσεως ουσίας και ενεργειών εν τη θεότητι, το οποίο γεν­νήθηκε από τη διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος της χρήσεως των αποδείξεων στις συζητήσεις περί του Θεού, στο θέμα δηλαδή της Θεολογίας υπό κυριολεκτική έννοια. Ο Βαρλαάμ Καλαβρός ηρνείτο παντελώς την αποδεικτική, ισχυριζόμενος βάσει του Αριστοτέλους, ότι άπαντα τα του Θεού δεν υπόκεινται σε αποδείξεις, είναι αναπόδεικτα, είναι «υπέρ απόδειξιν», υιοθετώντας έτσι ένα θεολογικό αγνωστι­κισμό και μεταβάλλοντας τη θεολογία σε πιθανολογία, αφού δεν έχει να στηριχθεί σε κάτι σταθερό που αποδεικνύεται αλλά σε όσα λογικά μόνο, αλλά ασταθή και ευπρόσβλητα, προκύπτουν κατά τις συζητήσεις επί θεμάτων πίστεως. 
Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, γνήσιος παραδοσιακός θεολόγος, γνωρίζει από την προηγούμενη πατερική παράδοση ότι στα συγγράμ­ματά τους οι Άγιοι Πατέρες και άλλοι θεολόγοι χρησιμοποιούν και στους τίτλους των θεμάτων, αλλά και κατά την διαπραγμάτευση την αποδεικτική μέθοδο και ορολογία, όπως π.χ. ο Άγιος Ιωάννης Δαμα­σκηνός που συνόψισε την πατερική διδασκαλία στο γνωστό δογματικό του έργο Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, αλλά και ο Ευθύ­μιος Ζιγαβηνός στην Δογματική Πανοπλία. 
Μνημονεύουμε εδώ προκαταρκτικώς για την καλύτερη κατανόηση του θέματος ότι ένα από τα πρώτα θεολογικά κεφάλαια της Δογματικής του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού φέρει τον τίτλο «Απόδειξις ότι έστι Θεός» με ανάλογο αποδεικτικό περιεχόμενο, από το οποίο προκύπτει ότι όχι μόνον οι δεχόμενοι την Αγία Γραφή, αλλά και των Ελλήνων πλείστοι, δεν αμφιβάλλουν για την ύπαρξη του Θεού, την οποία αναγ­καστικά δέχεται ο μη σκοτισμένος από την αμαρτία ανθρώπινος νους, διότι «η γνώσις του είναι Θεόν φυσικώς ημίν εγκατέσπαρται», αλλά και διότι «και αυτή η της κτίσεως συνοχή και συντήρησις και κυβέρνησις διδάσκει ημάς, ότι έστι Θεός, ο τόδε το παν συστησάμενος και συνε­χών και συντηρών και αεί προνοούμενος». Η απιστία και η αθεΐα δεν οφείλονται στην αδυναμία της Θεολογίας να διατυπώσει αποδεικτικό λόγο, γιατί δεν υπάρχουν δήθεν αποδείξεις, αλλά στη μη σωστή λειτουρ­γία του νου όσων δεν πιστεύουν, οι οποίοι πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ασθενείς, ως άρρωστοι. Η απιστία και η αθεΐα δεν έχουν καμμία λογική στήριξη, είναι παραλογισμός και τρέλλα· οι άπιστοι δεν είναι λογικοί, αλλά αλογώτατοι, παράλογοι, γι' αυτό και ονειδίζονται από τον προφήτη Δαβίδ για την αφροσύνη τους· «είπεν άφρων εν τη καρ­δία αυτού ουκ έστι Θεός»[2]. Δεν παραλείπουν οι Άγιοι Πατέρες να το­νίσουν επίσης ότι η απιστία στην ύπαρξη του Θεού οφείλεται στην πο­νηρία των ανθρώπων οι οποίοι θέλουν να αμαρτάνουν ελεύθερα σαν να μην υπάρχει Θεός που εφορά και παρακολουθεί τον βίο των ανθρώπων, δι' αυτό και όσοι αμαρτάνουν συνεχώς και εκ συνηθείας αρνούνται εν τοις πράγμασι τον Θεό, έστω και αν δεν το διακηρύσσουν με το στόμα τους. Ερμηνεύων π.χ. ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας το μνημονευθέν ψαλμικό χωρίο «είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έστι Θεός» γρά­φει· «Κορυφή τούτο πάσης πονηρίας εστί. Το γαρ οίεσθαι μη είναι Θεόν, αλλά από ταυτομάτου γεγενήσθαι το παν, αρχή πάσης ακολασίας και παρανόμου καθέστηκε πράξεως. Δηλοί ουν ο λόγος ως εις τοσούτον ασεβείας το γένος ελήλακεν, ως μηδέ Θεόν εφιστάνειν τοις ούσιν, αλλ' ηγείσθαι τον σύμπαντα τούτον κόσμον, τυχαίαν και αυτόματον ειληφέναι την σύστασιν». Και συμπληρώνει· «Και πας ο ανέδην αμαρτάνων, δι' ων οράται καταφρονών καν ει μη λέγοι φωναίς αλλ' έργοις αυτοίς και τη του βίου σκαιότητι μόνον ουχί διακέκραγε το "Ουκ έστι Θεός". Οι γαρ ούτως ζην ειωθότες, ως μη εφορώντος Θεού, πάντα τε δρώντες απερισκέπτως, έργοις αυτοίς και πράγμασιν αρνούνται Θεόν»[3].
2. Αγιογραφική Θεμελίωση 
Εκτός από την επίκληση της πατερικής παραδόσεως υπέρ των αποδείξεων ο Άγιος Γρηγόριος συνιστά στον Βαρλαάμ που ισχυριζό­ταν ότι δεν υπάρχει γνώση των θείων και απόδειξη, αλλά μόνον στην πίστη στηρίζεται η Θεολογία -«ουδενός των θείων είναι γνώσιν ουδέ απόδειξιν, αλλά πίστιν μόνην»[4]- να μελετήσει όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος στο πρώτο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής, όπου καθι­στά αναπολόγητους όχι τους πιστούς Ιουδαίους, αλλά τους απίστους Έλληνες, οι οποίοι, ενώ έπρεπε με τη σοφία τους να οδηγηθούν στον Θεό και στην κατά Θεόν ζωή και πολιτεία, εν τούτοις κατέληξαν στην ασέβεια της ειδωλολατρίας και σε ποικίλα πάθη και κακίες. Είναι αδι­καιολόγητοι, έστω και αν ζουν έξω από το χώρο της Π. Διαθήκης και θα αντιμετωπίσουν την οργή του Θεού, διότι «το γνωστόν του Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς· ο γαρ Θεός αυτοίς εφανέρωσε». Εξηγώντας δε ο Απόστολος πώς ο Θεός φανερώνει και αποδεικνύει την ύπαρξη και τη σοφία του λέγει την γνωστή και κλασική θέση, ότι ο αόρατος Θεός καθοράται μέσω των κτισμάτων, μέσω της δημιουργίας· «τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης εις το είναι αυτούς αναπολο­γήτους»[5]. Αλλά και στις Πράξεις των Αποστόλων, ομιλών ο Παύλος προς τους ειδωλολάτρες κατοίκους των Λύστρων, οι οποίοι μετά το θαύμα της θεραπείας ενός χωλού ενόμισαν πως είναι θεοί αυτός και ο Βαρνάβας και ετοιμάζονταν να προσφέρουν θυσίες, τους εχειραγώγησε προς την αληθινή θεογνωσία λέγοντας ότι ο Θεός άφησε τα έθνη προ Χριστού να ακολουθήσουν ελεύθερα τον δρόμο της πίστεως ή της απι­στίας, μολονότι υπήρχαν μαρτυρίες και αποδείξεις της υπάρξεως και παρουσίας του, δεν άφησε δηλαδή τον εαυτό του αμάρτυρο και αναπόδεικτο· «ος εν ταις παρωχημέναις γενεαίς είασε πάντα τα έθνη πορεύεσθαι ταις οδοίς αυτών·  καίτοι γε ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν αγαθοποιών, ουρανόθεν υμίν υετούς διδούς και καιρούς καρποφόρους, εμπιπλών τροφής και ευφροσύνης τας καρδίας υμών»[6]. Αν λοιπόν η μόνη οδός γνώσεως του Θεού είναι η πίστη, και δεν οδηγείται κανείς στον Θεό με αποδεικτικούς συλλογισμούς, οι οποίοι στηρίζονται στις ενέργει­ες του Θεού στον κόσμο, τότε θα έπρεπε οι εκτός πίστεως να δικαιολο­γούνται, να μη θεωρούνται αναπολόγητοι και άξιοι της οργής του Θεού, όπως διδάσκει ο Απόστολος Παύλος[7].
Ας σημειώσουμε εδώ παρεμπιπτόντως ότι οι θέσεις αυτές δίδουν απάντηση και στο πολύ συχνά και από πολλούς προβαλλόμενο στις ημέρες μας ερώτημα, που βέβαια τις πιο πολλές φορές οφείλεται ή σε διάθεση συγκρητιστικής ισοπεδώσεως όλων των ανθρώπων είτε ανήκουν σε κάποια θρησκεία είτε όχι ή σε επιθυμία ελαφρύνσεως των ευθυνών όσων εγνώρισαν τον Θεό μέσα στην Εκκλησία. Και το ερώτημα είναι· τι θα γίνει με όσους δεν είναι Χριστιανοί, με όσους βρίσκονται έξω από την Εκκλησία; Έχουν και αυτοί κάποια ευθύνη και θα δώσουν λόγο για την απιστία τους, αφού δεν εγνώρισαν τον Θεό; Η απάντηση με βάση τα λεχθένα είναι εύκολη· τον Θεό πρέπει όλοι να τον γνωρίσουν και να τον δεχθούν, γιατί είναι έμφυτη σε όλους η γνώση του, αλλά και γιατί βοά και κραυγάζει ο κόσμος, η κτίση, το παναρμόνιο σύμπαν για την ύπαρξη και την σοφία του·  «διότι το γνωστόν του Θεού φανερόν έστιν εν αυτοίς»[8]. Εμείς απλώς που ζούμε μέσα στην Εκκλησία έχομε μεγαλύτερη ευλογία και ευεργεσία, αλλά και μεγαλύτερη ευθύνη· γιατί η γνώση μας, δεν στηρίζεται μόνο σε φυσικά μέσα, δεν είναι μόνο φυσική γνώση, αλλά στηρίζεται και στα αυτόπιστα και αυταπόδεικτα λόγια του Χριστού, των Αποστόλων και των Αγίων, στον φανερωθέντα εν τω προσώπω του Χριστού Θεό, και φανερούμενο διαρκώς μέσα στην Εκκλησία, με τις θεοπτίες και τις θεωτικές εμπειρίες των Αγίων.
3. Η διπλή μέθοδος. Ουσία και ενέργειες 
Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς πάντως γνωρίζει και αποδέχεται ότι τα του Θεού δεν είναι όλα γνωστά και αποδεδειγμένα. Δεν διαπράτ­τει το λάθος του Βαρλαάμ να γενικεύσει, και όπως εκείνος εδίδαξε ότι όλα στο Θεό είναι άγνωστα και αναπόδεικτα, να διδάξει αυτός αντιθέ­τως την άλλη ακρότητα ότι όλα είναι γνωστά και αποδείξιμα, και στη θέση του βαρλααμικού αγνωστικισμού να επαναφέρει την αρειανική-ευνομιανική γνωσιαρχία, κατά την οποία ο ανθρώπινος νους μπορεί να κατανοήσει και την ουσία του Θεού, να εισέλθει και στο χώρο τον αγνώστου, του ακαταλήπτου, του κρυφίου μέρους της θεότητος. Δικαιο­λογεί τον Βαρλαάμ, όταν αυτός επικαλείται χωρία της Αγίας Γραφής, όπως το «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» ή το «έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού», και παρατηρεί ότι όντως υπάρχει η άγνωστη και αναπόδεικτη πλευρά του Θεού, η οποία παραμένει απρόσιτη και ακατάληπτη στον άνθρωπο. Αξιοποιεί όμως την διάκριση ουσίας και ενεργειών στην θεότητα, την οποία είχαν ήδη αναπτύξει οι Καππαδόκες Θεο­λόγοι, και ιδιαίτερα ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος εδίδαξε ότι «ημείς εκ των ενεργειών γνωρίζειν λέγομεν τον Θεόν ημών, τη δε ουσία αυτή προσεγγίζειν ουχ υπισχνούμεθα. Αι μεν γαρ ενέργειαι αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία αυτού μένει απρόσιτος»[9]. Απαντώ­ντας μάλιστα ο Καππαδόκης πατήρ στο ερώτημα αν προηγείται στη Θεολογία η γνώσις της πίστεως, λέγει ότι πράγματι προηγείται η γνώσις· «Ηγείται η έννοια η περί του ότι έστι Θεός, ταύτην δε εκ των δημιουργημάτων συνάγομεν. Σοφόν γαρ και δυνατόν και αγαθόν και πάντα τα αόρατα από της του κόσμου κτίσεως νοούντες επιγινώσκομεν»[10]. 
Με βάση λοιπόν αυτή τη διάκριση ουσίας και ενεργειών ο Θεός δεν είναι ούτε μόνον άγνωστος ούτε μόνον γνωστός· είναι και τα δύο, άγνωστος και γνωστός, αναπόδεικτος και αποδεικτός, άγνωστος κα­τά την ουσία, γνωστός κατά τις ενέργειες. Έχομε εδώ την περίφημη διπλόη, την διπλή θεολογική μέθοδο των Πατέρων, την οποία διά πολλών αναπτύσσει ο Άγιος Γρηγόριος, εμείς όμως θα περιορισθούμε σε ελάχιστες διατυπώσεις του. 
Απέναντι στον ισχυρισμό του Βαρλαάμ κατά τον οποίο «ουδέν γνωστόν ουδέ αποδεικτόν των θείων», ο Άγιος Γρηγόριος λέγει ότι «των θείων τα μεν γινώσκεται, τα δε ζητείται, έστι δ' α και αποδείκνυται, έτερα δε έστιν ανεξερεύνητα πάντη και ανεξιχνίαστα[11]. Αυτό που είναι ακαταμάχητο και σύμφωνο με την Αγία Γραφή είναι ότι τα θεία είναι και δεν είναι αποδείξιμα· άλλα είναι και άλλα δεν είναι· απαναλαμβάνει ότι «τα μεν των θείων γινώσκεται και αποδείκνυται, τα δε απερινόητά εστι και ανεξιχνίαστα». Γι' αυτό είναι λάθος να ισχυ­ρίζεται κανείς «ως ουκ έστιν απόδειξις επ' ουδενός των θείων·  το θείον αποδεικτόν τέ εστι και ουκ αποδεικτόν»[12]. Επικαλείται στη συνάφεια αυτή και τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα, τα οποία επικαλείται και ο Βαρλαάμ, μονομερώς όμως, για να κατοχυρώσει μόνον το άγνωστο και ακατάληπτο του Θεού. Του λέγει λοιπόν ότι ο συγγραφεύς «διττήν σαφώς είναι διδάσκει την θεολογίαν· την μεν μυστικήν, τελεστικήν, απόρρητον, άρρητον, η δρα και ενιδρύει τω Θεώ ταις αδιδάκτοις μυσταγωγίαις, την δε εμφανή και φιλόσοφον και αποδεικτικήν, η πείθει και καταδείται των λεγομένων την αλήθειαν»[13]. 
Ακόμη και στον ισχυρισμό που προβάλλει ο Βαρλαάμ ότι ο άνθρω­πος δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι έχει αποδείξεις περί του Θεού, διότι οι αποδείξεις περιορίζονται μόνον στα αισθητά που είναι ομογενή του ανθρώπου, «Θεώ δε ουδέν ομογενές», ο Άγιος Γρηγόριος προβάλλει την θεοπτική εμπειρία των Αγίων, η οποία κατά χάριν και κατ' ενέργειαν τους μεταβάλλει εις ομογενές του Θεού, τους θεώνει· «ίσασιν οι κεκαθαρμένοι την καρδίαν διά τεκμηρίου της εγγινομένης εν εαυτοίς ιεράς φωτοφανείας ότι έστι Θεός και οίον φως εστι, μάλλον δε πηγή φωτός νοερού τε και αΰλου». Η καθαρότης της καρδίας τους καθιστά δεκτικούς και δεικτικούς της θείας ελλάμψεως. Όσοι βέβαια δεν έχουν προχωρήσει στην θεωρία και στη θέωση μπορούν να ιδούν και να γνω­ρίσουν «εκ της περί πάντα προμηθείας τον κοινόν προμηθέα, εκ των αγαθυνομένων την αυτοαγαθότητα, εκ των ζωοποιουμένων την αυτοζωήν, εκ των σοφιζομένων την αυτοσοφίαν και απλώς εκ πάντων τον τα πάντα όντα». Με όλα αυτά ως τεκμήρια σχηματίζεται αψευδής απόδειξις «ότι έστι τις προαγωγεύς και προμηθεύς προάναρχος απάντων, παντοδύναμος, παντεπίσκοπος, πανάγαθος, παναίτιος, υπερφυής»[14].
4. Οι σύγχρονοι δογματικοί βαρλααμίζονν
Το θέμα της χρήσεως των αποδείξεων στη θεολογία έχει και άλλη ενδιαφέρουσα πλευρά που αναφέρεται στη σύγχρονη θεολογία, την δογματική κυρίως. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ισχυρίζεται ότι ο Βαρλαάμ Καλαβρός αποτελεί μοναδική περίπτωση θεολόγου καθ’ όλους τους αιώνες που βρήκε και εδίδαξε πρώτος ότι δεν υπάρχει από­δειξη για τίποτε από τα θεία· «'Εντεύθεν μηδ' είναι απόδειξιν επ' ουδενός των θείων άρτι πρώτος των εκ του παντός αιώνος θεολόγων και εξεύρε και απεφήνατο»[15]. Αυτό πράγματι φαίνεται να ισχύει σε όλες τις περιόδους της παραδόσεως μέχρι και του 18ου αιώνος. Αν μετά τη βυζαντινή πατερική παράδοση μελετήσει κανείς τα δύο γνωστά δογματικά εγχειρίδια των χρόνων της Τουρκοκρατίας, το «Θεολογικόν» του Ευγενίου Βουλγάρεως και την «Επιτομήν των θείων της πίστεως δογμάτων» του Αγίου Αθανασίου Παρίου, διαπιστώνει ότι συνεχίζε­ται η πατερική παράδοση ως προς την χρήση των αποδείξεων, με την αποδοχή της διπλόης, της διπλής δηλαδή γνώσεως· ο Θεός είναι άγνω­στος κατά την ουσία, αλλά γνωστός κατά τις ενέργειες. 
Η κατάσταση όμως αλλάζει τον 19ο αιώνα, και η αλλαγή στο θέ­μα αυτό εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα. Η επικράτηση των Νεοελλήνων Διαφωτιστών στην παιδεία με την παράλληλη στροφή προς την αρχαιολατρία και τον κλασικισμό, όπως και η μεταφορά της σχολαστικής μεθόδου θεολογήσεως στις ορθόδοξες θεολογικές σχολές από τους υποχρεωτικώς σπουδάζοντας στη Δύση καθηγητάς, με την σταδιακή μείωση του ενδιαφέροντος για τους Πατέρες και τη διδασκα­λία τους, δημιούργησαν σοβαρό ρήγμα στη συνέχεια της δογματικής παραδόσεως, με συνέπεια τώρα ο Βαρλαάμ να μην είναι ο μόνος που ισχυρίζεται ότι επί του Θεού δεν ισχύουν οι αποδείξεις, δεν ισχύει η αποδεικτική μέθοδος. Νεώτεροι δογματικοί θεολόγοι που αγνοούν την πατερική διάκριση ουσίας και ενεργειών αγνοούν και τη διπλή θεολογική μέθοδο. Όταν εξετάζουν στις Δογματικές τους το θέμα των αποδείξεων βρίσκονται σε αμηχανία, γνωρίζουν ότι οι αποδείξεις ωφελούν και βοηθούν, παγιδευμένοι όμως στην σχολαστική φιλοσοφική άποψη ότι ο Θεός ως υπεραισθητός είναι υπέρ απόδειξιν, δέχονται ότι οι αποδείξεις δεν μπορούν να οδηγήσουν στον Θεό, αλλά απλώς μπορούν να ενισχύσουν την προϋπάρχουσα πίστη, που μένει έτσι η μό­νη οδός θεογνωσίας, ενώ, όπως ήδη είδαμε, η γνώση προηγείται της πίστεως και συνάγεται αποδεικτικώς μέσω των κτισμάτων.
Έτσι ο Χρ. Ανδρούτσος γράφει ότι «αι αποδείξεις της υπάρξεως του υψίστου όντος δεν πορίζουν λοιπόν τω ανθρώπω την έννοιαν του Θεού, την άλλοθεν προϊούσαν, αλλά, argumenta ad hominem ούσαι, διασαφούσιν αυτήν προϋπάρχουσαν… Εν δε τω Χριστιανισμώ αποβαίνουσι μεν περιτταί παντί πιστώ, ζέον έχοντι το της πίστεως συναίσθημα και υπό του φωτός της θείας Αποκαλύψεως ελλαμπομένω (και εκ τοιαύτης επόψεως απέκλεισαν πολλοί αυτάς της Δογματικής) προσφέρουσι δ' έρεισμα τω ασθενεί έχοντι την πίστιν και προς στιγμήν κυμαινομένω Χριστιανώ». Ο ίδιος συμπεραίνει ότι απλώς «δύνανται να αξιώνται μνείας εν τη Δογματική», ενώ ως πραγματικές αποδείξεις δεν έχουν ισχύ[16]. Ο Π. Τρεμπέλας ακολουθεί το ίδιο δρόμο, δεχόμενος ότι πράγμα­τι οι αποδείξεις δεν είναι πραγματικές και αληθινές, δεν είναι argumenta ad veritatem, αλλά argumenta ad hominem, διότι αν ήσαν αληθινές, «θα ήσαν λογικώς αναγκαίαι, ήτοι ουδέ ο ορθώς διανοούμενος είναι δυ­νατόν να μη αποδεχθή ό,τι αύται αποδεικνύουσι». Αυτό όμως διδάσκουν η Αγία Γραφή και οι Πατέρες, ότι ο ορθώς διανοούμενος οδηγείται στον Θεό· ο άθεος είναι άφρων, σκοτισμένος και ασθενής. Διορθώνει πάντως την άποψη του Ανδρούτσου ότι απλώς ενισχύουν την προϋπάρχουσαν πίστη, που προέρχεται άλλοθεν· για τους καλής διαθέσεως ανθρώπους που δεν έχουν τυφλωθή από αμαρτωλές και ένοχες προκα­ταλήψεις έχουν ισχύ οι αποδείξεις, διότι διαφορετικά ο Παύλος κακώς αποδίδει ευθύνη και ενοχή στους εθνικούς, που τους χαρακτηρίζει ως αναπολόγητους, διότι, ενώ «το γνωστόν του Θεού φανερόν ην εν αυτοίς», αυτοί εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν «τη κτίσει παρά τον κτίσαντα»[17]. Πιστεύει πάντως και ο Τρεμπέλας ότι η συστηματική διαπρα­γμάτευση των αποδείξεων δεν ανήκει στη Δογματική αλλά στην Απολο­γητική[18]. Νεώτερος δογματικός θεολόγος απαντώντας στο ερώτημα αν υπάρχουν λογικά επιχειρήματα που αποδεικνύουν την ύπαρξη του Θεού λέγει ότι τέτοιου είδους επιχειρήματα δεν υπάρχουν. Την ύπαρξη του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει λογικά, όπως αποδει­κνύει τις φυσικές αλήθειες...Τις φυσικές αλήθειες ο άνθρωπος αποδει­κνύει επιστημονικά, ώστε αυτοί που τις αρνούνται να είναι παράλογοι. Την ύπαρξη όμως του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει με επιχειρήματα λογικά, ώστε, αυτός που την αρνείται να παραλογίζεται. Καταλήγει λέγοντας ότι δεν πρόκειται περί αποδείξεων, αλλά περί ενδείξεων είναι επιχειρήματα λογικοφανή, δείκτες που προσαναλίζουν τη σκέψη προς το δυνατό της υπάρξεως του Θεού. Δεν αποδεικνύουν αναγκαίως αυτήν, αλλ' υπάρχουσαν την καθιστούν λογικοφανή ή του­λάχιστον όχι παράλογη[19]. 
Πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι η έρευνα των νεωτέρων δογματικών εγχειριδίων μπορεί να παρουσιάζει και άλλες παραλλαγές ενδιαφέ­ρουσες, είτε συγκλίνουσες στην αποδεικτική θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά είτε αποκλίνουσες προς τον αγνωστικισμό του Βαρλαάμ. Δεν προλάβαμε να ολοκληρώσουμε την έρευνα, την οποία θα συνεχίσουμε.
Επίλογος 
Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αναπτύσσει εκτενώς το θέμα της αποδεικτικής μεθόδου σε πολλά του συγγράμματα. Οι δύο Αποδεικτι­κοί λόγοι περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος έδωσαν αφορμή με τον τίτλο τους μόνο να αρχίσει η συζήτηση του θέματος. Το αναπτύσ­σει διά πολλών σε δύο επιστολιμαίες πραγματείες προς τον Ακίνδυνο και σε άλλες δύο προς τον Βαρλαάμ. Εμείς επισημάναμε απλώς το πρόβλημα στη βασική του διάσταση σε σχέση μάλιστα με την σύγχρονη δογματική μας γραμματεία. Αξίζει πάντως να υπογραμμίσουμε αυτό που άλλοι έχουν σημειώσει· ότι δηλαδή η Θεολογία δεν είναι θεωρη­τική επιστήμη, αλλά θετική και εμπειρική. Όχι μόνον γιατί τα ίδια τα δημιουργήματα βοούν και κραυγάζουν και μας οδηγούν στον Θεό, η ίδια η ανθρώπινη φύση και ο παναρμόνιος κόσμος, αλλά και η πραγμα­τική εμπειρία των Αγίων, των φίλων του Θεού, οι οποίοι αφού εκαθάρθησαν, είδαν τον Θεό, ο οποίος φανερώνεται στους καθαρούς και αξίους. Αυτόπτες αυτοί της θείας μεγαλειότητος μας βεβαιώνουν για την ύπαρξη και την αγαθότητα του Θεού με αποδεικτικό και όχι με συλλογιστικό και διαλεκτικό λόγο.
[1] Βλ. σχετικώς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 21997, 6.
[2] Ιωάννου Δαμάσκηνου, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, ΕΠΕ (=Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας) 1, 60. Ψαλμ. 13,1.
[3] Κυρίλλου Αλεξάνδρειας, Ερμηνεία εις τους Ψαλμούς, PG 69,801.
[4] Γρηγοριου Παλαμά, Προς Βαρλαάμ 2,12, ΕΠΕ 1, 526.
[5] Ρωμ. 1,18-32.
[6] Πράξ. 14,16-17.
[7] Γρηγοριου Παλαμά, Προς Βαρλαάμ 1, 31-33, ΕΠΕ 1,480 κ.ε.
[8] Ρωμ. 1,19
[9] Μ. Βασιλείου, Επιστολή 234, 1, ΕΠΕ 1, 152.
[10] Επιστολή 235,1, ΕΠΕ 1,156-158.
[11] Προς Βαρλαάμ 2, 19, ΕΠΕ 1, 530.
[12] Αυτόθι 22, ΕΠΕ 1,540.
 [13] Αυτόθι 20, ΕΠΕ 1, 538.
[14] Προς Ακίνδυνον 1,11-12, ΕΠΕ 1,422-426.
[15]Προς Βαρλαάμ 2, 9, ΕΠΕ 1, 524.
[16] Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήναι 21956, σ. 38-39.
[17] Π. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1959, τομ. 1, σ. 155.
[18] Αυτόθι, σ. 157.
[19] Ανδρ. Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά, Αθήναι 1995, εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 12-14.

ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ. Τριμηνιαία έκδοση Ορθοδόξου Διδαχής Έτος 13 - Τέυχος 1 - Ιανουάριος Μάρτιος 2011
Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Κύριε των δυνάμεων…


«Κύριε των δυνάμεων μεθ’ ημών γενού». Πώς ο Κύριος θα είναι μαζί μας. Ο Χριστός είναι δύναμη.
«Κύριε των δυνάμεων μεθ’ ημών γενού…». Άραγε τί θέλουν να πουν αυτά τα λόγια; Κάτι καλό όμως θα είναι και ευχάριστο, για να το παρουσιάσουν οι άγιοι Πατέρες να λέγεται τώρα, αυτές τις ημέρες της άγιας Τεσσαρακοστής. Ποιός βασιλιάς, ποιός εξουσιαστής, ποιός άρχοντας, ποιός ηγεμόνας είναι σε αυτόν τον κόσμο, που δεν έχει εξουσία; Τόση δύναμη έχει ο λόγος του, ώστε εκείνο που θα προστάξει να γίνει αμέσως. Όμως δύναμη πνευματική δεν μπορεί να τους δώσει.
«Κύριε των δυνάμεων μεθ ημών γενού». Παρακαλούμε τον βασιλέα των ουρανών να μας δώσει κάποια δύναμη πνευματική. Τώρα, αυτές τις ημέρες πολύ σωστά όρισαν οι άγιοι Πατέρες να το λέμε αυτό και να τον παρακαλούμε να έλθει μαζί μας. Έλα εσύ, που είσαι ο εξουσιαστής όλων των δυνάμεων, εσύ που είσαι Κύριος των πάντων, έλα μαζί  μας. Τί να κάνεις; να γίνεις παρήγορός μας, έλα να γίνεις συνήγορός μας, δάσκαλος και ιατρός μας· εσύ που εξουσιάζεις τα πάντα «μεθ’ ημών γενού». Τον παρακαλούμε να μας δώσει κάποια δύναμη.
Αυτή όμως η δύναμη απλώς και ως έτυχε δεν έρχεται. Δεν είναι κανένα ρούχο να το φορέσουμε, δεν είναι κανένα πράγμα υλικό, για να το πάρουμε· είναι μία δύναμη πνευματική. Είναι ο ίδιος ο Θεός, τον οποίον παρακαλούμε να έλθει μαζί μας. Είναι πανέτοιμος για να έλθει· είναι πολύ πρόθυμος και έτοιμος κάθε στιγμή με ευχαρίστηση, με χαρά, με καλή διάθεση, να έλθει να επισκιάσει και να βοηθήσει τον άνθρωπο, αλλά πρέπει να του ετοιμάσουμε τόπο.
Ποιός είναι αυτός, που έχει τόσες δυνάμεις; είναι αυτός ο Χριστός, που ήλθε και έχυσε το πανάγιό Του αίμα, για να μας εξαγοράσει και να μας δώσει δύναμη, ώστε να πατούμε επάνω «όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού». Αλλά δεν έρχεται έτσι· πρέπει πρώτα – πρώτα να καταδαμάσουμε τα πάθη μας. Για τούτο οι άγιοι Πατέρες όρισαν να το λέμε τώρα, αυτές τις ημέρες, που είναι η νηστεία· διότι η νηστεία καταδαμάζει τα πάθη. Εάν δεν καταδαμαστούν αυτά, δεν έρχεται ο Θεός.
Ποιό όμως να είναι το μέσον, με το οποίο θα μπορέσουμε να φέρουμε τον Θεό μαζί μας; Πιστεύω ότι το ξέρετε. Το μέσον αυτό, με το οποίο θα φέρουμε τον Θεό μαζί μας, είναι αυτή η συντριβή της καρδίας. Να συντρίψουμε την καρδία μας και να φέρουμε στον εαυτό μας την αγάπη, την ταπείνωση, την υπομονή και επιμονή στο αγαθό, για να μείνει ο Θεός μαζί μας. Δύσκολο όμως είναι. Διότι τα πάθη μας δεν τα δαμάζουμε εύκολα.
Επικαλούμεθα τον Θεόν στο κελλί μας, μέσα στην εκκλησία, κλαίμε, συντρίβουμε τον εαυτό μας, άλλα διάφορα κάνουμε, βγαίνουμε όμως κατόπιν έξω και εκείνα, τα οποία κερδίσαμε, τα δαπανάμε. Πώς; Με το μίσος, την κακία, την πονηρία, με την κρίση, με την κατάκριση και με τα άλλα πάθη, τα οποία πολεμούν καθημερινά τον άνθρωπον. Φωνάζουμε: Κύριε των δυνάμεων έλα μαζί μας… αλλά αυτά απομακρύνουν τη χάρη του Θεού, και δεν έρχεται. Δεν φοβούμεθα το Θεό, αλλά και δεν τον αγαπούμε· ναι έλεγε ο μέγας Αντώνιος, ότι εγώ δεν φοβούμαι τον Θεό, αλλά τον αγαπώ ολοψύχως, διότι η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβο.
Πώς δείχνουμε ότι δεν τον αγαπούμε εμείς; διότι όταν μας τύχει μια προσβολή, δεν υπομένουμε, όταν μας τύχει κάτι που μας παροξύνει, δεν υποκύπτουμε, όταν μας έρχεται να κάνουμε κάτι, το οποίο είναι μισητό ενώπιον του Θεού, δεν το αποφεύγουμε. Ποιόν βλάπτουμε; τη ψυχή μας. Εκεί που θα βλαφτείς, εκεί πηγαίνεις· εκεί που θα σκοτισθεί το μυαλό σου, εκεί τρέχεις. Τί θα κερδίσεις; αντί χαρά, λύπη· αντί ανάπαυση, ταραχή και ανησυχία. Πώς θα έλθει μαζί σου ο Θεός;
Πολλές ημέρες τώρα παρατηρώ έξω που πηγαίνω, ότι έρχονται δύο πέρδικες και καθίζουν εκεί στο παγκάκι· πότε πιό πάνω, πότε πιό κάτω, όλο τις βλέπω να τριγυρίζουν εκεί. Γιατί δεν έρχονταν και άλλοτε; γιατί δεν έρχονταν και τα περασμένα χρόνια, μόνο τώρα κάθε μέρα έρχονται; Διότι βλέπουν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Εμείς, αδελφές, δεν βλέπουμε τον κίνδυνο που έρχεται εναντίον της ψυχής μας; Δεν βλέπουμε ότι ο διάβολος γίνεται όργανο, για να απορροφήσει την πνευματική μας δύναμη. Ποιός το σοφίζει αυτό το πουλί; ποιός του έλεγε τόσα χρόνια να μην έρχεται και τώρα δεν φεύγει από εκεί; Κανείς· με τη γνώση του· καταλαβαίνει ότι σ’ αυτό  το μέρος θα βρει τη γαλήνη, θα βρει ­την ησυχία. Εμείς είμαστε λογικοί άνθρωποι, αφιερωμένοι στον Θεό. Γιατί να τρέχουμε εκεί που είναι ο κίνδυνος; Γιατί να μην ασπαζόμαστε  τη σιωπή; Γιατί να μην κυνηγούμε την υπακοή; Γιατί να μην έχουμε την αγάπη, την υπομονή, την ομόνοια, με τα οποία θα αποφύγουμε τους κινδύνους και θα φέρουμε τη θεϊκή δύναμη μέσα μας;
Έμενα, μου κάνει εντύπωση αυτό το πράγμα· έκπληκτος γίνομαι· ένα πουλί να καταλαβαίνει τον κίνδυνο! του δίνει σοφία ο Θεός· του δίνει στόχαση, ότι σ’ αυτό το μέρος δεν έχει φόβο να βλαφτεί.
Δεν μας φθάνει, αδελφές, να πούμε ότι ήλθαμε στο στάδιο της αγίας Τεσσαρακοστής και εξασφαλιστήκαμε με τη νηστεία που κάνουμε διότι η νηστεία αυτή δεν είναι άλλο παρά μια αλλαγή φαγητών. Άλλη νηστεία να κάνουμε· διότι λέει και το στιχηρό, «νηστεία δεν είναι μόνον η αποχή των βρωμάτων, αλλά εγκράτεια γλώσσης, θυμού αποχή, καταλαλιάς, ψεύδους…» αυτά να αποφύγουμε, αδελφές. Διότι δεν θα μπορέσουμε να δικαιολογηθούμε τότε ενώπιον του πανδήμου δικαστηρίου και να πούμε ότι δεν τα ξέραμε. Όταν τηρείς λοιπόν αυτά, ευθύς ως θα ειπείς: «Κύριε των δυνάμεων, έλα μαζί μου…» αμέσως ένας άγγελος έρχεται πλησίον σου. Έρχεται και ο διάβολος από πίσω, αλλά ο άγγελος είναι ισχυρότερος. Και να μην πεις ποτέ, ο διάβολος με παρακίνησε και έκανα εκείνο το κακό, ή είδα τον άλλο και παρακινήθηκα και εγώ. Διότι δεν γελιέται ο Θεός· τον άγγελο που σου έδωσε φύλακα και σε φυλάει νύκτα – μέρα, γιατί δεν τον ακούς, αλλά μόνον ακούς τον Σατανά; Δωρεάν μας φυλάει ο άγγελος μέρα και νύκτα. Όμως επειδή αδυνατούμε να κάνουμε το αγαθό, αδυνατεί και ο άγγελος και φεύγει μακριά μας. Αλλά ο διάβολος που μένει πλησίον σου καλό θα σου κάνει; Προσέχετε! διότι η ζημιά είναι μεγάλη και όταν σεις ζημιώνεσθε, η λύπη μου είναι άπειρη. Διότι δεν θέλω να χαθεί καμία σας. Αν χαθώ εγώ, δεν με νοιάζει· αν χαθεί όμως μια από σας, η λύπη μου θα είναι πολύ μεγάλη…
Να προσέχετε! Όπου είναι η δύναμη, εκεί να τρέχετε· να φεύγει κάθε είδος κακίας, το οποίο θα σας φέρει σκότος και ταραχή. Ποιά είναι η δύναμη; ο Χριστός! εκεί να τρέξεις. Σου έτυχε κάτι; τρέξε στη προσευχή, τρέξε στο Χριστό. Και πώς δεν πας στο Χριστό; πώς δεν τρέχεις στη προσευχή; η προσευχή, είναι το πάν, εκεί είναι η δύναμη, εκεί είναι η βοήθεια. Τρέξε λοιπόν στον βοηθό, τρέξε εκεί που υπάρχει δύναμη.
Η προσευχή είναι σαν μία θωράκιση, είναι σαν ένα ισχυρό όπλο και ενίσχυση, για να αποφεύγουμε τον Σατανά και να μη γινόμαστε παιχνιδάκι  του. Από πού έρχεται η δύναμη; από το Χριστό! Ο Χριστός μου είναι δύναμη… τρέξε λοιπόν φώναζε το Χριστό να σε βοηθήσει. Προσπαθήσετε να αγιασθείτε, να φωτιστείτε,… επικαλείσθε τον Χριστό να σας γίνεται βοηθός σε όλα και συνήγορος. Εμείς έχουμε αγγέλους και μας φυλάγουν ο βασιλέας μας, μας έδωσε από έναν άγγελο φύλακα. Λοιπόν αποφεύγετε τον Σατανά· τρέχετε στον Χριστό. Οτιδήποτε σας συμβεί, η παρηγοριά σας να είναι ο Χριστός· εκεί είναι η δύναμη. Θέλω να γίνετε τέκνα του επουρανίου βασιλέως· θέλω να σας δω όλους στη βασιλεία των ουρανών.
(Αγίου Ανθίμου του Χίου, Πνευματικές διδασκαλίες).



 http://vatopaidi.wordpress.com/2010/02/17/%CE%BA%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%B5-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B4%CF%85%CE%BD%CE%AC%CE%BC%CE%B5%CF%89%CE%BD/

Άλλη τις ξένη δύναμις τον εβάσταζε (του γέροντα Φιλόθεου Ζερβάκου)



Κατά το έτος 1905-1907 υπηρετών εις τας τάξεις του στρατού, εφοίτων εις την Βυζαντινήν Μουσικήν Σχολήν «Ιωάννης ο Δαμασκηνός», την οποίαν είχεν ιδρύσει ο εκ Μονεμβασίας συμπατριώτης μου, αείμνηστος Ανδρέας Τσικνόπουλος, μουσικοδιδάσκαλος. Εις την ιδίαν Σχολήν εφοίτα και ο επίσης συμπατριώτης μου εκ Συκέας της Λακωνίας Ιωάννης Αλεξάκης, μετέπειτα Ιεροψάλτης. Ούτος ημέραν τινά λέγει μοι: «Να έλθης εις τον μικρόν ναόν του Προφήτου Ελισσαίου, εις τον οποίον γίνονται κατανυκτικαί αγρυπνίαι και ψάλλουν βυζαντινά οι Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Τσώκλης και άλλοι. Θα ωφεληθής και θα μάθης πολλά αναγκαία, χρήσιμα και ωφέλιμα δια την ιεράν υμνωδίαν».[...]
Εις τας αγρυπνίας ήρχετο ανήρ τις, Αλέκος το όνομα, όστις έψαλλε, αλλ’ ήτο μέθυσος, και ότε ήτο μεθυσμένος έψαλλε με κατάνυξιν και με δάκρυα. Ο Παπαδιαμάντης που τον ήξευρε όταν έψαλλε με κατάνυξιν έλεγε: «ο Αλέκος έχει κρασοκατάνυξιν» και πολλάκις τον εδίωκεν εκ της εκκλησίας. Ο παπα-Νικόλας, ως απλούς και άκακος, επειδή κατά τον ίδιον σοφόν παροιμιαστήν: «άκακος ανήρ, παντί πιστεύει», έλεγε: «καλός, καλός ο Αλέκος, έχει κατάνυξιν, έχει φόβον Θεού», και ενίοτε μετά την αγρυπνίαν τω έδιδε και μικράν αμοιβήν. Τούτο υπήρξεν αφορμή εις τον Αλέκο να πλησίαση τον παπα-Νικόλα και να γίνη οικείος του και αχώριστος, αλλ’ υπήρξε και αφορμή σκανδάλου εις τινάς αδελφούς και εις εμέ, όστις ήμην νέος 22 – 23 ετών και εγνωρίζαμε τον Αλέκο, τινές δε είπον εις τον παπα-Νικόλα να διώξη τον Αλέκον, διότι ήτο μέθυσος και γίνεται σκάνδαλον εις τους αδελφούς. Αλλ’ ο παπα-Νικόλας με την συνήθη απλότητα του, έλεγε: «καλός, καλός ο Αλέκος, αγαπά την εκκλησίαν, ψάλλει καλά». Ως τόσον ο Αλέκος επήρε θάρρος και με τρόπον έβαζε το χέρι και εις την τσέπην του παπα – Νικόλα και του αφαιρούσε τα χρήματα που του έδιδαν οι ευλαβείς χριστιανοί, δια να μνημόνευση τα ονόματα των προσφιλών γονέων, τέκνων, αδελφών και συγγενών των εις τας αγρυπνίας και Λειτουργίας. 
Κάποτε ο παπα – Νικόλας είχε εις την τσέπη του αρκετά κέρματα και ο Αλέκος έβαλε το χέρι του και προσεπάθει να τα πάρη όλα. Ο παπα-Νικόλας αντελήφθη τούτο και χωρίς να θυμώση, να τον υβρίση, να τον ελέγξη, ηρκέσθη και τω είπε με πραότητα: «Αλέκο ήσυχα, ήσυχα- ήσυχα Αλέκο». Ο Αλέκος εξηκολούθει αφόβως και εισήρχετο ενίοτε και εις το Άγιον θυσιαστήριον και του αφήρει ό,τι είχε. [...]
Απορίαν και θαυμασμόν μοι προξενεί, όταν αναλογισθώ, ότι ο παπα-Νικόλας επί 15 περίπου ώρας ίστατο άυπνος και όρθιος, καίτοι υπέφερεν από τους πόδας του και είχε και άλλας ασθενείας. Ίστατο όλην την αγρυπνίαν 10-11 ώρας και κατά τα εξημερώματα μετέβαινεν εις την ενορίαν του και συνέχιζε τον Όρθρον και την Λειτουργίαν, άλλας 4-5 ώρας. Δεν θα ήτο δυνατόν να ίσταται τόσος ώρας, εάν δεν είχε υπομονήν μεγάλην. Αλλά και όσον μεγάλην υπομονήν εάν είχε, πάλιν δεν θα εβάσταζε. Τον παπα-Νικόλα άλλη τις ξένη δύναμις τον εβάσταζε: η δύναμις του Θεού, η χάρις του Αγίου Πνεύματος, «η τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα», η τα αδύνατα δυνατά ποιούσα. Αρμόζει να είπη τις, ότι εν τω π. Νικολάω δεν έζη ο Νικόλαος, αλλά το εν ταις καρδίαις των πραέων αναπαυόμενον Πνεύμα Κυρίου: «εν καρδίαις πραέων αναπαύσεται πνεύμα Κυρίου, καρδία δε ταραχώδης καθέδρα διαβόλου», λέγει ο σοφός Παροιμιαστής. 
Ο π. Νικόλαος ουδέποτε εταράχθη, ουδέποτε εθύμωσε, πάντας ηγάπα, υπέρ πάντων ηύχετο. Είχε δε την νοεράν προσευχήν, το χαροποιόν πένθος, το αείρυτον δάκρυον, άτινα τον κατέστησαν πράον και κληρονόμον της γης των πραέων, της Βασιλείας των Ουρανών.
Ας μιμηθώμεν και ημείς, αγαπητοί, κατά το δυνατόν, την ταπείνωσιν του αγίου παπα-Νικόλα, δια να επιβλέψη και εις ημάς ο Κύριος και μας υψώση. Ας μιμηθώμεν την πραότητα αυτού, δια να αναπαυθή και εις τας ιδικάς μας καρδίας το Πνεύμα του Κυρίου, ας μιμηθώμεν την εκείνου υπομονήν, ίνα εν τη υπομονή ημών κτησώμεθα τας ψυχάς ημών, και ούτω κληρονομήσωμεν την Ουράνιον και αιώνιον Βασιλείαν του Θεού. Ης γένοιτο πάντας επιτυχείν, ελέει και οικτιρμοίς, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ι. Χριστού, και δια πρεσβειών της Πανάχραντου Μητρός Αυτού και πάντων των Αγίων. Αμήν.
Αρχιμ. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ
Πηγή περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ ΤΕΥΧΟΣ 16 (από το βιβλίο Ο παπα Νικόλας Πλανάς Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα 1979. )
http://fdathanasiou.wordpress.com/

Tέσσερις τάσεις στην θεολογία και ζωή της Εκκλησίας και το ησυχαστικό βίωμα της ορθοδοξίας


Πρώτη, αυτή των ευσεβιστών, ηθικιστών. Οι άνθρωποι αυτοί που υπήρχαν πάντοτε σε όλες τις εποχές δίνουν βαρύτητα στον τύπο, έχουν μία εξωτερικά ηθική ζωή, αλλά δεν γνωρίζουν ουσιαστικά τί σημαίνει καθαρότητα της καρδίας. Μένουν στον τύπο και δεν εισχωρούν στην ουσία. Νομίζουν ότι η θέωση του ανθρώπου είναι ένα ηθικό γεγονός και όχι μία οντολογική κατάσταση, πραγματική μετοχή του ανθρώπου στις άκτιστες ενέργειες του Θεού.
Στην δεύτερη τάση κατατάσσονται αυτοί που εκφράζουν την λεγόμενη αισθητική θεολογία. Είναι άνθρωποι με υψηλή διανόηση και κουλτούρα· άνθρωποι της τέχνης, της ποίησης, της μουσικής. Θέλουν να συνδέσουν την θεολογία με την τέχνη, ώστε η θεολογία να γίνει η θεραπαινίδα της τέχνης. Δηλαδή η θεολογία της Εκκλησίας μας να γίνει ποιητική, συγγραφική και μουσική. Ας τονίσουμε όμως ότι η Ορθοδοξία και συνεπώς η θεολογία δεν είναι τέχνη και πολιτισμός, αλλά παράγει τέχνη και πολιτισμό. Η οποιαδήποτε τέχνη και η ίδια η ζωή μας πρέπει να συνδέεται με την Εκκλησία και από εκεί να παίρνει «τό ύδωρ το ζών»
Τρίτη τάση είναι αυτή των παραδοσιαρχικών. Αυτοί επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στον τύπο της Πατερικής παραδόσεως, αλλοιώνουν όμως την ίδια παράδοση στην πράξη. Δεν καταλαβαίνουν την Παράδοση ως οργανική και δυναμική συνέχεια της Εκκλησίας. Ταυτίζουν τον εαυτό τους με το ένδοξο παρελθόν της Παραδόσεως, δεν ζούν όμως αυτήν την Παράδοση. Είναι αυτοί που είναι γνώστες της ορθοδόξου θεολογίας, δεν την εφαρμόζουν όμως στην ζωή τους. Ομιλούν μέν συνέχεια για επιστροφή στις παραδόσεις και τους Πατέρες, δεν έχουν όμως βιώσει την θεία Χάρη, που είχε σκηνώσει στους Πατέρες και τους ενέπνεε σε κάθε λόγο και δραστηριότητά τους. Έτσι αποδεικνύονται κίβδηλοι, ή όπως θα έλεγε ο απόστολος Παύλος «κύμβαλα αλλαλάζοντα»
Στην τέταρτη τάση κατατάσσονται αυτοί που ομιλούν για παροντική θεολογία. Μετατοπίζουν το κέντρο βάρους από την θεολογία στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία. Αυτοί πρεσβεύουν το τέλος της Πατερικής θεολογίας, και προσπαθούν να ομιλήσουν με νέα θεολογία για τα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας, τα οποία νομίζουν ότι δεν μπορεί να τα επιλύσει η Πατερική θεολογία. Θεωρούν ότι ο λόγος της Εκκλησίας είναι κλειστός, στατικός και δεν πιστεύουν ότι αυτό που τροφοδοτεί την Εκκλησία είναι τα έσχατα· ότι μόνο με το πρίσμα της εσχατολογίας  έχει νόημα και η ιστορία του κόσμου.
Παράλληλα όμως παρατηρείται σε πολλούς τα τελευταία χρόνια μία βαθύτερη γνώση της Πατερικής παραδόσεως, και προπάντων του ησυχασμού ως αυθεντικού, πρακτικού βιώματος. Το βίωμα αυτό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εφαρμογή του Ευαγγελίου στην εποχή μας, η βίωση της θείας Χάριτος, που εξασφαλίζει στον άνθρωπο την καρποφόρα ένταξή του στο Σώμα της Εκκλησίας με πληρότητα αληθινής ζωής και αναφαίρετης χαράς κατά την κοινωνία του με τα άλλα πρόσωπα. Τότε ο άνθρωπος γίνεται εκκλησιολογική και ευχαριστιακή υπόσταση, αληθινό πρόσωπο κατ'; εικόνα του απολύτου και αιωνίου προσώπου του Χριστού.
Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι όσοι ανήκουν στις τέσσερις κατηγορίες που αναφέραμε έχουν μία διανοητική σχέση με τον Θεό, επαναπαύονται σε αυτήν και νομίζουν ότι γνωρίζουν τον Θεό. Δεν έχουν όμως επιτύχει την κοινωνία με τον Θεό, που σχετίζεται με την όλη τους ύπαρξη και κυρίως με την νοερά ενέργεια στην καρδιά τους, αλλά ούτε την ουσιαστική κοινωνία με τον συνάνθρωπο. Οι άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες μας τόνιζαν ότι το πνευματικό κέντρο του ανθρωπίνου προσώπου είναι η καρδία και όχι ο εγκέφαλος. Εκεί διαδραματίζονται όλα τα μυστήρια του αοράτου πολέμου, της αναγεννήσεώς μας, της ενοικήσεως της θείας Χάριτος. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι η καρδία του ανθρώπου είναι κέντρο φυσικό, παραφυσικό και υπερφυσικό. Ο ίδιος ο Χριστός μας αποκαλύπτει ότι η βασιλεία του Θεού «εντός ημών εστιν».  Οι Κολλυβάδες επέμεναν στην συχνή θεία Κοινωνία, γιατί γνώριζαν ότι στο ευχαριστιακό Σώμα του Χριστού ενώνεται αρρήτως και αδιαιρέτως η θεία με την ανθρώπινη φύση, βιώνεται το ομοούσιο της ανθρωπότητος, τελεσιουργείται το μυστήριο της θεώσεως.
Οι άνθρωποι που ζούν και προσφέρουν μία φαλκιδευμένη, νοθευμένη Ορθοδοξία, πρέπει να εναρμονισθούν με την ζωογόνο Πατερική παράδοση, που είναι αυτή των Κολλυβάδων του 18ου αιώνα, των Ησυχαστών του 14ου αιώνα, των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Οι Κολλυβάδες γίνονται έτσι και σήμερα πνευματικοί οδηγοί μας για την σωστή συνέχιση της πορείας μας μέσα στην αυθεντική Πατερική παράδοση.
Το πνεύμα των Πατέρων παραμένει πάντοτε το ίδιο. Ανάλογα όμως τις κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές συνθήκες κάθε εποχής οι Πατέρες βιώνοντας την θεία Χάρη, την κοινωνία με τον προσωπικό Θεό διατυπώνουν και τις θέσεις τους κατά τον διάλογο με τα φιλοσοφικά, θρησκευτικά και κοινωνικά ρεύματα της εποχής τους. Η διατύπωση των δογμάτων και η ερμηνεία της οδού της μετανοίας διαμορφώνεται κάθε φορά με σύγχρονη και δυναμική ορολογία δίχως να αλλοιώνεται η ουσία του Ευαγγελικού κηρύγματος, που πάντοτε ήταν, «μετανοείτε, ήγγικε η βασιλεία των ουρανών».


 του Γέροντος Εφραίμ, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, από το κεφάλαιο  «Οι Κολλυβάδες στην ιστορία και το παρόν»  στο  βιβλίο του "Αθωνικός Λόγος".


Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι Ησυχαστές



Κυριακή Β΄Νηστειών.
Η Β’ Κυριακή των Νηστειών είναι αφιερωμένη στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (14ος αιώνας) ησυχαστή του Αγίου Ὀρους και μετά Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης.
Ο άγιος Γρηγόριος υπερασπίστηκε τους Ησυχαστές του Αγίου Όρους, τους οποίους ειρωνευόταν και πολεμούσε ο εκφραστής του πνεύματος της Δυτικής Εκκλησίας, μοναχός Βαρλαάμ, από την Καλαβρία της Νότιας Ιταλίας. Ο αγ. Γρηγόριος, όταν υπερασπιζόταν τους εν λόγω Μοναχούς, διατύπωνε την Ορθόδοξη πίστη, σχετικά με το Θεό και τον τρόπο προσέγγισής του από τον άνθρωπο, καθώς και το τί είναι αυτό, που συνιστά τη σωτηρία του ανθρώπου.
Αν η πίστη αλλοιωθεί, έστω και κατά ένα γιώτα(ι), τότε διαφοροποιείται η «εν Χριστώ» ζωή και ματαιώνεται η σωτηρία του ανθρώπου.

1. Η Δύση
Ανάμεσα σ’ εκείνους που αλλοίωσαν την αληθινή πίστη της Εκκλησίας είναι και η Δυτική Εκκλησία. Ποιά είναι η βασική διαφορά της από την Ορθόδοξη; Το κυριότερο χαρακτηριστικό της Δύσης είναι η νοησιαρχία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ως πηγή πίστεως τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Πρώτα ο Θεός και μετά ο άνθρωπος. Οι Απόστολοι είπαν: «Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Το «ημίν» αναφέρεται στους Αποστόλους, οι οποίοι ακολουθούν το Άγιο Πνεύμα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία προσπαθεί να προσεγγίσει το μυστήριο του Θεού, βιώνοντας τη ζωή του Χριστού, όσο είναι δυνατό στον άνθρωπο, ανάλογα με τον βαθμό σχέσης με το Θεό· με την εσωτερική κάθαρση του ανθρώπου και τον βαθμό Χάριτος που θα πάρει από το Θεό, ενώ η Δυτική προσπαθεί να προσεγγίσει το Θεό διανοητικά, με την ανθρώπινη λογική και τη φυσική γνώση. Δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τη Χάρη τού Θεού. Το μυστήριο όμως του Θεού είναι «υπέρ λόγον» (=ξεπερνά τη λογική). Πώς θα το προσεγγίσει η λογική;
Ο Βαρλαάμ κατηγορούσε τους Ησυχαστές του Άγ. Όρους, οι οποίοι, για να προσεγγίσουν τον Θεό, αγωνίζονταν να καθαρθούν στη ψυχή με την αδιάλειπτη προσευχή, για να σκηνώσει σ’ αυτήν η θεοποιός Χάρις του Αγίου Πνεύματος, ώστε να πραγματοποιήσουν αυτό, που είπε ο Χριστός και έγινε παράδοση στην Ορθόδοξη Εκκλησία: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Αυτή η παράδοση ήταν ξένη και άγνωστη στη Δύση. Γι’ αυτό και στις συζητήσεις του με τον άγιο Γρηγόριο ο Βαρλαάμ, που εξέφραζε το πνεύμα της Δύσης, υπεστήριζε ότι ο άνθρωπος όσο πιό πολύ προχωρήσει στη γνώση, στα γράμματα, στη φιλοσοφία, τόσο περισσότερο γνωρίζει το Θεό και έρχεται πλησίον Του. Η ουσία βρίσκεται στη νόηση και όχι στην «κάθαρση της καρδίας», που είπε ο Χριστός. Ο άγιος Γρηγόριος δεν συμφωνούσε, γιατί, εκτός των άλλων, άφηνε έξω από τη σωτηρία τους ολιγογράμματους και τους αγράμματους.

2. Ο Αγ. Γρηγόριος και οι Ησυχαστές
Τί ήταν οι Ησυχαστές; Αυτοί που στη ζωή τους επεδίωξαν την «ησυχία», που δεν είναι απλά η αποφυγή των εξωτερικών θορύβων, της ηχορύπανσης. Την ησυχία αυτή είναι εύκολο να τη βρεις, αν απομακρυνθείς από τον κόσμο. Το δύσκολο είναι να κατορθώσει ο άνθρωπος την εσωτερική ησυχία, αφού απαλλαγεί από την εσωτερική ταραχή που δημιουργούν: το φρόνημα του κόσμου και η συμμόρφωση με αυτό, οι βιοτικές μέριμνες, η επιθυμία του πλούτου και των πολλών αγαθών, οι σαρκικοί λογισμοί, που «γεννούν στη καρδιά υιούς και θυγατέρας» (Ευάγριος) η φωτιά των φιλήδονων ορμών, γενικά η ροπή προς την αμαρτία. Όλα αυτά δημιουργούν την «ένδοθεν ζάλην» και ταραχή. Όταν αυτά εκλείψουν, έρχεται η Χάρις του Αγίου Πνεύματος στη καρδία, που αναπαύει τον άνθρωπο και τότε ησυχάζει.
Για να έρθει η ποθητή ησυχία απαιτείται άσκηση εναντίον όλων, που συνθέτουν τον παλαιό άνθρωπο, για να γίνει ο χριστιανός, στρατιώτης Χριστού «άϋλος και αμέριμνος», «απαθής πάσης επιθυμίας» και να επιρρίψει όλη τη «μέριμνα του επί Κύριον». Ζωή του να γίνει η αδιάλειπτη προσευχή και η κατοίκηση του Χριστού στη καρδιά, που καρποφορεί την αληθινή ησυχία. Αυτός που την απολαμβάνει καλείται ησυχαστής. Είναι η κατάσταση του ανθρώπου πριν από την πτώση, η παραδείσια.
Από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού υπήρξαν Ησυχαστές, οι οποίοι με τον τρόπο ζωής τους, σφράγισαν διαχρονικά τον χαρακτήρα της πνευματικής ζωής. Εγκατέλειπαν τις πόλεις και «επόλιζαν (=δημιουργούνταν πόλεις από το πλήθος των Ασκητών) την έρημον», όχι για να αποστραφούν τον κόσμο, αλλά για να προσηλωθούν εξολοκλήρου στον Θεό. Τα προβλήματα του κόσμου τα μετάφεραν στο θυσιαστήριο και με τις προσευχές τους σταματούσαν πολλές φορές την ανομβρία, τους σεισμούς, τους πολέμους, τις επιδημίες ασθενειών κ.ά. Ο Μ. Αντώνιος π.χ. «την οικουμένην εστήριξεν ευχαίς του», όπως ψάλλει η Εκκλησία μας.
Αυτούς τους ανθρώπους κατηγορεί και ειρωνεύεται ο Βαρλαάμ, γιατί ο ίδιος δεν είχε την εμπειρία της ασκήσεως και της αδιαλείπτου προσευχής. «Διενοείτο τα θεία», όπως λέγει ο αγ. Γρηγό­ριος, δηλαδή ο Θεός ήταν γι’ αυτόν αντικείμενο διανοίας, μια ιδέα, ενώ οι Ησυχαστές «έπασχαν τα θεία». Ο Θεός γι’ αυτούς ήταν πρόσωπο, με το οποίο «πάσχιζαν» να συναφθούν. Με την άσκηση και τη «γεύση» του Σταυρού, «έδιναν αίμα για να πάρουν Πνεύμα». Για τον Βαρλαάμ οι Ησυχαστές θεωρούνταν αργόσχολοι. Αλλά ποιά εργασία του κόσμου, μπορούσε να ανεβάσει τον άνθρωπο στον ουρανό και να τον κάνει «κατά χάριν» Θεό; Καμιά. Ενώ η «αργία» των Ησυχαστών το έκανε. Γι’ αυτό, όπως λέγει ο αγ. Γρηγόριος, είναι «υπέρ πάσαν ενέργειαν» (=ξεπερνά κάθε εργασία), γιατί «ενεργούσε» τη θέωση.
Αυτή η «αργία» είναι η αδιάλειπτη προσευχή, «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Με τη συντομία της βοηθούσε το νου να συγκεντρωθεί στη καρδιά και να προσηλωθεί στο Θεό. Με τη μεταφορά στη καρδιά γινόταν το όπλο τους εναντίον του διαβόλου. Η προσευχή αυτή γινόταν «έξις» (=ζωή) και τους συνείχε, έστω και αν το σώμα ασχολείτο με οτιδήποτε άλλο. Επειδή ήταν ένα με τη ζωή τους ή μάλλον αυτή η ίδια η ζωή τους, η οποιαδήποτε φυσική εργασία δεν εμπόδιζε το νου να προσεύχεται αδιαλείπτως. Όπως για τον άνθρωπο στον Παράδεισο, πριν από την πτώση, ζωή του ήταν να βρίσκεται σε διαρκή σχέση και κοινωνία με το Θεό, σ’ αυτή την κατάσταση επανέρχονταν -κατά το δυνατό- και οι Ησυχαστές. Κατόρθωναν να δουν το άκτιστο Φως, το οποίο ο αγ. Γρηγόριος αποκαλεί υποστατικό, δηλαδή δεν ήταν απλά μια αισθητή λάμψη, αλλά ένα φως «ενυπόστατο», «εν προσώπω». Και αυτό το πρόσωπο ήταν ο Κύριος Ιησούς Χριστός.
Όπως σημειώνει ο αγ. Γρηγόριος, «όταν η προσευχή γίνεται με καθαρό νου (από κάθε τι το αισθητό) εξέρχεται (ο νους) από την ευχή, γεμάτος θερμότητα, ως να έχει φωτιά μέσα του (το θείο πυρ της Χάριτος). Εγώ νομίζω -σημειώνει- πως και ο ιδρώτας που έσταζε από το πρόσωπο του Κυρίου, κατά την εναγώνια προσευχή του στη Γεθσημανή, ήταν αποτέλεσμα της εσωτερικής θερμότητας της προσευχής».
Ο αγ. Γρηγόριος έλεγε, πως οι Ησυχαστές πραγματοποιούσαν τον Μακαρισμό του Κυρίου: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Και ο Κύριος υποσχέθηκε, πως σ’ αυτούς θα «ενοικήση και θα εμπεριπατήση» (Β’ Κορ. 6, 16). Για όσους τον αγαπούν αληθινά, υποσχέθηκε πως θα έρθει με τον Πατέρα Του και θα κάνουν «μονήν» (=διαμονή) στη καρδιά τους.
Οι Ησυχαστές βίωσαν την Παράδοση της Εκκλησίας, ότι ο άνθρωπος με την κάθαρσή του από τα πάθη προσεγγίζει τον Θεό και θεώνεται και αυτή η θέωση συνιστά τη σωτηρία του.
Σήμερα, που οι άνθρωποι νοιώθουμε τόσο κουρασμένοι από τους εκτός και τους εντός μας θορύβους, το μήνυμα του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά και των Ησυχαστών είναι επίκαιρο.
Να επιστρέψουμε στους εαυτούς μας, στην περισυλλογή, την αυτοσυγκέντρωση, την αναζήτηση του Θεού και τη σχέση και κοινωνία μαζί Του και θα νοιώσουμε κοντά του την ανάπαυση, για την οποία μας υποσχέθηκε: «Καγώ αναπαύσω υμάς».

(Παύλου Μουκταρούδη, θεολόγου, «Διήρχετο δια των σπορίμων», τ.Β΄.εκδ. Ι.Μητροπόλεως Λεμεσού)

 http://vatopaidi.wordpress.com/2011/03/19/%CE%BF-%CE%AC%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B3%CF%81%CE%B7%CE%B3%CF%8C%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%B7%CF%83%CF%85%CF%87/