Ομιλία Αρχιεπισκόπου Κερκύρας και Τοποτηρητού Θεσσαλονίκης Σεβ.του Ιωάννη Σπιτέρη στην Οικουμενική Προσευχή στο Καθεδρικό Ναό Θεσσαλονίκης στις 24 Ιανουαρίου 2009.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ «ΣΩΜΑ
ΧΡΙΣΤΟΥ» ΣΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
ΠΑΥΛΟΥ
Οι συνέπειες
για την ενότητα των χριστιανών
Εισαγωγή
«Ο
Απόστολος των Εθνών»,
είχε πει ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣτ΄
εγκαινιάζοντας το Παύλειο έτος,
«αφιερώθηκε ολοκληρωτικά
για την ενότητα και ομόνοια των
χριστιανών».
Πράγματι,
αν εξαιρέσουμε τον Ευαγγελιστή Ιωάννη,
κανένας άλλος ιερός συγγραφέας δεν έχει
αναφερθεί τόσο συχνά στην ενότητα των
χριστιανών τόσο μεταξύ τους όσο και με
το Χριστό, όσο ο Απόστολος των εθνών.
Μπορούμε να πούμε ότι ο Άγιος Παύλος
είναι εκείνος που έθεσε τις θεολογικές
βάσεις για την αδιάσπαστη ενότητα των
χριστιανών με τη διδασκαλία του για την
Εκκλησία ως «Σώμα Χριστού».
Αυτή
η βασική διδασκαλία αποτελεί μια από
τις χριστιανικές αλήθειες την οποία,
ευρύτατα και μαζικά, διακήρυξε η παράδοση
τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης. Και
σ’ αυτή την αλήθεια συμπυκνώνονται τα
βασικά δόγματα τα οποία ενώνουν τους
χριστιανούς, το τριαδολογικό και το
χριστολογικό δόγμα και βέβαια το
εκκλησιολογικό, το οποίο ωστόσο, δυστυχώς
χωρίζει ακόμα τους χριστιανούς.
Όταν
o Τερτυλλιανός (155 - 240
μ.Χ.), από τους πρώτους Πατέρες της
λατινόφωνης Εκκλησίας, δίδασκε: «Εκεί
που είναι οι Τρεις, ο Πατέρας, ο Υιός και
το Άγιο Πνεύμα, εκεί είναι και η Εκκλησία
η οποία είναι το σώμα της Αγίας Τριάδας»
(De baptismo,
6), εννοούσε ότι η Αγία
Τριάδα γίνεται ορατή «στο» Σώμα και
«δια» του Σώματος της Εκκλησίας το οποίο
είναι ο ίδιος ο Χριστός.
Η Εκκλησία είναι «ιερό
μυστήριο» (δηλαδή
ορατή και σωτήρια διάσταση του αοράτου
Θεού), επειδή
ως «Σώμα Χριστού», καθιστά ορατή την
Αγία Τριάδα.
Με
την ευκαιρία του έτους αφιερωμένου στον
Απόστολο των εθνών, για να αντιληφθούμε
πόσο στενά είμαστε ενωμένοι εμείς οι
χριστιανοί, οι εν Χριστώ βαπτισμένοι,
θα παρουσιάσουμε απλά τη γνωστή σε όλους
Παύλεια διδασκαλία του «Σώματος του
Χριστού». Συνειδητοποιώντας αυτή την
αδιάσπαστη ενότητα του Σώματος του
Χριστού και τις απαιτήσεις οι οποίες
προκύπτουν από αυτήν, αλλά ταυτόχρονα
έχοντας επίγνωση ότι εμείς οι χριστιανοί
είμαστε χωρισμένοι, θα καταλάβουμε
γιατί ο Απόστολος Παύλος, οργισμένος,
ερωτά τους χριστιανούς της Κορίνθου οι
οποίοι ζούσαν ήδη το δράμα της διαίρεσης:
«μεμέρισται ο Χριστός;» (Α΄ Κορ 1, 13).
«Σώμα Χριστού» στις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου προς Ρωμαίους, Κορινθίους και Γαλάτες
Η
διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου περί
σώματος Χριστού δεν είναι ενιαία. Στις
λεγόμενες αυθεντικές Επιστολές (προς
Κορινθίους, Ρωμαίους και Γαλάτες) ο
Απόστολος αναφέρεται σε ένα ενιαίο
οργανισμό, σε ένα σώμα στο οποίο δεν
γίνεται διάκριση κανενός μέλους. Οι
επιστολές προς Εφεσίους και Κολοσσαείς
(επιστολές της αιχμαλωσίας), σύμφωνα με
τους μελετητές, είναι έργα μαθητών του
Παύλου ή του γραμματέα στον οποίο ο
Απόστολος, όπως συνήθιζε, υπαγόρευσε
τη σκέψη του, και τις σύνταξε με μεγάλη
ελευθερία. Σε αυτές τις επιστολές η
έννοια «σώμα» παύει να εκφράζει ολόκληρο
τον άνθρωπο χωρίς να ξεχωρίζει ιδιαίτερα
κανένα μέλος, εδώ ο Χριστός είναι η
Κεφαλή του Σώματός του, που είναι η
Εκκλησία. Εδώ η κεφαλή είναι σαφώς
διαχωρισμένη από το υπόλοιπο του σώματος,
αν και βέβαια αδιάσπαστα ενωμένη. Η
ανθρωπολογική θεώρηση είναι διαφορετική.
Το «σώμα» δεν αντιπροσωπεύει πια – όπως
στη σημιτική σκέψη - την ολότητα του
ανθρώπου στις σχέσεις με τον κόσμο, αλλά
ένα μέρος του συνολικού οργανισμού, τον
κορμό. Έτσι, ο Χριστός είναι η κεφαλή
του σώματός του που είναι η Εκκλησία.
Βρισκόμαστε μπροστά σε δύο διαφορετικές
εκκλησιολογίες, ωστόσο η μια συμπληρώνει
την άλλη.
Απόψε
θα αναφερθούμε αποκλειστικά στην παύλεια
διδασκαλία περί «Σώματος Χριστού» όπως
αναδεικνύεται στις Επιστολές προς
Ρωμαίους, Κορινθίους και Γαλάτες.
Σε
αυτές τις Επιστολές ο Απόστολος Παύλος,
επαναλαμβάνει συχνά τη γνωστή διδασκαλία:
«Αν και είμαστε πολλοί,
αποτελούμε ένα σώμα εν Χριστώ κι ο
καθένας είναι μέλος του άλλου»
(Ρωμ.12, 4). «Πράγματι, όπως
ένα είναι το σώμα και έχει πολλά μέλη
και όλα τα μέλη του σώματος αν και είναι
πολλά αποτελούν ένα σώμα, έτσι και ο
Χριστός. » (Α’ Κορ.
12,12).
Σ’
αυτά τα κείμενα, και σε άλλα παρόμοια,
ο Απόστολος αναπτύσσει μια εκκλησιολογία,
η οποία ταυτίζεται, κατά κάποιο τρόπο,
με τη Χριστολογία. Για τον Παύλο, Χριστός
ίσον Εκκλησία. Ο Χριστός είναι αδιανόητος
χωρίς το σώμα του, που είναι η Εκκλησία.
Η φράση: «η κοινότητα
είναι το σώμα του Χριστού»,
δεν σημαίνει ότι αυτή είναι ένα «σωματείο»,
μια κάποια «οργάνωση» που ανήκει στο
Χριστό, αλλά ότι στη βαθιά της υπόσταση,
είναι το ίδιο το συλλογικό πρόσωπο του
Αναστημένου, πρόκειται δηλαδή, όπως
επαναλαμβάνει ο Ιερός Αυγουστίνος, για
τον «ολικό Χριστό» (Christus totus).
Για
τον Απόστολο Παύλο, ο Ιησούς «εν Πνεύματι»,
με το θάνατό του και την Ανάστασή του,
συγκεντρώνει και ενώνει στο πρόσωπό
του, όλα τα διασκορπισμένα παιδιά του
Θεού και τα συγκροτεί σε ένα και μόνο
Σώμα, που είναι το δικό του και συνάμα
το δικό μας.
Από
τα πολλά κείμενα του Αποστόλου Παύλου
που αναφέρονται στη διδασκαλία περί
«Σώματος Χριστού», ξεχωρίζουμε μερικά
από αυτά, τα οποία μας φαίνονται πιο
ουσιαστικά. Το καθένα από αυτά υπογραμμίζει
μια διαφορετική πτυχή αυτής της
διδασκαλίας, που ουσιαστικά, συγκεντρώνει
την προσοχή των χριστιανών στην ενδόμυχη
ενότητα αυτού του σώματος και επομένως
στην αναγκαιότητα οι χριστιανοί να μη
διασπάσουν ποτέ αυτήν την ενότητα.
Ενότητα εν Πνεύματι Αγίω
Η
ενότητα των χριστιανών με το Χριστό και
μεταξύ τους πραγματοποιείται στο
Βάπτισμα με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. «Κι
εμείς όλοι, είτε Ιουδαίοι είτε Έλληνες,
είτε δούλοι είτε ελεύθεροι, γίναμε με
το βάπτισμα δια του ενός Πνεύματος ένα
σώμα, και όλοι ποτιστήκαμε από ένα και
το αυτό Πνεύμα» (Α’
Κορ. 12,13).
Στο
κείμενο αυτό είναι τόσο μεγάλη η ενότητα
μεταξύ των μελών του σώματος ώστε να
ξεπερνιούνται οι διαφορές φύλου,
εθνότητας, κοινωνικής κατάστασης, και
όλοι να γίνονται ένα «εν Αγίω Πνεύματι».
Εδώ ο Απόστολος θέλει να υπογραμμίσει
τον όρο «Πνεύμα».
Το
να είναι κανείς «Σώμα Χριστού» αποτελεί
αυτό που στη θεολογία ονομάζουμε
«αγιάζουσα Θεία Χάρη». Πρόκειται για
την απόλυτη Χάρη την οποία ο Θεός χορηγεί
στους ανθρώπους και το γεγονός αυτό
ξεπερνάει τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς
πραγματοποιείται μόνο μέσω του Αγίου
Πνεύματος, του τρίτου προσώπου της Αγίας
Τριάδας. Πρόκειται για την Αγάπη εκείνη
του Θεού, που ενώνει και εισάγει τους
πιστούς στο μοναδικό Σώμα του Χριστού.
Το Άγιο Πνεύμα είναι Αυτός που ενώνει
τον Έναν με τους πολλούς και τους καθιστά
ένα και μοναδικό Σώμα, το Σώμα δηλαδή
του Χριστού.
Το
Άγιο Πνεύμα αποτελεί λοιπόν το σύνδεσμο
που ενώνει το Χριστό με τους βαπτισμένους,
αλλά και το δεσμό που ενώνει τους πιστούς
μεταξύ τους, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να
ξεπερνιούνται ακόμη και οι αντιθέσεις
που οφείλονται στη διαφορά φύλου ή
κοινωνικής υπόστασης. Το ρήμα «ποτιστήκαμε»
φαίνεται ότι είναι μια διακριτική
αναφορά στην Ευχαριστία. Κάτι που είναι
πιθανόν, αν ο Παύλος είχε στο νου του
την Ευχαριστία, η οποία ήδη την εποχή
εκείνη, ακολουθούσε αμέσως μετά την
τελετή του βαπτίσματος.
Γινόμαστε «Χριστός»
«Όσοι
βαφτιστήκατε στο όνομα του Χριστού,
έχετε ντυθεί το Χριστό. Δεν υπάρχει πια
Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, δεν υπάρχει
δούλος και ελεύθερος, δεν υπάρχει άνδρας
και γυναίκα. Όλοι σας είστε ένας, χάρη
στον Ιησού Χριστό»
(Γαλ. 3,28).
Στο
κείμενο αυτό, ο Παύλος υπογραμμίζει
κυρίως τον όρο «Χριστός».
Το Πνεύμα, μας κάνει να είμαστε, να
υπάρχουμε «εν Χριστώ». Με την έκφραση
αυτή, ο Παύλος προβάλλει μια βαθιά
προσωπική σχέση ανάμεσα στους βαπτισμένους
και στον Αναστημένο Χριστό. Όποιος
είναι, υπάρχει «εν Χριστώ», βρίσκεται
υπό τη ζωτική και μεταμορφωτική επίδρασή
Του, η οποία τον καθιστά «καινή κτίση»
(Β’ Κορ. 5,17), και κατέχει ήδη βαθιά μέσα
του τη Ζωή την αιώνια, που είναι η ίδια
η ζωή του αναστημένου Χριστού.
Από
την άλλη πλευρά για τον Απόστολο, το να
είναι κανείς «εν Χριστώ», είναι συνώνυμο
με το να είναι κάποιος ενσωματωμένος
στο Σώμα του, που είναι η κοινότητα των
πιστών. Ο Παύλος δεν διασπά ποτέ την
ενότητα των πιστών με το Χριστό, ούτε
την ενότητα μεταξύ τους. Η ενότητα με
τον Χριστό συνεπάγεται για τους
χριστιανούς και την μεταξύ τους ενότητα.
Για τον Παύλο, δεν υπάρχει μια ατομική
σχέση με το Χριστό αλλά μια σχέση
συλλογική ή «εκκλησιαστική».
Τώρα πια η προσωπική σχέση με το Χριστό
ταυτίζεται με την κοινωνικο - εκκλησιολογική
πραγματικότητα, δηλαδή με την Εκκλησία.
Ένας
ατομικιστικός χριστιανισμός που θα
διαμορφωνόταν ή θα ήθελε να διαμορφωθεί
μακριά από την κοινότητα, είναι αδιανόητος
για την πρωτοχριστιανική Εκκλησία:
πίστη στο Χριστό, σύνδεση με το Χριστό,
ζωή εν Χριστώ, υπάρχουν μόνο στους
κόλπους της κοινότητας που πιστεύει
και είναι συνδεδεμένη με τον Κύριο.
Σώμα Χριστού και Ευχαριστία
«Όταν
πίνουμε το ποτήριο της ευχαριστίας, το
οποίο ευλογούμε, δεν κοινωνούμε με το
αίμα του Χριστού; Κι ο άρτος που
τεμαχίζουμε, δεν είναι κοινωνία με το
σώμα του Χριστού; Όπως ο άρτος είναι
ένας, έτσι κι εμείς αποτελούμε ένα σώμα,
αν και είμαστε πολλοί, γιατί όλοι τρώμε
από τον ίδιο άρτο» (Α΄
Κορ. 10,16-17).
Οι
μελετητές της Αγίας Γραφής συμφωνούν
βεβαιώνοντας ότι ο Απόστολος Παύλος
υιοθέτησε αυτήν την ταύτιση εμπνεόμενος
από την τέλεση της Ευχαριστίας ως
«σύναξη» των πιστών. Απ’ αυτή την
εμπειρία κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι
το Σώμα του Ευχαριστιακού Χριστού ήταν
το ίδιο με το «Εκκλησιαστικό»
του Σώμα. Μπορούσε έτσι να αναγνωρίσει
την Ευχαριστιακή φύση της Εκκλησίας
και να ταυτίσει την κοινότητα με το Σώμα
του Χριστού, με το οποίο η ίδια ούτως ή
άλλως τρεφόταν.
Ο
Παύλος μιλάει πρώτα για το ποτήριο
και κατόπιν για τον άρτο
για να το συνδέσει με το σώμα, που ήταν
ο όρος που χρησιμοποιούσαν οι χριστιανοί
για να αναφερθούν ταυτόχρονα στην
Ευχαριστία και στην εκκλησιαστική
κοινότητα. Ο Απόστολος θεωρεί την
κοινότητα ως Σώμα του Χριστού όπως
ακριβώς Σώμα του Χριστού είναι ο
Ευχαριστιακός άρτος. Έτσι οι χριστιανοί,
μεταλαβαίνοντας τον Ευχαριστιακό άρτο
- το Σώμα του Χριστού - οι πολλοί γίνονται
ένας, δηλαδή γίνονταν ο Χριστός στο Σώμα
του.
Ο
Απόστολος, χρησιμοποιώντας για την
κοινότητα τον όρο «σώμα», δεν εννοεί
μια απλή συνάθροιση πιστών, ένα κάποιο
κοινωνικό σώμα, αλλά ένα μοναδικό
συλλογικό «εγώ». Αυτό ακριβώς του Σώματος
του εσταυρωμένου και αναστημένου
Χριστού, ο οποίος, χάρη στο θάνατο και
την ανάστασή του, θέλησε να γίνει ένας
με τα αδέλφια του. Η τόλμη του Παύλου
συνίσταται ακριβώς στο να ταυτίζει αυτό
το ατομικό Σώμα του Χριστού με την
Κοινότητα και τη συλλογική ύπαρξη με
την Ευχαριστία.
Μπορούμε,
κατά κάποιο τρόπο, να κατανοήσουμε πως
είναι δυνατό να πραγματοποιείται αυτό
το θαύμα, αν σκεφτούμε με ποιο τρόπο ο
Χριστός στην Ευχαριστία κατέχει
«πνευματική» ύπαρξη επειδή, ως
Αναστημένος, «έγινε ζωοποιό Πνεύμα»
(Βλ. Α’ Κορ. 15, 45) και γι’ αυτό μπορεί να
«αφομοιώσει» στον εαυτό του τα μέλη του
αφού πλέον δεν περιορίζεται από το χρόνο
και το χώρο. Αυτός είναι ο λόγος για τον
οποίον ποτέ στις επιστολές του Παύλου,
ο όρος «σώμα Χριστού» δεν δηλώνει απλώς
μια ηθική
οντότητα που να περικλείει, πέραν του
προσώπου του Χριστού, το σύνολο των
πιστών οι οποίοι είναι ενωμένοι μαζί
Του. Αντίθετα, ο Χριστός, μετά την Ανάστασή
του, οντολογικά
αποτελείται από τον Ιησού και απ’ αυτούς
που πιστεύουν σ’ αυτόν και που μαζί
αποτελούν μια οντότητα, ένα μυστηριώδες
«εγώ», το «σώμα του Χριστού».
Πρέπει
λοιπόν να εννοήσουμε το σώμα του Χριστού
όχι απλώς ως ηθικό, αλλά ως ένα πραγματικό
σώμα, ένα πραγματικό ζωντανό οργανισμό
με τον οποίο είμαστε στενά ενωμένοι κι
επειδή είναι σώμα πνευματικό και ζωοποιό
(Α’ Κορ. 15,45) μας μεταδίδει την ίδια τη
ζωή του αναστημένου Χριστού.
Ο
Παύλος λοιπόν δεν εννοεί την ενσωμάτωση
των πιστών στο σώμα του Χριστού ως μια
κάποια «προσθήκη» στο προσωπικό σώμα
του Κυρίου. Γι’ αυτόν οι χριστιανοί
είναι ενωμένοι με το Χριστό, όχι ως
προέκταση ή συμπλήρωμα, αλλά με τέτοιο
τρόπο, ώστε να αποτελούν όλοι μαζί ένα
μοναδικό Σώμα το οποίο είναι το προσωπικό
σώμα του αναστημένου Χριστού.
Στην
περίπτωση αυτή, μπορούμε να μιλήσουμε,
μεταχειριζόμενοι τους όρους των πατέρων
της Εκκλησίας, για «αφομοίωση», για
«μίξη», για μια πραγματική «θέωση». Οι
πιστοί γίνονται μια οντότητα με το
Χριστό στο Βάπτισμα, στο Χρίσμα και στην
Ευχαριστία. Γίνονται ολοένα και
περισσότερο αυτό με το οποίο τρέφονται,
σύμφωνα με την έκφραση των Πατέρων της
Εκκλησίας, κάτι που επαναλαμβάνεται
στη συνοδική διάταξη Φώς των Εθνών
(Lumen Gentium)
αρ.26 όπου «η συμμετοχή
στο σώμα και στο αίμα του Χριστού δεν
κάνει άλλο από το να μας μεταβάλλει σε
αυτό που λαβαίνουμε».
Για
να γίνει ακόμη πιο κατανοητή η διδασκαλία
του Αποστόλου Παύλου περί «Σώμα Χριστού»
είναι ανάγκη να κάνουμε μια αναφορά στο
τι σήμαινε για τους Εβραίους το «σώμα».
Τι σημαίνει «σώμα»
Για
τους Εβραίους, το σώμα δεν αποτελεί απλά
ένα μέρος του ανθρώπου (ο κορμός σε σχέση
με την κεφαλή), αλλά εκφράζει ολόκληρο
τον άνθρωπο. Τον όρο «σώμα» δεν τον
μεταχειριζόμαστε, ούτε τον αντιλαμβανόμαστε
σε αντιπαράθεση με την ψυχή. Για τους
Εβραίους ο πλατωνικός διαχωρισμός ψυχή
/ σώμα είναι εντελώς ξένος.
Το
σώμα είναι όλος ο άνθρωπος, στις σχέσεις
του με τους άλλους και με τον κόσμο που
τον περιβάλλει και στον οποίο είναι
ενσωματωμένος. Όταν λοιπόν ο Παύλος
λέει ότι η Εκκλησία είναι το Σώμα του
Χριστού, ο ίδιος δηλώνει ότι η εκκλησιαστική
κοινότητα αποτελεί για τον κόσμο των
ανθρώπων την «ορατή» παρουσία του
προσώπου του Αναστημένου. Η κοινότητα
είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Αναστημένος
Ιησούς διάλεξε να είναι παρών στην
ιστορία, να έχει σχέσεις με τους ανθρώπους,
να έρχεται σε επαφή με την ανθρωπότητα,
να δρα στην ιστορία.
Ο
Αναστημένος Ιησούς, ο Ένας μεταμορφώθηκε
σε πολλούς, κάνοντάς τους ένα «σώμα εν
Χριστώ». Αυτό δεν σημαίνει ότι Εκείνος
διασπάστηκε σε πολλούς, αλλά αντίθετα,
οι πολλοί έγιναν το Σώμα του, έγιναν η
προσωπική φανέρωση του Χριστού.
Με
την ανάσταση, ο Χριστός, ο Ένας, γίνεται
Εκκλησία, και ως Εκκλησία συναντά τους
ανθρώπους. Να γιατί ο Απόστολος,
απευθυνόμενος στους Κορινθίους,
διαιρεμένους σε ομάδες (Βλ. Α΄ Κορ.1,11-12),
τους θέτει μπροστά στη βαθιά πραγματικότητα
την οποία καταπατούν, και θέτει τη
δραματική ερώτηση: «Διαμοιράστηκε
λοιπόν ο Χριστός;» (Α’
Κορ.1,13). Δεν λέει: «Διαμοιράστηκε λοιπόν
η κοινότητα;» Ο Παύλος αγγίζει το σημείο
κλειδί της χριστιανικής ύπαρξης. Η
ενότητα φανερώνει τη φύση της κοινότητας
στην πιο ενδόμυχη πραγματικότητα, χωρίς
την ενότητα η Εκκλησία δεν μπορεί να
αποτελεί πια το «σώμα του Χριστού».
Ακριβώς αυτή η ενότητα αποτελεί το
Χριστό, αν αλλοιώνεται, διαμελίζεται ο
Χριστός. Ένας Χριστός διαμοιρασμένος,
δεν είναι πια αναγνωρίσιμος.
Η
Εκκλησία λαμβάνει την ενδόμυχη
πραγματικότητά της από τον Αναστημένο
Ιησού που την διαπερνά και την υπερβαίνει.
Η Εκκλησία είναι η πιο ουσιαστική
παρουσία Του, το σώμα Του, ο χώρος μέσα
στον οποίο ο Θεός αποκαλύπτει το πρόσωπο
Του, ο χώρος μέσα στον οποίο η Θεϊκή
αγάπη μεταδίδεται πλήρως στους ανθρώπους.
Αν η
Εκκλησία δεν είναι ενωμένη δεν μπορεί
να φανερώσει ορατά την αδιάσπαστη
ενότητα του Σώματος του Αναστημένου,
να αποτελεί το ιερό σημείο υπερυψωμένο
μέσα στα έθνη μέσω του οποίου γίνεται
ορατή η αδιάσπαστη ενότητα της Αγίας
Τριάδας.
Μερικές διευκρινίσεις
Μετά
από όσα προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε πιο
πάνω, αναφορικά με την έννοια «σώμα
Χριστού», είναι δυνατό να δημιουργηθούν
κάποια ερωτηματικά ή και παρεξηγήσεις,
γι’ αυτό είναι αναγκαίο να δοθούν
μερικές διευκρινίσεις.
-
Δεν πρόκειται για μια
απόλυτη ταύτιση μεταξύ του Χριστού και
των πιστών του ώστε να εκμηδενίζεται η
προσωπικότητα του καθενός, ούτε για μια
ενότητα που αφορά στην ουσία, ώστε να
προκύπτει μια ταυτότητα φυσική. Οι
πιστοί, αν και είναι μέλη του σώματος
του Χριστού, παραμένουν πρόσωπα,
υποκείμενα, υπεύθυνα των πράξεών τους.
-
Ωστόσο η ένωση μεταξύ Χριστού και
κοινότητας δεν αποτελεί ούτε μια απλή,
«ηθική» ένωση. Δεν πρόκειται για ένα
ηθικό σώμα, ένα κάποιο «σωματείο» τα
μέλη του οποίου συνδέονται μεταξύ τους
με εξωτερικούς δεσμούς, με σκοπό και
μέσα κοινά.
-
Μετά τον 12ο
αιώνα, η δυτική παράδοση, μιλώντας για
την ένωση μεταξύ Χριστού και Εκκλησίας
χρησιμοποίησε την έκφραση «μυστική
ένωση» ή «το μυστικό Σώμα του Χριστού».
Η λέξη «μυστικό», την οποία ο Παύλος
ποτέ δεν χρησιμοποιεί, δεν αναφέρεται
σε μια «μυστική», πνευματική εμπειρία
βιωμένη από τους «μυστικιστές». Η λέξη
αυτή είναι συγγενική με τον Παύλειο όρο
«Μυστήριο» το οποίο είναι ο ίδιος ο
Χριστός ως «ανακεφαλαίωση
των πάντων εν αυτώ»
(βλ. Εφ. 1, 9-10). Η έκφραση «Μυστικό Σώμα»
δηλώνει μια τέτοια ενότητα με το Χριστό
και μεταξύ των μελών του, που ενώ ξεπερνά
ακόμη και την υπάρχουσα ενότητα μεταξύ
των μελών ενός φυσικού σώματος, διατηρεί
την αμοιβαία τους διάκριση. Δεν υπάρχει
απορρόφηση του ενός από τον άλλο. Εδώ
συνδέεται και η διδασκαλία του Απ. Παύλου
με την ποικιλία των χαρισμάτων (βλ. Α΄
Κορ 12, 1-11). «Υπάρχει
βέβαια ποικιλία χαρισμάτων, αλλά το
ίδιο Πνεύμα. Και ποικιλία διακονιών
υπάρχει, αλλά ο ίδιος ο Κύριος. Και
ποικιλία ενεργειών υπάρχει, αλλά ο ίδιος
Θεός που ενεργεί όλα σε όλους»
(Α΄ Κορ 4-6). Η ποικιλία χαρισμάτων εκδηλώνει
την μοναδικότητα του κάθε μέλους του
σώματος, η εξάσκηση των χαρισμάτων χάρη
στο σύνολο του σώματος αποδεικνύει την
ενότητα και τη μοναδικότητα του σώματος.
Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, έτσι
όπως είναι ενωμένα μεταξύ τους αλλά και
διακεκριμένα, χορηγούν και τα χαρίσματα
στα μέλη, συμβάλλοντας στην ενότητα του
μοναδικού σώματος, αλλά και στην
ποικιλομορφία. Ωστόσο η ενότητα του
σώματος υπερισχύει των χαρισμάτων. Έστω
και αν σε κάποιον έχουν δοθεί τα πιο
υψηλά χαρίσματα, αν δεν συμβάλει με αυτά
στην ενότητα του σώματος, αγαπώντας και
θέτοντας αυτά στην υπηρεσία του σώματος,
τα χαρίσματα αυτά εξουδετερώνονται:
«Αν μιλώ τις γλώσσες
των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν
έχω αγάπη, έχω καταντήσει χαλκός που
παράγει ήχους ή κύμβαλο που αλαλάζει.
Και αν έχω το χάρισμα της προφητείας
και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και κάθε
γνώση και εάν κατέχω όλη την πίστη ώστε
να μετακινώ βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη,
είμαι τίποτα. Και αν πουλήσω όλα τα
υπάρχοντά μου και εάν παραδώσω το σώμα
μου, για να μπορώ να καυχηθώ, αλλά δεν
έχω αγάπη, τίποτα δεν ωφελούμαι»
(Α΄ Κορ 13, 1-3).
Μόνο
με το ύψιστο χάρισμα που είναι η αγάπη,
όλα τα άλλα χαρίσματα αποκτούν νόημα.
Εκκλησιολογικές συνέπειες
Όπως
γνωρίζουμε, τουλάχιστον σε ότι αφορά
τις σχέσεις καθολικών και ορθοδόξων,
οι πιο σοβαρές διαφορές εστιάζονται σε
εκκλησιολογικά θέματα. Η διδασκαλία
του Αγίου Παύλου σχετικά με το «Σώμα
Χριστού» βοηθά στο θεολογικό διάλογο
μεταξύ των Εκκλησιών. Πράγματι, έχοντας
ως αφετηρία τις εκκλησιολογικές συνέπειες
αυτής της διδασκαλίας οι Εκκλησίες
είναι σε θέση να αναζητήσουν λύσεις
στις διαφορές που τις χωρίζουν. Ενδεικτικά
υποδεικνύουμε μερικές από αυτές τις
κοινές εκκλησιολογικές αρχές.
Το Σώμα του Χριστού είναι η τοπική κοινότητα
Όταν
ο Παύλος μιλάει για την κοινότητα ως
Σώμα Χριστού, έχει πάντα στο νου του,
μια συγκεκριμένη κοινότητα και δεν
πρόκειται ποτέ για κάτι το αφηρημένο.
Ας μη ξεχνάμε: στην εποχή του Παύλου, η
κοινότητα συναθροιζόταν συνήθως, σε
ιδιωτικά σπίτια που μπορούσαν να
φιλοξενήσουν το πολύ περί τα είκοσι
άτομα.
Όχι
σπάνια λοιπόν, η τοπική κοινότητα είχε
τις διαστάσεις μιας οικογένειας, ήταν
πραγματικά μια «κατ’ οίκον Εκκλησία»,
όπου συναντιόνταν για να βρεθούν μαζί
και να τελέσουν την Ευχαριστία, Ιουδαίο
- χριστιανοί και μετεστραμένοι
ειδωλολάτρες, πλούσιοι που έθεταν σε
κοινή διάθεση ένα μέρος από τα υπάρχοντά
τους, φτωχοί που μπορούσαν να χορτάσουν
από τις προσφορές των πλουσίων, δούλοι
και αφεντικά, γονείς και παιδιά. Απ’
αυτή τη σύναξη με σκοπό να τελέσουν την
Ευχαριστία, γεννιόταν συγκεκριμένα η
Εκκλησία και αποκτούσε κανείς, πραγματικά,
την εμπειρία της Εκκλησίας.
Διαβάζουμε
σε ένα από τα «άγραφα» της Καινής
Διαθήκης, αποδιδόμενο στον Απόστολο
Παύλο: «…Όταν είμαστε
τρεις, η σύναξή μας είναι η Εκκλησία η
οποία είναι το τέλειο σώμα του Χριστού
και η πεντακάθαρη εικόνα του».
Η μοναδική Εκκλησία παρούσα σε πολλά σημεία
Η
Εκκλησία είναι συγκεκριμένα παρούσα
στις τοπικές κοινότητες.
Ωστόσο,
η Μια και Καθολική Εκκλησία, δεν
αποτελείται από το σύνολο των πολλών
τοπικών Εκκλησιών, αλλά η παγκόσμια
Εκκλησία είναι παρούσα ολόκληρη σε κάθε
τοπική Εκκλησία. Και μάλιστα η καθολικότητα
της Εκκλησίας αρχίζει ήδη όταν δύο ή
τρεις είναι συναθροισμένοι με τέτοιο
τρόπο ώστε ο Χριστός και όχι ένα ομοίωμά
του να είναι παρών εν μέσω αυτών.
Δύο
ή τρεις πιστοί, ενωμένοι στο όνομα του
Χριστού, είναι ήδη το Σώμα του, επειδή
ο Χριστός είναι παρών «πραγματικά,
ολοκληρωτικά, αδιαίρετα».
Το
γεγονός αυτό γίνεται κατανοητό αν έχουμε
υπ’ όψη μας την ευχαριστιακή διάσταση
της Εκκλησίας. Κάθε τοπική Εκκλησία,
είναι η επίφαση της μίας, μοναδικής και
παγκόσμιας Εκκλησίας, η οποία δεν είναι
κάτι αφηρημένο, κάτι χωρίς ζωή, ούτε μια
απρόσωπη οργάνωση, αλλά μια κοινωνία
απόλυτα πραγματική και συγκεκριμένη,
όπως είναι αυτή της Αγίας Ευχαριστίας
που αποτελεί το κατ’ εξοχήν «ιερό
Μυστήριο της Εκκλησίας».
Το μέλος «ζει» μόνο όταν αγαπάει
Ο
πιστός ζει επειδή είναι μέλος, δηλαδή
μέρος ενός ζωντανού οργανισμού και ο
υπαρξιακός σύνδεσμος αυτού του οργανισμού
είναι η αγάπη, όχι μόνο η προσωποποιημένη
Αγάπη που είναι το Άγιο Πνεύμα, αλλά και
η αγάπη κάθε μέλους αυτού του σώματος.
Από εδώ απορρέει η σπουδαιότητα και η
αξία της αγάπης ως σύνδεσμος ενότητας
για το Σώμα του Χριστού που είναι η
Εκκλησία. Πρέπει να πάρουμε εκκλησιολογικά,
κατά γράμμα, τη δυνατή έκφραση του
Παύλου: «Χωρίς την αγάπη,
είμαι ένα τίποτε» (Α΄
Κορ.13,2), είμαι ένα μέλος νεκρό, μια μη -
ύπαρξη στο επίπεδο ζωής που πηγάζει από
το είμαι,
από το υπάρχω
«εν Χριστώ». Η αγάπη είναι ο τρόπος
ύπαρξης της κοινότητας του Σώματος του
Χριστού.
Αυτό
ισχύει ακόμη και αν οι χριστιανοί
εξακολουθούν δυστυχώς να ζουν το δράμα
του χωρισμού ˙ σε αυτή την περίπτωση η
αγάπη γίνεται ακόμη πιο επιτακτική
διότι «η αγάπη μακροθυμεί,
έχει καλοσύνη η αγάπη, δεν ζηλεύει, η
αγάπη δεν υπερηφανεύεται, δεν αλαζονεύεται,
δεν ασχημονεί, δεν ζητά το δικό της, δεν
οργίζεται, δεν σκέφτεται το κακό, δεν
χαίρεται για την αδικία, αλλά χαίρεται
μαζί με την αλήθεια. Τα πάντα δέχεται,
όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα
υπομένει» (Α΄ Κορ 13,
4-7).
+ Ιωάννης
Σπιτέρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου