Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Η απελπισία της κοσμικής ελπίδας

Η απελπισία της κοσμικής ελπίδας
του Δημητρίου Π. Λυκούδη, Θεολόγου - Φιλολόγου, Υπ Δρος Παν/μίου Αθηνών για το "Αγιορείτικο Βήμα"
Η απουσία οποιασδήποτε μορφής ελπίδας και μάλιστα σε έντονο βαθμό χαρακτηρίζεται ως κατάσταση απελπισίας ή απόγνωσης[1]. Ο ¨φόβος για την αποτυχία¨ προηγείται της ¨ελπίδας για επιτυχία¨ ως προς την επίτευξη των κινήτρων και ο άνθρωπος αδρανεί, απομονώνεται, δυσανασχετεί, απιστεί, απογοητεύεται, αυτο-παύεται, φυτοζωεί.
Η προσπάθεια πάλι της κοσμικής ελπίδας, της ελπίδας που εδραιώνεται σε παραπήγματα της παρούσης πραγματικότητος δεν έχει ισχύ και διάρκεια, γιατί αφ΄ εαυτής, αυτή η ελπίδα δεν δύναται να προσδώσει στον άνθρωπο παρά εφήμερη χαρά και ανακούφιση, πολλές δε φορές δεν είναι χαρά, αλλά προτείνει την εναλλακτική απόδοση της χαράς ή την προσπάθεια να θεαθεί αυτή ως χαρά και ως τέτοια να κατακτηθεί.
Δεν είναι δε οξύμωρη η παρατήρηση στην οποίαν προβαίνουμε στο σημείο αυτό, σύμφωνα με την οποία η κοσμική ελπίδα καθίσταται λίαν συντόμως απελπισία, διότι απλούστατα ποτέ δεν υπήρξε ελπίδα και ουδέποτε δεν εγκολπώθηκε όλα όσα αγαστά και κρύφα υψοποιά συναισθήματα κομίζει η ελπιδοφόρος αναγωγή του προσώπου, η εκούσια και σταθερά εναρμόνιση του προσώπου εις την επουράνιον και υπεράνιον πραγματικότητα. Ο άνθρωπος, γευόμενος και ιχνηλατώντας «στο φυσικό κλίμα του, στη μοναξιά»[2] αποκεντρώνεται και οδηγείται στη σχάση, σχάση πνευματική, προσωπική, κοινωνική, συνειδησιακή, πολύπλευρη.
Εάν πάλι η κοσμική ελπίδα θεριεύει και μεσουρανεί επί της γης τότε και πάλι θα μεταποιηθεί σε απελπισία εις τον Ουράνιον Νυμφώνα «όπου ουκ έστι πόνος ου λύπη ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Για την κοσμική ελπίδα ταιριάζει αυτό που έγραφε ο Καζαντζάκης πολύ γλαφυρά: «Διαλέγομε απ΄ όλες τις πλάνες μιάν, εκείνη που περσότερο ταιριάζει με μας, και την ανακηρύχνωμεν Αλήθεια. Σηκώνομε ψηλά τη σημαία της, φωνάζοντας, ενεργώντας, σκοτώνοντας…»[3].
Από την άλλη, αυτή η ελπίδα που μεταμορφώνεται σε απελπισία δύναται να δράξει ευκαιριών πνευματικών και να καταστεί αρρωγός ουσιαστικής πνευματικής χαράς στον άνθρωπο. Από την ησυχία, τη μόνωση, την άκρη ξεκίνησαν όλες οι θεωρίες και μεγαλεπίβολες ιδέες και δοξασίες, από την μοναχική πρωτίστως περισπούδαση, κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί τις πραγματικές του δυνατότητες και να μεγαλουργήσει. Μέσα στα πλαίσια της Ορθόδοξης πνευματικότητας, κάθε μελαγχολία και μοναξιά δύναται να μεταποιηθεί σε χαρά και εφαλτήριο ανανήψεως, επανόδου, επαναστροφής, νέας απαρχής και αφετηρίας.
¨Αρχή προσευχής η ησυχία¨ τονίζει ο Μέγας Βασίλειος και η μοναξιά εγκλιματίζεται και αποδομείται αυτομερώς, μοναχικότητα γίνεται, και αυτή με τη σειρά της, αναζήτηση διαρκής και ακόρεστη επιθυμία να συναντήσεις τον Θεό μέσα από τον άνθρωπο, μέσα από την κτίση ολόγυρα. «Όποιος έχει την αληθινή ελπίδα ζητεί μόνο τη βασιλεία του Θεού. Όσο για τα απαραίτητα αγαθά της πρόσκαιρης ζωής, είναι σίγουρος πως θα του δοθούν. Αν στην καρδιά δεν υπάρχει τέτοια ελπίδα, δεν είναι δυνατόν να υπάρχη και η ειρήνη. Η ελπίδα είναι εκείνη που δίνει χαρά και ειρήνη στην καρδιά»[4].
Με άλλα λόγια, η απελπισία στην εγωκεντρική και φίλαυτη ελπίδα, στην κοσμική ελπίδα είναι χαρά και δωρεά του Θεού, διότι αυτομάτως σου δίδεται η ευκαιρία να ετεροπροσδιορίσεις τις αναζητήσεις σου και να στραφείς στη θεϊκή ελπίδα της σωτηρίας, στη μόνιμη και σταθερή ανάβαση του νοός σου και της καρδιάς σου προς τα επουράνια και άρρητα μυστήρια[5]. «Αυτό θα πει ελευτερία, συλλογιζόμουν. Νά΄ χεις ένα πάθος, να μαζεύεις χρυσές λίρες, και ξαφνικά να νικάς το πάθος και να σκορπάς όλο το χέρι σου στον αγέρα»[6]. Εμπρός λοιπόν, ας απαλλαγούμε από το πάθος της κοσμικής ελπίδας! Καιρός πιά να σηκώσουμε το χέρι στον αέρα, ¨απελπισία¨ της κοσμικής ελπίδας σε αγαπώ να φωνάξουμε, μου ανήκεις…
Παραπομπές:
1.Για την ευρύτερη έννοια της απελπισίας βλ. σχ., Averill R., Personal control over aversive stimuli and its relationship to stress, Psycholog. Bulletin, 80, 1973, τις σελίδες 286- 303, Fromm E., Η επανάσταση της ελπίδας (μτφρ. Δ. Θεοδωρακάτος), Μπουκουμάνος, Αθήνα 1978, Horney K., Der neurotische Mensch unserer Zeit, Munchen: Kindler, 1951, Παπαγεωργίου Γ., Ψυχολογία, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2001, σελ. 260-263, Παπαδόπουλου Νίκου, Λεξικό της Ψυχολογίας, Σύγχρονη Εκδοτική, Αθήνα 2005, σελ. 302, Σακελλαρίου Γεωργίου, Γενική Ψυχολογία, Αθῆναι 1947, κυρίως τις σελίδες 196-199.
2.Καζαντζάκη Νίκου, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2007, σελ. 16.
3.Καζαντζάκη Ν., Συμπόσιον, εκδ.Καζαντζάκη, Αθήνα 1971, σελ. 33-34.
4.Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ, Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1998, σελ. 323, πρβλ., Γιανναρά Χρήστου, Το προνόμιο της απελπισίας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1973.
5. Πρβλ., Doudko Dimitri, Η Ελπίδα μας, Έλαφος, Αθήνα 1979.
6. Καζαντζάκη Ν., Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, σελ. 3

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Εκκλησία "Σώμα Χριστού" στην διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου



Ομιλία Αρχιεπισκόπου Κερκύρας και Τοποτηρητού Θεσσαλονίκης Σεβ.του Ιωάννη Σπιτέρη στην Οικουμενική Προσευχή στο Καθεδρικό Ναό Θεσσαλονίκης στις 24 Ιανουαρίου 2009.

ΕΚΚΛΗΣΙΑ «ΣΩΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥ» ΣΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

Οι συνέπειες για την ενότητα των χριστιανών

Εισαγωγή

«Ο Απόστολος των Εθνών», είχε πει ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣτ΄ εγκαινιάζοντας το Παύλειο έτος, «αφιερώθηκε ολοκληρωτικά για την ενότητα και ομόνοια των χριστιανών».
Πράγματι, αν εξαιρέσουμε τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, κανένας άλλος ιερός συγγραφέας δεν έχει αναφερθεί τόσο συχνά στην ενότητα των χριστιανών τόσο μεταξύ τους όσο και με το Χριστό, όσο ο Απόστολος των εθνών. Μπορούμε να πούμε ότι ο Άγιος Παύλος είναι εκείνος που έθεσε τις θεολογικές βάσεις για την αδιάσπαστη ενότητα των χριστιανών με τη διδασκαλία του για την Εκκλησία ως «Σώμα Χριστού».
Αυτή η βασική διδασκαλία αποτελεί μια από τις χριστιανικές αλήθειες την οποία, ευρύτατα και μαζικά, διακήρυξε η παράδοση τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης. Και σ’ αυτή την αλήθεια συμπυκνώνονται τα βασικά δόγματα τα οποία ενώνουν τους χριστιανούς, το τριαδολογικό και το χριστολογικό δόγμα και βέβαια το εκκλησιολογικό, το οποίο ωστόσο, δυστυχώς χωρίζει ακόμα τους χριστιανούς.
Όταν o Τερτυλλιανός (155 - 240 μ.Χ.), από τους πρώτους Πατέρες της λατινόφωνης Εκκλησίας, δίδασκε: «Εκεί που είναι οι Τρεις, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, εκεί είναι και η Εκκλησία η οποία είναι το σώμα της Αγίας Τριάδας» (De baptismo, 6), εννοούσε ότι η Αγία Τριάδα γίνεται ορατή «στο» Σώμα και «δια» του Σώματος της Εκκλησίας το οποίο είναι ο ίδιος ο Χριστός. Η Εκκλησία είναι «ιερό μυστήριο» (δηλαδή ορατή και σωτήρια διάσταση του αοράτου Θεού), επειδή ως «Σώμα Χριστού», καθιστά ορατή την Αγία Τριάδα.
Με την ευκαιρία του έτους αφιερωμένου στον Απόστολο των εθνών, για να αντιληφθούμε πόσο στενά είμαστε ενωμένοι εμείς οι χριστιανοί, οι εν Χριστώ βαπτισμένοι, θα παρουσιάσουμε απλά τη γνωστή σε όλους Παύλεια διδασκαλία του «Σώματος του Χριστού». Συνειδητοποιώντας αυτή την αδιάσπαστη ενότητα του Σώματος του Χριστού και τις απαιτήσεις οι οποίες προκύπτουν από αυτήν, αλλά ταυτόχρονα έχοντας επίγνωση ότι εμείς οι χριστιανοί είμαστε χωρισμένοι, θα καταλάβουμε γιατί ο Απόστολος Παύλος, οργισμένος, ερωτά τους χριστιανούς της Κορίνθου οι οποίοι ζούσαν ήδη το δράμα της διαίρεσης: «μεμέρισται ο Χριστός;» (Α΄ Κορ 1, 13).

«Σώμα Χριστού» στις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου προς Ρωμαίους, Κορινθίους και Γαλάτες


Η διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου περί σώματος Χριστού δεν είναι ενιαία. Στις λεγόμενες αυθεντικές Επιστολές (προς Κορινθίους, Ρωμαίους και Γαλάτες) ο Απόστολος αναφέρεται σε ένα ενιαίο οργανισμό, σε ένα σώμα στο οποίο δεν γίνεται διάκριση κανενός μέλους. Οι επιστολές προς Εφεσίους και Κολοσσαείς (επιστολές της αιχμαλωσίας), σύμφωνα με τους μελετητές, είναι έργα μαθητών του Παύλου ή του γραμματέα στον οποίο ο Απόστολος, όπως συνήθιζε, υπαγόρευσε τη σκέψη του, και τις σύνταξε με μεγάλη ελευθερία. Σε αυτές τις επιστολές η έννοια «σώμα» παύει να εκφράζει ολόκληρο τον άνθρωπο χωρίς να ξεχωρίζει ιδιαίτερα κανένα μέλος, εδώ ο Χριστός είναι η Κεφαλή του Σώματός του, που είναι η Εκκλησία. Εδώ η κεφαλή είναι σαφώς διαχωρισμένη από το υπόλοιπο του σώματος, αν και βέβαια αδιάσπαστα ενωμένη. Η ανθρωπολογική θεώρηση είναι διαφορετική. Το «σώμα» δεν αντιπροσωπεύει πια – όπως στη σημιτική σκέψη - την ολότητα του ανθρώπου στις σχέσεις με τον κόσμο, αλλά ένα μέρος του συνολικού οργανισμού, τον κορμό. Έτσι, ο Χριστός είναι η κεφαλή του σώματός του που είναι η Εκκλησία. Βρισκόμαστε μπροστά σε δύο διαφορετικές εκκλησιολογίες, ωστόσο η μια συμπληρώνει την άλλη.
Απόψε θα αναφερθούμε αποκλειστικά στην παύλεια διδασκαλία περί «Σώματος Χριστού» όπως αναδεικνύεται στις Επιστολές προς Ρωμαίους, Κορινθίους και Γαλάτες.
Σε αυτές τις Επιστολές ο Απόστολος Παύλος, επαναλαμβάνει συχνά τη γνωστή διδασκαλία: «Αν και είμαστε πολλοί, αποτελούμε ένα σώμα εν Χριστώ κι ο καθένας είναι μέλος του άλλου» (Ρωμ.12, 4). «Πράγματι, όπως ένα είναι το σώμα και έχει πολλά μέλη και όλα τα μέλη του σώματος αν και είναι πολλά αποτελούν ένα σώμα, έτσι και ο Χριστός. » (Α’ Κορ. 12,12).
Σ’ αυτά τα κείμενα, και σε άλλα παρόμοια, ο Απόστολος αναπτύσσει μια εκκλησιολογία, η οποία ταυτίζεται, κατά κάποιο τρόπο, με τη Χριστολογία. Για τον Παύλο, Χριστός ίσον Εκκλησία. Ο Χριστός είναι αδιανόητος χωρίς το σώμα του, που είναι η Εκκλησία. Η φράση: «η κοινότητα είναι το σώμα του Χριστού», δεν σημαίνει ότι αυτή είναι ένα «σωματείο», μια κάποια «οργάνωση» που ανήκει στο Χριστό, αλλά ότι στη βαθιά της υπόσταση, είναι το ίδιο το συλλογικό πρόσωπο του Αναστημένου, πρόκειται δηλαδή, όπως επαναλαμβάνει ο Ιερός Αυγουστίνος, για τον «ολικό Χριστό» (Christus totus).
Για τον Απόστολο Παύλο, ο Ιησούς «εν Πνεύματι», με το θάνατό του και την Ανάστασή του, συγκεντρώνει και ενώνει στο πρόσωπό του, όλα τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού και τα συγκροτεί σε ένα και μόνο Σώμα, που είναι το δικό του και συνάμα το δικό μας.
Από τα πολλά κείμενα του Αποστόλου Παύλου που αναφέρονται στη διδασκαλία περί «Σώματος Χριστού», ξεχωρίζουμε μερικά από αυτά, τα οποία μας φαίνονται πιο ουσιαστικά. Το καθένα από αυτά υπογραμμίζει μια διαφορετική πτυχή αυτής της διδασκαλίας, που ουσιαστικά, συγκεντρώνει την προσοχή των χριστιανών στην ενδόμυχη ενότητα αυτού του σώματος και επομένως στην αναγκαιότητα οι χριστιανοί να μη διασπάσουν ποτέ αυτήν την ενότητα.

Ενότητα εν Πνεύματι Αγίω

Η ενότητα των χριστιανών με το Χριστό και μεταξύ τους πραγματοποιείται στο Βάπτισμα με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. «Κι εμείς όλοι, είτε Ιουδαίοι είτε Έλληνες, είτε δούλοι είτε ελεύθεροι, γίναμε με το βάπτισμα δια του ενός Πνεύματος ένα σώμα, και όλοι ποτιστήκαμε από ένα και το αυτό Πνεύμα» (Α’ Κορ. 12,13).
Στο κείμενο αυτό είναι τόσο μεγάλη η ενότητα μεταξύ των μελών του σώματος ώστε να ξεπερνιούνται οι διαφορές φύλου, εθνότητας, κοινωνικής κατάστασης, και όλοι να γίνονται ένα «εν Αγίω Πνεύματι». Εδώ ο Απόστολος θέλει να υπογραμμίσει τον όρο «Πνεύμα».
Το να είναι κανείς «Σώμα Χριστού» αποτελεί αυτό που στη θεολογία ονομάζουμε «αγιάζουσα Θεία Χάρη». Πρόκειται για την απόλυτη Χάρη την οποία ο Θεός χορηγεί στους ανθρώπους και το γεγονός αυτό ξεπερνάει τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς πραγματοποιείται μόνο μέσω του Αγίου Πνεύματος, του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδας. Πρόκειται για την Αγάπη εκείνη του Θεού, που ενώνει και εισάγει τους πιστούς στο μοναδικό Σώμα του Χριστού. Το Άγιο Πνεύμα είναι Αυτός που ενώνει τον Έναν με τους πολλούς και τους καθιστά ένα και μοναδικό Σώμα, το Σώμα δηλαδή του Χριστού.
Το Άγιο Πνεύμα αποτελεί λοιπόν το σύνδεσμο που ενώνει το Χριστό με τους βαπτισμένους, αλλά και το δεσμό που ενώνει τους πιστούς μεταξύ τους, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ξεπερνιούνται ακόμη και οι αντιθέσεις που οφείλονται στη διαφορά φύλου ή κοινωνικής υπόστασης. Το ρήμα «ποτιστήκαμε» φαίνεται ότι είναι μια διακριτική αναφορά στην Ευχαριστία. Κάτι που είναι πιθανόν, αν ο Παύλος είχε στο νου του την Ευχαριστία, η οποία ήδη την εποχή εκείνη, ακολουθούσε αμέσως μετά την τελετή του βαπτίσματος.

Γινόμαστε «Χριστός»

«Όσοι βαφτιστήκατε στο όνομα του Χριστού, έχετε ντυθεί το Χριστό. Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, δεν υπάρχει δούλος και ελεύθερος, δεν υπάρχει άνδρας και γυναίκα. Όλοι σας είστε ένας, χάρη στον Ιησού Χριστό» (Γαλ. 3,28).
Στο κείμενο αυτό, ο Παύλος υπογραμμίζει κυρίως τον όρο «Χριστός». Το Πνεύμα, μας κάνει να είμαστε, να υπάρχουμε «εν Χριστώ». Με την έκφραση αυτή, ο Παύλος προβάλλει μια βαθιά προσωπική σχέση ανάμεσα στους βαπτισμένους και στον Αναστημένο Χριστό. Όποιος είναι, υπάρχει «εν Χριστώ», βρίσκεται υπό τη ζωτική και μεταμορφωτική επίδρασή Του, η οποία τον καθιστά «καινή κτίση» (Β’ Κορ. 5,17), και κατέχει ήδη βαθιά μέσα του τη Ζωή την αιώνια, που είναι η ίδια η ζωή του αναστημένου Χριστού.
Από την άλλη πλευρά για τον Απόστολο, το να είναι κανείς «εν Χριστώ», είναι συνώνυμο με το να είναι κάποιος ενσωματωμένος στο Σώμα του, που είναι η κοινότητα των πιστών. Ο Παύλος δεν διασπά ποτέ την ενότητα των πιστών με το Χριστό, ούτε την ενότητα μεταξύ τους. Η ενότητα με τον Χριστό συνεπάγεται για τους χριστιανούς και την μεταξύ τους ενότητα. Για τον Παύλο, δεν υπάρχει μια ατομική σχέση με το Χριστό αλλά μια σχέση συλλογική ή «εκκλησιαστική». Τώρα πια η προσωπική σχέση με το Χριστό ταυτίζεται με την κοινωνικο - εκκλησιολογική πραγματικότητα, δηλαδή με την Εκκλησία.
Ένας ατομικιστικός χριστιανισμός που θα διαμορφωνόταν ή θα ήθελε να διαμορφωθεί μακριά από την κοινότητα, είναι αδιανόητος για την πρωτοχριστιανική Εκκλησία: πίστη στο Χριστό, σύνδεση με το Χριστό, ζωή εν Χριστώ, υπάρχουν μόνο στους κόλπους της κοινότητας που πιστεύει και είναι συνδεδεμένη με τον Κύριο.

Σώμα Χριστού και Ευχαριστία

«Όταν πίνουμε το ποτήριο της ευχαριστίας, το οποίο ευλογούμε, δεν κοινωνούμε με το αίμα του Χριστού; Κι ο άρτος που τεμαχίζουμε, δεν είναι κοινωνία με το σώμα του Χριστού; Όπως ο άρτος είναι ένας, έτσι κι εμείς αποτελούμε ένα σώμα, αν και είμαστε πολλοί, γιατί όλοι τρώμε από τον ίδιο άρτο» (Α΄ Κορ. 10,16-17).
Οι μελετητές της Αγίας Γραφής συμφωνούν βεβαιώνοντας ότι ο Απόστολος Παύλος υιοθέτησε αυτήν την ταύτιση εμπνεόμενος από την τέλεση της Ευχαριστίας ως «σύναξη» των πιστών. Απ’ αυτή την εμπειρία κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι το Σώμα του Ευχαριστιακού Χριστού ήταν το ίδιο με το «Εκκλησιαστικό» του Σώμα. Μπορούσε έτσι να αναγνωρίσει την Ευχαριστιακή φύση της Εκκλησίας και να ταυτίσει την κοινότητα με το Σώμα του Χριστού, με το οποίο η ίδια ούτως ή άλλως τρεφόταν.
Ο Παύλος μιλάει πρώτα για το ποτήριο και κατόπιν για τον άρτο για να το συνδέσει με το σώμα, που ήταν ο όρος που χρησιμοποιούσαν οι χριστιανοί για να αναφερθούν ταυτόχρονα στην Ευχαριστία και στην εκκλησιαστική κοινότητα. Ο Απόστολος θεωρεί την κοινότητα ως Σώμα του Χριστού όπως ακριβώς Σώμα του Χριστού είναι ο Ευχαριστιακός άρτος. Έτσι οι χριστιανοί, μεταλαβαίνοντας τον Ευχαριστιακό άρτο - το Σώμα του Χριστού - οι πολλοί γίνονται ένας, δηλαδή γίνονταν ο Χριστός στο Σώμα του.
Ο Απόστολος, χρησιμοποιώντας για την κοινότητα τον όρο «σώμα», δεν εννοεί μια απλή συνάθροιση πιστών, ένα κάποιο κοινωνικό σώμα, αλλά ένα μοναδικό συλλογικό «εγώ». Αυτό ακριβώς του Σώματος του εσταυρωμένου και αναστημένου Χριστού, ο οποίος, χάρη στο θάνατο και την ανάστασή του, θέλησε να γίνει ένας με τα αδέλφια του. Η τόλμη του Παύλου συνίσταται ακριβώς στο να ταυτίζει αυτό το ατομικό Σώμα του Χριστού με την Κοινότητα και τη συλλογική ύπαρξη με την Ευχαριστία.
Μπορούμε, κατά κάποιο τρόπο, να κατανοήσουμε πως είναι δυνατό να πραγματοποιείται αυτό το θαύμα, αν σκεφτούμε με ποιο τρόπο ο Χριστός στην Ευχαριστία κατέχει «πνευματική» ύπαρξη επειδή, ως Αναστημένος, «έγινε ζωοποιό Πνεύμα» (Βλ. Α’ Κορ. 15, 45) και γι’ αυτό μπορεί να «αφομοιώσει» στον εαυτό του τα μέλη του αφού πλέον δεν περιορίζεται από το χρόνο και το χώρο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ποτέ στις επιστολές του Παύλου, ο όρος «σώμα Χριστού» δεν δηλώνει απλώς μια ηθική οντότητα που να περικλείει, πέραν του προσώπου του Χριστού, το σύνολο των πιστών οι οποίοι είναι ενωμένοι μαζί Του. Αντίθετα, ο Χριστός, μετά την Ανάστασή του, οντολογικά αποτελείται από τον Ιησού και απ’ αυτούς που πιστεύουν σ’ αυτόν και που μαζί αποτελούν μια οντότητα, ένα μυστηριώδες «εγώ», το «σώμα του Χριστού».
Πρέπει λοιπόν να εννοήσουμε το σώμα του Χριστού όχι απλώς ως ηθικό, αλλά ως ένα πραγματικό σώμα, ένα πραγματικό ζωντανό οργανισμό με τον οποίο είμαστε στενά ενωμένοι κι επειδή είναι σώμα πνευματικό και ζωοποιό (Α’ Κορ. 15,45) μας μεταδίδει την ίδια τη ζωή του αναστημένου Χριστού.
Ο Παύλος λοιπόν δεν εννοεί την ενσωμάτωση των πιστών στο σώμα του Χριστού ως μια κάποια «προσθήκη» στο προσωπικό σώμα του Κυρίου. Γι’ αυτόν οι χριστιανοί είναι ενωμένοι με το Χριστό, όχι ως προέκταση ή συμπλήρωμα, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτελούν όλοι μαζί ένα μοναδικό Σώμα το οποίο είναι το προσωπικό σώμα του αναστημένου Χριστού.
Στην περίπτωση αυτή, μπορούμε να μιλήσουμε, μεταχειριζόμενοι τους όρους των πατέρων της Εκκλησίας, για «αφομοίωση», για «μίξη», για μια πραγματική «θέωση». Οι πιστοί γίνονται μια οντότητα με το Χριστό στο Βάπτισμα, στο Χρίσμα και στην Ευχαριστία. Γίνονται ολοένα και περισσότερο αυτό με το οποίο τρέφονται, σύμφωνα με την έκφραση των Πατέρων της Εκκλησίας, κάτι που επαναλαμβάνεται στη συνοδική διάταξη Φώς των Εθνών (Lumen Gentium) αρ.26 όπου «η συμμετοχή στο σώμα και στο αίμα του Χριστού δεν κάνει άλλο από το να μας μεταβάλλει σε αυτό που λαβαίνουμε».
Για να γίνει ακόμη πιο κατανοητή η διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου περί «Σώμα Χριστού» είναι ανάγκη να κάνουμε μια αναφορά στο τι σήμαινε για τους Εβραίους το «σώμα».

Τι σημαίνει «σώμα»

Για τους Εβραίους, το σώμα δεν αποτελεί απλά ένα μέρος του ανθρώπου (ο κορμός σε σχέση με την κεφαλή), αλλά εκφράζει ολόκληρο τον άνθρωπο. Τον όρο «σώμα» δεν τον μεταχειριζόμαστε, ούτε τον αντιλαμβανόμαστε σε αντιπαράθεση με την ψυχή. Για τους Εβραίους ο πλατωνικός διαχωρισμός ψυχή / σώμα είναι εντελώς ξένος.
Το σώμα είναι όλος ο άνθρωπος, στις σχέσεις του με τους άλλους και με τον κόσμο που τον περιβάλλει και στον οποίο είναι ενσωματωμένος. Όταν λοιπόν ο Παύλος λέει ότι η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, ο ίδιος δηλώνει ότι η εκκλησιαστική κοινότητα αποτελεί για τον κόσμο των ανθρώπων την «ορατή» παρουσία του προσώπου του Αναστημένου. Η κοινότητα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Αναστημένος Ιησούς διάλεξε να είναι παρών στην ιστορία, να έχει σχέσεις με τους ανθρώπους, να έρχεται σε επαφή με την ανθρωπότητα, να δρα στην ιστορία.
Ο Αναστημένος Ιησούς, ο Ένας μεταμορφώθηκε σε πολλούς, κάνοντάς τους ένα «σώμα εν Χριστώ». Αυτό δεν σημαίνει ότι Εκείνος διασπάστηκε σε πολλούς, αλλά αντίθετα, οι πολλοί έγιναν το Σώμα του, έγιναν η προσωπική φανέρωση του Χριστού.
Με την ανάσταση, ο Χριστός, ο Ένας, γίνεται Εκκλησία, και ως Εκκλησία συναντά τους ανθρώπους. Να γιατί ο Απόστολος, απευθυνόμενος στους Κορινθίους, διαιρεμένους σε ομάδες (Βλ. Α΄ Κορ.1,11-12), τους θέτει μπροστά στη βαθιά πραγματικότητα την οποία καταπατούν, και θέτει τη δραματική ερώτηση: «Διαμοιράστηκε λοιπόν ο Χριστός;» (Α’ Κορ.1,13). Δεν λέει: «Διαμοιράστηκε λοιπόν η κοινότητα;» Ο Παύλος αγγίζει το σημείο κλειδί της χριστιανικής ύπαρξης. Η ενότητα φανερώνει τη φύση της κοινότητας στην πιο ενδόμυχη πραγματικότητα, χωρίς την ενότητα η Εκκλησία δεν μπορεί να αποτελεί πια το «σώμα του Χριστού». Ακριβώς αυτή η ενότητα αποτελεί το Χριστό, αν αλλοιώνεται, διαμελίζεται ο Χριστός. Ένας Χριστός διαμοιρασμένος, δεν είναι πια αναγνωρίσιμος.
Η Εκκλησία λαμβάνει την ενδόμυχη πραγματικότητά της από τον Αναστημένο Ιησού που την διαπερνά και την υπερβαίνει. Η Εκκλησία είναι η πιο ουσιαστική παρουσία Του, το σώμα Του, ο χώρος μέσα στον οποίο ο Θεός αποκαλύπτει το πρόσωπο Του, ο χώρος μέσα στον οποίο η Θεϊκή αγάπη μεταδίδεται πλήρως στους ανθρώπους. 
Αν η Εκκλησία δεν είναι ενωμένη δεν μπορεί να φανερώσει ορατά την αδιάσπαστη ενότητα του Σώματος του Αναστημένου, να αποτελεί το ιερό σημείο υπερυψωμένο μέσα στα έθνη μέσω του οποίου γίνεται ορατή η αδιάσπαστη ενότητα της Αγίας Τριάδας.

Μερικές διευκρινίσεις

Μετά από όσα προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε πιο πάνω, αναφορικά με την έννοια «σώμα Χριστού», είναι δυνατό να δημιουργηθούν κάποια ερωτηματικά ή και παρεξηγήσεις, γι’ αυτό είναι αναγκαίο να δοθούν μερικές διευκρινίσεις.
- Δεν πρόκειται για μια απόλυτη ταύτιση μεταξύ του Χριστού και των πιστών του ώστε να εκμηδενίζεται η προσωπικότητα του καθενός, ούτε για μια ενότητα που αφορά στην ουσία, ώστε να προκύπτει μια ταυτότητα φυσική. Οι πιστοί, αν και είναι μέλη του σώματος του Χριστού, παραμένουν πρόσωπα, υποκείμενα, υπεύθυνα των πράξεών τους.
- Ωστόσο η ένωση μεταξύ Χριστού και κοινότητας δεν αποτελεί ούτε μια απλή, «ηθική» ένωση. Δεν πρόκειται για ένα ηθικό σώμα, ένα κάποιο «σωματείο» τα μέλη του οποίου συνδέονται μεταξύ τους με εξωτερικούς δεσμούς, με σκοπό και μέσα κοινά.
- Μετά τον 12ο αιώνα, η δυτική παράδοση, μιλώντας για την ένωση μεταξύ Χριστού και Εκκλησίας χρησιμοποίησε την έκφραση «μυστική ένωση» ή «το μυστικό Σώμα του Χριστού». Η λέξη «μυστικό», την οποία ο Παύλος ποτέ δεν χρησιμοποιεί, δεν αναφέρεται σε μια «μυστική», πνευματική εμπειρία βιωμένη από τους «μυστικιστές». Η λέξη αυτή είναι συγγενική με τον Παύλειο όρο «Μυστήριο» το οποίο είναι ο ίδιος ο Χριστός ως «ανακεφαλαίωση των πάντων εν αυτώ» (βλ. Εφ. 1, 9-10). Η έκφραση «Μυστικό Σώμα» δηλώνει μια τέτοια ενότητα με το Χριστό και μεταξύ των μελών του, που ενώ ξεπερνά ακόμη και την υπάρχουσα ενότητα μεταξύ των μελών ενός φυσικού σώματος, διατηρεί την αμοιβαία τους διάκριση. Δεν υπάρχει απορρόφηση του ενός από τον άλλο. Εδώ συνδέεται και η διδασκαλία του Απ. Παύλου με την ποικιλία των χαρισμάτων (βλ. Α΄ Κορ 12, 1-11). «Υπάρχει βέβαια ποικιλία χαρισμάτων, αλλά το ίδιο Πνεύμα. Και ποικιλία διακονιών υπάρχει, αλλά ο ίδιος ο Κύριος. Και ποικιλία ενεργειών υπάρχει, αλλά ο ίδιος Θεός που ενεργεί όλα σε όλους» (Α΄ Κορ 4-6). Η ποικιλία χαρισμάτων εκδηλώνει την μοναδικότητα του κάθε μέλους του σώματος, η εξάσκηση των χαρισμάτων χάρη στο σύνολο του σώματος αποδεικνύει την ενότητα και τη μοναδικότητα του σώματος. Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, έτσι όπως είναι ενωμένα μεταξύ τους αλλά και διακεκριμένα, χορηγούν και τα χαρίσματα στα μέλη, συμβάλλοντας στην ενότητα του μοναδικού σώματος, αλλά και στην ποικιλομορφία. Ωστόσο η ενότητα του σώματος υπερισχύει των χαρισμάτων. Έστω και αν σε κάποιον έχουν δοθεί τα πιο υψηλά χαρίσματα, αν δεν συμβάλει με αυτά στην ενότητα του σώματος, αγαπώντας και θέτοντας αυτά στην υπηρεσία του σώματος, τα χαρίσματα αυτά εξουδετερώνονται: «Αν μιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, έχω καταντήσει χαλκός που παράγει ήχους ή κύμβαλο που αλαλάζει. Και αν έχω το χάρισμα της προφητείας και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και κάθε γνώση και εάν κατέχω όλη την πίστη ώστε να μετακινώ βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, είμαι τίποτα. Και αν πουλήσω όλα τα υπάρχοντά μου και εάν παραδώσω το σώμα μου, για να μπορώ να καυχηθώ, αλλά δεν έχω αγάπη, τίποτα δεν ωφελούμαι» (Α΄ Κορ 13, 1-3).
Μόνο με το ύψιστο χάρισμα που είναι η αγάπη, όλα τα άλλα χαρίσματα αποκτούν νόημα.

Εκκλησιολογικές συνέπειες

Όπως γνωρίζουμε, τουλάχιστον σε ότι αφορά τις σχέσεις καθολικών και ορθοδόξων, οι πιο σοβαρές διαφορές εστιάζονται σε εκκλησιολογικά θέματα. Η διδασκαλία του Αγίου Παύλου σχετικά με το «Σώμα Χριστού» βοηθά στο θεολογικό διάλογο μεταξύ των Εκκλησιών. Πράγματι, έχοντας ως αφετηρία τις εκκλησιολογικές συνέπειες αυτής της διδασκαλίας οι Εκκλησίες είναι σε θέση να αναζητήσουν λύσεις στις διαφορές που τις χωρίζουν. Ενδεικτικά υποδεικνύουμε μερικές από αυτές τις κοινές εκκλησιολογικές αρχές.

Το Σώμα του Χριστού είναι η τοπική κοινότητα

Όταν ο Παύλος μιλάει για την κοινότητα ως Σώμα Χριστού, έχει πάντα στο νου του, μια συγκεκριμένη κοινότητα και δεν πρόκειται ποτέ για κάτι το αφηρημένο. Ας μη ξεχνάμε: στην εποχή του Παύλου, η κοινότητα συναθροιζόταν συνήθως, σε ιδιωτικά σπίτια που μπορούσαν να φιλοξενήσουν το πολύ περί τα είκοσι άτομα.
Όχι σπάνια λοιπόν, η τοπική κοινότητα είχε τις διαστάσεις μιας οικογένειας, ήταν πραγματικά μια «κατ’ οίκον Εκκλησία», όπου συναντιόνταν για να βρεθούν μαζί και να τελέσουν την Ευχαριστία, Ιουδαίο - χριστιανοί και μετεστραμένοι ειδωλολάτρες, πλούσιοι που έθεταν σε κοινή διάθεση ένα μέρος από τα υπάρχοντά τους, φτωχοί που μπορούσαν να χορτάσουν από τις προσφορές των πλουσίων, δούλοι και αφεντικά, γονείς και παιδιά. Απ’ αυτή τη σύναξη με σκοπό να τελέσουν την Ευχαριστία, γεννιόταν συγκεκριμένα η Εκκλησία και αποκτούσε κανείς, πραγματικά, την εμπειρία της Εκκλησίας.
Διαβάζουμε σε ένα από τα «άγραφα» της Καινής Διαθήκης, αποδιδόμενο στον Απόστολο Παύλο: «…Όταν είμαστε τρεις, η σύναξή μας είναι η Εκκλησία η οποία είναι το τέλειο σώμα του Χριστού και η πεντακάθαρη εικόνα του».

Η μοναδική Εκκλησία παρούσα σε πολλά σημεία

Η Εκκλησία είναι συγκεκριμένα παρούσα στις τοπικές κοινότητες.
Ωστόσο, η Μια και Καθολική Εκκλησία, δεν αποτελείται από το σύνολο των πολλών τοπικών Εκκλησιών, αλλά η παγκόσμια Εκκλησία είναι παρούσα ολόκληρη σε κάθε τοπική Εκκλησία. Και μάλιστα η καθολικότητα της Εκκλησίας αρχίζει ήδη όταν δύο ή τρεις είναι συναθροισμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε ο Χριστός και όχι ένα ομοίωμά του να είναι παρών εν μέσω αυτών.
Δύο ή τρεις πιστοί, ενωμένοι στο όνομα του Χριστού, είναι ήδη το Σώμα του, επειδή ο Χριστός είναι παρών «πραγματικά, ολοκληρωτικά, αδιαίρετα».
Το γεγονός αυτό γίνεται κατανοητό αν έχουμε υπ’ όψη μας την ευχαριστιακή διάσταση της Εκκλησίας. Κάθε τοπική Εκκλησία, είναι η επίφαση της μίας, μοναδικής και παγκόσμιας Εκκλησίας, η οποία δεν είναι κάτι αφηρημένο, κάτι χωρίς ζωή, ούτε μια απρόσωπη οργάνωση, αλλά μια κοινωνία απόλυτα πραγματική και συγκεκριμένη, όπως είναι αυτή της Αγίας Ευχαριστίας που αποτελεί το κατ’ εξοχήν «ιερό Μυστήριο της Εκκλησίας».

Το μέλος «ζει» μόνο όταν αγαπάει

Ο πιστός ζει επειδή είναι μέλος, δηλαδή μέρος ενός ζωντανού οργανισμού και ο υπαρξιακός σύνδεσμος αυτού του οργανισμού είναι η αγάπη, όχι μόνο η προσωποποιημένη Αγάπη που είναι το Άγιο Πνεύμα, αλλά και η αγάπη κάθε μέλους αυτού του σώματος. Από εδώ απορρέει η σπουδαιότητα και η αξία της αγάπης ως σύνδεσμος ενότητας για το Σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία. Πρέπει να πάρουμε εκκλησιολογικά, κατά γράμμα, τη δυνατή έκφραση του Παύλου: «Χωρίς την αγάπη, είμαι ένα τίποτε» (Α΄ Κορ.13,2), είμαι ένα μέλος νεκρό, μια μη - ύπαρξη στο επίπεδο ζωής που πηγάζει από το είμαι, από το υπάρχω «εν Χριστώ». Η αγάπη είναι ο τρόπος ύπαρξης της κοινότητας του Σώματος του Χριστού.
Αυτό ισχύει ακόμη και αν οι χριστιανοί εξακολουθούν δυστυχώς να ζουν το δράμα του χωρισμού ˙ σε αυτή την περίπτωση η αγάπη γίνεται ακόμη πιο επιτακτική διότι «η αγάπη μακροθυμεί, έχει καλοσύνη η αγάπη, δεν ζηλεύει, η αγάπη δεν υπερηφανεύεται, δεν αλαζονεύεται, δεν ασχημονεί, δεν ζητά το δικό της, δεν οργίζεται, δεν σκέφτεται το κακό, δεν χαίρεται για την αδικία, αλλά χαίρεται μαζί με την αλήθεια. Τα πάντα δέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει» (Α΄ Κορ 13, 4-7).
+ Ιωάννης Σπιτέρης

Ο εναγκαλισμός των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου

Ὁ μήνας ᾽Ιούνιος καταυγάζεται ἀπό τή μεγάλη ἑορτή τῶν πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (29 ᾽Ιουνίου).

Δέν πρόκειται περί μίας ἁπλῆς ἑορτῆς, ὅπως συνήθως ἑορτάζουμε τίς ὑπόλοιπες ἑορτές τῶν ἁγίων μας: νά θυμηθοῦμε τήν κατά Χριστόν πολιτεία τους καί στό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μας νά τούς μιμηθοῦμε. 

Στόν ἐναγκαλισμό τῶν δύο ἀποστόλων, ὅπως τόν βλέπουμε στή γνωστή εἰκόνα τους, ἡ ᾽Εκκλησία μας πρόβαλε τή σύζευξη τῆς πίστεως καί τῶν ἔργων, μέ ἄλλα λόγια εἶδε τούς ἀποστόλους αὐτούς ὡς σύμβολο καί τύπο τῆς παραδόσεώς της...

 Ὑπῆρξε, καί ὑπάρχει ἀκόμη σέ ὁρισμένους αἱρετικούς, ἡ ἄποψη ὅτι οἱ πρωτοκορυφαῖοι ἀπόστολοι ἀκολουθοῦν διαφορετικές παραδόσεις καί ἐκφράζουν διαφορετικές θεολογίες: ὁ ἀπόστολος Πέτρος – λένε - τονίζει τά ἔργα ὡς δρόμο σωτηρίας, γεγονός πού τόν σχετίζει περισσότερο μέ τήν ᾽Ιουδαϊκή παράδοση, καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει κυρίως τήν πίστη, ἄρα εἶναι ὁ ρηξικέλευθος καί ὁ ἀληθινός χριστιανός. 

Τόν Πέτρο εἶδαν πολλοί ὡς πρότυπο τῆς θεολογίας τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἡ ὁποία πράγματι ὑπερτονίζει τά καλά ἔργα εἰς βάρος συχνά τῆς πίστεως, καί τόν Παῦλο ἀπό τήν ἄλλη σχέτισαν μέ τόν Προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος ὑποβαθμίζει τά ἔργα ὑπέρ τῆς πίστεως.

Γιά ἐμᾶς τούς ὀρθοδόξους ὅμως μία τέτοια διασπασμένη κατανόηση τῆς θεολογίας τῶν ἀποστόλων αὐτῶν ἀποτελεῖ μεγάλη πλάνη. Καί τοῦτο γιατί καί οἱ δύο ἀπόστολοι ἐκφράζουν τήν ἴδια τελικῶς θεώρηση τῆς πίστεως. 


Δέν προβάλλει ἄλλον Χριστό ὁ Πέτρος καί ἄλλον ὁ Παῦλος. 

Καί οἱ δύο καταθέτουν τήν ἴδια ἐμπειρία, τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία, γιά τήν ὁποία καί οἱ δύο ἔδωσαν μέ μαρτυρικό τρόπο τή ζωή τους. 

Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἄλλωστε πού τούς φώτιζε, ἦταν καί εἶναι πάντοτε τό ἴδιο.

Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά παράδειγμα, τονίζει τήν πίστη ὡς προϋπόθεση τῆς σωτηρίας, ἐξαγγέλλει τήν κοινή μαρτυρία καί τῶν ἄλλων ἀποστόλων, ποεξάρχοντος τοῦ Πέτρου (Βλ. π.χ. Α´Πέτρ. 1, 5-9. 21κ.ἀ.), κατά τήν ὁποία, ναί μέν ῾ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται᾽ (Ρωμ. 1,17), ἀλλά ἡ πίστη αὐτή ἐκφράζεται μέ τά ἔργα τῆς πίστεως, μέ τή μετάνοια δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου, καί μέ τόν καρπό τῆς πίστεως, τήν ἀγάπη. ῾Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽ (Γαλ. 5, 6) κατά τή συνοπτική διατύπωσή του, πού σημαίνει ὅτι τότε ἡ χριστιανική πίστη ζωντανεύει καί ἐνεργοποιεῖται, ὅταν ἀκολουθεῖ τόν δρόμο τῆς ἀγάπης.

Πρόκειται γιά διαφορετική διατύπωση τῆς διδασκαλίας καί τοῦ ἀποστόλου ᾽Ιακώβου, κατά τήν ὁποία ῾ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι᾽ (2, 18). Διαφορετικά, ἡ πίστη μόνη μπορεῖ νά θεωρηθεῖ καί ὡς δαιμονική, ἀφοῦ ῾καί τά δαιμόνια πιστεύουσιν καί φρίττουσι᾽( ᾽Ιακ. 2,19).

῎Ετσι πίστη καί ἔργα (πίστεως) συμπορεύονται στή χριστιανική παράδοση...

....ἐνῶ ὁποιαδήποτε διάσπαση τῆς πίστεως ἀπό τά ἔργα ἑρμηνεύεται ὡς τό ἀποτέλεσμα τῆς συγχύσεως τῆς ψυχῆς καί τοῦ διασπασμένου νοῦ τῶν αἱρετικῶν. 

Ἡ ἐσωτερική δηλαδή διάσπαση, τήν ὁποία ζοῦν οἱ αἱρετικοί, λόγω τῆς ἐνεργούσας μέσα τους ἁμαρτίας, τούς ὁδηγεῖ καί στό νά βλέπουν διασπασμένη τή θεολογία τῶν ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. 

Μέ ἄλλα λόγια καί στό σημεῖο αὐτό ἐπιβεβαιώνεται ἡ ψυχολογική ἀρχή, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ κάθε ἄνθρωπος γιά τήν κατανόηση τοῦ κόσμου προβάλλει στήν πραγματικότητα τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό: αὐτό πού ζεῖ, τό προεκτείνει καί πρός τά ἔξω.

Στήν πιθανή ἔνσταση ὅτι ἱστορικά ὑπῆρξε κάποια σύγκρουση τῶν πρωτοκορυφαίων - ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος τότε πού ῾ἦρθε ὁ Πέτρος στήν ᾽Αντιόχεια, τοῦ ἀντιμίλησε κατά πρόσωπο, γιατί ἦταν ἀξιοκατάκριτος, γιατί πρίν ἔρθουν μερικοί ἄνθρωποι τοῦ ᾽Ιακώβου, ἔτρωγε στά κοινά δεῖπνα μαζί μέ τούς ἐθνικούς. Σάν ἦρθαν ὅμως, ὑποχωροῦσε καί διαχώριζε τή θέση του, ἐπειδή φοβόταν τούς ᾽Ιουδαίους᾽ (Πρβλ. Γαλ. 2,11 ἑξ.) - ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι διαφορετική: 


H διαφωνία ἦταν γιά τήν τακτική τοῦ Πέτρου ἀπέναντι στούς ἐθνικούς καί ὄχι γιά τήν πίστη καί τήν ἀλήθεια πού ζοῦσε. 

Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας, εἴπαμε, πρόβαλε καί προβάλλει συνεχῶς τήν ἑ ν ό τ η τ ά τους μέσα καί ἀπό τήν εἰκόνα τῆς ἑορτῆς τους, ὅπου τούς τοποθετεῖ σέ ἐναγκαλισμό.


Ἡ μεγάλη λοιπόν ἑορτή τῶν ἁγίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, πού ἡ ᾽Εκκλησία μας τή συνοδεύει καί μέ νηστεία (γι᾽ αὐτούς γίνεται ἡ νηστεία καί ὄχι γιά τήν ἑπομένη, τῆς σύναξης τῶν ἀποστόλων), μᾶς ὑπενθυμίζει τή βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας ὅτι δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε καί νά σχετιστοῦμε μέ τόν Χριστό, ἄν μαζί μέ τήν πίστη μας σέ ᾽Εκεῖνον δέν κινητοποιηθεῖ καί ὅλη ἡ ζωή μας.

Μέ ἁπλά λόγια, ἡ ἀγάπη μας γιά τόν συνάνθρωπο (αὐτό σημαίνει κυρίως κινητοποίηση τοῦ ἑαυτοῦ μας) ἀποτελεῖ καί τή σπουδαιότερη ἐπιβεβαίωση τῆς πραγματικῆς πίστεώς μας.

Πηγή: ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ  -  παπα Γιώργης Δορμπαράκης

Η 1η Ιεραποστολική Περιοδεία του αποστόλου Παύλου


Διάρκεια Α΄  Αποστολικής περιοδείας47μ.Χ -49μ.Χ

Πρόσωπα που συμμετέχουν: Παύλος, Βαρνάβας, Μάρκος

Σκοπός: Η διάδοση του Ευαγγελίου στους εθνικούς της Μ. Ασίας

Μέθοδος: Δίδασκαν πρώτα στη Συναγωγή προς τους Ιουδαίους και μετά προς τους ειδωλολάτρες
Σταθμοί της περιοδείας

 Κύπρος
  •  (Πάφος .....βαπτίζεται ο Ρωμαίος ανθύπατος Σέργιος Παύλος)
 Μ. Ασία: 
  • Πέργη Παμφυλίας
  • Αντιόχεια Πισιδίας (Ο Παύλος κήρυξε την Ανάσταση του Χριστού και η διδασκαλία του προκάλεσε το ενδιαφέρον τόσο των Ιουδαίων όσο και των εθνικών, όμως η συγκέντρωση πολλών εθνικών στο κήρυγμα του Παύλου προκάλεσε την οργή των Ιουδαίων και το διωγμό των Αποστόλων).
  •  Ικόνιο (γίνονται ταραχές από τους Ιουδαίους και οι Απόστολοι αναγκάστηκαν να φύγουν.Εκεί μαρτύρησε η Αγία Θέκλα, που έγινε η πρώτη γυναίκα μάρτυρας του Χριστιανισμού).
  •  ΄Λύστρα (στα Λύστρα ζούσαν πολλοί εθνικοί, που λάτρευαν ιδιαιτέρως το Δία και τον Ερμή. Όταν θεράπευσαν έναν τυφλό εκ γενετής τους πέρασαν για θεούς και θέλησαν, να τους προσφέρουν θυσίες. Όταν ο Παύλος αντέδρασε τους λιθοβόλησαν και τους πέταξαν έξω από την πόλη)
  •  Δέρβη (υπήρξε ο τελευταίος σταθμός της Α΄ Αποστολικής περιοδείας)    Αποτελέσματα Α΄ Αποστολικής περιοδείας
  • Άνοιγμα του Χριστιανισμού στους εθνικούς.
  • Συγκροτήθηκαν τοπικές εκκλησίες κυρίως από εθνικούς 
  • Η Εκκλησία ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια του ιουδαϊκού κόσμου και γίνεται Οικουμενική. 

    ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

     
    ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ
      Οι επιστολές του αποστόλου Παύλου είναι τα πρώτα γραπτά μνημεία της Καινής Διαθήκης και αποτελούν έργα όχι συστηματικά αλλά περιστασιακά. Δεν γράφτηκαν δηλαδή για να αναπτύξουν συστηματικά κάποιο θέμα, αλλά για να απαπήσουν σε διάφορα ερωτήματα που έθεταν οι νεοϊδρυθείσες εκκλησίες στον απόστολο. Παρόλο όμως ότι οι επιστολές προέρχοπαι από το ποιμαπικό ενδιαφέρον του αποστόλου για τους χριστιανούς, τους οποίους τους «γέννησε με το κήρυγμα του ευαγγελίου» (Α' Κορ 4,15), μας δίδουν συνάμα και τη θεολογία του και τον αναδεικνύουν ως τον πρώτο μεγάλο θεολόγο της Εκκλησίας.
    Κατά τη συγγραφή των επιστολών του ακολουθεί ο Παύλος τους ισχύοπες κανόνες της ελληνικής επιστολογραφίας (προοίμιο που περιέχει τον αποστολέα, παραλήπτη και χαιρετισμό - ανάπτυξη του θέματος - τελικοί χαιρετισμοί), δείγματα της οποίας έχουμε τόσο στην Καινή Διαθήκη (π.χ. Πραξ 15,23' 23,26) όσο και σε αποσπάσματα παπύρων της εποχής. Συνήθως ο απόστολος υπαγορεύει τις επιστολές του και προσθέτει στο τέλος ιδιόχειρο χαιρετισμό προς δήλωση της γνησιότητας επιστολής (Ρωμ 16,22· Α'Κορ 16,2VΓαλ 6,1V Κολ 4,18-Β'Θεσ3,1Τ Φιλ 19).
    Η χρονολογική τοποθέτηση των επιστολών του Παύλου στη διάρκεια της ζωής και της ιεραποστολικής του δράσης είναι δυνατή από τις πληροφορίες των ίδιων των επιστολών σε συνδυασμό προς απίστοιχες πληροφορίες των Πράξεων ή από τη συσχέτι-σή τους με γεγονότα της ιστορίας.    <
    Οι επιστολές του Παύλου μπορούν να διακριθούν, ανάλογα με τους παραλήπτες τους, σε τρεις κατηγορίες: Επιστολές που απευθύνονται σε μια συγκεκριμένη εκκλησία (Α - Β'Κορ, Α'-Β' Θεσ, Φιλ, Κολ), σε μια ομάδα εκκλησιών και ονομάζοπαι "εγκύκλιες επιστολές" (Εφ, και ίσως η Ρωμ), σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο (Α'- Β'Τιμ, Τιτ, Φλμ). Μερικές επιστολές γράφτηκαν τον καιρό που ο Παύλος ήταν φυλακισμένος: Αυτές είναι οι 4 "επιστολές των δεσμών" ή "της αιχμαλωσίας" (Εφ, Φιλ, Κολ, Φλμ) και η Β' Τιμ. Οι τρεις επιστολές Α'-Β' Τιμ και Τιτ που απευθύνοπαι σε ποιμένες των εκκλησιών ονομάζονται από το 18ο αιώνα και ύστερα "Ποιμαηικές".
    Η διάταξη των επιστολών του Παύλου στον κανόνα της Καινής Διαθήκης έγινε ανάλογα με την έκτασή τους. Πρώτη δηλ. τοποθετήθηκε η προς Ρωμαίους, που είναι η μεγαλύτερη (16 κεφάλαια) και τελευταία η προς Φιλήμονα (25 στίχοι): Ρωμ, Α'- Β' Κορ, Γαλ, Εφ, Φιλ, Κολ, Α'-Β' Θεσ, Α'-Β' Τιμ, Τιτ, Φιλήμ. Η Εβρ συνήθως ακολουθεί μετά από την ομάδα των 13 επιστολών του Παύλου.

    Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

    Πατέρας Λουκάς- ομιλία Αμφιλοχία

    Νηστεύοντες αδελφοί σωματικώς, νηστεύσωμεν και πνευματικώς (Ομιλία του π. Λουκά Φιλοθεΐτου στην Αμφιλοχία)

     
    Η ομιλία από τον οσιολογιώτατο μοναχό της Ιεράς Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους  π. Λουκά, με θέμα: «Νηστεύοντες αδελφοί σωματικώς, νηστεύσωμεν και πνευματικώς», έγινε την Κυριακή 16 Μαρτίου 2014 (Κυριακή Β’ Νηστειών) στον Ιερό Ναό Αγίου Αθανασίου Αμφιλοχίας.

    Ο αγιορείτης μοναχός π. Λουκάς μέσα από την θεολογική του παιδεία, τον πλούτο των γνώσεών του και την επικοινωνία του με τους νέους, μετέφερε σκέψεις και εμπειρίες από το Περιβόλι της Παναγιάς.

    You might also like:

    Προς εκείνους που δυσανασχετούν για τις παντός είδους δυσκολίες που συμβαίνουν

     
    (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)
     
    Τονίζει ότι, αν μας βρίσκουν κακά, αυτό οφείλεται στις αμαρτίες μας. Η αμαρτία είναι το φυσικό κακό, και αυτό έχει σημασία, ενώ το αισθητικό κακό είναι δευτερεύον.
    1. Το από τη φύση του κακό, δηλαδή η αμαρ­τία, έχει από εμάς τους ίδιους την αρχή, το σχετικό όμως με την αίσθησή μας κακό, δηλαδή το οδυνηρό και επίπονο, θα μπορούσε να γίνει και από τον Θεό που σαν ιατρός συγκρατεί μέσω αυτού και θεραπεύει το αληθινά κακό, και όταν αυτοί που αμάρτησαν είναι θεραπεύσιμοι προσφέρει τις παντός είδους φροντίδες, ενώ όταν είναι αθεράπευτοι, τους παίρνει και από τη ζωή ακόμη για τη σωτηρία των άλλων. Για τις υπόλοιπες όμως συμφορές εμείς είμαστε αίτιοι, καθιστώντας τους εαυτούς μας άξιους για καυτήρες, ενώ εκείνος και έτσι είναι ευεργέτης και σωτήρας ως καθαιρέτης του πραγματικά κακού. Πολλές φορές μάλιστα προσθέτει στους ανδρείους και αγώνισμα, τις προσβολές των μη από τη φύση τους κακών. Όπως δηλαδή η νόσος δεν έχει δημιουργηθεί από τον Θεό, έστω και αν αυτό που νοσεί είναι το από εκείνον δημιουργημένο ζώο, έτσι ούτε η αμαρτία δεν έχει γίνει από αυτόν, έστω και αν αυτή που εκτρέπεται προς αυτήν είναι η δημιουργημένη από αυτόν λογική ψυχή. Γιατί αυτή, αφού τιμή­θηκε με αυτεξουσιότητα και ελεύθερη ζωή, γιατί αν δεν είχε αυ­τή την τιμή θα ήταν μάταια λογική, αφού έλαβε τη γνώμη ελεύ­θερη από κάθε ανάγκη, αν παραμένει δίπλα στον Θεό και συνά­πτεται με αυτόν με την αγάπη, τηρεί για τον εαυτό της το αγαθό και την κατά φύση ζωή, αν όμως, χορταίνοντας κατά κάποιο τρόπο εκείνη την ιερή προσήλωση στο αγαθό, κλίνει προς τις κάτω σαρκικές ηδονές, εκτρεπόμενη από το από τη φύση του καλό, νοσεί ως προς το από τη φύση του κακό, δηλαδή την αμαρτία, δημιουργώντας για τον εαυτό της τον θάνατο με την έκπτωσή της από τη ζωή με τη θέλησή της.
    2. Επειδή λοιπόν τέτοιοι είμαστε σχεδόν όλοι και χρειαζόμαστε κοινωφελή διδασκαλία και συμβουλή, θα εκθέσομε τώρα τους λόγους προς σας κυρίως από τους λόγους του Θεού, ώστε, αφού αντιληφθείτε ότι αίτιο της παγκόσμιας επιβολής των κακών εί­ναι η αμαρτία, ας εγκαταλείψομε τη γνώμη μας που αγαπά την αμαρτία, και ας μετατρέψομε τους εαυτούς μας προς κάθε τι θεάρεστο, και έτσι, εξιλεώνοντας και λατρεύοντας το Θείο με έργα αρετής, ας μετατρέψομε σε έλεος την εναντίον μας οργή του Κυ­ρίου. Γιατί αυτός είναι που μέσω του Μωϋσή μας διαβεβαίωσε και μας είπε, «εάν ακούσεις με προσοχή τη φωνή του Κυρίου του Θεού σου και πράξεις τα αρεστά σ’ αυτόν και υπακούσεις στις εντολές του, καμμιά νόσο δεν θα σου επιφέρω· γιατί εγώ είμαι ο Κύριος που σε θεραπεύει» (Εξ. 15, 26).
    3. «Εάν λοιπόν βαδίζετε σύμφωνα με τα προστάγματά μου (Λευίτ. 26, 3-38 με παραλείψεις) και φυλάξετε τις εντολές μου και τις εφαρμόσετε, θα σας έρθει κάθε αγαθό και θα κατοικήσετε με ασφάλεια και δεν θα έρθει πόλεμος στον τόπο σας· και θα δώσω ειρήνη στον τόπο σας, και θα κοι­μηθείτε και δεν θα υπάρχει κανείς να σας φοβίζει· και θα διώξετε τους εχθρούς σας και θα πέσουν ενώπιόν σας φονευμένοι. Και πε­νήντα από σας θα καταδιώξουν εκατό και εκατό από σας θα κα­ταδιώξουν μυριάδες· και θα πέσουν με μάχαιρα οι εχθροί σας μπροστά σας· και θα είμαι Θεός σας και σεις θα είσθε λαός μου. Και θα φάγετε τα αγαθά της γης παλαιά και νέα, και εγώ δεν θα σας θεωρήσω βδελυρούς, αλλά θα περπατήσω μαζί σας, και θα είμαι Θεός σας εγώ που σας υποσχέθηκα αυτά τα πράγματα.
    Εάν όμως δεν με υπακούσετε και δεν εφαρμόσετε όλα τα προ­στάγματά μου, αλλ’ απειθήσετε σ αυτά και η ψυχή σας δυσανα­σχετήσει για τις αποφάσεις μου, ώστε να μη εκτελείτε όλες τις εντολές μου, τότε εγώ θα σας συμπεριφερθώ έτσι· θα προκαλέσω σε σας κάθε νόσο και φτώχεια που θα λειώνει την ψυχή σας και τα αγαθά σας θα τα φάγουν οι αντίπαλοί σας. Γιατί θα στρέψω το πρόσωπό μου επάνωσας και θα πέσετε μπροστά στους εχθρούς σας, και θα σας υποδουλώσουν αυτοί που σας μισούν, και θα τραπείτε σε φυγή χωρίς να σας καταδιώκει κανείς· και αν ούτε και μετά από αυτά δεν με υπακούσετε» (δηλαδή το να επιστρέψετε), «θα συνεχίσω να σας παιδεύω», λέγει, «επτά φορές. Θα συντρίψω την υπερβολική υπερηφάνεια σας, και η δύναμή σας θα αποδειχθεί ανώφελη, αχρηστευόμενη από την ξηρασία και την αφορία της γης και από την ακαρπία των δένδρων των αγρών. Και αν μετά από αυτά δεν θέλετε να με υπακούσετε, θα σας προσθέσω άλλες επτά πληγές· θα αποστείλω εναντίον σας τα άγρια θηρία και θα σας καταβροχθίσουν και θα σας καταστή­σουν λίγους, και οι δρόμοι σας θα γίνουν έρημοι. Και έπειτα από αυτά, αν δεν διορθωθείτε, θα σας πατάξω ακόμη επτά φορές, και θα επιφέρω επάνω σας μάχαιρα που θα τιμωρήσει την καταπά­τηση της διαθήκης μου, και θα καταφύγετε στις πόλεις σας· και θα σας αποστείλω θάνατο και θα παραδοθείτε στα χέρια των εχθρών σας, όταν θα σας θλίψω με την έλλειψη άρτων. Εάν και με όλα αυτά δεν πειθαρχήσετε σ’ έμενα, αλλά βαδίζετε πλάγια από μένα, και εγώ θα πορευθώ προς εσάς πλάγια, και θα σας τιμωρήσω σύμφωνα με τις αμαρτίες σας, και θα φάγετε τις σάρ­κες των υιών και των θυγατέρων σας. Και θα καταστήσω έρημες τις πόλεις σας, θα κατερημώσω τα ιερά σας και δεν θα οσφραίνομαι την οσμή των θυσιών σας. Θα κατερημώσω επίσης τη γη σας και θα μείνουν έκπληκτοι γι’ αυτήν οι εχθροί σας που κα­τοικούν σ’ αυτήν. Και θα σας διασπείρω στα έθνη, και θα σας καταφάγει η επερχόμενη μάχαιρα. Και σε όσους απομείνουν από σας θα προκαλέσω δειλία και θα τους διώξει ο ήχος φύλλου που πέφτει, και θα φύγουν σαν από πόλεμο και θα αφανισθούν μέσα στα έθνη, και θα τους καταφάγει η γη των εχθρών τους».
    4. Βλέπεις μέχρι που φθάνει η οργή του Κυρίου; Αν και βέβαια «είναι σπλαχνικός και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, και παραβλέπει τις κακίες των ανθρώπων», αλλ’ οπωσδήπο­τε εκείνων που μετανοούν και επιστρέφουν από τις κακίες τους. Γιατί «λέγει ο Κύριος· επιστρέψατε, και θα επιστρέψω σε σας». «Και θα επιστρέψεις προς τον Κύριο τον Θεό σου, και θα ακού­σεις τη φωνή του. Γιατί ο Κύριος ο Θεός σου είναι Θεός σπλα­χνικός, και δεν θα σε εγκαταλείψει και δεν θα σε αφανίσει, αλλά θα βρεις βοηθό τον Κύριο τον Θεό σου, και θα τον ζητήσεις με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου στη θλίψη σου». Θα θλιβείς όμως, αν πεισθείς στις γνώμες μου, όχι μόνο γιατί πάσχεις, αλλά και γιατί παρέβλεψες τις εντολές του Κυρίου και δεν φύλαξες τα προστάγματά του, γι’ αυτό και παραδόθηκες στις αθεράπευτες συμφορές· και μέσα στις θλίψεις σου θα ζητή­σεις την απαλλαγή από τα κακά και θα υποσχεθείς τη φύλαξη των εντολών, και θ’ αποδείξεις με έργα πραγματοποιημένη την υπόσχεση, για να επιτύχεις αποτελεσματικά τη θεία βοήθεια. Αλλά ποιές είναι οι εντολές του Κυρίου; Ο σωστός σεβασμός προς αυτόν και η αγάπη προς αυτόν, η αγνεία και σωφροσύνη του σώματός μας, η φιλαλληλία και το να μη επιθυμεί κανείς τίποτε από τα αγαθά του πλησίον του, ούτε να τον κακοποιεί σε τίποτε, αλλά να τον αγαθοποιεί με όλη τη δύναμή του, και γε­νικά ο καθένας να πράττει προς τον πλησίον εκείνα τα οποία επιθυμεί και ο ίδιος να επιτύχει από τον καθένα.
    5. Αλλά πρόσεχε και κατά λέξη, αν θέλεις, την απόφαση ενα­ντίον εκείνων που παραβαίνουν κάτι από τα όσα λέχθηκαν «με εξόργισαν», λέγει, «με ανύπαρκτο θεό, και εγώ θα τους κάνω να ζηλοτυπήσουν για μη έθνος»· και πάλι· «είμαι Θεός ζηλωτής, που ανταποδίδω αμαρτίες πατέρων επάνω στα τέκνα και επάνω στα τέκνα τωντέκνων μέχρι την τρίτη και τέταρτη γενεά για εκείνους που με μισούν», και, «επικατάρατος είναι αυτός που δεν τιμά τον πατέρα του ή τη μητέρα του· και θα πει όλος ο λαός, γένοιτο, γένοιτο»· και, «αυτός που κακολογεί πατέρα ή μητέρα, να τιμωρείται με θάνατο, καθώς και υιός που αντιλέγει στον πατέρα για το δίκαιο», και «εάν έχει κανείς ανυπάκουο υιό που δεν υπακούει στα λόγια του πατέρα ή της μητέρας, αφού τον συλλάβουν, να τον οδηγήσουν στη γερουσία και να πουν, ο υιός μας αυτός είναι ανυπάκουος και ερεστικός, και μη υπακούοντας στα λεγόμενά μας γλεντοκοπά και μεθοκοπά. Και θα τον λιθοβολήσουν οι άνδρες της πόλεως με λίθους και θα βγάλετε από ανά­μεσά σας τον κακό».
    6. Και ποιές είναι οι τιμωρίες αυτών που παραβαίνουν τα παραγγέλματα της αγνείας; δεν είναι ο θάνατος το επιτίμιο γι’ αυτά; Γιατί λέγει, «δεν θα υπάρξει πόρνη ανάμεσα στις θυγατέ­ρες του Ισραήλ, και δεν θα υπάρξει πόρνος από τους υιούς του Ισραήλ»· και, «βεβηλώθηκε», λέγει, «ο λαός με την εκπόρνευση» και «πέθαναν με την πληγή εικοσιτέσσερις χιλιάδες»· και αν δεν σηκωνόταν ο Φινεές, ο υιός του Ελεάζαρ, από ζήλο να θα­νατώσει επ’ αυτοφώρω εκείνον που διέπραττε την πορνεία μαζί με την πορνευόμενη διαπερνώντας τους με το δόρυ με ένα κτύπη­μα, όλοι θα αφανίζονταν, και θα τιμωρούνταν και οι αθώοι ως ένοχοι, γιατί δεν τιμωρούσαν την παρανομία. Γι’ αυτό και έλεγε προς τον Μωϋση ο Θεός· «ο Φινεές κατέπαυσε τον θυμό μου και δεν αφάνισα από το ζήλο μου τους υιούς Ισραήλ». Εάν η πορ­νεία είναι τόσο πολύ απαγορευμένη και έτσι τιμωρείται, τί θα πάθει αυτός που μοιχεύει; Πραγματικά δεν θα αθωωθεί. Γι’ αυτό και ο θείος νόμος λέγει, «αν βρεθεί άνθρωπος να κοιμάται με γυναίκα συζευμένη με άλλον άνδρα, να θανατώνετε και τους δυο και να βγάζετε από ανάμεσα σας τον κακό».
    7. Αλλ’ αυτά, λέγει, είναι του παλαιού νόμου· τί σχέση έχουν με εμάς, τον λαό της Καινής Διαθήκης; Δεν άκουσες όμως τον νομοθέτη και Δεσπότη Χριστό που λέγει, «δεν ήρθα να καταλύ­σω τον νόμο, αλλά να τον συμπληρώσω», και «γιώτα ένα ή μια στιγμή δεν θα καταργηθεί από το νόμο, μέχρι που να γίνουν όλα»; Αν έτσι είναι αυτό, θα θανατωθεί οπωσδήποτε και θα παραδοθεί στους εχθρούς με τρόπο αισχρό νικημένος και θα υποστεί όλα τα δεινά ο υπόδικος σε απόφαση του θανάτου και των άλλων ποινών που έχουν απειληθεί λόγω της αμαρτίας. Ένα φάρμακο υπάρχει που έχει βρεθεί από τη σοφία και χάρη του μόνου Θεού και Σωτήρα Χριστού, το να θανατώσομε τους εαυτούς μας ως προς την αμαρτία με τη μετάνοια, και έτσι, αφού αποδώσομε μόνοι μας το χρέος στις αποφάσεις βάσει του νόμου, να ντυθούμε με την αρετή τον στο όνομα του Χριστού νέον άνθρωπο, και με αυτόν τον τρόπο να ελευθερωθούμε από το νόμο, ζώντας σύμφωνα με τον Χριστό που πρόσφερε τον εαυτό του λύτρο για χάρη μας. Αλλωστε, αν δεν απαγόρευε την αμαρτία η Καινή Διαθήκη, καλώς θα την υπολόγιζες θέλοντας να δικαιώ­σεις τον εαυτό σου εσύ που ενέχεσαι σε θανατηφόρα απόφαση, τώρα όμως όχι μόνο το τέλος της αμαρτίας απαγόρευσε, αλλά και αυτό που είναι πολύ ελαφρότερο απ’ αυτήν, τις πρώτες δηλαδή αρχές της αμαρτίας, και καταδικάζει σ’ αιώνιο θάνατο αυτούς που υπέπεσαν σ’ αυτές σα να διέπραξαν ολόκληρη την αμαρτία. Γιατί λέγει· «λέχθηκε στους παλαιούς, να μη φονεύσεις, και όποιος φονεύσει, θα είναι ένοχος κατά την κρίση. Εγώ όμως σας λέγω, ότι όποιος οργίζεται χωρίς λόγο εναντίον του αδελ­φού του, θα είναι ένοχος κατά την κρίση».
    8. Βλέπεις; Την άδικη οργή έκρινε ίση με το φόνο, τοποθετώντας και τα δύο κάτω από όμοια καταδίκη. Όποιος όμως προ­χωρήσει μέχρι του σημείου, ώστε λοιδορώντας τον αδελφό του να τον αποκαλέσει μωρό, «θα είναι ένοχος», λέγει, «στη γέεννα του πυρός»· και πάλι· «ακούσατε ότι λέχθηκε, να μη μοιχεύσεις· εγώ όμως σας λέγω ότι, οποιοσδήποτε βλέπει γυναίκα με διάθε­ση να την επιθυμήσει, ήδη εμοίχευσε αυτήν μέσα στην καρδιά του». Βλέπεις; Και εδώ εξίσωσε την πορνεία με τη μοιχεία· γιατί δεν είναι κάθε γυναίκα συζευγμένη με άνδρα. Μάλλον ούτε την πορνεία, αλλ’ εκείνον που θέλησε να πορνεύσει, και μάλιστα που κίνησε το πάθος μόνο με το λογισμό και με την εμπαθή θέαση, τον ανεκήρυξε ολοκληρωμένο μοιχό· γιατί είναι κριτής σκέψεως και εννοιών της καρδιάς και γνωρίζει τον νου μέσα μας, τον οποίο κατασκεύασε οικειότατο προς τον εαυτό του, σαν κάποια νοητή σελήνη και έσχατο φως, δεκτική της νοερής ακτίνας του θείου και ανώτατου φωτός.
    9. Εκείνοι λοιπόν που καθιστούν το δοχείο του θείου φωτός δοχείο αισχρής και πραγματικά σκοτεινής ηδονής και με την εμπαθή συγκατάθεση αποδεικνύουν τον θεόκτιστο ναό του Θε­ού διαμονή δαιμόνων και πραγματικό ειδωλείο, ποιά υπερβολή ατοπημάτων παρέλειψαν, ώστε να επονομασθούν από το αι­σχρότερο των αμαρτημάτων, τη μοιχεία; Αν είμαστε όλοι συζευμένοι μ’ ένα άνδρα, με τον μόνο νυμφίο Χριστό, όπως βροντοφω­νάζει ο Παύλος, και γίναμε μαζί του ένα πνεύμα, προσκολλημέ­νοι στη θεότητα εκείνου με το νοερό της ψυχής, και είμαστε μέλη του αόρατα συμφυτρωμένοι με αυτόν, αυτός που την ένωση αυ­τή την μίανε με τη συγκατάθεση της πορνείας, άραγε δεν σου φαίνεται ότι έχει καταντήσει να είναι και να καλείται ολοκληρω­μένος μοιχός, ή καλύτερα είναι και κάτι περισσότερο και πολύ χειρότερο από μοιχό, επειδή διέλυσε θεία απαθή συνύπαρξη με τον Θεό; Τί πάλι μας διέταξε για τους όρκους; δεν τον απαγό­ρευσε ως επιορκία και δεν τον είπε με σαφήνεια έργο του πονηρού;
    10. Αλλά γιατί τα λέγω αυτά με λεπτομέρειες, ενώ είναι δυνατό να συμπεριλάβω το παν σ’ ένα λόγο; Γιατί λέγει· «αν δεν ξεπερά­σει η δικαιοσύνη σας τη δικαιοσύνη των Γραμματέων και Φαρισαίων» (δηλαδή των εκπληρωτών του παλαιού νόμου), «δεν θα εισέλθετε στη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5, 20). Εμείς όμως, από τους οποίους ζητείται κάτι περισσότερο από εκείνους, με τα έργα μας δεν είμαστε ούτε σαν εκείνους ή λίγο κάτω από εκεί­νους, αλλά εμείς που έχομε διδαχθεί να εγκρατευόμαστε και από τους συζύγους (γιατί λέγει, «ο καιρός από τώρα και στο εξής είναι περιορισμένος, ώστε και όσοι έχουν γυναίκες, να είναι σαν να μη έχουν γιατί έρχεται και φεύγει το σχήμα του κόσμου αυτού»)· εμείς λοιπόν που ακούσαμε και πιστέψαμε αυτά, όχι μόνο δεν εγκρατευόμαστε από τις δικές μας συζύγους, αλλά και ποθούμε τις ξένες· εμείς που έχομε προσταχθεί να μη ορκιζόμα­στε ούτε σε τρίχα (γιατί λέγει, «να μη ορκισθείς ούτε στην κεφα­λή σου, γιατί δεν είσαι σε θέση να κατασκευάσεις μια τρίχα λευ­κή ή μαύρη»)· εμείς λοιπόν δεν φρίττομε που συχνά επικαλού­μαστε την ανώτατη κεφαλή του παντός, τον ίδιο τον Θεό και τα άγια του Θεού, αλλά τόσο πολύ, αλλοίμονο!, προχώρησε η φο­βερή τόλμη, ώστε και τα ίδια τα απόρρητα σύμβολα του σωτήρι­ου πάθους, το θείο αίμα του Θεού των θεών (Δευτ. 10, 17), που μια φορά στους αιώνες χύθηκε για χάρη της ζωής του κόσμου (αλλοίμονο! πώς δεν μας εγκαταλείπεις, ήλιε, όπως και τότε τους θεοκτόνους;), να τα τοποθετούμε επάνω σε χαρτί σαν μελάνι, επιβεβαι­ώνοντας τους όρκους, τους οποίους ο αληθινός Δεσπότης χαρα­κτήρισε όλους έργο του πονηρού, και έτσι, αλλοίμονο!, καθι­στούμε συνεργό του πονηρού αυτόν που κατέλυσε το κράτος εκείνου.
    11. Αλλά ως προς το Θείο τέτοιοι είμαστε, τους συνανθρώπους μας όμως πώς τους μεταχειριζόμαστε; Όχι σχεδόν σαν αλλόφυ­λους και πολέμιους; Αλλοίμονο, τι να κάνω! Πώς να εκτραγωδήσω τη δημόσια και κοινή συμφορά; Σχεδόν σε τίποτε άλλο δεν ευδοκιμούμε, παρά στη φθορά ο ένας εναντίον του άλλου και στην κακομεταχείριση των κατωτέρων· σχεδόν όλος ο κόσμος έγινε, αλλοίμονο!, παρανάλωμα της μεταξύ μας μάχης, και αν για λίγο υποκριθούμε την φαινομενική αναμεταξύ μας ειρήνη, οι δυνάστες αυξάνομε περισσότερο την βία εναντίον των φτω­χών, επιβάλλοντας βαρύτερη φορολογία στους χειρωνακτικά εργαζόμενους. Ποιός στρατιώτης αρκείται τώρα στο μισθό του; Ποιός άρχοντας δεν καμαρώνει για τις αρπαγές; Οι σκυλοτρόφοι και οι χοιροβοσκοί, σαν άγριοι χοίροι και αιμοβόροι σκύλοι, διασπαράσσουν την περιουσία των απροστάτευτων. Γι’ αυτό κραυγάζουν εναντίον όλων σας οι φτωχοί, εναντίον των ηγετών, των έπειτα από αυτούς, των στρατιωτικών, των υπηρετών τους, μη υποφέροντας την ανηλεή και μισάνθρωπη συμπεριφορά των φορολόγων και την συνεχή βία και αδικία από όσους από σας είσθε δυνατώτεροι πάνω στη γη· ήδη έφθασε και μέχρι τους μο­ναχούς το ρεύμα της ξεχυνόμενης ορμητικά αδικίας.
    12. Έπειτα θαυμάζομε πως μας εγκατέλειψε ο Θεός, πως γίναμε περίγελως των αντιθέτων, πως κατέστη ισχυρότερο από μας κάθε έθνος και κατατρέχει τη χώρα λεηλατώντας την αλύπητα· ενώ πρέπει να θαυμάζομε την υπερβολή της ανοχής του Θεού, πώς δεν έρριξε από τον ουρανό φωτιά εναντίον μας, όπως στην περί­πτωση του Κορέ και των γύρω από αυτόν, πώς δεν μας έστειλε στον άδη ζωντανούς, σχίζοντας για μας τη γη και ανοίγοντας χάσμα και βάραθρο, όπως στην περίπτωση του Δαθάν και Αβειρών και όλων των υπαρχόντων τους, πώς δεν μας παρέδωσε αμέσως σε πανωλεθρία, όπως πολλά έθνη πολλές φορές, που είχαν διαπράξει ανεπανόρθωτα πράγματα. Πραγματικά λίγα μαστιγώ­ματα δεχθήκαμε για τις όσες αμαρτίες διαπράξαμε.
    13. Αρα λοιπόν, επειδή τιμωρεί με ευσπλαγχνία, οπωσδήποτε αναμένοντας την επιστροφή μας, τώρα λοιπόν και εμείς, νουθετούμενοι μετά το πάθημά μας, ας επιστρέψομε προς αυτόν και απορρίπτοντας τα έργα του σκότους όλοι ας γίνομε του φωτός· ας αγαπήσομε ο ένας τον άλλο και με τα έργα ας δείξομε την απαλλαγμένη από υποκρισία αγάπη μας, ώστε και η αγάπη του Θεού να παραμείνει σε μας δοξαζόμενη έμπρακτα απέναντι σε όλα τα έθνη που μας πολεμούν. Ας παύσομε να επιθυμεί ο κα­θένας τα του πλησίον, ώστε έτσι, απέχοντας από κάθε αδικία, να βρούμε βοηθό τη δικαιοσύνη του Θεού, που θα θέσει κάτω από τα πόδια μας τους ασεβείς και θα κάνει δικά μας τα κτήμα­τα εκείνων. Ας σταματήσομε τους φρικωδέστατους όρκους, με τους οποίους, ενώ νομίζομε ότι επιβεβαιώνομε τις πράξεις μας, αθετούμε τον θείο όρο, γι’ αυτό και συνεχώς αποτυγχάνομε, γιατί διώχνομε την από τον Θεό ασφάλειά μας. Ας μετατρέψο­με τον βίο προς το θεοφιλέστερο και σωφρονέστερο, ώστε ο πα­τέρας της αγνείας Θεός να μας αγαπά σαν παιδιά του και να μας φέρει επάνω από κάθε λέπρα και φθορά συμπράττοντας σε όλα με μας και πολεμώντας μαζί μας εκείνους που μας πολε­μούν. Ας ρυθμίσομε κάθε έργο και λόγο και διανόημά μας σύμ­φωνο προς τη θεία αρέσκεια, και αφού έτσι επιστρέψομε ως προς όλα καθαροί, ας πέσομε γονατιστοί και ας κλάψομε μπρο­στά στον Κύριο τον Θεό μας ζητώντας τη συγχώρηση των αμαρ­τημάτων μας.
    14. Έτσι και αυτός, αφού επιστρέψει, θα μας καθαρίσει από κά­θε αμαρτία, και, αφού μας λευκάνει σαν το χιόνι και μας κατα­στήσει λαμπρότερους από το χρυσάφι, θα μας δοξάσει μαζί με τον εαυτό του στους ατελείωτους αιώνες. Μας έδειξε με πολλούς τρόπους τη φιλανθρωπία του, με την παραβολή του ασώτου, με τη συμπάθεια προς τον ταπεινωθέντα τελώνη, με τη φροντίδα προς το πλανημένο όπως εμείς πρόβατο. Μας έδειξε έμπρακτα το απερίγραπτο της συμπάθειας με τον ληστή που σταυρώθηκε και βασίλευσε μαζί του, με τον Μανασσή που έζησε παρανομώτατα ανάμεσα στους βασιλείς και έπειτα μετανόησε και έγινε δεκτός· με την ευσπλαγχνία που έδειξε στους Νινευίτες συγχωρώ­ντας πολλών ετών πλήθος αμαρτημάτων για τριήμερη μετά­νοια. Αυτός (πω, πω, τι απερίγραπτο μέγεθος αγαθότητας!), αφού έκλινε τους ουρανούς, κατέβηκε για μας και έκανε τον εαυτό του για μας κήρυκα της μετανοίας, δείχνοντάς μας με έργα και λόγια, πώς να την αποκτήσομε, και υποσχέθηκε σ’ αυ­τούς που αποφασίζουν να τον ακολουθήσουν με υπακοή όχι μόνο απαλλαγή από παντός είδους κακά, αλλά και την ουράνια και αιώνια βασιλεία του.
    15. Αυτή τη βασιλεία είθε να επιτύχομε όλοι εμείς, αφού πράξομε έργα μετάνοιας, με τη χάρη αυτού του χορηγού της μετάνοιας Χριστού, στον οποίο πρέπει δόξα στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
    (Πηγή: Ε.Π.Ε., Γρηγορίου Παλαμά Έργα, τόμος 11

    Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

    ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΜΑΣ



    ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
    ταν το σκοτάδι την γη τυλίγει..
    Όταν ο πόνος την ψυχή μου ραγίζει..
    Τότε, τον Σταυρό Σου Χριστέ μου ατενίζω..
    Και από συγκίνηση, τρέμω και δακρύζω..


    Τούτη την ώρα την μοναχική,
    Τούτη την ώρα που χάνεται από τα πόδια μου η γη,
    Τούτη την ώρα που που ερημώνει η ψυχή..
    Σε Σένα προσβλέπω Κύριε τον μόνο Λυτρωτή..


    Δως μου Κύριε δύναμη να πορευτώ,
    Εν μέσω σκιάς θανάτου,
    Και ποτέ μην λησμονώ  πως είμαι ένα τίποτα
    Χωρίς την Χάρητι Σου τη Αφάτω..


    Και όταν βγω στην κορυφή,
    Το Φως Σου αντικρύσω
    Η θεια Δόξη Σου θα με πληρεί
    Και πάσας τας ημέρας της ζωής μου, Εσέ θε να υμνήσω..

                               Κύριε Ζήσεις με..