Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος – Παράφραση των 50 λόγων του Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου σε 150 κεφάλαια. β΄) Περί προσευχής. (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Γ΄).


Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος
Παράφραση των 50 λόγων του Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου σε 150 κεφάλαια
β΄) Περί προσευχής
18. Η συγκεφαλαίωση κάθε αγαθής επιμέλειας και η κορυφή των κατορθωμάτων είναι η επιμονή στην προσευχή, με την οποία αποκτούμε και τις άλλες αρετές, καθώς ο Θεός που τον επικαλούμαστε, μας απλώνει το χέρι Του σε βοήθεια. Κατά την προσευχή γίνεται στους άξιους κοινωνία της μυστικής ενέργειας του Θεού και συνάφεια της διαθέσεώς τους προς την αγιότητά Του, όπως και του νου προς τον Κύριο με άρρητη αγάπη. «Έδωσες, λέει ο Ψαλμωδός, ευφροσύνη στην καρδιά μου»(Ψαλμ. 4, 8). Και ο ίδιος ο Κύριος λέει: «Η βασιλεία των ουρανών βρίσκεται μέσα σας»(Λουκ. 17, 21). Το να βρίσκεται εσωτερικά η βασιλεία τι άλλο σημαίνει, παρά ότι η ουράνια ευφροσύνη του Πνεύματος φανερώνεται με ενάργεια στις άξιες ψυχές; Γιατί οι άξιες ψυχές, με την ενεργό κοινωνία του Πνεύματος, από εδώ ήδη δέχονται τον αρραβώνα και τα προοίμια της απολαύσεως και της χαράς και της πνευματικής ευφροσύνης, στην οποία θα μετάσχουν μέσα σε αιώνιο φως οι Άγιοι στη βασιλεία του Χριστού. Κάτι αντίστοιχο εννοεί και ο θείος Απόστολος που λέει: «Ο Θεός μας παρηγορεί στη θλίψη μας, για να μπορούμε κι εμείς να παρηγορούμε όσους περνούν κάθε είδους θλίψη, με την παρηγοριά που παίρνομε οι ίδιοι από το Θεό»(Β΄ Κορ. 1, 4). Αλλά και το ρητό: «Η καρδιά μου και η σάρκα μου αναγάλλιασαν στην παρουσία του ζώντος Θεού»(Ψαλμ. 83, 3), όπως και το: «Η ψυχή μου θα χορτάσει, σαν από λιπαρό και θρεπτικό φαγητό»(Ψαλμ. 62, 6) και τα όμοια, έχουν το ίδιο νόημα και υπαινίσσονται την ενεργό ευφροσύνη και παρηγοριά του Πνεύματος.

19. Όπως μεγαλύτερο από τα αλλά είναι το έργο της προσευχής, έτσι χρειάζεται και περισσότερο κόπο και φροντίδα εκείνος που έχει έρωτα γι” αυτήν, μην τυχόν τον εξαπατήσει η κακία χωρίς να το καταλάβει. Γιατί εκείνους που φροντίζουν για μεγαλύτερο αγαθό, τους προσβάλλει και ο πονηρός περισσότερο. Γι” αυτό ο προσευχόμενος χρειάζεται πολλή νήψη, για να παρουσιάζει κάθε μέρα περισσότερους καρπούς αγάπης και ταπεινοφροσύνης, απλότητας και αγαθότητας, όπως επίσης και διακρίσεως, καθώς θα παραμένει καρτερικά στην προσευχή. Οι καρποί αυτοί θα κάνουν φανερή την προκοπή και την επίδοσή του στα θεία, ενώ θα παρακινούν και τους άλλους στον ίδιο ζήλο.
20. Ο θείος Απόστολος διδάσκει να προσευχόμαστε αδιαλείπτως(Α΄ Θεσ. 5, 17) και να επιμένομε στην προσευχή, όπως επίσης και ο Κύριος μ” εκείνο που είπε: «Πόσο περισσότερο ο Θεός θα αποδώσει το δίκαιο σ” εκείνους που τον παρακαλούν νύχτα – μέρα»(Λουκ. 18, 7), και με το: «Αγρυπνείτε και προσεύχεστε»(Ματθ. 26, 41). Πρέπει λοιπόν πάντοτε να προσευχόμαστε και να μην ραθυμούμε(Λουκ. 18, 1). Όπως λοιπόν εκείνος που επιμένει καρτερικά στην προσευχή διάλεξε το σπουδαιότερο έργο, έτσι πρέπει να αναλάβει μεγάλον αγώνα και ανένδοτη ευψυχία, για το λόγο ότι η κακία φέρνει πολλά εμπόδια στην επίμονη προσευχή, δηλαδή ύπνο, ακηδία, βάρος του σώματος, εκτροπή των λογισμών, ακαταστασία του νου, ατονία και τα λοιπά τεχνάσματα της κακίας. Έπειτα θλίψεις και εξεγέρσεις των πονηρών πνευμάτων που πολεμούν σφοδρά εναντίον μας και αντιστέκονται, και εμποδίζουν να πλησιάζει το Θεό η ψυχή εκείνη που αληθινά ζητεί το Θεό ακατάπαυστα.
21. Εκείνος που επιμελείται την προσευχή, πρέπει να δείχνει ανδρεία με κάθε προθυμία και νήψη, με υπομονή και αγώνα ψυχής και κόπο του σώματος, χωρίς να χαλαρώνει και να αφήνεται στις εκτροπές των λογισμών, ή στον πολύν ύπνο, ή στην ακηδία, στην ατονία και στη σύγχυση, ή να μεταχειρίζεται θορυβώδεις και απρεπείς φωνές, ή να παραδίνει σε κάτι τέτοια τη διάνοιά του, μένοντας ικανοποιημένος μόνο με την παρατεταμένη ορθοστασία στην προσευχή και τη γονυκλισία, ενώ έχει το νου του να περιπλανιέται μακριά απ” όσα γίνονται. Γιατί αν δεν αγωνίζεται να έχει καθαρή νήψη, ώστε από τη μία να εναντιώνεται στους περιττούς λογισμούς, και από την άλλη να τους εξετάζει σχολαστικά και να τους ανακρίνει με μεγάλη ακρίβεια, και αν δεν ποθεί θερμά πάντοτε τον Κύριο, τίποτε δεν τον εμποδίζει να δελεάζεται κρυφά με ποικίλους τρόπους από τον πονηρό. Ή ακόμη και να υπερηφανεύεται εις βάρος εκείνων που δεν μπορούν να επιμένουν άλλο στην προσευχή, και με τα τεχνάσματα αυτά του πονηρού να διαφθείρει την καλή εργασία της προσευχής και να τη θυσιάζει στον πονηρό δαίμονα.
22. Αν την προσευχή μας δεν την καταστολίζουν η ταπεινοφροσύνη, η αγάπη, η απλότητα και η αγαθότητα, τότε η προσευχή μας αυτή, μάλλον το πρόσχημα αυτό της προσευχής, πολύ λίγο μπορεί να μας ωφελήσει. Και δεν το λέμε αυτό μόνο για την προσευχή, αλλά και για κάθε κόπο και μόχθο, παρθενία ή νηστεία ή αγρυπνία ή ψαλμωδία ή διακονία, ή οποιαδήποτε εργασία που κάνομε για χάρη της αρετής. Αν δεν δούμε ότι έχομε μέσα μας τους καρπούς της αγάπης, της ειρήνης, της χαράς, της απλότητας, της ταπεινοφροσύνης, της πραότητας, της απουσίας προσποιήσεως, της ορθής πίστεως, της μακροθυμίας, της ευπροσηγορίας, δεν ωφεληθήκαμε διόλου από τους κόπους. Γιατί τους κόπους τους υπομένομε για την ωφέλεια των καρπών. Αν δεν βρίσκονται μέσα μας οι καρποί της αγάπης, είναι περιττή κάθε εργασία. Ώστε αυτοί που δεν έχουν μέσα τους αυτούς τους καρπούς, δεν διαφέρουν διόλου από τις πέντε μωρές παρθένες, οι οποίες, επειδή δεν είχαν από αυτόν τον κόσμο μέσα στις καρδιές τους το πνευματικό λάδι, δηλαδή την ενέργεια των παραπάνω αρετών με τη δύναμη του Πνεύματος, ονομάστηκαν μωρές και αποκλείσθηκαν με αξιοθρήνητο τρόπο από τον βασιλικό νυμφώνα(Ματθ. 25, 2 και 12), χωρίς να ωφεληθούν διόλου από τον κόπο της παρθενίας. Όπως όταν καλλιεργείται το αμπέλι, όλη η επιμέλεια και ο κόπος γίνονται με την ελπίδα των καρπών, και αν δεν παραχθούν καρποί, αποδεικνύεται μάταιη όλη η εργασία, έτσι αν με την ενέργεια του Πνεύματος δε δούμε μέσα μας καρπούς αγάπης, ειρήνης, χαράς και των λοιπών που απαριθμεί ο Απόστολος(Γαλ. 5, 22), και αν αυτό δεν το ομολογούμε με κάθε εσωτερική βεβαιότητα και πνευματική αίσθηση, τότε αποδεικνύεται περιττός ο κόπος της παρθενίας, της προσευχής, της ψαλμωδίας, της νηστείας και της αγρυπνίας. Γιατί όπως είπαμε, οι κόποι αυτοί και οι προσπάθειες της ψυχής και του σώματος πρέπει να γίνονται με την ελπίδα πνευματικών καρπών, ενώ η καρποφορία των αρετών είναι απόλαυση πνευματική με άφθαρτη ηδονή, που ενεργείται από το πνεύμα με τρόπο ανέκφραστο μέσα σε πιστές και ταπεινές καρδιές. Ώστε οι κόποι και οι προσπάθειες ας θεωρούνται αυτό που είναι, δηλαδή κόποι και προσπάθειες, ενώ οι καρποί, καρποί. Αν τώρα κανείς από έλλειψη γνώσεως, την εργασία και τον κόπο του, τα νομίζει καρπούς του Πνεύματος, ας μην αγνοεί ότι εξαπατά και παραπλανά τον εαυτό του, και έτσι τον στερεί από τους μεγάλους πράγματι καρπούς του Πνεύματος.
23. Όπως εκείνος που είναι όλος παραδομένος στην αμαρτία, πράττει σαν φυσικά τα παρά φύση πάθη της ατιμίας, δηλαδή την ασέλγεια, την πορνεία, την πλεονεξία, το μίσος, τη δολιότητα και τις λοιπές εκδηλώσεις της κακίας, με απόλαυση και ηδονή, έτσι και ο αληθινός και τέλειος Χριστιανός, όλες τις αρετές και όλους τους υπερφυσικούς καρπούς του Πνεύματος, δηλαδή την αγάπη, την ειρήνη, την υπομονή, την πίστη, την ταπείνωση και όλο το χρυσό πράγματι γένος των αρετών, τα πραγματοποιεί σαν φυσικά με μεγάλη απόλαυση και πνευματική ηδονή, άκοπα και εύκολα. Και δε μάχεται πλέον εναντίον των παθών της κακίας, γιατί λυτρώθηκε τελείως από τον Κύριο και δέχθηκε από το αγαθό πνεύμα στην καρδιά του την τέλεια ειρήνη και αγαλλίαση του Χριστού. Αυτός είναι εκείνος που προσκολλήθηκε στον Κύριο και έγινε ένα πνεύμα με Αυτόν(Α΄ Κορ. 6, 17).
24. Εκείνοι που από ανωριμότητα δεν μπορούν ακόμη να επιδοθούν τελείως στο έργο της προσευχής, αυτοί πρέπει να αναλάβουν την υπηρεσία των αδελφών με ευλάβεια και πίστη και φόβο Θεού, σαν να υπηρετούν εντολή του Θεού και πνευματική υπόθεση, και όχι σαν να περιμένουν μισθό και δόξα ή ευχαριστία από ανθρώπους. Επίσης να μη γογγύζουν διόλου, ούτε να υψηλοφρονούν ή να αμελούν και να χαλαρώνουν. Έτσι δε θα σπιλώνεται και δε θα διαφθείρεται το αγαθό αυτό έργο, αλλά μάλλον με την ευλάβεια, το φόβο και τη χαρά, θα γίνεται ευπρόσδεκτο από το Θεό.
25. Πόση είναι η θεϊκή ευσπλαχνία απέναντί μας! Με τόσο μεγάλη φιλανθρωπία και αγαθότητα έκανε συγκατάβαση στους ανθρώπους ο Κύριος, ώστε υποσχέθηκε να μην παραβλέψει κανενός αγαθού έργου το μισθό, αλλά να μας ανυψώσει από τις μικρές στις μεγάλες αρετές, έτσι που και ένα ποτήρι κρύο νερό αν δώσει κανείς, να μην του στερήσει την ανταπόδοση. Γιατί είπε: «Όποιος δώσει σε κάποιον ένα ποτήρι κρύο νερό, μόνο επειδή είναι μαθητής μου, σάς βεβαιώνω ότι δε θα χάσει το μισθό του»(Ματθ. 10, 42), και πάλι: «Εφόσον το κάνατε σ” έναν από αυτούς, σ” εμένα το κάνατε»(Ματθ. 25, 40). Μόνον ό,τι γίνεται, να γίνεται γιατί το θέλει ο Θεός και όχι για δόξα ανθρώπινη. Γιατί ο Κύριος πρόσθεσε, «μόνο επειδή είναι μαθητής μου», δηλαδή από φόβο και αγάπη Χριστού. Και, κατηγορώντας εκείνους που κάνουν το καλό επιδεικτικά, κατέληξε: «Σας βεβαιώνω ότι δεν θα πάρουν άλλη ανταμοιβή»(Ματθ. 6, 2), βεβαιώνοντας έτσι το λόγο Του με αμετάκλητη απόφαση.
26. Η απλότητα πριν από όλα και η αφέλεια, η αγάπη του ενός προς τον άλλο, η χαρά και η ταπείνωση, ας τεθούν με κάθε τρόπο σαν θεμέλιο στην αδελφότητα, για να μην υπερηφανευόμαστε και γογγύζομε ο ένας κατά του άλλου και έτσι κάνομε ανώφελο τον κόπο μας. Εκείνος που αδιάλειπτα επιμένει με καρτερία στις προσευχές να μην υπερηφανεύεται εις βάρος εκείνου που δεν μπορεί να κάνει το ίδιο, και εκείνος που είναι δοσμένος στη διακονία να μη γογγύζει εναντίον εκείνου που σχολάζει στην προσευχή. Αν συμπεριφέρονται οι αδελφοί μεταξύ τους με τέτοια απλότητα και καλή διάθεση, θα πηγαίνει το περίσσευμα όσων προσεύχονται στο υστέρημα όσων διακονούν, και το περίσσευμα όσων διακονούν στο υστέρημα όσων προσεύχονται, ώστε να επέρχεται ισότητα, σύμφωνα με το ρητό: «Όποιος μάζεψε πολύ, δεν του περίσσεψε, κι όποιος μάζεψε λίγο, δεν του έλειψε»(Β΄ Κορ. 8, 14-15).
27. Τότε γίνεται το θέλημα του Θεού πάνω στη γη όπως στον ουρανό , όταν, όπως είπαμε, δεν υπερηφανευόμαστε ο ένας κατά του άλλου, και όταν όχι μόνο χωρίς ζηλοτυπία, αλλά και με απλότητα είμαστε ενωμένοι με αγάπη, ειρήνη και χαρά μεταξύ μας και θεωρούμε την προκοπή του πλησίον σαν δική μας, και την έλλειψή του σαν δική μας ζημία.
28. Εκείνος που και στην προσευχή είναι οκνηρός, και στην υπηρεσία των αδελφών νωθρός και αμελής, αυτός ονομάζεται καθαρά από τον Απόστολο αργός και κρίνεται ανάξιος και γι” αυτό το ψωμί του. «Ο αργός, είπε, ούτε να τρώει»(Β΄ Θεσ. 3, 10). Και αλλού: «Τους αργούς τούς μισεί και ο Θεός», και: «Ο αργός, ούτε πιστός μπορεί να είναι». Επίσης στη Σοφία λέγεται: «Η αργία δίδαξε πολλή κακία»(Σ. Σειρ. 33, 28). Πρέπει λοιπόν καθένας, σε οποιοδήποτε έργο κάνει κατά το θέλημα του Θεού, να παρουσιάζει καρπούς και να δείχνει ζήλο, έστω και σε ένα από τα καλά έργα, για να μη βρεθεί ολότελα άκαρπος, και γίνει τελείως αμέτοχος των αιωνίων αγαθών.
29. Σ” εκείνους που λένε ότι είναι αδύνατο να φτάσομε την τελειότητα και να απαλλαγούμε ολότελα από τα πάθη, ή και να επιτύχομε τη μετοχή και πλήρωση του αγαθού Πνεύματος, είναι ανάγκη να φέρομε μαρτυρία από τις θείες Γραφές και να δείξομε ότι δεν ξέρουν καλά και ότι δε λένε το σωστό και την αλήθεια. Έτσι, ο Κύριος λέει: «Να γίνεστε τέλειοι, όπως ο ουράνιος Πατέρας σας είναι τέλειος»(Ματθ. 5, 48), και: «Θέλω όπου είμαι εγώ, να είναι κι εκείνοι μαζί μου, για να θεωρούν τη δόξα μου»(Ιω. 17, 24). Αυτά είναι λόγια Εκείνου που είπε: «Ο ουρανός και η γη θα πάψουν να υπάρχουν, οι λόγοι μου όμως ποτέ δε θα πάψουν να ισχύουν»(Ματθ. 24, 35). Ίδιο νόημα έχουν και τα λόγια του Αποστόλου: «Για να παρουσιάσομε κάθε άνθρωπο τέλειο, σύμφωνα με το πρότυπο του Χριστού»(Κολ. 1, 28), και: «Ώσπου να καταλήξομε όλοι στην ενότητα που δίνει η πίστη και η επίγνωση του Υιού του Θεού, να γίνομε ώριμοι και να φτάσομε την τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός»(Εφ. 4, 13). Όταν λοιπόν έτσι αποβλέπομε στην τελειότητα, πετυχαίνομε δύο κάλλιστα πράγματα: πρώτον, ότι αναλαμβάνοντας εντατικό και αδιάκοπο αγώνα, τρέχομε προς το τέρμα με την ελπίδα της κατακτήσεως αυτής της καταστάσεως και της κορυφής, και δεύτερον, δεν κυριευόμαστε από την αλαζονεία,, αλλά μετριοφρονούμε και θεωρούμε τους εαυτούς μας μικρούς, επειδή δε φτάσαμε ακόμη στην τελειότητα.
30. Εκείνοι που τα λένε αυτά, βλάπτουν πάρα πολύ την ψυχή με τρεις τρόπους: πρώτον, γιατί φανερώνονται ότι απιστούν στις θεόπνευστες Γραφές· δεύτερον, καθώς δεν οικειώθηκαν τον ανώτερο και τέλειο σκοπό του Χριστιανισμού, ούτε αγωνίζονται να φτάσουν σ” αυτόν, δεν μπορούν να καταβάλουν κόπο και επιμέλεια ή να έχουν πείνα και δίψα για τη δικαιοσύνη(Ματθ. 5, 6), αλλά μένοντας ικανοποιημένοι από τα εξωτερικά σχήματα και ήθη και από κάποια μικρά κατορθώματα, υστερούν στην μακάρια ελπίδα και τελειότητα και την τέλεια κάθαρση των παθών και τρίτον, καθώς νομίζουν ότι έφτασαν στην κορυφή, με την κατόρθωση λίγων, όπως είπαμε, αρετών, και καθώς δε δείχνουν σπουδή προς την τελειότητα, όχι μόνο ελάχιστα μπορούν να έχουν ταπείνωση και πτωχεία και συντριβή καρδίας, αλλά και δεν παρουσιάζουν καθημερινή προκοπή και ανάβαση, επειδή δικαιώνουν τον εαυτό τους πιστεύοντας ότι ήδη πέτυχαν το σκοπό τους.
31. Εκείνους που νομίζουν αδύνατη αυτή την τελειότητα που συντελείται στους ανθρώπους με ενέργεια του Πνεύματος και που είναι η «καινή κτίση»(Β΄ Κορ. 5, 17) της καθαρής καρδιάς, ο Απόστολος τούς παρομοιάζει σαφώς με εκείνους που δεν αξιώθηκαν να μπουν στη γη της επαγγελίας λόγω της απιστίας τους και γι” αυτό άφησαν τα κόκκαλά τους στην έρημο(Εβρ. 3, 17-18). Και βέβαια, ό,τι ήταν τότε εξωτερικά η γη της επαγγελίας, αυτό είναι για μας μυστικά η απολύτρωση από τα πάθη, που ο Απόστολος έδειξε ότι είναι τέλος κάθε εντολής(Εβρ. 9, 15). Αυτή είναι η όντως αληθινή γη της επαγγελίας και γι” αυτήν μας παραδόθηκαν όλες εκείνες οι προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης. Γι” αυτό ο θεσπέσιος Παύλος, θέλοντας να εξασφαλίσει τους μαθητές ώστε να μην κυριευθεί κανείς από απιστία, λέει: «Προσέχετε αδελφοί μου, μήπως κανείς από σάς έχει πονηρή καρδιά, γεμάτη απιστία, και απομακρυνθεί από τον αληθινό Θεό»(Εβρ. 3, 12). Με τη λέξη «απομακρυνθεί» δεν εννοεί την άρνηση του Θεού, αλλά την απιστία στις υποσχέσεις Του. Εξηγώντας λοιπόν αλληγορικά τις προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης και συγκρίνοντάς τες με την αλήθεια, συνεχίζει: «Ποιοι πίκραναν το Θεό, με την παρακοή τους; Δεν ήταν όλοι όσοι έφυγαν από την Αίγυπτο με την καθοδήγηση του Μωυσή; Με ποιους αγανάκτησε ο Θεός επί σαράντα χρόνια; Δεν ήταν με όσους αμάρτησαν και γι” αυτό άφησαν τα κόκκαλά τους στην έρημο; Για ποιους ορκίσθηκε ο Θεός ότι δεν θα μπουν στη γη που θα τους έδινε για ανάπαυση, αν όχι για όσους απείθησαν; και βλέπομε ότι δεν μπόρεσαν να μπουν εξαιτίας της απιστίας τους.»(Εβρ. 3, 16-19). Και ο Παύλος προσθέτει: «Ας φοβηθούμε λοιπόν, μήπως, μ” όλο που έχομε την υπόσχεσή Του ότι θα μπούμε στον τόπο αναπαύσεως που ετοίμασε, κανείς από σας βρεθεί απ” έξω. Γιατί κι εμείς δεχτήκαμε τη χαρμόσυνη είδηση όπως κι εκείνοι· εκείνους όμως δεν τους ωφέλησε το άκουσμά της, γιατί δεν αποδέχτηκαν με πίστη αυτά που άκουσαν. Ενώ εμείς που πιστέψαμε, θα μπούμε στον τόπο της αναπαύσεως»(Εβρ. 4, 1-3). Και μετά από λίγο, πάλι προσθέτει: «Ας φροντίσομε λοιπόν να μπούμε σ” εκείνη την ανάπαυση, για να μην πέσει κανείς στο ίδιο παράπτωμα της απείθειας»(Εβρ. 4, 11). Και ποιά είναι η αληθινή ανάπαυση των Χριστιανών, παρά η απολύτρωση από τα αμαρτωλά πάθη και η πλήρης και ενεργής κατοίκηση του αγαθού Πνεύματος μέσα στην καθαρή καρδιά; Έτσι οδηγώντας πάλι ο Παύλος τους μαθητές στην πίστη, λέει: «Ας προχωρήσομε με ειλικρινή διάθεση και με βεβαιότητα στην πίστη μας, με καθαρμένη την καρδιά από κάθε πονηρία»(Εβρ. 10, 22). Λέει επίσης: «Πόσο περισσότερο το αίμα του Ιησού θα καθαρίσει τη συνείδησή μας από τα έργα που οδηγούν στο θάνατο, έτσι ώστε να μπορούμε να λατρεύομε τον ζώντα και αληθινό Θεό;»(Εβρ. 9, 14). Αρμόζει λοιπόν, για την υποσχεμένη άμετρη αγαθότητα του Θεού με τα παραπάνω λόγια, να ομολογούμε σαν ευγνώμονες δούλοι και να θεωρούμε αληθινές και βέβαιες τις επαγγελίες Του. Ώστε και αν από οκνηρία ή από αδυναμία προαιρέσεως δεν προσφέραμε τους εαυτούς μας ολωσδιόλου στο Θεό, ούτε επιδιώξαμε τα μεγάλα και τέλεια μέτρα της αρετής, τουλάχιστο να μπορέσομε να επιτύχομε κάποιο έλεος για το ορθό και αδιάστροφο φρόνημά μας και για την υγιή πίστη μας.
32. Το έργο της προσευχής και του λόγου, όταν γίνεται όπως πρέπει, είναι ανώτερο από κάθε αρετή και εντολή. Και μάρτυρας γι” αυτό είναι ο ίδιος ο Κύριος. Είχε πάει στο σπίτι της Μάρθας και της Μαρίας, και ενώ η Μαρία ήταν απασχολημένη στη φιλοξενία Του, η Μαρία κάθισε κοντά στα πόδια Του και απολάμβανε την αμβροσία από τη θεία εκείνη γλώσσα. Όταν την κατηγόρησε η αδελφή της ότι δεν τη βοηθεί και γι” αυτό πήγε στο Χριστό, Αυτός, προτάσσοντας το κυριώτερο από το δευτερεύον, είπε: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και αγωνιάς για τόσα πολλά, ενώ ένα μόνο χρειάζεται. Η Μαρία έκανε την καλή εκλογή που δε θα της αφαιρεθεί ποτέ»(Λουκ. 10, 38-42). Αυτό το είπε όχι επειδή απέρριπτε το έργο της διακονίας, αλλά για να προτάξει το μεγαλύτερο από το μικρότερο. Διαφορετικά, πώς ο ίδιος δεχόταν τη διακονία; Ή πάλι, πώς διακόνησε και ο ίδιος, όταν έπλυνε τα πόδια των μαθητών(Ιω. 13, 5); Όπου τόσο απέφυγε να εμποδίσει τη διακονία, ώστε έδωσε εντολή στους μαθητές να κάνουν ο ένας στον άλλο σύμφωνα με το δικό Του παράδειγμα(Ιω. 13, 14-15). Μπορείς ακόμη να δεις και τους Αποστόλους, που ενώ στην αρχή υπηρετούσαν στα τραπέζια των πιστών, κατόπιν προέκριναν το μεγαλύτερο έργο, δηλαδή την προσευχή και το λόγο. Είπαν λοιπόν: «Δεν είναι σωστό να αφήσομε το λόγο του Θεού και να διακονούμε στα τραπέζια. ας εκλέξομε άνδρες που να εμφορούνται από Άγιο Πνεύμα, για να τους τοποθετήσομε στην υπηρεσία αυτή. Εμείς θα αφοσιωθούμε στο έργο του λόγου και στην προσευχή»(Πράξ. 6, 2-4). Βλέπεις ότι προέκριναν τα πρώτα από τα δεύτερα, αν και γνώριζαν ότι και τα δύο είναι βλαστοί μιας αγαθής ρίζας;
Πηγή : Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 254-261.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου