Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Τι λένε οι ιεροί Κανόνες για την «αποτείχιση»


1. Η Εκκλησία είναι θείος οργανισμός. Έχει μέλη της, ανθρώπους. Η κοινότητα αυτή των ανθρώπων, δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς οργάνωση και τάξη.

Ήδη, στη κοινότητα των Αποστόλων υπήρχε η τάξη αυτή. Η Εκκλησία απ΄ τη πρώτη στιγμή της ύπαρξής της μετά την Πεντηκοστή, θέσπισε τους νόμους της, που έπρεπε να διέπουν τόσο την ίδια, όσο και τα μέλη της.

Έτσι, οι άγιοι Πατέρες, εκτός από τη διδασκαλία και τις εντολές τους στους πιστούς, άφησαν στην Εκκλησία και συγκεκριμένους νόμους. Είναι οι ιεροί Κανόνες, οι οποίοι έχουν τεράστια σημασία για τη ζωή της και τη σωτηρία των μελών της.

Η αγία Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος αναφερόμενη στη σημασία των ιερών Κανόνων λέει τα εξής σημαντικά:

« Ο Παύλος λέει: Κι’ αν εμείς ή ακόμη κι ένας άγγελος από τον ουρανό σας κηρύξει ευαγγέλιο διαφορετικό από το ευαγγέλιο που σας κηρύξαμε, να είναι ανάθεμα. Επειδή , λοιπόν, αυτά είναι έτσι, και μαρτυρούνται σ’ εμάς, εμείς χαιρόμαστε μ’ αυτά, όπως (θα χαίρονταν) κάποιος, αν έβρισκε πολλά λάφυρα. Ενστερνιζόμαστε με χαρά τους θείους κανόνες. Ενδυναμώνουμε απαρασάλευτα όλα όσα μας διατάζουν, γιατί αυτά διατυπώθηκαν από τις άγιες σάλπιγγες του Πνεύματος, τους πανεύφημους Αποστόλους , από τις έξι άγιες οικουμενικές συνόδους και από τις τοπικές συνόδους, που συγκλήθηκαν για να εκδώσουν τέτοιες διαταγές, και από τους αγίους Πατέρες μας. Γιατί όρισαν αυτά που είναι συμφέροντα, φωτισμένοι όλοι από ένα και το αυτό Πνεύμα …»

Στον επίλογο των Αποστολικών Κανόνων διαβάζουμε:

« Αυτά και για τους Κανόνες διατάσσονται από μας σε σας, επίσκοποι. Εσείς μένοντας πιστοί σ’ αυτούς θα σωθήτε και θα έχετε ειρήνη, ενώ εάν δείξετε απείθεια θα τιμωρηθείτε και θα έχετε διαρκή πόλεμο μεταξύ σας, και θα υποστείτε την ανάλογη τιμωρία της ανυπακοής σας».

Γι’ αυτό, οδηγός κάθε πιστού, εκτός από τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, είναι και οι ιεροί Κανόνες της, οι οποίοι θεωρούνται οι οδοδείκτες στο δρόμο της σωτηρίας μας.

2. Με βάση, λοιπόν, τους ιερούς Κανόνες και τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων, θα εξετάσουμε αν επιτρέπεται η διακοπή της «κοινωνίας» των πιστών από τον επίσκοπό τους.

Τι είναι αυτό το οποίο λέμε «κοινωνία»;

Η λέξη «κοινωνία» έχει μεγάλη σημασία στη θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σημαίνει τη μετοχή κάποιου στο «σώμα Χριστού», που είναι η Εκκλησία. Αυτό σημαίνει, ότι έχει συμμετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας, προπαντός στη θεία Ευχαριστία και γενικά στη λατρευτική ζωή της. Σημαίνει, ότι με την «κοινωνία» αυτή είναι ενωμένος σε «ένα», που είναι το «ένα σώμα Χριστού». Κι’ σ’ αυτό το «ένα» είναι ενωμένα όλα τα μέλη της Εκκλησίας, όπως είπε ο Κύριος στην αρχιερατική προσευχή Του, «ίνα πάντες εν ώσιν» .

Γι΄ αυτό ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστης μας «εις μίαν Εκκλησίαν».

Η Εκκλησία είναι «κοινωνία αγίων». Όποιος λοιπόν έχει «κοινωνία» με το Χριστό και τους αγίους, ανήκει στην Εκκλησία. Η Εκκλησία, επειδή είναι «μία», έχει αδιάσπαστη ενότητα. Αυτό είναι βασική δογματική διδασκαλία της. Αν διασπασθεί ή ενότητά της σε δύο, ή περισσότερα κομμάτια, το ένα από τα κομμάτια αυτά θα είναι ή «μία αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία». Το άλλο κομμάτι θα είναι σχίσμα! Δεν υπάρχουν άλλες, ή πολλές εκκλησίες! Όποιος, λοιπόν, αποκόπτεται απ’ το σώμα της «μίας αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας», γίνεται κατ’ ανάγκη σχισματικός, αιρετικός!

Για να μη διασπάται η ενότητα της «μίας» Εκκλησίας, όχι μόνο τα μέλη της είναι ενωμένα μεταξύ τους «εν Χριστώ», αλλά και οι κατά τόπους επίσκοποί της έχουν «κοινωνία» μεταξύ τους, που εκδηλώνεται με δύο τρόπους:

α. Με τη μυστηριακή επικοινωνία, δηλ. όλοι κοινωνούν από το ίδιο άγιο Ποτήριο, συλλειτουργούν, συμπροσεύχονται κλπ. Και όλοι οι πιστοί, με τη θεία Κοινωνία του σώματος και αίματος του Κυρίου, ενωνόμαστε σ’ ένα σώμα, το σώμα Χριστού, που είναι η Εκκλησία.

β. Με τη μνημόνευση του ονόματός τους, στη θεία Λειτουργία και τις άλλες ακολουθίες. Η μνημόνευση αυτή, λέγεται και «μνημόσυνο του ονόματος» του επισκόπου. Το «μνημόσυνο» αυτό δεν έχει καμία σχέση με τα μνημόσυνα που κάνουμε για τους νεκρούς. Σε κάθε τοπική Εκκλησία, που είναι κάθε επισκοπή, ορατή κεφαλή της είναι ο επίσκοπος. Ο επίσκοπος, κατά τον άγιο Ιγνάτιο, είναι εις «τόπον και τύπον Χριστού». Γι’ αυτό είναι αδιανόητο σε μία επισκοπή, να υπάρχουν δύο επίσκοποι! Οι ακολουθίες τελούνται πάντοτε στο όνομα του επισκόπου και γι’ αυτό υπάρχει στην αγία Τράπεζα αντιμήνσιο καθιερωμένο από τον ίδιο τον επίσκοπο. Γι’ αυτό, σε κάθε λειτουργία μνημονεύεται απαραίτητα το όνομα του, από τους ιερείς και διακόνους.

Μνημονεύουμε, λοιπόν, αυτούς με τους οποίους έχουμε «κοινωνία ». Γι’ αυτό, κάθε Προκαθήμενος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μνημονεύει τα ονόματα των άλλων Προκαθημένων, ως απόδειξη της ενότητας της Μιας Εκκλησίας. Για τον ίδιο λόγο, οι επίσκοποι μνημονεύουν το όνομα του Προκαθημένου της Εκκλησίας, που ανήκουν, οι δε ιερείς και διάκονοι το όνομα του επισκόπου τους.

Εάν κάποιος ιερεύς ή διάκονος αρνηθεί να μνημονεύσει το όνομα του επισκόπου του, αυτό σημαίνει, ότι ο κληρικός αυτός, αποσχίσθηκε από τη τοπική Εκκλησία. Και όταν κάποιος αποσχίζεται από την τοπική εκκλησία, που ανήκει, αποσχίζεται από ολόκληρη την Εκκλησία του Χριστού. Είναι «εκτός Εκκλησίας»!

Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με ένα λαϊκό, όταν αρνείται να εκκλησιάζεται σε ναό, γιατί μνημονεύεται το όνομα του επισκόπου του, με τον οποίο δεν θέλει να έχει «κοινωνία». Αποσχίζεται από την Εκκλησία.

Υπάρχουν όμως και ορισμένες εξαιρέσεις, που θα δούμε πιο κάτω.

Όλοι οι επίσκοποι οφείλουν και αυτοί, να μνημονεύουν το όνομα του Μητροπολίτη, ή του Πατριάρχη τους. Αλλιώς, αποσχίζονται από την Εκκλησία.

Εδώ, πρέπει να σημειωθεί, ότι εκείνος που «κοινωνεί» με κάποιο «ακοινώνητο» καθίσταται και αυτός «ακοινώνητος»! Δηλ. αυτοαποκόπτεται από το σώμα της Εκκλησίας.

Βλέπουμε εδώ την τεράστια σημασία, που έχει για την Ορθοδοξία και για κάθε πιστό, η «κοινωνία» και η κανονική «μνημόνευση» του ονόματος του επισκόπου, το «μνημόσυνό» του, όπως λέγεται.

Ο 31ος Αποστολικός Κανόνας


Α. Λόγοι διακοπής της «κοινωνίας»

Η διακοπή της «κοινωνίας» για λόγους πίστεως, πηγάζει από την ίδια την αγία Γραφή, η οποία λέγει «τις κοινωνία φωτί προς σκότος;

Υπάρχουν Κανόνες, που προβλέπουν τη διακοπή της «κοινωνίας» από τον επίσκοπo, για συγκεκριμένους λόγους. Είναι, ο 31ος Αποστολικός και ο 15ος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Η παύση, ή διακοπή της «κοινωνίας» με τον επίσκοπο, λέγεται και «αποτείχιση». Η «αποτείχιση» έχει την έννοια ότι, όσοι διακόπτουν την «κοινωνία» με τον επίσκοπό τους, είναι σαν να ανεγείρουν γύρω από τον αιρετικό επίσκοπο κάποιο φραγμό για να τον αποκλείσουν εντελώς από τον εαυτό τους!

Ο 31ος Αποστολικός είναι ένας τέτοιος Κανόνας. Προβλέπει την διακοπή της «κοινωνίας» με τον επίσκοπο, για λόγους «ευσεβείας και δικαιοσύνης»!

Πουθενά όμως, ο Κανόνας δεν εξηγεί τι είναι αυτοί οι λόγοι «ευσεβείας και δικαιοσύνης». Όταν έγινε ο Κανόνας, η έννοια των λέξεων «ευσέβεια» και «δικαιοσύνη» ήταν κατανοητή από τους πιστούς. Δεν υπήρχε λόγος να δοθούν τότε άλλες εξηγήσεις. Με την πάροδο όμως του χρόνου, η έννοια των λέξεων αυτών ξεθώριασε, μέχρι το σημείο, σήμερα να μη καταλαβαίνουμε τι θέλει να ειπεί ο Κανόνας με τις λέξεις «ευσέβεια» και «δικαιοσύνη».

Οι μεγάλοι Κανονολόγοι του 12ου αιώνα δεν είναι καθόλου διαφωτιστικοί στο ζήτημα αυτό. Ο Ζωναράς εξηγεί ότι λόγοι «ευσεβείας» και «δικαιοσύνης» υπάρχουν, όταν ο επίσκοπος «σφάλλει περί την ευσέβειαν και ποιεί παρά το καθήκον». Ο Βαλσαμών ερμηνεύει ότι υπάρχουν οι λόγοι αυτοί, όταν ο επίσκοπος είναι «ασεβής και άδικος». Οι ερμηνείες αυτές είναι προσκολλημένες στο γράμμα του κανόνα. Δεν βοηθούν, όμως καθόλου στην ερμηνεία του Κανόνα.

Β. Ποίοι είναι οι λόγοι «ευσεβείας»

1. Οι ιεροί Κανόνες είναι έργο αγίων ανδρών. Έχουν τη δική τους δυναμική. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται σ’ αυτούς, είναι φορτισμένες με θεολογικό νόημα. Το νόημα αυτό, μόνο οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, που συνέταξαν του Κανόνες, μπορούν να το αποκαλύψουν.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, διδάσκει, ότι ευσέβεια είναι «η καθαρή πίστη και η σωστή ζωή». Εξηγεί, ότι δεν έχει καμιά ωφέλεια ο πιστός, αν διαθέτει «ορθά δόγματα», όχι όμως και ορθό βίο. Ούτε επίσης, ωφελείται καθόλου, αν έχει ορθό βίο, αλλά αμελεί τα ορθά δόγματα.

Ευσέβεια, λοιπόν, είναι τα ορθά δόγματα και η τήρηση των εντολών του Θεού. Η ορθή πίστη και η ορθή ζωή είναι η ευσέβεια. Αυτό όμως είναι και η Ορθοδοξία. Ορθοδοξία και ευσέβεια , ως έννοιες, ταυτίζονται.

Γι’ αυτό, και ο άγιος Γρηγόριος ο θαυματουργός λέγει ότι, η ευσέβεια θεωρείται μητέρα των αρετών, γιατί είναι η αρχή και το τέλος τους .

2. Πολύ ορθά επίσης ο Νικόδημος ο Αγιορείτης θεωρεί ως αιρετικό, αυτόν που δεν έχει «ευσέβεια»! Και σ’ αυτό, έχει απόλυτα δίκηο ο άγιος Νικόδημος, γιατί όποιος δεν ξέρει, ή δεν μπορεί να θεραπεύσει τη ψυχή του, για να φτάσει στην ευσέβεια, αυτός ακολουθεί λαθεμένο τρόπο θεραπείας. Ο λαθεμένος τρόπος θεραπείας είναι η αίρεση. Αντίθετα, ο σωστός τρόπος θεραπείας είναι η Ορθοδοξία.

Ο Μέγας Αθανάσιος λέει ότι ο αιρετικός δεν μπορεί να ονομάζεται καν χριστιανός, γιατί εξέπεσε από την Ορθόδοξη αλήθεια!

Ο Μέγας Βασίλειος συμπληρώνει, ότι εκπίπτει κάποιος από την αλήθεια, όταν αθετεί κάτι από όσα γράφει η αγία Γραφή και οι Πατέρες, ή διδάσκει κάτι «καινούργιο», ξένο απ’ την Παράδοση.

Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς γράφει, ότι στο Ευαγγέλιο δεν αποκόπηκε ποτέ τίποτε από κανένα χριστιανό, ούτε τροποποιήθηκε καθόλου. Υπάρχουν, συμπληρώνει, γι’ αυτό βαρειές και φρικωδέστατες κατάρες, κι’ όποιος τολμήσει ν’ αποκόψει, ή να διασκευάσει κάτι, μάλλον αυτός αποκόπτεται απ’ το Χριστό! Τονίζει ακόμη ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ότι θα υπάρχουν ψευδοδιδάσκαλοι και ψευδοπροφήτες, που θα εισαγάγουν αιρέσεις απώλειας και θα «εξαγοράζουν τους πιστούς με υπερβολικά πλαστούς λόγους»!

Από τέτοιους ανθρώπους, ακόμα κι’ αν είναι επίσκοποι, θέλει ο Κανόνας αυτός να προστατεύσει τους Ορθοδόξους. Προβλέπει τη διακοπή της «κοινωνίας» με αυτούς, ή αλλιώς, την «αποτείχιση».

Οι Πατέρες δεν θεωρούν αιρετικούς μόνο αυτούς που διδάσκουν ξένα πράγματα απ’ την Ορθόδοξη Παράδοση, αλλά και όσους «κοινωνούν» με αυτούς. Γι’ αυτό η «κοινωνία» έχει τόση μεγάλη σημασία.

Γ. Ποίοι είναι οι λόγοι «δικαιοσύνης»

Οι Πατέρες εξηγούν, ότι το ίδιο πράγμα σημαίνει και η λέξη «δικαιοσύνη».

Ο Χρυσόστομος λέει ότι η Γραφή, με τη λέξη «δικαιοσύνη», εννοεί την αρετή γενικά, την ευσέβεια στη ζωή. Αυτό άλλωστε, είναι και το νόημα των λόγων του Κυρίου στην επί του όρους ομιλία Του, όταν έλεγε «μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται».

Μακάρισε δηλ. ο Χριστός όσους αγωνίζονται με πολύ πόθο ν’ αποκτήσουν τις αρετές, την ευσέβεια. ΄Η, όταν έλεγε «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».

Η «ευσέβεια» και «δικαιοσύνη», μολονότι ως έννοιες, είναι ταυτόσημες. Όμως, η μεν ευσέβεια χρησιμοποιείται περισσότερο για να τονίσει την πίστη, η δε δικαιοσύνη για να τονίσει την απόκτηση της αρετής. Και γι’ αυτό το λόγο, στον Αποστολικό αυτό Κανόνα, χρησιμοποιούνται και οι δύο λέξεις.

Δ. Τα προσωπικά παραπτώματα των επισκόπων είναι λόγος διακοπής της κοινωνίας;

Ο 31ος Αποστολικός Κανόνας προβλέπει τη παύση της «κοινωνίας» για θέματα, που αφορούν τη πίστη, δηλ. όταν υποστηρίζονται διδασκαλίες ξένες από την Ορθόδοξη Παράδοση. Και αυτό μεν, είναι πλήρως κατανοητό. Εκεί, όμως που δημιουργείται πρόβλημα είναι το εάν ο Κανόνας αυτός προβλέπει διακοπή της «κοινωνίας», για λόγους «δικαιοσύνης», κατά τ’ ανωτέρω, στη περίπτωση που ένας επίσκοπος παραβαίνει στη προσωπική ζωή του μια ή περισσότερες εντολές του Θεού.

Οι ατομικές αμαρτίες κάθε προσώπου, ακόμα και του επισκόπου, είναι κατ’ αρχήν προσωπική του υπόθεση. Αφορά αυτόν και το Θεό. Από τη στιγμή όμως, που οι προσωπικές αμαρτίες κάποιου κληρικού γίνουν ευρύτερα γνωστές και προκληθεί γενικότερα διασυρμός του, είναι υπόθεση και της Εκκλησίας. Τότε οι άλλοι επίσκοποι της Εκκλησίας είναι υποχρεωμένοι να εξετάσουν, αν οι αμαρτίες αυτές είναι κωλυτικές της ιερωσύνης και αποτελούν λόγο καθαίρεσεώς του.

Εάν όμως, τα προσωπικά αυτά παραπτώματα επισκόπου γίνουν ευρύτερα γνωστά και τείνουν να γίνουν «κατάσταση», ή «καθεστώς» στην επισκοπή του, ή προκαλούν σκάνδαλο, ή διασυρμό της Εκκλησίας γενικότερα, χωρίς να επεμβαίνει η Σύνοδος των λοιπών επισκόπων, είτε αυτεπάγγελτα, είτε κατόπιν καταγγελίας, για να παραπέμψει σε δικαστήριο τον παραβάτη, τότε οι περιπτώσεις αυτές, έχομε την γνώμη, ότι εμπίπτουν στη πρόβλεψη του 31ου Αποστολικού Κανόνα, για παύση της «κοινωνίας», για λόγους «δικαιοσύνης».

Τέτοιες υποθετικές περιπτώσεις μπορεί να είναι και οι εξής:

Εάν, ένας επίσκοπος χρηματίζεται για τις χειροτονίες που κάνει. Όταν διαπράττει δηλ, το αδίκημα της σιμωνίας, με αποτέλεσμα να παρασύρει και άλλα άτομα στην αμαρτία αυτή. ΄Η, όταν ζει φανερά έκλυτο βίο, με αποτέλεσμα να γίνεται κακό παράδειγμα στο ποίμνιό του και να σκανδαλίζει τους ανθρώπους. Ή, όταν χειροτονεί κατ’ εξακολούθηση άτομα ανάξια και διαβεβλημένα, χωρίς τη λεγόμενη «έξωθεν καλή μαρτυρία». ΄Η, όταν διαπράττει άλλες κολάσιμες πράξεις, που προκαλούν το δημόσιο αίσθημα, κτλ.


Ε. Πότε, η μη τήρηση των εντολών του Θεού, είναι λόγος διακοπής της «κοινωνίας»

Αδιαμφισβήτητα, λόγοι «δικαιοσύνης»,κατά τον 31ο Αποστολικό Κανόνα, υπάρχουν κατά κύριο λόγο, όταν ένας επίσκοπος, αλλοιώνει τη διδασκαλία της Εκκλησίας, ως προς την τήρηση των εντολών του Θεού. Όταν δηλ. διδάσκει διαφορετικά απ’ την Αγία Γραφή κι’ απ’ ό,τι δίδαξαν οι Πατέρες, για την παράβαση των θείων εντολών. Όταν κάνει «θεολογία» τις πτώσεις του, απαλλάσσοντας τον εαυτό του, ή τους άλλους, από την ευθύνη της αμαρτίας. Όταν «νομοθετεί» τις πτώσεις του ως αρετή, δηλ. εξωραΐζει την αμαρτία, ως «θεάρεστη» πράξη, ή, έστω, αδιάφορη, για τη σωτηρία του ανθρώπου! Κατ’ αυτό τον τρόπο, δογματίζει ότι οι παραβάσεις των εντολών του Θεού, δεν είναι αμαρτία, ούτε εμπόδιο στον άνθρωπο για τη σωτηρία του!

Αυτό το πράγμα, είναι διαστροφή της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Είναι έργο του διαβόλου, όπως ήταν τα λόγια του στους Πρωτοπλάστους, για να τους πείσει να φάνε τον απαγορευμένο καρπό. Η περίπτωση αυτή εμπίπτει στην πρόβλεψη του 31ου Αποστολικού Κανόνα, ως λόγου «δικαιοσύνης», για παύση της «κοινωνίας» από επίσκοπο, που διδάσκει τέτοια πράματα


4. Ο 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου

Α. Πότε η παύση της «κοινωνίας» με τον επίσκοπο επαινείται

Η Πρωτοδευτέρα Σύνοδος συγκλήθηκε το έτος 861, από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ, γιο του εικονομάχου Θεοφίλου.

Ο 15ος Κανόνας της Συνόδου αυτής, είναι ένας άλλος Κανόνας, που προβλέπει την παύση ή διακοπή της «κοινωνίας» από τον επίσκοπό του. Ο Κανόνας αυτός είναι πολύ σημαντικός. Αναφέρεται όμως, μόνο σε μία ειδική περίπτωση. Όταν κάποιος επίσκοπος κηρύττει δημόσια αίρεση, καταδικασμένη από Συνόδους και Πατέρες.

Στη περίπτωση αυτή ο Κανόνας λέει, πως όποιος παύει την «κοινωνία» από τον επίσκοπο, που κηρύττει αίρεση, προτού ακόμα αποφασίσει η Σύνοδος, αυτός όχι μόνο δεν πρέπει να τιμωρείται, αλλ’ απεναντίας να επαινείται, γιατί έπαψε την κοινωνία» από ψευδεπίσκοπο και ψευδοδιδάσκαλο, όπως αποκαλεί τον αιρετικό επίσκοπο, και δεν τεμάχισε την Εκκλησία, αλλ’ απεναντίας την έσωσε από σχίσματα.

Β. Ποιες αιρέσεις αφορά ο 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου

Ο 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας είναι ειδικός Κανόνας. Από όλες τις περιπτώσεις, που οι πιστοί μπορούν να διακόπτουν τη «κοινωνία» από τον επίσκοπό τους, ρυθμίζεται μόνο μία. Είναι η περίπτωση, που επίσκοπος δημοσία διδάσκει απροκάλυπτα μία αιρετική διδασκαλία, καταδικασμένη είτε από Συνόδους, είτε από Πατέρες.

Ο 15ος Κανόνας δεν καταργεί τον 31ο Αποστολικό Κανόνα, αλλά τον συμπληρώνει. Ενεργεί δηλ. παράλληλα με αυτόν. Είναι λάθος, λοιπόν, να νομίσει κάποιος ότι μόνο στην περίπτωση του 15ου Κανόνα επιτρέπεται διακοπή της «κοινωνίας», δηλ. «αποτείχιση» από τον διδάσκοντα κακοδοξίες επίσκοπο.

Γ. Δυνητική ή υποχρεωτική η διακοπή της «κοινωνίας»;

Πρέπει να εξετάσουμε κι’ ένα άλλο ζήτημα, που προκαλεί διχογνωμίες. Τέθηκε το θέμα, αν η διακοπή της «κοινωνίας» από τον επίσκοπο, που έχει εκπέσει από την Ορθόδοξη πίστη, αποτελεί δυνατότητα, δικαίωμα, ή υποχρέωσή του πιστού.

Οι Ιεροί Κανόνες δεν ορίζουν τίποτα γι’ αυτό. Θα πρέπει και πάλι να καταφύγουμε στους Πατέρες, να δούμε τη γνώμη τους.

Κατ’ αρχήν, πρέπει να αποκλείσουμε την περίπτωση, ότι η διακοπή αυτή μπορεί να είναι «δικαίωμα». Στην Εκκλησία του Χριστού, κανένα μέλος της δεν έχει δικαιώματα. Τα μέλη της Εκκλησίας, έχουν απέναντι στο Χριστό, που είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, μόνο υποχρεώσεις και τίποτε άλλο. Όλοι «δούλοι αχρείοι εσμέν». Οι δούλοι ποτέ δεν έχουν δικαιώματα απέναντι στο αφεντικό τους. Ούτε οι χριστιανοί, απέναντι στο Χριστό.

Τόσο η αγία Γραφή, όσο και οι Πατέρες, όταν μιλάνε για αιρέσεις και κακοδοξίες, συνιστούν στους πιστούς με επιτακτικό τρόπο, να φεύγουν μακριά από τα άτομα αυτά, άλλα και από εκείνα, που «κοινωνούν» με τους αιρετικούς. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας συμβουλεύει τους Ορθοδόξους της εποχής του, να διατηρήσουν τους εαυτούς τους άσπιλους και άμωμους, να μη «κοινωνούν» με τον αιρετικό Νεστόριο, μήτε να ακούνε τις διδασκαλίες του, γιατί είναι λύκος και όχι ποιμένας!

Αυτό, και μόνο συνιστά άφευκτη υποχρέωση των πιστών να παύουν την «κοινωνία» με τον αιρετικό επίσκοπο. Επομένως, στις περιπτώσεις που οι Ιεροί Κανόνες, τουλάχιστον για λόγους αιρέσεως, προβλέπουν αποτείχιση από τον επίσκοπο, αυτή πρέπει να θεωρηθεί υποχρεωτική για κάθε πιστό. Δεν μπορεί ποτέ να νοηθεί ότι οι Πατέρες θα άφηναν ένα Ορθόδοξο πιστό να μένει κοντά σ’ ένα αιρετικό, να «κοινωνεί» μαζί του μυστηριακά και παρά ταύτα να τον θεωρούν Ορθόδοξο!

Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης αναφερόμενος σ’ όσους «κοινωνούν» τα μυστήρια των αιρετικών λέγει ότι, όπως ο θείος άρτος όταν λαμβάνεται από τους Ορθοδόξους κάνει όσους μεταλαμβάνουν ένα σώμα, έτσι και ο αιρετικός άρτος, κάνει αυτούς που μετέχουν σ’ αυτόν, ένα σώμα αντίθετο απ’ τον Χριστό! Σ’ άλλο σημείο, ο αυτός άγιος γράφει ότι η κοινωνία από τους αιρετικούς, δεν είναι κοινός άρτος, αλλά δηλητήριο, που βλάπτει όχι το σώμα, αλλά την ψυχή! Και σ’ άλλο σημείο, συμπληρώνει ότι το να κοινωνεί κάποιος από αιρετικούς, ή προφανώς διαβεβλημένους κληρικούς κατά τον βίον, αυτό απομακρύνει από τον Θεό και οδηγεί τον άνθρωπο στον διάβολο!

Θ’ αναφερθούμε και σ’ ένα άλλο άγιο, τον μεγάλο δογματικό της Ορθοδοξίας, τον Ιωάννη Δαμασκηνό. Λέει ο άγιος αυτός, ότι με όλες τις δυνάμεις μας πρέπει να φυλαγόμαστε για να μην πάρουμε μετάληψη από αιρετικούς, ούτε να δώσουμε ποτέ σ’ αυτούς τη δική μας, γιατί ο Κύριος είπε να μη δίνουμε τα άγια στους σκύλους, για να μη γίνουμε μέτοχοι της κακοδοξίας τους και της θείας τιμωρίας τους!

Ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Πατριάρχης μετά την άλωση της Βασιλεύουσας, πνευματικό τέκνο του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, καθορίζει με άριστο τρόπο τη στάση των Ορθοδόξων, απέναντι των επισκόπων. Γράφει σε μια επιστολή του στους μοναχούς, να επιτηρούν τους επισκόπους, να βλέπουν αν είναι Ορθόδοξοι, ότι δεν διδάσκουν κακόδοξες διδασκαλίες και δεν συλλειτουργούν με αιρετικούς ή σχισματικούς !

Αυτό σημαίνει ότι η διακοπή της «κοινωνίας» πιστού από τον επίσκοπό του, τουλάχιστον όταν υπάρχουν λόγοι πίστεως, είναι υποχρεωτική και όχι δυνητική.

(ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΑΚΑΡΕΛΛΟΥ, ΠΑΛΗΟ ΚΑΙ ΝΕΟ)


1 σχόλιο: