Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ: 15ος ΚΑΝΩΝ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙΣ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
 ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ 
15ος ΚΑΝΩΝ
ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙΣ

 Κριτική μελέτη στό σύγγραμμα
τοῦ Ὁσιολογιωτάτου Μοναχοῦ
π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ μέ τίτλο: 
«Ἡ διαχρονική συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιά τό ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί διακοπῆς μνημονεύσεως Ἐπισκόπου κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας αἵρεσιν»
 (Ἐκδ. Degiorgio, Τρίκαλα 2012)

Πειραιεύς Νοέμβριος 2012

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εἰσαγωγή…………………………………………………………………………….5
Ἑρμηνευτική προσέγγισις τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄Συνόδου…..7
Ὁ προαιρετικός χαρακτήρας τοῦ Κανόνος……………………………..15
Ἀπόπειρα συγκρίσεως τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄Συνόδου
μέ ἄλλους Κανόνες……………………………………………………………..17
Ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄Συνόδου ἐν σχέση μέ τήν Ἁγία Γραφή
καί τούς Ἁγίους Πατέρες……………………………………………………..22
1. Καινή Διαθήκη………………………………………………………………..22
2. Ἀποστολικοί Πατέρες………………………………………………………24
3. Πατέρες 4ου καί 5ου αἰῶνος………………………………………………26
4. Πατέρες 6ου καί 7ου αἰῶνος………………………………………………32
Ἡ ἀποτείχισις στά χρόνια της Εἰκονομαχίας……………………………35
Ὅσιος Θεόδωρος Στουδίτης…………………………………………………37
Μέγας Φώτιος…………………………………………………………………….39
Ἡ ἀποτείχισις σέ ἐπίπεδο Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν……………………….40
Ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἐπί Πατριάρχου
Ἰωάννου Βέκκου…………………………………………………................42
Ἡ ἀποτείχισις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ………………………….45
Ἰωσήφ Βρυέννιος……………………………………………………………….47
Ἅγιος Μάρκος Εὐγενικός………………………………………………………49
Τό Αὐτοκέφαλο τοῦ 1850……………………………………………………52
Ἡ ἀποτείχισις τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου………………………………54
Ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα……………………………………………………………………………56
Γενικά συμπεράσματα…………………………………………………………58
  
Εἰσαγωγή
Οἱ Ἅγιοι καί Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, θεοπνεύστου κύρους καί διαχρονικῆς ἰσχύος, πάντοτε ἀποτελοῦσαν καί ἀποτελοῦν μαζί μέ τήν Ἁγία Γραφή τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Θεσπισθέντες δέ ἀπό Θεοφόρους καί Ἁγίους Πατέρες καί ἐπικυρωθέντες ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀφ’ ἑνός μέν ἐκφράζουν τό ἀλάθητο της Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ τονίζουν τήν ἀξία τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ της. Ἀλλ’ ὅπως στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ παρερμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπό τούς αἱρετικούς ὑπῆρξε αἰτία νά ἐμφανισθοῦν πάμπολλες αἱρέσεις, πού προκάλεσαν σάλο, ταραχή καί ἀναστάτωση στό ἐκκλησιαστικό Σῶμα καί ὁδήγησαν στήν ἀπώλεια πολλές ψυχές, ἔτσι καί προκειμένου περί τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἐνδεχομένη παρερμηνεία τους εἶναι δυνατόν νά ὁδηγήσει σέ παρέκκλιση τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἀσφαλῆ πορεία της καί στή διασάλευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί ἑνότητός της.
 Ὁ ἀγαπητός π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς, ἐπαινετός κατά τά ἄλλα γιά τό πόνημα, τό ὁποῖο συνέγραψε μέ τόν παραπάνω τίτλο, ἐπιχειρεῖ ἑρμηνεία τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας (στό ἑξῆς ΑΒ΄) Συνόδου, ἐπιστρατεύει μάλιστα πολλούς Ἁγίους Πατέρες καί παραδείγματα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, προκειμένου νά κατοχυρώσει τήν ἑρμηνεία, τήν ὁποία θέλει νά δώσει σ’ αὐτόν. Καταβάλλει ἀγωνιώδη προσπάθεια, μέσω τῶν ἁγιογραφικῶν παραπομπῶν καί τῶν πατερικῶν κειμένων, τά ὁποία παραθέτει, νά πείσει τόν ἀναγνώστη γιά τόν ὑποχρεωτικό χαρακτήρα τοῦ ἐν λόγω κανόνος. Ὅτι δηλαδή ὁ Κανόνας αὐτός ἐπιβάλλει τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ἐπισκόπου ἐκείνου, πού κηρύσσει ἐπ’ Ἐκκλησίας αἵρεση, ἔστω καί ἄν δέν ἔχει προηγηθεῖ συνοδική καταδίκη της αἱρέσεως ἤ τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου. Ὡστόσο, ἕνα τέτοιο συμπέρασμα δέν συνάγεται ἀπό τήν ἑρμηνεία, πού ἀποδίδουν              σ’ αὐτόν πνευματικοί καί καταξιωμένοι ἄνδρες καί μελετητές τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως  ἐπίσης, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, οὔτε ἀπό τίς πατερικές παραθέσεις. Τό θέμα τῆς ὑποχρεωτικῆς ἤ μή ἐφαρμογῆς τοῦ Κανόνος αὐτοῦ ἀποκτᾶ μία ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα καί σημασία στήν ἐποχή μας καί ἔχει γίνει ἀντικείμενο πολλῶν συζητήσεων, ἐπειδή ἔχει συνδεθεῖ ἄμεσα μέ τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιά τήν ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, μέχρι σήμερα δυστυχῶς, δέν ἔχει ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐπίσημη συνοδική καταδίκη της οὔτε ἀπό Τοπική οὔτε ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο.
Θεωρήσαμε χρέος μας στίς γραμμές, πού ἀκολουθοῦν παρακάτω, νά καταθέσουμε στό ὀρθόδοξο πλήρωμα τήν ἰδική μας συμβολή στό ἐν λόγω πρόβλημα, ὥστε νά ἀποτελέσει ἀφορμή γιά περαιτέρω ἔρευνα καί μελέτη του. Ὅσα ἀκολουθοῦν παρακάτω δέν διεκδικοῦν κάποιο ἀλάθητο, οὔτε ἔχουν τήν ἀξίωση ὑποχρεωτικῆς παραδοχῆς των. Δέν ἔχουν, ἐπίσης, χαρακτήρα πολεμικῆς ἀντιπαραθέσεως, ἀλλά ἀδελφικῶν ἐπισημάνσεων καί παρατηρήσεων, πού γίνονται χωρίς προκατάληψη καί πάθος ἐναντίον προσώπων, διότι μοναδικό σκοπό ἔχουν νά μᾶς βοηθήσουν νά ἀποφύγουμε ἀκραῖες καί ἐπιζήμιες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες εἶναι δυνατόν νά καταλήξουν σέ σχίσματα καί διαιρέσεις, πού ἀποτελοῦν τό ὀδυνηρότερο πλῆγμα μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἑρμηνευτική προσέγγισις τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου

Κατ’ ἀρχήν ὁ Κανόνας αὐτός ἔχει δύο σκέλη. Τό πρῶτο ἀποτελεῖ συνέχεια τῶν δύο προηγουμένων Κανόνων, τοῦ 13ου καί τοῦ 14ου, καί ἀναφέρεται στήν διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατριάρχου κατά τήν Θεία Λειτουργία ἀπό πρεσβύτερο ἤ Ἐπίσκοπο ἤ Μητροπολίτη πρίν ἀπό συνοδική καταδίκη του, ὄχι γιά λόγους πίστεως, ἀλλ’ ἐξ αἰτίας ἄλλων προσωπικῶν ἁμαρτημάτων του. Ὁ Κανόνας ἀπειλεῖ μέ καθαίρεση τούς ἐν λόγω κληρικούς, πού θά τολμήσουν νά προχωρήσουν σέ μιά τέτοια ἐνέργεια. Τό δεύτερο σκέλος ἔχει τελείως διαφορετικό περιεχόμενο. Ἀναφέρεται στή διακοπή μνημονεύσεως, ὄχι γιά ἠθικῆς φύσεως παραπτώματα ἤ ἀδικήματα κληρικῶν, ἀλλά γιά λόγους πίστεως. Γιά τήν περίπτωση δηλαδή ἐκείνη, πού ὁ κληρικός (πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος ἤ Πατριάρχης) ἔχει παρεκκλίνει σέ κάποια αἵρεση καί διδάσκει δημόσια κάποια αἱρετική διδασκαλία. Ἡ αἵρεση, γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος δέν εἶναι νεοφανῆς, ἄγνωστη στό ἐκκλησιαστικό σῶμα, ἀλλά ἤδη «παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένη», δηλαδή εἴτε ἔχει καταδικαστεῖ ἀπό Σύνοδο, εἴτε ἔχει καταγνωσθεῖ γραπτά ἤ προφορικά ἀπό Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Πολύ σοφά ἐδῶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πού συνέγραψαν αὐτόν τόν κανόνα θέτουν ὡς ἀσφαλιστική δικλείδα τήν καταγνώση ἀπό Σύνοδο ἤ ἀπό Ἁγίους Πατέρες. Καί τοῦτο, διότι μᾶς ὑποχρεώνει νά βαδίσουμε «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», ἀκολουθοῦντες καί ὄχι προπορευόμενοι τῶν Ἁγίων Πατέρων καί προαρπάζοντες τήν κρίση αὐτῶν σχετικά μέ τήν αἵρεση. Μᾶς ὑποχρεώνει μέ ἄλλα λόγια νά στηριχθοῦμε στήν διάγνωση, πού ἐκεῖνοι ἔκαμαν, μέ τήν δύναμη καί τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς πρός τήν ἐν λόγω αἵρεση. Μάλιστα στή διατύπωση τοῦ Κανόνος αὐτοῦ χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη διάγνωση, πού εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰατρική ὁρολογία, ἀκριβῶς γιά νά δοθεῖ ἔμφαση καί νά τονιστεῖ τό γεγονός, ὅτι δέν εἶναι ἁρμόδιο τό κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά ἐπισημάνει καί νά διαγνώσει μέ ἀσφάλεια τήν αἵρεση, διότι δέν ἔχει τίς ἀνάλογες πνευματικές προϋποθέσεις. Ὅπως ἀκριβῶς δέν εἶναι ἱκανός καί ἁρμόδιος ὁ καθένας νά διαγνώσει μέ ἀσφάλεια μία ἀρρώστια, ἀλλά μόνον οἱ ἰατροί καί μάλιστα οἱ εἰδικευμένοι ἐξ αὐτῶν ἐπιστήμονες. Ἐπίσης, μέ τήν παραπάνω φράση «παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων…» οἱ συντάκτες τοῦ Κανόνος ἐπιδιώκουν νά ἐμπνεύσουν στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τόν σεβασμό πρός τόν  Συνοδικό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, ἡ φράση τοῦ  π. Εὐθυμίου: «Ἡ ἔκφρασις αὐτή ἐπίσης τοῦ παρόντος Κανόνος ‘κατεγνωσμένη παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων ἤ Συνόδων’ δέν σημαίνει ὅτι διά μία ‘μή κατεγνωσμένη’ αἵρεση ὀφείλουμε ὑπακοή εἰς τούς ἐπισκόπους καί τούς φορεῖς τῆς αἱρέσεως…» (σελ. 27-28) εἶναι μετέωρη καί ἄστοχη. Διότι, ὁ Κανόνας δέν κάνει λόγο γιά μή κατεγνωσμένη, ἀλλά γιά κατεγνωσμένη αἵρεση. Πρέπει ἀπαραιτήτως νά προηγηθεῖ ἡ διάγνωση καί κατάγνωση τῆς αἱρέσεως καί κατόπιν νά ἐπακολουθήσει τό τί δέον γενέσθαι μέ τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους, ἄν δηλαδή θά κάνουμε ὑπακοή σ’ αὐτούς ἤ ὄχι, ὅπως ἀκριβῶς σέ μιά ἀρρώστια πρέπει ἀπαραιτήτως νά προηγηθεῖ ἡ διάγνωσή της καί κατόπιν νά ἐπακολουθήσει ἡ θεραπεία. Εἶναι ἀνόητο καί ἄστοχο νά ὁμιλοῦμε γιά θεραπεία μιᾶς ἀρρώστιας, προτοῦ νά ἔχουμε τήν διάγνωσή της. Αὐτή δέ ἡ διάγνωση, ὅπως ἐλέχθη, δέν εἶναι ἔργο τοῦ καθενός, ἀλλά μόνον τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅπως τοῦτο σαφέστατα φαίνεται ἀπό τήν διατύπωση τοῦ κανόνος. Ἐπίσης, ἡ ἔκφρασις τοῦ Κανόνος «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως», δέν ἀναφέρεται στήν αἵρεση, ἀφοῦ αὐτή ἔχει ἤδη διαγνωστεῖ καί καταγνωστεῖ «παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων», ἀλλά στόν ἴδιο τόν αἱρετικό. Τό ὅτι ἐδῶ ὁ Κανόνας ἐπιτρέπει τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως», αὐτό δέν σημαίνει, ὅτι καταργεῖται ἡ ἀνάγκη τῆς συνοδικῆς διαγνώσεως καί καταγνώσεως αὐτοῦ, ὅπως θά ἐξηγήσουμε παρακάτω. Πολύ σωστά κατόπιν διατυπώνει ὁ π. Εὐθύμιος ὅτι στήν περίπτωσή της μή κατεγνωσμένης αἱρέσεως «ὁ δρόμος τῆς ἀποτειχίσεως δέν εἶναι ἀσφαλής» (σελ. 28). Καί ὄχι μόνον δέν εἶναι ἀσφαλής, ἀλλά καί λίαν ἐπικίνδυνος, διότι σέ περίπτωση λάθους καί ἐσφαλμένης διαγνώσεως τῆς αἱρέσεως, ὁ ἀποτειχιζόμενος ἀποκόπτει τόν ἑαυτό του ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί χάνει τήν σωτηρία του, ἐπιπλέον δέ προκαλεῖ καί σχίσμα στήν Ἐκκλησία καί ἔτσι γίνεται αἴτιος ἀπωλείας καί σέ ἄλλες ψυχές. Μιά τέτοια ἐνέργεια μαρτυρεῖ ὄχι μόνον ἐπιπολαιότητα καί βιασύνη, ἀλλά καί ἔλλειψη ταπεινώσεως, διότι ἐπιχειρεῖ νά ὑποκαταστήσει τούς Ἁγίους Πατέρες, πού εἶναι οἱ μόνοι ἁρμόδιοι γιά τήν διάγνωση τῆς αἱρέσεως.
Ἐπίσης, τόν Κανόνα αὐτόν πρέπει νά τόν ἑρμηνεύσουμε στό πνεῦμα καί στή συνάφεια τῶν δύο προηγουμένων, τοῦ 13ου καί 14ου Κανόνος καί τοῦ πρώτου μέρους τοῦ 15ου. Ὅπως δηλαδή οἱ δύο παραπάνω κανόνες (13ος καί 14ος) κρίνουν ἀπαραίτητη τήν συνοδική κρίση καί ἐξέταση τῶν ἠθικῶν παραπτωμάτων ἤ ἄλλων ἀδικημάτων τοῦ Ἐπισκόπου, πρίν ἀπό τήν διακοπή τῆς  μνημονεύσεώς του, ἔτσι καί πολύ περισσότερο τώρα, ὅταν δηλαδή πρόκειται γιά τό σοβαρότατο παράπτωμα τῆς ἐκπτώσεως σέ κάποια αἱρετική διδασκαλία, θεωρεῖται ἀναγκαία ἡ συνοδική κρίσις καί ἐξέτασις τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, ἔστω καί ἄν δέν ἀναγράφεται ρητῶς στό δεύτερο μέρος τοῦ 15ου, ἁπλούστατα, διότι  αὐτό εἶναι κάτι τό αὐτονόητο. Καί εἶναι αὐτονόητο ὄχι μόνον, διότι τό ἀπαιτεῖ ἡ συνάφεια μέ τούς δύο προηγουμένους Κανόνες, ἀλλά καί διότι τό ἀπαιτεῖ ἡ ὅλη Συνοδική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅπως γνωρίζουμε, οἱ Ἅγιοι Πατέρες στίς Συνόδους, πού συγκροτοῦσαν, δέν περιορίζοντο μόνον στήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως, ἀλλά προχωροῦσαν ἐπιπλέον καί στήν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν.
Εἶναι ἄστοχη καί ἀνακριβής ἱστορικά ἡ θέση, τήν ὁποία διατυπώνει, ὅτι ἡ αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας δέν εἶχε καταγνωστεῖ συνοδικά ἀπό τῆς ἐνάρξεώς της (726) μέχρι τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (787), «ἡ ὁποία τήν κατέστησε κατεγνωσμένη» (σελ. 28), διότι ἀγνοεῖ ἤ θέλει νά ἀγνοεῖ, τήν Τοπική Σύνοδο τῆς Συρίας τό 726[1], στήν ὁποία μάλιστα πρωτοστάτησε ὁ μεγάλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἑπομένως, τά παραδείγματα, τῶν Ἁγίων δέκα Μαρτύρων καί τῆς Ἁγίας Θεοδοσίας, πού ἀναφέρει παρακάτω (σελ. 35-36), πού προχώρησαν σέ ἀποτείχιση καί ἐμαρτύρησαν κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας ἐπί εἰκονομάχου Πατριάρχου Ἀναστασίου, ὅπως ἐπίσης καί τῶν Ἁγίων Θεοφίλου, Λογγίνου τοῦ Στυλίτου, Ὑπατίου κ.λπ., ποῦ ἀναφέρει παρακάτω (σελ. 37), δέν ἀποτελοῦν παραδείγματα Ἁγίων, πού ἀποτειχίστηκαν ἀπό μή κατεγνωσμένη αἵρεση, διότι ἡ αἵρεση εἶχε καταγνωστεῖ συνοδικά ἤδη ἀπό τῆς ἐμφανίσεώς της τό 726. Ἐπίσης, εἶναι ἄστοχη ἡ θέση ὅτι τά παραδείγματα τῶν παραπάνω Ἁγίων ἀποτελοῦν ὄχι ἁπλῶς ἐφαρμογή, ἀλλά καί «ὑπέρβαση καί αὐτοῦ του 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου» (σελ. 38). Ἡ ἔννοια τῆς ὑπερβάσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων εἶναι ἐπινόησις τοῦ π. Εὐθυμίου, διότι πουθενά σέ κανένα Κανόνα δέν υἱοθετεῖται καί ἑπομένως εἶναι ξένη πρός τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε ὑπέρβασις κινδυνεύει νά καταντήσει παράβασις ἀπό ὑπερβολικό, μή κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλο, διότι ὁ διάβολος γνωρίζει νά πλανᾶ τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνον ἀπό τά ἀριστερά, ἀλλά καί ἀπό τά δεξιά.
Στήν ἑπόμενη παράγραφο (σελ. 28) πολύ σωστά διατυπώνει ὅτι «ἡ ἔκφρασις ‘κατεγνωσμένη παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων ἤ Συνόδων’  δέν περιθωριοποιεῖ τήν Ἁγία Γραφή οὔτε καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἐπιβουλεύεται τήν αὐθεντία της, ἀλλά σημαίνει τό ἐπιπλέον». Καί  ὄχι μόνο σημαίνει τό ἐπιπλέον, ἀλλά σημαίνει ἐπίσης καί τό ἀντίστροφο. Ὅτι δηλαδή οὔτε ἡ Ἁγία Γραφή περιθωριοποιεῖ ἤ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἐπιβουλεύεται τήν αὐθεντία τοῦ Κανόνος. Ἑπομένως, ἡ ἔκφραση, πού διατυπώνει «ἄν ὑπάρξει αἵρεσις, ἡ ὁποία ἀντιστρατεύεται στήν Ἁγία Γραφή ἤ ἀκυρώνει κάποια ἐντολή καί διδασκαλία της, πρέπει ἀμέσως νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό τούς φορεῖς της, χωρίς νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό ἄν ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες ἤ τίς Συνόδους» (σελ. 28), εἶναι ἄστοχη καί λανθασμένη. Ἐδῶ ὁ π. Εὐθύμιος ἐπικαλεῖται τήν Ἁγία Γραφή καί μάλιστα τήν ὑπερτέρα αὐθεντία της σέ σχέση μέ τόν Ἱερό Κανόνα, γιά νά περιθωριοποιήσει τόν ἐν λόγω Κανόνα. Τό ὅτι μία αἵρεση ἀντιστρατεύεται τήν Ἁγία Γραφή, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι δέν ἔχουν λόγο καί ρόλο. Ἀπεναντίας σημαίνει ὅτι καλοῦνται προπάντων τώρα νά παίξουν κυρίαρχο ρόλο στήν διάγνωση καί ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχήν ἁρμόδιοι, λόγω τοῦ θείου φωτισμοῦ, τόν ὁποῖον διαθέτουν, νά διακρίνουν μέ ἀσφάλεια, ὅτι ἡ ἐν λόγω αἵρεση ἀντιστρατεύεται τήν Ἅγια Γραφή ἤ κάποια ἐντολή της καί νά προχωρήσουν στή συνέχεια στήν καταδίκη της.
Στή συνέχεια (σελ. 30) προσπαθεῖ νά δώσει ἀπάντηση στό ἐρώτημα, πότε ὁ αἱρετικός, ὁ ὁποῖος ἀρχίζει νά κηρύττει «γυμνῆ τῆ κεφαλῆ ἐπ’ Ἐκκλησίας αἵρεσιν», παύει νά εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι ὀρθή ἡ θέσις ὅτι ὁ αἱρετικός, πού θά πλανηθεῖ ἀπό μιά αἱρετική διδασκαλία, καθίσταται ἀμέσως ξένος πρός τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἕνα ἄρρωστο μέλος τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ νά ἐπαναφέρει μέ διαφόρους τρόπους (νουθεσίες κ.λπ.) στήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία καί νά τό θεραπεύσει ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς αἱρέσεως. Ἐάν δέ ὁ αἱρετικός ἐξακολουθεῖ νά ἐπιμένει πεισματικά στίς αἱρετικές του διδασκαλίες, τότε τόν ἀποκόπτει ἀπό τό Σῶμα τῆς ἐπίσημα διά τοῦ ἁρμοδίου ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου της, δηλαδή τῆς Συνόδου. Τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μέσα στούς κόλπους τῆς ἄρρωστα μέλη εἴτε ἐξαἰτίας αἱρετικῶν διδασκαλιῶν, εἴτε ἐξαἰτίας ἄλλων, ἠθικῆς φύσεως ἁμαρτημάτων, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι παύει νά εἶναι ἄσπιλος καί ἄμωμος, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν  Ἐφ. 5, 27, ὅπως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὁ π. Εὐθύμιος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄσπιλος καί ἄμωμος ἐξαἰτίας τῆς Κεφαλῆς της, τοῦ Χριστοῦ, καί ἐξαἰτίας τῶν μελῶν της ἐκείνων, πού ἔχουν θεραπευθεῖ ἀπό τήν νόσο τῆς ἁμαρτίας ἤ τῆς αἱρέσεως, δηλαδή τῶν Ἁγίων, καί ὄχι ἐξαιτίας τῶν μελῶν της, πού βρίσκονται ἀκόμη ὑπό θεραπείαν. Οὔτε μποροῦμε νά θεωρήσουμε τήν Ἐκκλησία «ἀνομοιόμορφη κατά τήν πίστη» (σελ. 30-31), ἐπειδή ἔχει μέσα στούς κόλπους της, μέχρι τήν ὁριστική ἀποκοπή τους, πολλά ἤ ὀλίγα, ἄρρωστα μέλη, λόγω αἱρέσεως.
Γράφει, ἐπίσης, ὅτι «ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου περί τῆς ἀποκοπῆς καί καταδίκης του (τοῦ αἱρετικοῦ) ἔχει τήν ἔννοια τῆς ἀποδοχῆς τῆς λόγω αἱρέσεως ἀποκοπῆς του ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κατά τόν τύπο τῆς παραιτήσεως κάποιου δι’ αἰτήσεώς του ἀπό κάποιο ὀργανισμό, σύλλογο κ.λπ.» (σελ. 31). Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου δέν ἔχει ἁπλῶς μόνον τήν ἔννοια τῆς «ἀποδοχῆς», ἀλλά ἐπιπλέον, ἀφ’ ἑνός μέν τῆς διαγνώσεως μιᾶς ἀρρωστημένης καταστάσεως, πού ἔχει καταστεῖ ἀνίατος, καί ἀφ’ ἑτέρου τῆς διασφαλίσεως τοῦ ὑπολοίπου ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς αἱρέσεως. Ἡ Σύνοδος δηλαδή μέ τήν καταδικαστική ἀπόφασή της ἀφ’ ἑνός μέν ἀποκόπτει τόν ἀνιάτως νοσήσαντα αἱρετικόν, ἀφ’ ἑτέρου δέ προφυλάσσει τό ἐκκλησιαστικό Σῶμα ἀπό τήν μετάδοση τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας στά ὑπόλοιπα ὑγιῆ (Ὀρθόδοξα) μέλη της. Ἡ ἀποκοπή ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δέν γίνεται κατά τρόπον ἀόρατο καί αὐτόματο, ἀπό μόνη της, μόλις δηλαδή ἐκπέσει ὁ αἱρετικός στήν αἵρεση, ὅπως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὁ π. Εὐθύμιος μέ τήν φράση «ὁ φορέας κατεγνωσμένης αἱρέσεως εἶναι, λόγω τῆς αἱρέσεως, ξένος πρός τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ» (σελ. 31), ἀλλά μέ τήν συγκεκριμένη καταδικαστική συνοδική ἀπόφαση. Ἄν ἡ ἀποκοπή τοῦ αἱρετικοῦ γινόταν αὐτόματα, ἀπό μόνη της, θά ἦταν περιττή ἡ συνοδική καταδίκη του. Ἐπίσης, ἡ φράση τοῦ Κανόνος «ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος» δέν σημαίνει κατ’ ἀνάγκην τόν ἀποκομμένο ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Σημαίνει ὅτι ὁ ἐπίσκοπος αὐτός ὀφείλει νά ἀποκοπεῖ συνοδικά, ἔστω καί ἄν αὐτό δέν ἔχει γίνει μέχρι τώρα. Ὅπως γιά παράδειγμα, ἕνας ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει πέσει στό ἁμάρτημα τῆς πορνείας, θεωρητικά καθίσταται μέν ψευδεπίσκοπος, λόγω τῆς σαρκικῆς πτώσεώς του, ὡστόσο ὅμως μέχρις ὅτου καθαιρεθεῖ συνοδικά, θεωρεῖται κανονικός ἐπίσκοπος καί ἐξακολουθεῖ νά τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια, παρά τήν ἀναξιότητά του. Μόνον ὅταν καθαιρεθεῖ συνοδικά παύει νά εἶναι ἐπίσκοπος, διότι τότε χάνει τήν Χάριν τῆς Ἱερωσύνης. Ἑπομένως, ἡ συνοδική πράξη τῆς καθαιρέσεως καί στή συνέχεια τῆς ἀποκοπῆς τοῦ αἱρετικοῦ ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔχει τυπικό, ἀλλά οὐσιαστικό χαρακτήρα. Οὔτε, ἐπίσης, ἔχει τήν ἔννοια «τῆς παραιτήσεως κάποιου δι’ αἰτήσεώς του ἀπό κάποιον ὀργανισμό, σύλλογο κ.λπ.» (σελ. 31), διότι ἐδῶ δέν ἔχουμε οἰκειοθελῆ παραίτηση τοῦ αἱρετικοῦ ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά οὐσιαστική πράξη ἀποκοπῆς του παρά τήν θέλησή του.
Ἕνα παράδειγμα ἀπό τόν χῶρο τῆς Ἰατρικῆς μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει στήν προκειμένη περίπτωση : Ὅταν κάποιο μέλος τοῦ σώματός μας πάθει γάγγραινα, τότε ἡ νέκρωση τοῦ μέλους αὐτοῦ δέν γίνεται ἀμέσως, ἀλλά προοδευτικά. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ χειρουργός δέν κόβει ἀμέσως τό μέλος αὐτό, τοῦ ὁποίου πάσχει ἡ αἱμάτωση καί κινδυνεύει νά νεκρωθεῖ, ἀλλά καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια νά ἀποκαταστήσει τήν αἱμάτωση καί νά σώσει ἔτσι τό πάσχον μέλος. Ἐάν, παρά τίς ἐπίμονες προσπάθειές του, δέν κατορθώσει τίποτε, τότε ἐπέρχεται ἡ νέκρωση λόγω κακῆς αἱματώσεως τοῦ μέλους. Ὁπότε πλέον ὁ χειρουργός εἶναι ἀναγκασμένος νά ἀποκόψει τό μέλος, γιά νά μήν μεταδοθεῖ ἡ γάγγραινα καί στό ὑπόλοιπο σῶμα. Κατά παρόμοιο τρόπο ὁ αἱρετικός, πού θά νοσήσει ἀπό τήν γάγγραινα τῆς αἱρέσεως, καθίσταται ἀνάξιος της ἀρχιερωσύνης (ψευδεπίσκοπος). Ἐξακολουθεῖ, ὅμως, παρά τήν ἀρρώστια του, νά εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία, διά τῶν πνευματικῶν χειρουργῶν της, τῶν Ἁγίων Πατέρων, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια νά τόν θεραπεύσει καί νά τόν ἐπαναφέρει στήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ἐάν δέν κατορθώσει τίποτε, τότε πλέον τόν ἀποκόπτει ὁριστικά μέ τήν χειρουργική πράξη τῆς καθαιρέσεως καί τοῦ ἀναθεματισμοῦ. Ὅπως δέ ἡ χειρουργική ἐπέμβαση τῆς ἀποκοπῆς οὔτε ἀπό μόνη της γίνεται οὔτε τήν πραγματοποιεῖ ἀπό μόνο του τό ὑπόλοιπο Σῶμα, ἀλλά μόνον ὁ χειρουργός, ἔτσι καί ἡ ἀποκοπή τοῦ αἱρετικοῦ ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας οὔτε αὐτόματα γίνεται οὔτε εἶναι ἔργο τοῦ κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μόνον τῶν πνευματικῶν χειρουργῶν, δηλαδή τῶν ἐπισκόπων ἐκείνων, πού συνοδικῶς θά καθαιρέσουν καί θά ἀναθεματίσουν, διότι αὐτοί μόνον ἔχουν λάβει τήν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καί λύειν καί κατ’ ἐπέκτασιν καί τοῦ ἀποκόπτειν. Τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τό μόνο, πού μπορεῖ νά κάνει, μέχρις ὅτου πραγματοποιηθεῖ ἡ συνοδική ἀποκοπή τοῦ αἱρετικοῦ, εἶναι νά ἐπισημάνει τήν αἵρεση, νά ἀνταγωνιστεῖ πρός αὐτήν, ἀντιπαραθέτοντας τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, νά ζητήσει ἀπό τήν Ἱεραρχία τήν ἐπίσημη συνοδική καταδίκη της καί τοῦ ἐν λόγω αἱρετικοῦ καί νά λάβει κάθε δυνατή προφύλαξη, ἀπομακρυνόμενος ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο. Ὁ παρών Κανόνας δίδει ἐπιπλέον τήν δυνατότητα τῆς ἀποτειχίσεως, δηλαδή τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, μέ τήν προϋπόθεση βέβαια πάντοτε ὅτι οἱ αἱρετικές του διδασκαλίες νά ἔχουν καταγνωστεῖ ἀπό Σύνοδο ἤ ἀπό Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Πέρα γιά πέρα ἄστοχοι καί ἐσφαλμένοι εἶναι ἐπίσης καί οἱ ἰσχυρισμοί του, ὅτι στήν «περίπτωση τῶν θεμάτων τῆς πίστεως ὁ κάθε πιστός γίνεται κριτής καί δικαστής πρό συνοδικῆς κρίσεως τοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος ἐπισκόπου καί ‘στέλλεται’ ἀπό αὐτόν σύμφωνα μέ τήν ἔκφραση τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν: ‘Παραγγέλομεν δέ ὑμίν…’»[2] (σελ. 41-42). Ἀλλοίμονο, ἄν ὁ κάθε πιστός μεταβληθεῖ σέ κριτή καί δικαστή καί τοποθετήσει ἔτσι τόν ἑαυτό του ὑπεράνω Συνόδων καί Πατέρων καί ἔχει τήν ἀξίωση νά κρίνει τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τοῦ κάθε ἐπισκόπου. Στήν περίπτωση αὐτή καταργεῖται κάθε ἔννοια ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας, καταργεῖται οὐσιαστικά ὁ Συνοδικός Θεσμός τῆς Ἐκκλησίας, ἀνατρέπονται τά πάντα καί ἐπικρατεῖ μία χαώδης κατάσταση, στήν ὁποία κάθε πιστός, ἀνάλογα μέ τό ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς του καταστάσεως, κρίνει καί ἀξιολογεῖ πόσο «Ὀρθόδοξος» ἤ πόσο «αἱρετικός» εἶναι ὁ κάθε ἐπίσκοπος. Στούς πιστούς αὐτούς, πού θά φθάσουν σέ μιά τέτοια κατάσταση πλάνης καί ὑπερηφανείας ἁρμόζει ὁ λόγος τοῦ ΞΔ΄ (64ου) Κανόνος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου : «Τί σεαυτόν ποιεῖς ποιμένα, πρόβατον ὧν; Τί γίνη κεφαλή, πούς τυγχάνων; Τί στρατηγεῖν ἐπιχειρεῖς, τεταγμένος ἐν στρατιώταις»; Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξει ἀπό τέτοιο κακό!
Κάτι ἀνάλογο μέ τήν παραπάνω φράση θέλει νά ἐκφράσει ὁ π. Εὐθύμιος, ὅταν ὁμιλεῖ περί τῆς «ἐξ ἐνστίκτου ἀποτειχίσεως». Μέ τήν φράση αὐτή θέλει νά δηλώσει ὅτι τό ἔνστικτο τοῦ κάθε πιστοῦ καί ὄχι ἡ γνώμη καί ἡ κρίσις πνευματικῶν ἀνδρῶν καί θεοφόρων Πατέρων, καλεῖται νά γίνει κριτής καί ὁδηγός στήν ἀποτείχιση καί ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο. Γι’ αὐτό καί σέ πολλά σημεῖα τοῦ βιβλίου του γράφει: «Εἶναι σαφής, λοιπόν, ἡ γραμμή τῶν Ὀρθοδόξων πρός τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους καί κληρικούς μή καταδικασθέντας ὑπό Συνόδου, ἀσχέτως ἄν ἡ συγκεκριμένη αἵρεσις εἶχε καταδικασθεῖ ἤ ὄχι. Αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσις τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό κάθε αἵρεση καί κάθε αἱρετικό ἦτο Παράδοσις, ἡ ὁποία λειτουργοῦσε ὡς ἔνστικτο ὄχι μόνο εἰς τούς κληρικούς, ἀλλά καί εἰς τόν ἁπλό λαό» (σελ. 84). Καί ἀλλοῦ: «Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισις τῶν Ὀρθοδόξων, χωρίς φυσικά νά ἀναμένουν συνοδική ἀπόφαση, ἡ ὁποία νά καταδικάζει τούς συγκεκριμένους αἱρετικούς» (σελ. 85). Σέ ἄλλο σημεῖο: «Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι τήν ἐποχή ἐκείνη τοῦ Ἁγίου (Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ) ἦταν πολύ πιό εὐαίσθητοι στά θέματα τῆς πίστεως ἀπό  τούς Ὀρθοδόξους τῆς ἐποχῆς μας. Διά τοῦτο, ὡς ἀπό ἐνστίκτου, θά λέγαμε, ἀπετειχίζοντο ἀπό τούς ἑνωτικούς καί λατινόφρονες Ἐπισκόπους καί κληρικούς» (σελ. 200). Τέλος, « …ἡ ἀποτείχισις ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες πρέπει νά λειτουργεῖ μέσα μας ὡς ὀρθόδοξο ἔνστικτο, κάτι δηλαδή σάν τό τίναγμα τοῦ χεριοῦ μας, ὅταν ἔλθει σέ ἐπαφή μέ τή φωτιά» (σελ. 212). Ἡ ἀντίληψη αὐτή εἶναι καινοφανής καί ξένη πρός τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, διότι οὐδείς Ἱερός Κανών ὁμιλεῖ περί «ἐξ ἐνστίκτου ἀποτειχίσεως». Μιά τέτοια θεώρηση καί ἀντιμετώπιση, πού βασίζεται στό ἔνστικτο, οὐσιαστικά καταργεῖ τούς Ἱερούς Κανόνες, τό Πηδάλιο καί τίς Ἅγιες Συνόδους, ὁδηγεῖ σέ προτεσταντικές νοοτροπίες, ὅπου ὁ κάθε πιστός γίνεται ὁ ἴδιος ἡ Παράδοση, ἡ Ἐκκλησία. Κάθε πιστός γίνεται ἕνας Πάπας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ἀποφασίζει σέ θέματα πίστεως, χωρίς νά δεσμεύεται ἀπό κανένα καί ἀπό πουθενά.
Ὁ προαιρετικός χαρακτήρας τοῦ Κανόνος
Ἐπειδή ὁ Κανόνας αὐτός, ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, βρίσκεται σέ στενή νοηματική συνάφεια μέ τούς δύο προηγουμένους (13ο, 14ο καί πρῶτο μέρος τοῦ 15ου), θεωρεῖται ἀναγκαία ἡ συνοδική κρίση καί καταδίκη τοῦ συγκεκριμένου αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, πού μέχρι προτινός ἦταν «πρόεδρος», κανονικός ἐπίσκοπος, καί στή συνέχεια ἔπεσε στήν αἵρεση. Ἐπειδή δέ ἀκριβῶς ὁ Κανόνας ἀπαιτεῖ τήν ὀνομαστική συνοδική καταδίκη του αἱρετικοῦ, δέν εἶναι δυνατόν ἡ ἀποτείχιση ἀπό αὐτόν νά ἔχει ὑποχρεωτικό χαρακτήρα. Ἄν ὁ Κανόνας ὑποχρέωνε τούς πιστούς νά ἀποτειχιστοῦν ἀπό αὐτόν, θά ἦταν περιττή ἡ συνοδική κρίσις καί ἀποκοπή του ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τήν κρίση καί τήν ἀποκοπή θά τήν εἶχε κάνει ἤδη ὁ λαός, ἀποτειχιζόμενος ἀπό αὐτόν.
Εἶναι ἐπίσης σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι ὁ Κανών αὐτός, ἐνῶ ἐπαινεῖ μέν ἐκείνους, πού ἀποτειχίζονται ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως», δέν ἐπιβάλλει ὅμως κάποια ποινή σ’ ἐκείνους, πού χωρίς νά ἀποδέχονται τίς διδασκαλίες τοῦ ἐν λόγω ἐπισκόπου, ἐξακολουθοῦν νά τόν μνημονεύουν, ἀναμένοντες συνοδική διάγνωση καί καταδίκη καί ἀνταγωνιζόμενοι μέ κάθε τρόπο πρός τήν αἵρεση. Ἐάν ὁ Κανόνας εἶχε ὑποχρεωτικό χαρακτήρα, θά ἔπρεπε νά ὑπάρχει ὁπωσδήποτε μία ἀνάλογη διατύπωση γιά ὅλους ἐκείνους, πού ἐξακολουθοῦν νά ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο πρίν ἀπό τήν συνοδική καταδίκη του, καί στή διατύπωση αὐτή θά ὑπῆρχε ἡ προβλεπόμενη ποινή, ἀφοῦ μάλιστα πρόκειται γιά ἕνα τόσο σοβαρό θέμα, ὅπως εἶναι ἡ αἵρεση. Θά ἔπρεπε δηλαδή ὁ Κανόνας, μετά τήν φράση: «Οἱ γάρ… ἑαυτούς της πρός τόν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες… τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται», νά περιλαμβάνει τήν ἀκόλουθη φράση: «Οἱ δέ τῆς πρός τόν καλούμενον ἐπίσκοπον πρό συνοδικῆς διαγνώσεως μή ἑαυτούς ἀποτειχίζοντες καθαιρείσθωσαν καί ἀφοριζέσθωσαν». Τέτοια ὅμως φράση δέν ὑπάρχει. Ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος ἀρχιμ. π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος[3], ὁ Κανόνας αὐτός «δέν νομοθετεῖ ὑποχρέωσιν, ἀλλ’ ἁπλῶς παρέχει δικαίωμα. Οὐδαμοῦ λέγει ὀφείλουν οἱ κληρικοί νά ἀποχωρίζονται ἀπό τοιούτου ἐπισκόπου πρό τῆς καταδίκης αὐτοῦ οὐδέ ὁμιλεῖ περί τιμωρίας τινός ἤ καί ἁπλῶς ἔστω μέμψεως, κατά τῶν μή ἀποχωριζομένων, καίτοι εἶναι συνήθη εἰς τούς Ἱερούς Κανόνες τά  «καθαιρείσθω» προκειμένου περί κληρικῶν μή ἐκπληρούντων εἰς τό ἀκέραιον τάς ἑαυτῶν ὑποχρεώσεις. Ἁπλῶς λέγει ὅτι οἱ ἀποκοπτόμενοι ἀπό τοιούτου Ἐπισκόπου Κληρικοί δέν εἶναι κατακριτέοι. Ὅτι τοῦτο εἶναι ἀληθές πείθει καί τό γεγονός ὅτι, ἐνῶ ἐν τῆ μακρᾶ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καθηρέθησαν ἀμέτρητοι ἐπίσκοποι ἐπί αἱρέσει, οὐδέποτε ἐτιμωρήθη κληρικός τίς ἤ καί ἁπλῶς ἐπετιμήθη διά τόν λόγον ὅτι δέν ἔσπευσε νά ἀποσχισθῆ πάραυτα ἀπό τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, ἀλλ’ ἀνέμενε τήν ὑπό συνόδου καταδίκην αὐτοῦ».  Σέ ἄλλο σημεῖο[4] πάλι σημειώνει ὅτι «ἐάν ἡ Ἐκκλησία ἐθεώρει ὀφειλήν τοῦ κληρικοῦ τήν ἄμεσον ἀπόσχισιν αὐτοῦ ἀπό ἐπισκόπου πεσόντος εἰς αἵρεσιν, θά εἶχε θεσπίσει εἰδικούς κανόνας ἐπί τοῦ θεμελιώδους αὐτοῦ ζητήματος καί μάλιστα αὐστηροτάτους. Δέν θά ἠρκεῖτο νά ὁμιλήσει περί τοῦ ζητήματος αὐτοῦ οἰονεῖ ἐν παρενθέσει, δηλαδή δέν θά ἠρκεῖτο νά παρεμβάλη ἁπλῶς μίαν ἐξαίρεσιν εἰς κανόνας θεσπισθέντας πρός ἀποθάρρυνσιν ἀκριβῶς καί τιμωρίαν τῶν σχισμάτων».  
Ἀπόπειρα συγκρίσεως τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄Συνόδου μέ ἄλλους Κανόνες
Τό δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου του ἀφιερώνει ὁ π. Εὐθύμιος στήν προσπάθειά του νά συγκρίνει τόν ἐν λόγω Κανόνα μέ ἄλλους Κανόνες, οἱ ὁποῖοι, κατά τήν ἄποψή του, συνηγοροῦν καί ἐπιβεβαιώνουν τόν ὑποχρεωτικό χαρακτήρα του. Πρός τόν σκοπό αὐτό ἀναφέρει τόν 31ο Ἀποστολικό Κανόνα. Κατ’ ἀρχήν πολύ σωστά παρατηρεῖ ὅτι «ὁ Κανών αὐτός καθαιρεῖ τούς κληρικούς καί ἀφορίζει τούς λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι θά κάνουν παρασυναγωγή, δηλαδή χωρίς τήν ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου θά κτίσουν ἐκκλησία καί θά συγκεντρώνονται ἐκεῖ διά νά ἐπιτελοῦν τίς λατρευτικές τῶν συνάξεις. Ἡ προϋπόθεσις, πού ἀναφέρει ὁ Κανών, διά νά εἶναι ἡ σύναξις ὄντως παρασυναγωγή καί συνεπῶς ἐφάμαρτος, εἶναι ‘μηδέν κατεγνωκῶς τoῦ ἐπισκόπου ἐν εὐσεβεία καί δικαιοσύνη’ δηλαδή, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ‘χωρίς νά γνωρίζει αὐτός πώς σφάλλει φανερά ἤ εἰς τήν εὐσέβεια ἤ εἰς τήν δικαιοσύνη, ταυτόν εἰπεῖν χωρίς νά γνωρίζει αὐτόν πώς εἶναι φανερά ἤ αἱρετικός ἤ ἄδικος’» (σελ. 59). Τό ὅτι ὁ παρών Κανόνας θέτει ὡς ἐξαίρεση γιά τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν ἐπίσκοπο τά θέματα πίστεως καί δικαιοσύνης, δέν σημαίνει ὅτι δίδει τό δικαίωμα στόν κάθε πιστό, νά γίνει κριτής καί δικαστής αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου, ἐάν καί κατά πόσον δηλαδή ὁ ἐπίσκοπος αὐτός εἶναι αἱρετικός ἤ ἄδικος. Καί τοῦτο, διότι, ὅπως ἤδη ἐτονίσθη, δέν εἶναι ἁρμόδιο καί ἱκανό τό κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά κάνει αὐτό τό ἔργο ἀλάνθαστα καί δίκαια, ἐπειδή δέν ἔχει τήν ἀνάλογη πνευματική ὡριμότητα καί γνώση. Αὐτό τό ἔργο ἀνήκει μόνον σέ Σύνοδο ἐπισκόπων. Ἐάν ὁλόκληροι Σύνοδοι ἐπισκόπων συνέβη, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, νά πλανηθοῦν καί νά βγάλουν ἐσφαλμένες καί ἄδικες συνοδικές ἀποφάσεις γιά διάφορα πρόσωπα, πόσο μᾶλλον εἶναι εὔκολο νά πλανηθεῖ καί νά πέσει ἔξω ἕνας ἁπλοϊκός πιστός, ἀνώριμος περί τήν πίστιν καί τήν πνευματικήν ζωήν; Τοῦτο γιά παράδειγμα συνέβη στήν Σύνοδο τῆς Δρυός (404), ἡ ὁποία ἀδίκως καί παρανόμως καθήρεσε τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο καί τόν ἔστειλε στήν ἐξορία. Ἐξάλλου τό ὅτι ὁ Κανόνας αὐτός δέν παρέχει ἕνα τέτοιο δικαίωμα στόν κάθε πιστό, φαίνεται ἀπό ὅσα νομοθετοῦν οἱ 13ος, 14ος καί 15ος Κανόνας τῆς ΑΒ΄Συνόδου, οἱ ὁποῖοι κατά τρόπο συμπληρωματικό ἔρχονται νά διασαφήσουν τό νοηματικό περιεχόμενο τοῦ ἐν λόγω Ἀποστολικοῦ Κανόνος. Ἐξ αὐτῶν οἱ 13ος, 14ος καί τό πρῶτο μέρος τοῦ 15ου ἀπειλοῦν μέ καθαίρεση τούς κληρικούς ἐκείνους, πού θά τολμήσουν νά ἀπομακρυνθοῦν καί δέν μνημονεύσουν, ταυτόν εἰπεῖν ἀποτειχιστοῦν, ἀπό τόν οἰκεῖο ἐπίσκοπο, προτοῦ ἡ Σύνοδος νά ἐξετάσει καί καταδικάσει τά ἐγκλήματα καί παραπτώματα (ἤ ἀδικήματά) του. Ὁ 13ος μάλιστα αἰτιολογεῖ παρακάτω, γιατί ἐπιβάλλει μία τέτοια ποινή : «Ὁ γάρ ἐν πρεσβυτέρου τάξει τεταγμένος καί τῶν Μητροπολιτῶν ἁρπάζων τήν κρίσιν καί πρό κρίσεως αὐτός κατακρίνων, ὅσον τό ἐπ’ αὐτῶ τόν οἰκεῖον πατέρα καί ἐπίσκοπον, οὗτος οὐδέ τῆς τοῦ πρεσβυτέρου ἐστίν ἄξιος της τιμῆς ἤ ὀνομασίας». Ἐάν ὁ ἐπίσκοπος κατηγορεῖται γιά αἵρεση, τότε καί πάλι ἡ Σύνοδος (πολλῶ μᾶλλον τώρα) εἶναι ἁρμοδία νά κρίνει καί νά ἀξιολογήσει ἐάν καί κατά πόσον ὁ ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, ἔστω καί ἄν αὐτό δέν ἀναγράφεται ῥητῶς στό δεύτερο μέρος τοῦ 15ου Κανόνος. Ὅπως ἐξηγήσαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο, οἱ συντάκτες τοῦ Κανόνος τό θεωροῦν αὐτό ὡς κάτι τό αὐτονόητο. Καί εἶναι αὐτονόητο ὄχι μόνον, διότι τό ἀπαιτεῖ ἡ συνάφεια μέ τούς δύο προηγουμένους Κανόνες, ἀλλά καί διότι τό ἀπαιτεῖ ἡ ὅλη Συνοδική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐάν ἐξετάσουμε τά Πρακτικά καί τούς Κανόνες τῶν Συνόδων (Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν), θά διαπιστώσουμε ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες δέν περιορίζοντο μόνο νά ἐπισημάνουν καί νά καταδικάσουν τήν αἵρεση, ἀλλά καί αὐτούς τούς ἰδίους τους αἱρετικούς. Ἑπομένως ἡ φράση τοῦ π. Εὐθυμίου «οὐδεμία ὑπόνοια δυνητικῆς ἑρμηνείας (τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ) δύναται νά ὑπάρξει» (σελ. 61), εἶναι ἄστοχη καί μετέωρη. Οὐσιαστικά ἀποτελεῖ ἕνα ψευτοδίλημμα. Ἐδῶ δέν τίθεται θέμα δυνητικῆς ἤ μή ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, (ὁ Κανόνας οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι ὑποχρεωτικός), ἀλλά θέμα ὀρθῆς κρίσεως τῶν ἀδικημάτων ἤ τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ ἐπισκόπου. Τό ἐρώτημα, π. Εὐθύμιε, εἶναι ποιός εἶναι ὁ ἁρμόδιος νά κρίνει ἕνα τέτοιο ἐπίσκοπο. Τήν ἀπάντηση σ’ αὐτό τό ἐρώτημα τήν δίδουν, ὅπως διασαφήσαμε παραπάνω, ἀφ’ ἑνός μέν οἱ 13ος, 14ος  καί 15ος Κανόνας καί ἀφ’ ἑτέρου ἡ διαχρονική Συνοδική Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπό τά παραπάνω, ἐπίσης, γίνεται φανερό ὅτι εἶναι τελείως ἄστοχη ἡ σύγκριση τοῦ ἐν λόγω Κανόνος μέ τόν 15ο τῆς ΑΒ΄.
Ἀναφέρει ἐπίσης τόν Α΄ Κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Στόν Κανόνα αὐτόν ὁ Μέγας Πατήρ, ἀφοῦ προηγουμένως ἑρμηνεύει τί εἶναι αἵρεση, τί σχίσμα καί τί παρασυναγωγή, στή συνέχεια κάνει λόγο γιά τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν. Ἀναφέρει ὁρισμένες περιπτώσεις σχισματικῶν, τῶν ὁποίων τό βάπτισμα γίνεται κατ’  οἰκονομίαν δεκτό, καθώς καί μέ ποιά κριτήρια θά πρέπει νά ἐφαρμόζεται ἡ ἀκρίβεια ἤ ἡ οἰκονομία στό θέμα τοῦ βαπτίσματος. Στή συνέχεια ὁ π. Εὐθύμιος μεταφέρει τά περί οἰκονομίας καί ἀκριβείας τοῦ ἐν λόγω κανόνος στόν 15ο τῆς ΑΒ΄ καί ἐξετάζει, ἄν ἡ ἀποτείχιση ἤ ἡ μή ἀποτείχιση ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο ἀποτελεῖ ἐφαρμογή τῆς ἀκρίβειας ἤ τῆς οἰκονομίας. Καί τοῦτο διότι, ὅπως σημειώνει παρακάτω : «Τό νά ἐκλάβει κάποιος ἕνα Ἱερό Κανόνα, καί μάλιστα δογματικό, δυνητικά, (δηλαδή ἄν θέλει δύναται νά τόν ἐφαρμόσει), αὐτό νομίζω δέν ὑπάρχει σάν διδασκαλία στό Πηδάλιο, οὔτε σάν παράδοση στήν Ἐκκλησία» (σελ. 64). Καταλήγει δέ στό συμπέρασμα ὅτι «δέν ὑπάρχει ὄχι περίπτωση δυνητικῆς ἐφαρμογῆς, βασισμένη στήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά οὔτε περίπτωση νομίμου οἰκονομίας» (σελ. 65). Κατ’ ἀρχήν θά θέλαμε νά ὑπογραμμίσουμε καί μάλιστα μέ κεφαλαία γράμματα, τό ἑξῆς : Τό τί ἀποτελεῖ ἀκρίβεια καί τί οἰκονομία στό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό αἱρετικό ἐπίσκοπο φαίνεται ξεκάθαρα ἀπό ὅλη τήν Συνοδική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Φαίνεται δηλαδή ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πού συνεκρότησαν τίς διάφορες Συνόδους, ἐπεφύλασσαν δι’ ἑαυτούς τό δικαίωμα νά κρίνουν, καταδικάσουν, ἀποκόψουν μέ ἀφορισμό καί ἀνάθεμα, δηλαδή ἀποτειχίσουν, (μέ συνέπεια νά διακόψουν κατόπιν καί τήν μνημόνευση), τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους. Αὐτή ἡ ἴδια ἡ Παράδοση ἀποτελεῖ τήν ἀκρίβεια καί ὄχι ὅσα διαλαμβάνει ἡ δεύτερη παράγραφος τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄. Δέν εἶναι δυνατόν παράγραφος ἑνός Κανόνος νά ἐπέχει θέση ἀκριβείας, νά ἀνατρέπει καί νά περιθωριοποιεῖ μία ὁλόκληρη Συνοδική Παράδοση αἰώνων, Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων. Ἐάν ὁ 15ος Κανόνας τῆς ΑΒ΄ἀποτελοῦσε τήν γραμμή τῆς ἀκριβείας, τότε οἱ Ἅγιοι Πατέρες θά περιορίζοντο στίς Συνόδους νά καταδικάσουν μόνο τήν αἵρεση καί ὄχι καί τούς αἱρετικούς, διότι ἡ καταδικαστική κρίση καί στή συνέχεια ἡ ἀποτείχιση ἀπό αὐτούς, ὄφειλε νά γίνει ἀπό τούς ἰδίους τους πιστούς. Μιά τέτοια γραμμή, ὅμως, ποτέ δέν ἐφαρμόστηκε στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ στάση καί ἡ διαγωγή τῶν Ἁγίων της Ἐκκλησίας μας, πού ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς των, μᾶς βοηθεῖ νά συνειδητοποιήσουμε καλύτερα τήν παραπάνω ἀλήθεια. Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής καί Σωφρόνιος, γιά παράδειγμα, πού ἀγωνίστηκαν κατά τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ἐξακολουθοῦσαν νά ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν αἱρεσιάρχη Σέργιο Κωνσταντινουπόλεως τουλάχιστον μέχρι τό 634, ὁπότε συνεκλήθη ἡ Τοπική Σύνοδος τῶν Ἱεροσολύμων, πού καταδίκασε τόν Μονοφυσιτισμό, ἄν καί ὁ Σέργιος εἶχε ἀρχίσει νά κηρύσσει τήν αἵρεση ἤδη ἀπό τό 615, δηλαδή ἐπί 19 χρόνια. Δέν ἔσπευσαν δηλαδή, ἀμέσως μετά τήν διαπίστωση τῶν αἱρετικῶν του διδασκαλιῶν, νά τόν ἀναθεματίσουν καί νά ἀποτειχιστοῦν ἀπ’ αὐτόν, ἀλλά ξεκίνησαν ἀντιαιρετικό ἀγώνα μέ συγγράμματα, πού συνέγραψαν, καί διαλόγους, πού εἶχαν μέ διάφορα ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, μέ σκοπό νά ἐπισημάνουν τήν αἵρεση καί νά εὐαισθητοποιήσουν τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα, ἔτσι ὥστε νά ἐπιτύχουν τήν συνοδική καταδίκη της αἱρέσεως. Μάλιστα εἰδικότερα ὁ Ἅγιος Μάξιμος, πού ἦταν ἡ ψυχή τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος, ἐπεχείρησε ὁλόκληρη περιοδεία (Κρήτη, Βόρειος Ἀφρική, Ρώμη) πρός τόν σκοπό αὐτό. Ἔτσι, ἐπέτυχε δεύτερη Συνοδική καταδίκη της αἱρέσεως στή Ρώμη στή Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (649), πού εἶχε ἐπισημότερο χαρακτήρα σέ σχέση μέ τήν προηγούμενη τῶν Ἱεροσολύμων, ἀφοῦ τώρα πλέον ὄχι μόνον καταδικάστηκε ἡ αἵρεση, ἀλλά ἐπιπλέον ἀναθεματίστηκαν καί οἱ αἱρετικοί Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Πύρρος καί Παῦλος. Ἐάν οἱ ἐπίσκοποι τῆς Συνόδου αὐτῆς (τό 649), ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Μάξιμος, θεωροῦσαν τούς παραπάνω αἱρετικούς ὡς ἤδη εὐρισκομένους ἐκτός της Ἐκκλησίας (ἀναθεματισμένους), λόγω τῶν αἱρετικῶν τους διδασκαλιῶν, τότε γιατί νά τούς ἀναθεματίσουν; Μία τέτοια ἐνέργεια θά ἦταν περιττή. Τίθεται λοιπόν τό ἐρώτημα: Πότε ὄντως οἱ αἱρετικοί αὐτοί ἀναθεματίστηκαν; Ὅταν ἄρχισαν νά διδάσκουν τίς αἱρετικές τους διδασκαλίες (615) ἤ μετά ἀπό 34 χρόνια, ὅταν συνεκλήθη ἡ Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ; Ἀσφαλῶς, ὅταν συνεκλήθη ἡ Σύνοδος.
Στή συνέχεια ἀναφέρει μία σειρά Κανόνων (Ἀποστολικῶν καί τῆς ἐν Λαοδικεία Τοπικῆς Συνόδου), πού ἀναφέρονται στά θέματα τῶν συμπροσευχῶν μέ αἱρετικούς καί τῶν μυστηρίων αὐτῶν. Ἀσφαλῶς ὅλοι αὐτοί οἱ Κανόνες ἔχουν ὑποχρεωτικό χαρακτήρα. Οἱ αἱρετικοί αὐτοί, γιά τούς ὁποίους ἐδῶ γίνεται λόγος, ἀνήκουν σέ αἱρέσεις, πού ἔχουν καταδικαστεῖ ἐπίσημα ἀπό Συνόδους καί ὀφείλουμε νά τούς ἐφαρμόσουμε, χωρίς νά ἐξετάσουμε, ἄν οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί σάν πρόσωπα ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό Σύνοδο. Στήν προκειμένη περίπτωση ὀφείλουμε νά λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας, ἐκτός ἀπό τούς παραπάνω Κανόνες, καί τούς Κανόνες Α΄, Β΄ καί Ζ΄ τῆς Γ΄Οἰκουμενικῆς, οἱ ὁποῖοι καταδικάζουν μέ ἀφορισμό καί καθαίρεση κάθε κληρικό ἤ λαϊκό, ὁ ὁποῖος θά παρασυρθεῖ σέ γνωστή αἵρεση, πού ἔχει ἤδη καταδικαστεῖ ἀπό Σύνοδο καί θά ἔρθει σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς αὐτῆς τῆς αἱρέσεως. Ἡ διαφορά τοῦ 15ου τῆς ΑΒ΄ ἀπό τούς Κανόνες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς εἶναι ὅτι αὐτοί μέν καταδικάζουν μέ ἕνα γενικό, μή ὀνομαστικό, ἀφορισμό κάθε μεταγενέστερο αἱρετικό γνωστῆς καί καταδικασμένης ἀπό Σύνοδο αἱρέσεως, ἐνῶ ὁ 15ος τῆς ΑΒ΄ ἀπαιτεῖ καί τήν ὀνομαστική καταδίκη του αἱρετικοῦ. Τοῦτο φαίνεται ἀπό τήν διατύπωση τοῦ Κανόνος : «Οἱ γάρ δι’ αἵρεσιν τινά παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες…». Δηλαδή οἱ κληρικοί αὐτοί ἔπαυσαν νά μνημονεύουν τόν μέχρι προτινός πρόεδρό τους, τόν ἱεραρχικά προϊστάμενό τους. Στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ἀναγκαῖο νά ἐπακολουθήσει συνοδική ἐξέταση καί κρίση αὐτοῦ τοῦ κληρικοῦ-προέδρου, διότι, ἄν ὄντως εἶναι αἱρετικός καί δέν μετανοεῖ γιά τίς αἱρετικές διδασκαλίες του, πρέπει νά καθαιρεθεῖ, γιά νά παύσει τό σκάνδαλο καί νά προφυλαχθεῖ τό ποίμνιο, τοῦ ὁποίου αὐτός προΐσταται, ἀπό τίς αἱρετικές του διδασκαλίες.  
Ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐν σχέση μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Ἁγίους Πατέρες
Τό τρίτο μέρος τοῦ βιβλίου του ὁ π. Εὐθύμιος τό ἀφιερώνει στήν προσπάθειά του νά καταδείξει ὅτι τόσο ἡ Καινή Διαθήκη ὅσο καί οἱ Πατέρες ἐπιβεβαιώνουν καί συνηγοροῦν ὑπέρ τοῦ ὑποχρεωτικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Κανόνος. Θά ἀναφερθοῦμε ἐν συντομία σ’ ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις.
  1. Καινή Διαθήκη
Ἀπό τήν Καινή Διαθήκη ἀναφέρει κατ’ ἀρχήν δύο χωρία, τό Γαλ. 1, 8, «ἀλλά καί ἄν ἠμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται ὑμίν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμίν, ἀνάθεμα ἔστω. Εἰ τίς ὑμᾶς εὐαγγελίζηται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω», καί τό Τίτ. 3, 10 «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, εἰδῶς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὧν αὐτοκατάκριτος». Μέ βάση τό πρῶτο μεν χωρίο βγάζει τό συμπέρασμα, ὅτι «δέν χρειάζεται ἄλλη ἀπόφαση Συνόδου παρά μόνο πρός κατοχύρωση τῶν Ὀρθοδόξων» (σελ. 77), μέ βάση δέ τό δεύτερο ὅτι ἡ λέξη «αὐτοκατάκριτος» σημαίνει «τήν αὐτόματη ἀποκοπή τοῦ αἱρετικοῦ ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς ἀπόφαση Συνόδου» (σελ. 77). Τό ὅτι τά συμπεράσματα αὐτά εἶναι αὐθαίρετα, μόλις εἶναι ἀνάγκη νά ὑπογραμμιστεῖ, γιά τούς λόγους, πού ἐξηγήσαμε παραπάνω, στό προηγούμενο κεφάλαιο, ὅπως ἐπίσης καί στό κεφάλαιο τῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος. Πέραν αὐτῶν, ἐδῶ προσθέτουμε, ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑπ’ ὄψιν τους τά παραπάνω χωρία (ὅπως καί τά ἄλλα χωρία, πού ἀναφέρει παρακάτω), καί μέ βάση αὐτά ἐρύθμιζαν τήν διαγωγή τους ἀπέναντι στίς αἱρέσεις καί στούς αἱρετικούς, δέν κατενόησαν καί δέν ἑρμήνευσαν τά χωρία αὐτά, ὅπως τά ἑρμηνεύει ὁ π. Εὐθύμιος. Δέν ἔβγαλαν δηλαδή τό συμπέρασμα ὅτι δέν εἶναι ἀναγκαία ἡ συγκρότηση Συνόδου, ἡ ὁποία θά καταδικάσει τήν αἵρεση καί θά ἀναθεματίσει τούς αἱρετικούς, ἐπειδή εἶναι ἀρκετό τό «ἀνάθεμα» ἤ ἡ λέξη «αὐτοκατάκριτος», γιά τήν «αὐτόματη ἀποκοπή τοῦ αἱρετικοῦ ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας», πού ἐξαπολύει στά χωρία αὐτά ὁ Ἀπ. Παῦλος. Ἀπεναντίας ἐθεώρησαν χρέος τους νά συγκροτήσουν Συνόδους καί συνοδικά νά ἐξουδετερώσουν τίς πλάνες τῶν αἱρετικῶν καί ἔτσι νά ἐφαρμόσουν στήν πράξη τό «ἀνάθεμα» τοῦ Ἀπ. Παύλου, ἀναθεματίζοντες καί αὐτοί μέ τήν σειρά τους τούς αἱρετικούς. Δέν εἶναι δυνατόν ἡ Ἁγία Γραφή νά  ἀκυρώνει τήν Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, διότι τά δύο αὐτά μεγέθη, Γραφή καί Παράδοση, ὡς ἰσόκυρα, ἀλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους, ὥστε νά ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο. Ό, τι ἐλέχθη γιά τά δύο χωρία, πού ἐξετάσαμε, ἰσχύει καί γιά τά ἄλλα χωρία, πού ἀναφέρει στή συνέχεια  (Β΄Ἰω. 10, Β΄Κόρ. 6, 14-17, Β΄Πετρ. 2, 1, Ἔφ. 4, 5). Δηλαδή καί τά χωρία αὐτά δέν καταργοῦν τήν ἀνάγκη τῆς Συνοδικῆς καταδίκης τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν.
2. Ἀποστολικοί Πατέρες.
Στό κεφάλαιο αὐτό ὁ π. Εὐθύμιος ἀναφέρει ἕνα χωρίο ἀπό τίς Ἀποστολικές Διαταγές : «ἴνα μήποτε εἴπη ὁ λαϊκός ὅτι ἐγώ πρόβατον εἰμί καί οὐ ποιμήν. Καί οὐδένα λόγον ἐμαυτοῦ πεποιῆμαι. Ὁ ποιμήν ὄψεται καί αὐτός μόνος εἰσπραχθήσεται τήν ὑπέρ ἐμοῦ δίκην. Ὥσπερ γάρ τῷ καλῶ ποιμένι τό μή ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκειται εἰς διαφθοράν, οὕτω καί τῷ πονηρῶ ποιμένι τό ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τόν θάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτῶ. Διό φευκταῖον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων»[5]. Μέ βάση τό χωρίο αὐτό συμπεραίνει : «Εἶναι ἄραγε δυνατόν νά περιμένει ἀπόφαση Συνόδου τό πρόβατο, γιά νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν λύκο; Καί εἶναι δυνατόν νά μήν βλαφθεῖ παραμένοντας ἐκκλησιαστικά κοντά του, σύμφωνα μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ὑπό ἐξέτασιν Κανόνος»; (σελ. 79). Στό παραπάνω χωρίο γίνεται λόγος γιά ποιμένες-φθορεῖς, ἀπό τούς ὁποίους καλοῦνται τά πρόβατα νά ἀπομακρυνθοῦν. Κατ’ ἀρχήν στό χωρίο αὐτό δέν γίνεται λόγος ἀποκλειστικά περί αἱρετικῶν ποιμένων, ἀλλά περί πονηρῶν ποιμένων, πού εἶναι μία γενικότερη ἔκφρασις, διότι πονηροί ποιμένες δέν εἶναι μόνον οἱ αἱρετικοί, ἀλλά γενικότερα ἄνθρωποι διεφθαρμένοι, πού μέ τήν ζωή καί τά ἔργα τους, σκανδαλίζουν καί καταστρέφουν τίς ψυχές τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τους. Ὅπως τονίσαμε παραπάνω στό κεφάλαιο τῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, δέν εἶναι ἱκανό καί ἁρμόδιο τό κάθε πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά διαγνώσει μέ ἀσφάλεια τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ ἐπισκόπου, πού κατηγορεῖται γιά αἵρεση, οὔτε ἐπίσης νά κρίνει ἄλλα ἀδικήματα καί παραπτώματά του. Τό ἔργο τῆς διαγνώσεως καί τῆς κρίσεως ἀνήκει στούς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται Συνοδικῶς νά κρίνουν τόν κατηγορούμενο ἐπίσκοπο. Δέν ὑπάρχει κανένας Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, πού δίδει ἕνα τέτοιο δικαίωμα σέ ἁπλούς πιστούς. Ἀλλοίμονο ἄν ὁ κάθε πιστός μποροῦσε νά ὑποκαταστήσει τήν Σύνοδο. Θά ἐπικρατοῦσε τότε μία χαώδης κατάσταση μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἑπομένως τήν φράση τοῦ χωρίου τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, «…διό φευκταῖον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων», θά πρέπει νά τήν ἑρμηνεύσουμε ὡς ἑξῆς : «Φευκταῖον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων, τῶν ὁποίων τά διεφθαρμένα ἔργα ἤ ἡ διεφθαρμένη διδασκαλία, ἔχουν διαγνωσθεῖ καί κατακριθεῖ ἀπό Σύνοδο ἐπισκόπων». Γιά νά καταλάβουμε καλύτερα πόσο λανθασμένη εἶναι ἡ ἑρμηνεία, πού δίδει ὁ   π. Εὐθύμιος στό παρόν χωρίο, ἄς σκεφθοῦμε τήν ἀντίθετη περίπτωση. Τήν περίπτωση δηλαδή, πού ὁ ἐπίσκοπος ἄδικα κατηγορεῖται μέ συκοφαντικές κατηγορίες, γιά δῆθεν ἠθικά παραπτώματα ἤ γιά διδασκαλίες του, πού, ἐπειδή παρανοήθηκαν, θεωρήθηκαν ὡς αἱρετικές. Τί γίνεται, λοιπόν, στήν περίπτωση αὐτή; Ποιός παίρνει τήν εὐθύνη τόσο γιά τίς ἄδικες κατηγορίες ἑνός ἀθώου ἀνθρώπου ἤ τό χειρότερο γιά τό σχίσμα, πού θά ἐπακολουθήσει ἐξαἰτίας τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ποιμνίου ἀπό ἕναν ἄξιο ἐπίσκοπο; Καί δέν εἶναι λίγες οἱ περιπτώσεις ἀδίκων, συκοφαντικῶν κατηγοριῶν ἤ παρανοήσεων.
Στή συνέχεια ἀναφέρει χωρίο τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου: «Εἰ δέ οἱ τούς ἀνθρωπίνους οἴκους διαφθείροντες θανάτω καταδικάζονται, πόσω μᾶλλον οἱ τήν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν νοθεύειν ἐπιχειροῦντες, αἰωνίαν τίσσουσιν δίκην… Ὁμοίως δέ καί πᾶς ἄνθρωπος ὁ τό διακρίνειν παρά Θεοῦ εἰληφῶς, κολασθήσεται, ἀπείρω ποιμένι ἑξακολουθήσας καί ψευδῆ δόξαν ὡς ἀληθῆ δεξάμενος»[6]. Στό χωρίο αὐτό ὁ Ἅγιος θεωρεῖ ἀξιοκατάκριτο τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, πού, ἐνῶ ἔχει λάβει ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα τῆς διακρίσεως, δέν ἀπομακρύνεται ἀπό ἄπειρο ποιμένα καί ἀποδέχεται τίς ψευδεῖς διδασκαλίες του ὡς ἀληθεῖς. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος ὁμιλεῖ γιά τήν εἰδική περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, πού ἔχει τό χάρισμα τῆς διακρίσεως. Δέν ἀναφέρεται στούς ἀνθρώπους, πού δέν ἔχουν αὐτό τό χάρισμα. Καί αὐτοί βέβαια ἀποτελοῦν τήν συντριπτική πλειοψηφία, διότι πολύ ὀλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι, πού ἔχουν ἀξιωθεῖ νά λάβουν ἕνα τέτοιο χάρισμα. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, δέν ἐνδιαφέρεται μόνον γιά τούς ὀλίγους χαρισματούχους, ἀλλά ἐνδιαφέρεται νά προφυλάξει ὅλο τό πλήρωμα τῶν πιστῶν ἀπό τήν λύμη τῆς αἱρέσεως. Τό ὅτι ὁ Ἅγιος «πουθενά δέν ἀναφέρει ἀπόφαση Συνόδου» (σελ. 80)  δέν σημαίνει ὅτι καταργεῖ τήν ἀνάγκη Συνοδικῆς ἀποφάσεως. Ἡ Συνοδική ἀπόφαση εἶναι ἀναγκαία γιά τούς πολλούς ἐκείνους, πού δέν ἔχουν τό χάρισμα τῆς διακρίσεως.
3. Πατέρες 4ου καί 5ου αἰῶνος
Ἀπό τούς Πατέρες τοῦ 4ου αἰῶνος ὁ π. Εὐθύμιος ἀναφέρει κατ’ ἀρχήν τόν Μέγα Βασίλειο. Παραθέτει ἀποσπάσματα ἐπιστολῶν του (Ἐπιστολή 242 τοῖς Δυτικοῖς[7], Ἐπιστολή τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς καί ἐπισκόποις τοῖς ἐν τή Δύσει[8], Ἐπιστολή 92 πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους[9], Ἐπιστολή 238 τοῖς Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις[10], Ἐπιστολή 240 τοῖς Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις[11]), μέσα ἀπό τά ὁποία ὁ Ἅγιος περιγράφει τήν τραγική κατάσταση, στήν ὁποία τότε εἶχε περιέλθει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καθώς ὑπέμενε φοβερό διωγμό ἀπό τούς Ἀρειανούς. Ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ, καθοδηγούμενος ἀπό τόν Ἅγιο, εἶχε διακόψει κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους καί τούς ὁμόφρονας των καί προτιμοῦσε νά προσεύχεται στήν ἔρημο, ἐγκαταλείποντας τούς ναούς, τούς ὁποίους εἶχαν καταλάβει οἱ Ἀρειανοί. Σχετικά με τήν διαγωγή αὐτή τοῦ Ἁγίου καί τοῦ ποιμνίου του ἔχουμε νά παρατηρήσουμε τά ἑξῆς : Τό ποίμνιο δέν ἐνεργεῖ αὐθαίρετα, ἀπό μόνο του, βασιζόμενο στήν δική του κρίση, ἀλλά ἔχει ἀσφαλῆ καί ἀπλανῆ ὁδηγό του τόν μεγάλο φωστήρα τῆς Καισαρείας καί ἄλλες ὀσιακές μορφές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἀλλά καί ὁ Μέγας Βασίλειος δέν ἐνεργεῖ καί αὐτός αὐθαίρετα. Ἔχει καί αὐτός ὡς ἀσφαλῆ καί ἀπλανῆ ὁδηγό του τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία κατεδίκασε ὄχι μόνο τήν αἵρεση, ἀλλά καί τόν Ἄρειο καί τούς ὁμόφρονάς του. Πολύ σωστά ἐδῶ στήν προκειμένη περίπτωση ὁ Ἅγιος διέκοψε κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς ἀρειανούς της ἐποχῆς του, ἔστω καί ἄν αὐτοί δέν εἶχαν ἀναθεματιστεῖ ὀνομαστικά ἀπό Σύνοδο. Καί τοῦτο διότι ἐφ’ ὅσον ἡ Α΄ Οἰκουμενική διέκοψε κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Ἄρειο, αὐτό σημαίνει ὅτι κατ’ ἐπέκτασιν διακόπτει κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ κάθε ἄλλον μεταγενέστερο ἀρειανόφρονα κληρικό, ἔστω καί ἄν αὐτός ὁ συγκεκριμένος κληρικός δέν ἔχει ἀναθεματιστεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία. Αὐτή τήν διαγωγή τοῦ Ἁγίου ἀποτύπωσε καί κωδικοποίησε ἀργότερα ἡ Γ΄Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία στόν Ζ΄ Κανόνα της λέγει :  «Εἰ φωραθεῖεν τινές, εἴτε ἐπίσκοποι εἴτε κληρικοί εἴτε λαϊκοί, ἤ φρονοῦντες ἤ διδάσκοντες τά ἐν τῆ προκομισθείση ἐκθέσει παρά Χαρισίου τοῦ Πρεσβυτέρου περί τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἤγουν τά μιαρά καί διεστραμμένα τοῦ Νεστορίου δόγματα, ἅ καί ὑποτέτακται, ὑποκείσθωσαν τῆ ἀποφάσει τῆς Ἁγίας ταύτης καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὥστε δηλονότι, τόν μέν ἐπίσκοπον ἁπαλλοτριοῦσθαι τῆς Ἐπισκοπῆς καί εἶναι  καθηρημένον, τόν δέ κληρικόν ὁμοίως ἐκπίπτειν τοῦ κλήρου. Εἰ δέ λαϊκός τίς εἴη, καί οὗτος ἀναθεματιζέσθω, καθ’ ἅ εἴρηται»[12]. Τά αὐτά νομοθετοῦν καί οἱ δύο προηγούμενοι Κανόνες, δηλαδή ὁ Α΄ καί ὁ Β΄ τῆς αὐτῆς Συνόδου[13]. Ἑπομένως εἶναι λανθασμένη ἡ θέση τοῦ π. Εὐθυμίου ὅτι «εἶναι σαφής λοιπόν ἡ γραμμή τῶν Ὀρθοδόξων πρός τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους καί κληρικούς μή καταδικασθέντας ὑπό Συνόδου, ἀσχέτως ἄν ἡ συγκεκριμένη αἵρεσις εἶχε καταδικαστεῖ ἤ ὄχι» (σελ. 84), διότι ὁ Ἅγιος καί ὁ λαός δέν ἐνεργοῦσαν ἄσχετα μέ τίς ἀποφάσεις, ἀλλά μέ βάση τίς καταδικαστικές ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐπίσης δυνάμει τῶν Κανόνων Α΄, Β΄ καί Ζ΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς ἦταν καταδικασμένοι καί οἱ αἱρετικοί ἐπίσκοποι καί κληρικοί, ἄν καί ὄχι ὀνομαστικῶς, ἀλλά κατά ἕνα γενικό τρόπο. Συμπερασματικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι στήν προκειμένη περίπτωση ὁ Ἅγιος καί ὁ λαός οὐσιαστικά ἐφαρμόζουν ἀφ’ ἑνός μέν τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ τούς παραπάνω ἀναφερθέντας Κανόνας τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς, ἔστω καί ἄν οἱ Κανόνες αὐτοί θεσπίσθηκαν ἀργότερα. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἐδῶ ὅ Ἅγιος ἐφαρμόζει τόν 15ο Κανόνα τῆς ΑΒ΄, διότι τό πνεῦμα τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, ἀλλά καί ὁ σκοπός, γιά τόν ὁποῖο ἐγράφη, εἶναι διαφορετικός. Ὁ Κανόνας αὐτός θεωρεῖ αὐτονόητη τήν ἀνάγκη τῆς Συνοδικῆς κρίσεως (ὀνομαστικά) του συγκεκριμένου αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, διότι αὐτό ἀπαιτεῖ, ὅπως ἐλέχθη ἤδη, ἡ νοηματική συνάφειά του μέ τούς δύο προηγουμένους (13ο, 14ο καί πρῶτο μέρος τοῦ 15ου). Πάντως Συνοδική καταδίκη τῶν αἱρετικῶν, εἴτε ὀνομαστικά εἴτε μή ὀνομαστικά, εἶναι ἀπαραίτητη καί πουθενά σέ καμμιά περίπτωση δέν ὑπάρχει διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας (ἀποτείχιση) χωρίς καταδίκη τῶν αἱρετικῶν. Ἑπομένως ἡ ἀγωνιώδης προσπάθεια τοῦ π. Εὐθυμίου νά πείσει τόν ἀναγνώστη γιά «ἀποτείχιση πρό συνοδικῆς κρίσεως», εἴτε τῆς αἱρέσεως εἴτε τῶν αἱρετικῶν, ἐπαναλαμβάνοντας παντοῦ σ’ ὅλο τό βιβλίο του τήν παραπάνω φράση εἶναι ἐσφαλμένη. Ἁπλούστατα ὁ κανόνας αὐτός ἐπαινεῖ μέν ὅσους ἀποτειχίστηκαν ἀπό αὐτόν πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης του, δέν τιμωρεῖ, ὅμως, ὅσους, ἀπό σεβασμό πρός τόν Συνοδικό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, περιμένουν Συνοδική κρίση, (ἡ ὁποία ὁπωσδήποτε πρέπει νά ἐπακολουθήσει), χωρίς νά ἀποδέχονται τίς αἱρετικές του θεωρίες καί ἀνταγωνιζόμενοι μέ κάθε τρόπο πρός τήν αἵρεση.
Μετά τόν Μέγα Βασίλειο ἀναφέρεται στόν Μέγα Ἀθανάσιο. Βασικά ὅ, τι ἐλέχθη γιά τόν Μέγα Βασίλειο, ἰσχύει καί γιά τόν Μέγα Ἀθανάσιο καί γιά τούς ἄλλους Πατέρες, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω. Στήν παράγραφο αὐτή θά κάνουμε μερικούς ἐπί πλέον σχολιασμούς. Κατ’ ἀρχήν παραθέτει ἀπόσπασμα λόγου του, στό ὁποῖο διδάσκει τούς Χριστιανούς νά διώχνουν τόν ἐπίσκοπο ἤ κληρικό, ὅταν αὐτοί «κακῶς ἀναστρέφονται καί σκανδαλίζουσι τόν λαόν»[14]. Ἐδῶ δέν γίνεται λόγος γιά αἵρεση, ἀλλά γιά ἄλλης φύσεως ἁμαρτήματα (ἠθικά παραπτώματα ἤ ἀδικήματα) τοῦ ἐπισκόπου, πού προκαλοῦν σκάνδαλο στόν λαό. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ὅμως, τά ἁμαρτήματα ρυθμίζουν, ὅπως εἴδαμε οἱ Κανόνες 13ος, 14ος καί τό πρῶτο μέρος τοῦ 15ου τῆς ΑΒ΄. Σέ ἀπόλυτη συμφωνία μέ τούς παραπάνω κανόνες εἶναι καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος σ’ ἕνα ἑρμηνευτικό του λόγο στήν Β΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή παρατηρεῖ : «Εἰ μέν γάρ δόγμα ἔχει διεστραμμένον κἄν ἄγγελος ἤ, μή πείθου. Εἰ δέ ὀρθά διδάσκει, μή τῷ βίω πρόσεχε, ἀλλά τοῖς ρήμασιν… Ἀλλ’ οὗ δίδωσι πένησι, φησίν, οὐδέ καλῶς διοικεῖ. Πόθεν σοί τοῦτο δῆλον; Πρίν ἤ μάθης, μή μέμψη, φοβήθητι τάς εὐθύνας. Πολλά ἀπό ὑπονοίας κρίνεται… Εἰ δέ κατέμαθες καί ἐξήτασας καί εἶδες, ἀνάμενε τόν κριτήν. Μή προαρπάσης τοῦ Χριστοῦ τήν τάξιν. Ἐκείνου ταῦτα ἐστί ἐξετάζειν, οὐ σοῦ. Σύ δοῦλος εἰ ἔσχατος, οὐ δεσπότης. Σύ πρόβατον εἰ, μή τοίνυν περιεργάζου τόν ποιμένα, ἴνα μή καί ἐφ’ οἶς ἐκείνου κατηγορεῖς, εὐθύνας δῶς»[15]. Στήν προκειμένη περίπτωση δέν ἰσχύει ἡ γνώμη ἑνός μεμονομένου Πατρός (τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου), ἀλλά ὅσα νομοθετοῦν Συνοδικῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πού συνέταξαν τούς παραπάνω Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἰσχύ νόμου μέσα στήν Ἐκκλησία. Δέν θά σχολιάσουμε τό ἀπόσπασμα ἀπό τήν πρός Δρακόντιον ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου[16], διότι ἔχει παρεμφερές περιεχόμενο μέ τίς ἐπιστολές τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τίς ὁποῖες ἤδη σχολιάσαμε. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τό ἀπόσπασμα τῆς ἑρμηνείας στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο[17], ὅπως ἐπίσης καί γιά τό ἀπόσπασμα της ἐπιστολῆς του πρός μοναχούς[18]. Ἡ ἀπάντησις ἔχει ἤδη δοθεῖ ἀπό ὅσα ἐλέχθησαν προηγουμένως. Εἶναι λανθασμένο τό  συμπέρασμα, πού βγάζει στό τέλος, ὅτι «εἶναι ἄξιον ἰδιαιτέρας προσοχῆς τό ὅτι παντοῦ οἱ Ἅγιοι ὁμιλοῦν γιά τό φρόνημα κάποιου προκειμένου περί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί ὄχι γιά τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου» (σελ. 92). Οἱ Ἅγιοι «ὁμιλοῦν γιά τό φρόνημα κάποιου προκειμένου περί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας», ὄχι παραθεωροῦντες καί πετῶντες στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων τίς Συνοδικές ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, ἀλλά μέ βάση αὐτές τίς ἀποφάσεις. Ὁ Ἅγιος ὅ,τι ἔλεγε καί ὅ,τι ἔπραττε, τό ἔλεγε καί τό ἔπραττε, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν του τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς, ἡ ὁποία, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, κατεδίκασε ὄχι μόνο τήν αἵρεση, ἀλλά καί τόν Ἄρειο καί κατ’ ἐπέκτασιν καί ὅλους τους ὁμόφρονές του. Μέ τήν λανθασμένη ἑρμηνεία, πού δίδει ὁ π. Εὐθύμιος στά πατερικά κείμενα, τινάζει κυριολεκτικά στόν ἀέρα ὅλο τόν Συνοδικό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας καί εἰσάγει ἕνα πνεῦμα ἀκαταστασίας καί ἀνταρσίας, ὅπου ὁ κάθε πιστός καλεῖται νά ὑποκαταστήσει τίς Συνόδους καί νά γίνει κριτής καί δικαστής τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ κάθε ἐπισκόπου.
Δέν θά σχολιάσουμε ἀποσπάσματα λόγων καί ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τά ὁποία παραθέτει στή συνέχεια, διότι ἡ ἀπάντηση γιά ὅλ’αὐτά ἔχει ἤδη δοθεῖ μέ ὅσα ἐλέχθησαν στίς παραγράφους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου.
Ἐρχόμαστε στήν παράγραφο τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ἐδῶ κάνει λόγο γιά τίς τρεῖς ἐπιστολές, πού ἔστειλε ὁ Ἅγιος Κύριλλος πρός τόν Νεστόριο, μέ τίς ὁποῖες προσπαθεῖ νά τόν νουθετήσει καί νά τόν ἐπαναφέρει στήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία. Δέν διακόπτει δηλαδή ὁ Ἅγιος ἀμέσως τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του, ὅπως θά ἐνεργοῦσε ὁ π. Εὐθύμιος, ἄν ἦταν στή θέση του, ἄν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας τά ὅσα περί «ἐξ ἐνστίκτου ἀποτειχίσεως» (σελ. 84-85) ἀναφέρει, ἤ ὅσα σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ βιβλίου του ἀναφέρει : «ὁ πραγματικά Ὀρθόδοξος ἐνεργεῖ εἰς τά θέματα τῆς πίστεως ἐμπειρικά καί δέν χρειάζεται κανόνας διά νά ὁριοθετήσει τήν γραμμή του, ἀλλά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς πάραυτα» (σελ. 26). Ἄν ὅμως «δέν χρειάζεται κανόνας διά νά ὁριοθετήσει τήν γραμμή του», τότε γιατί ἔκανε τόν κόπο νά γράψει ἕνα ὁλόκληρο βιβλίο, γιά νά ἑρμηνεύσει τόν 15ο Κανόνα τῆς ΑΒ΄; Ὁ Ἅγιος ἀντιμετωπίζει τόν Νεστόριο σάν ἄρρωστο μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί σάν σοφός ἰατρός κάνει ὅ,τι εἶναι δυνατόν γιά τήν θεραπεία του. Ὅταν, ὅμως, διαπίστωσε, μετά τίς δύο πρῶτες ἐπιστολές, ὅτι δέν θεραπεύεται, ἀναγκάζεται στήν τρίτη, νά τον ἀπειλήσει ὅτι, ἄν δέν παύσει τίς αἱρετικές του διδασκαλίες, θά διακόψει κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του[19]. Εἶναι δέ λάθος αὐτό πού ἀναφέρει, ὅτι δῆθεν ὁ Ἅγιος «θά διέκοπτε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του χωρίς νά ἔχει καταδικαστεῖ ἀπό Σύνοδο ὁ Νεστόριος» (σελ. 108), διότι ὁ Ἅγιος διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο μετά ἀπό δύο Τοπικές Συνόδους, μία στήν Ρώμη ἀπό τόν Πάπα Κελεστίνο καί μία στήν Ἀλεξάνδρεια ἀπό τόν Ἅγιο, πού ἔγιναν τό ἴδιο ἔτος τό 430[20]. Τό ὅτι προηγήθηκαν οἱ δύο αὐτές Σύνοδοι καί κατόπιν ἐπακολούθησε ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Νεστορίου, φαίνεται καί ἀπό τήν ἐπιστολή, πού ἔστειλε ὁ Ἅγιος πρός τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς Κωνσταντινουπόλεως : «Τοῖς ἀγαπητοῖς καί ποθεινοτάτοις ἀδελφοῖς πρεσβυτέροις, διακόνοις, καί λαῶ Κωνσταντινουπόλεως, Κύριλλος ἐπίσκοπος, καί ἡ συνελθοῦσα Σύνοδος ἐν Ἀλεξανδρεία ἐκ τῆς Αἰγυπτιακῆς διοικήσεως, ἐν Κυρίω χαίρειν… Ἐπειδή δέ καί ἐξ ὧν παρ’ ὑμίν ἐπ’ ἐκκλησίας λαλῶν οὗ παύεται καί ἐκ τῶν ἐγγράφως ἐξηγήσεων αὐτοῦ πεπλανημένον εὐρίσκομεν καί οὗ μετρίως δυσσεβούντα περί τήν πίστιν, λοιπόν ἀναγκαίως ἤλθομεν ἐπί τό χρῆναι διά Συνοδικοῦ γράμματος αὐτῶ διαμαρτύρασθαι, ὡς εἰ μή ἀποσχοιτο τήν ταχίστην τῶν ἑαυτοῦ καινοτομιῶν καί κατά τήν ὁρισθεῖσαν προθεσμίαν παρά τοῦ ὀσιωτάτου καί θεοσεβεστάτου τῆς Ρωμαίων Ἐκκλησίας ἐπισκόπου Κελεστίνου… οὐδένα κοινωνίας ἔχει τόπον πρός τούς ἱερέας τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἔσται πάντων ἀλλότριος…»[21]. Ἡ παραπάνω ἐπιστολή εἶναι ἕνα Συνοδικό κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Ἀλεξανδρείας, μέ τήν ὁποία ὁ Ἅγιος ἀφ’ ἑνός μέν ἐφιστᾶ τήν προσοχή τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ πάνω στόν κίνδυνο τῆς αἱρέσεως, ἀφ’ ἑτέρου δέ τούς ἐνημερώνει ὅτι ἡ Σύνοδος ἔστειλε Συνοδικό γράμμα πρός τόν Νεστόριο καί τοῦ ἔδωσε προθεσμία, ἀπό κοινοῦ μέ τόν Πάπα Κελεστίνο, ὅτι «εἰ μή ἀπόσχοιτο», ἐάν δέν ἀπομακρυνθεῖ καί δέν ἀναθεματίσει τίς αἱρετικές του διδασκαλίες, «οὐδένα κοινωνίας ἔχει τόπον», θά παύσουν πλέον νά ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅταν ἐγράφη τό Συνοδικό γράμμα, ἡ Σύνοδος εἶχε μέν καταδικάσει καί τόν Νεστόριο καί τίς αἱρετικές του διδασκαλίες, ὡστόσο δέν ἔκρινε σκόπιμο νά διακόψει ἀμέσως τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του. Αὐτό θά γινόταν μόνο μετά τήν λήξη τῆς προθεσμίας καί μέ βάση τίς δύο αὐτές Τοπικές Συνόδους. Καί στήν προκειμένη δηλαδή περίπτωση ἔχουμε διακοπή ἐκκλησιαστικῆς  κοινωνίας μετά καί ὄχι πρό Συνοδικῆς κρίσεως. Ἀπό τό ἴδιο Συνοδικό κείμενο, ἐπίσης, φαίνεται ὅτι ὁ Ἅγιος τότε μόνον προτρέπει τόν λαό νά ἀποσχισθεῖ ἀπό τόν Νεστόριο, ἐφ’ ὅσον ἀποδειχθεῖ ἀμετάπειστος στίς αἱρετικές του διδασκαλίες : « ...μήτε κοινωνεῖν αὐτῶ, εἰ μένει λύκος ἀντί ποιμένος». Ἡ εἴδηση, πού μᾶς μεταφέρει ὁ Ἅγιος, ὅτι ὁ λαός, ὅταν γιά πρώτη φορά ἄκουσε τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ Νεστορίου ἔφυγε ἀμέσως ἀπό τόν Ναό μέ βοή καί ἀλαλαγμό : «καί γέγονε μέν κραυγή μεγάλη παρά παντός του λαοῦ καί ἐκδρομή…», δείχνει μέν πόσο ἀνεπτυγμένο ἦταν τότε τό Ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ καί ὅτι διέκοψε πρό Συνοδικῆς κρίσεως κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο, ὡστόσο ὅμως ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ δέν δικαιώνεται καί δέν βρίσκει κανένα στήριγμα σέ κανένα Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε καί σέ αὐτόν ἀκόμη τόν 15ο τῆς ΑΒ΄, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ «δι’ αἵρεσιν τινά παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην». Ἄν ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ εἶχε υἱοθετηθεῖ ὡς νόμος μέσα στήν Ἐκκλησία, θά εἶχε ἀποτυπωθεῖ μέ κάποιον συγκεκριμένο Κανόνα στήν ἀμέσως ἐπακολουθήσασα Γ΄Οἰκουμενική Σύνοδο. Τέτοιος ὅμως κανόνας δέν ὑπάρχει. Ἑπομένως, ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσει παράδειγμα πρός μίμηση καί γραμμή πλεύσεως στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
4. Πατέρες 6ου καί 7ου αἰῶνος.
Ἀπό τούς Πατέρες τοῦ 6ου καί 7ου αἰῶνος ὁ π. Εὐθύμιος ἀναφέρει τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί τόν Ἅγιο Σωφρόνιο Ἱεροσολύμων. Σχετικά μέ τόν Ἅγιο Μάξιμο ἔχουμε ἤδη ἀναφερθεῖ ἐν ὀλίγοις στήν παράγραφο, πού ἀναφέρεται στόν Μέγα Βασίλειο. Ἐδῶ ἐπιπλέον προσθέτουμε τά ἑξῆς. Καί σ’ αὐτόν τόν Ἅγιο παρατηροῦμε τήν ἴδια διαγωγή, ὅπως καί μέ τόν Ἅγιο Κύριλλο. Ὅλα τά ἀποσπάσματα τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου, τά ὁποία παραθέτει ὁ  π. Εὐθύμιος, τοποθετοῦνται χρονολογικά μετά τήν σύλληψή του ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Κώνστα καί τήν ἀπολογία του ἐνώπιον του αὐτοκράτορος καί τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παύλου, ὅπως καί κατά τόν χρόνο τῆς πρώτης ἐξορίας του στήν Βιζύη τῆς Θράκης, δηλαδή μετά τήν Τοπική Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων (ἐπί Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Σωφρονίου), τίς Τοπικές Συνόδους τῆς Ἀφρικῆς (τῶν ἐπαρχιῶν Νουμιδίας, Βυζακινῆς, Μαυριτανίας καί Ἀνθυπατικής Ἀφρικῆς), καί τήν Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ. Ἑπομένως ὁ Ἅγιος σ’ ὅλες τίς διαδοχικές ἀνακρίσεις καί πιέσεις, πού ἐδέχθη, εἶχε πρό ὀφθαλμῶν του ὅλες τίς ἀποφάσεις ὅλων τῶν παραπάνω Συνόδων καί μάλιστα αὐτῆς τοῦ Λατερανοῦ (449), στήν ὁποία, ὅπως ἐλέχθη, καταδικάστηκε ὄχι μόνον ἡ αἵρεση, ἀλλά ἐπιπλέον ἀναθεματίστηκαν οἱ αἱρετικοί Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Πύρρος καί Παῦλος. Ὁ Ἅγιος διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς Πατριάρχες, βασιζόμενος στίς παραπάνω Συνοδικές ἀποφάσεις καί ἀναθεματισμούς. Αὐτό φαίνεται καθαρά ἀπό τά ἴδια τά κείμενα. Γιά παράδειγμα, στήν ἀνάκριση, πού δέχθηκε ἀπό τούς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα προκειμένου νά τόν μεταπείσουν, τοῦ ἔθεσαν τό ἑξῆς ἐρώτημα : «Τότε λέγει πρός αὐτόν ὁ ἔπαρχος : κοινωνεῖς τῆ Ἐκκλησία τῶν ὧδε ἤ οὐ κοινωνεῖς; - Ἀπεκρίθη καί εἶπε: οὗ κοινωνῶ. - Λέγει αὐτῶ διά τί; - Ἀπεκρίθη : Ὅτι ἔξω ἔβαλε τάς Συνόδους»[22]. Δηλαδή δέν κοινωνεῖ ἐκκλησιαστικά, ὄχι γιατί ὁ ἴδιος ἀπό τήν ἰδική του προσωπική κρίση ἔβγαλε τό συμπέρασμα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως βρίσκεται στήν αἵρεση, ἀλλά διότι «ἔξω ἔβαλε τάς Συνόδους», διότι ἀπέρριψε τίς Τοπικές Συνόδους, πού ἀναφέραμε παραπάνω. Ἑπομένως εἶναι μεγάλο λάθος αὐτό, πού ἀναφέρει παρακάτω, ὅτι «ἡ ἀποτείχισις αὐτή τοῦ Ὁσίου ἐγίνετο πρό συνοδικῆς κρίσεως, δηλαδή πρίν καταδικαστοῦν οἱ αἱρετικοί πατριάρχες καί ἐπίσκοποι ἀπό Σύνοδο» (σελ. 116).
Ἔχουμε καί ἄλλη μία χαρακτηριστική μαρτυρία τοῦ Ἁγίου, κατά τόν χρόνο τῆς πρώτης ἐξορίας του στήν Βιζύη, πού ἀποδεικνύει τό Συνοδικό του φρόνημα. Ὅταν ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Πατριάρχου ἐπίσκοπος Θεοδόσιος ἐπρότεινε στόν Ἅγιο νά ἔλθει σέ κοινωνία μαζί τους μέ τήν ὑπόσχεση ὅτι ἐγγράφως θά ἀποδεχθεῖ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὁ Ἅγιος καί πάλι  ἀρνήθηκε: «Καί τότε ἀποκριθεῖς ὁ Θεοδόσιος ἐπίσκοπος εἶπε… εἰ τί εἶπαν οἱ Πατέρες λέγω καί ἐγγράφως εὐθέως ποιῶ, δύο φύσεις καί δύο θελήματα καί δύο ἐνεργείας. Καί εἴσελθε μεθ’ ἡμῶν κοινωνήσων, καί γενέσθω ἕνωσις. - Δέσποτα, ἐγώ οὐ τολμῶ δέξασθαι συγκατάθεσιν παρ’ ὑμῶν ἔγγραφον περί τοιούτου πράγματος, ψιλός ὑπάρχων μοναχός. Ἀλλ’ ἐάν κατένυξεν ὑμᾶς ὁ Θεός, τάς τῶν Ἁγίων Πατέρων δέξασθαι φωνάς, καθώς ἀπαιτεῖ ὁ Κανών, πρός τόν Ρώμης περί τούτου ἐγγράφως ἀποστείλατε, ἤγουν ὁ Βασιλεύς καί ὁ Πατριάρχης καί ἡ κατ’ αὐτόν Σύνοδος. Ἐγώ γάρ οὐδέ τούτων γενομένων κοινωνῶ, ἀναφερομένων τῶν ἀναθεματισθέντων ἐπί τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς»[23]. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος δέν θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἁρμόδιο, γιά νά πραγματοποιήσει τήν ἕνωση μέ τούς αἱρετικούς, παρ’ ὅλο πού αὐτός ἦταν ἡ ψυχή τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος καί πάνω στήν διδασκαλία του στηρίχθηκαν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ. Ἡ ἕνωσις ἔπρεπε νά γίνει πάλι μέ νέα Σύνοδο, ἡ ὁποία θά ἀποδεχθεῖ τούς αἱρετικούς, ἐπιστρέφοντας στήν Ὀρθόδοξο πίστη, καί θά ἄρη τά ἀναθέματα. Γι’ αὐτό καί προτρέπει τόν Θεοδόσιο : «πρός τόν Ρώμης περί τούτου ἐγγράφως ἀποστείλατε», νά στείλουν δηλαδή ἔγγραφο ὁμολογίας πίστεως στόν ἐπίσκοπο Ρώμης, ὥστε ἐκεῖνος στή συνέχεια μέ βάση τήν ὁμολογία αὐτή, νά συγκαλέσει Σύνοδο, γιά νά γίνει ἐπίσημα Συνοδική ἀποκατάστασις. Ἑπομένως, εἶναι λανθασμένα τά συμπεράσματα, πού βγάζει στή συνέχεια ὁ π. Εὐθύμιος, ὅτι δῆθεν «στίς συζητήσεις μέ τούς ἀντιπροσώπους τοῦ αὐτοκράτορα καί τοῦ Πατριάρχου στήν ἐξορία καί στήν Κωνσταντινούπολη, οὐδόλως ἀνέφερε ὁ Ὅσιος τήν Σύνοδο τῆς Ρώμης, ἀλλά πάντοτε προέβαλε τό Ὀρθόδοξο δόγμα σέ ἀντιπαράθεση μέ τήν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ» (σελ. 128).
Σχετικά μέ τόν Ἅγιο Σωφρόνιο Ἱεροσολύμων ὁ π. Εὐθύμιος ἀναφέρει ἀπόσπασμα τοῦ λόγου του «Περί ἐξαγγελιῶν», μέ τό ὁποῖο ὁ Ἅγιος ταυτίζεται, πλήρως θά λέγαμε, μέ τόν 15ο Κανόνα τῆς ΑΒ΄: «Εἰ δέ τινές ἀποσταῖεν τινός οὐ διά πρόφασιν ἐγκλήματος, ἀλλά δι’ αἵρεσιν ὑπό Συνόδου ἤ Ἅγίων Πατέρων κατεγνωσμένην, τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι, ὡς οἱ Ὀρθόδοξοι»[24]. Πράγματι ἐδῶ ὁ Ἅγιος ἐπιτρέπει τήν ἀποτείχιση ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο μόνον ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ αἵρεση ἔχει καταγνωσθεῖ ἀπό Σύνοδο ἤ ἀπό Ἁγίους Πατέρες. Μέ τήν παραπάνω φράση ὁ Ἅγιος δέν ἀποκλείει τήν ἀναγκαιότητα τῆς ὀνομαστικῆς Συνοδικῆς καταδίκης του αἱρετικοῦ ἐπισκόπου. Ἐάν ἐννοοῦσε κάτι τέτοιο, θά τό ἔλεγε μέ σαφήνεια. Ὁ τρόπος τῆς διατυπώσεως αὐτῆς τῆς φράσεως τοῦ Ἁγίου, μᾶς βοηθᾶ νά καταλάβουμε καλύτερα τόν προαιρετικό χαρακτήρα τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄. Ὁ Ἅγιος λέγει : «εἰ δέ τινές ἀποσταῖεν…», ἐάν δηλαδή κάποιοι ἀποστατήσουν, ἀποτειχιστοῦν, αὐτοί «τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι». Ὁ Ἅγιος δέν λέγει : «ὀφείλουν οἱ πάντες νά ἀποστατήσουν, νά ἀποτειχιστοῦν». Ἐάν ὁ λόγος του εἶχε ὑποχρεωτικό χαρακτήρα, δέν θά εἶχε αὐτή τήν διατύπωση: «Ἐάν κάποιοι…».
Ἡ ἀποτείχισις στά χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας.
Στό κεφάλαιο αὐτό ὁ π. Εὐθύμιος ἀναφέρει ὁρισμένους Ἁγίους καί Ὁμολογητάς, πού ἀγωνίστηκαν σθεναρά ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τῆς Εἰκονομαχίας, ὑπέφεραν διωγμούς, μερικοί ἀπό αὐτούς ἐμαρτύρησαν γιά τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως, καί οἱ ὁποῖοι βέβαια ἀποτειχίστηκαν ἐκκλησιαστικά ἀπό τούς εἰκονομάχους Πατριάρχες. Κατά περίεργο τρόπο ὅμως ἀγνοεῖ (σκόπιμα ἄραγε;) τόν Μεγάλο Πατέρα καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας Ὅσιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό. Ὁ Μέγας αὐτός Πατήρ ὑπῆρξε ὁ πνευματικός ἡγέτης τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος κατά τῶν Εἰκονομάχων, ὄχι μόνον διότι μέ τίς τρεῖς περίφημες πραγματεῖες του «Περί τῶν ἱερῶν εἰκόνων»[25], κονιορτοποίησε κυριολεκτικά τά θεολογικά ἐπιχειρήματα τῶν εἰκονομάχων, ἀλλά καί διότι πρωτοστάτησε στήν σύγκληση Τοπικῆς Συνόδου στή Συρία τό 726 (δηλαδή μέ τήν ἔναρξη τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος), ἡ ὁποία καταδίκασε τήν αἵρεση. Μέ τήν Σύνοδο αὐτή ἔχουμε τήν πρώτη καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί ἑπομένως ἡ αἵρεση ἦταν ἤδη κατεγνωσμένη Συνοδικά ἀπό τό 726. Ἐπίσης, ὁ π. Εὐθύμιος ἀγνοεῖ ἤ θέλει νά ἀγνοεῖ, μία ἄλλη πολύ σπουδαιότερη Σύνοδο, τήν Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ, πού ἔγινε τό 769 στή Ρώμη, στήν ὁποία συμμετεῖχαν τά τέσσερα ἀπό τά πέντε Πατριαρχεῖα (Ρώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων). Ἡ Σύνοδος αὐτή, πού μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἦταν σχεδόν Οἰκουμενική, κατεδίκασε καί πάλι τήν αἵρεση καί εἰδικότερα τήν Εἰκονομαχική Σύνοδο τῆς Ἱέρειας (754). Ἐδῶ δηλαδή ἔχουμε καταδίκη ὄχι μόνον τῆς αἱρέσεως, ἀλλά καί τῶν εἰκονομάχων ἐπισκόπων, πού ἔλαβαν μέρος στή Σύνοδο αὐτή. Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὅλος ὁ ἀντιαιρετικός ἀγώνας ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος δέν ἔγινε πρό συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης τῆς αἱρέσεως, ἀλλά μετά ἀπό Συνοδική κρίση : α) τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Συρίας (726), β) τῆς Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ (769) καί γ) τῆς Ζ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787). Οἱ δέ Ἅγιοι Πατέρες καί Ὁμολογητές, ὅλος ὁ λαός, ὁ κλῆρος καί οἱ μοναχοί εἶχαν πρό ὀφθαλμῶν τους τίς παραπάνω Συνόδους, καθώς καί τά συγγράμματα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ὡς ὁδηγό καί γραμμή πλεύσεως στήν ἀποτείχισή τους ἀπό τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους. Ἀποτειχίστηκαν δέ ὄχι ἐφαρμόζοντες τόν 15ο Κανόνα τῆς ΑΒ΄, ὅπως θέλει νά πιστεύει ὁ π. Εὐθύμος, ἀλλά μέ βάση τίς παραπάνω Συνόδους, καθώς καί τούς Κανόνες Α΄, Β΄ καί Ζ΄ τῆς     Γ΄Οἰκουμενικῆς. Ἐξάλλου, ἄν ἑξαιρέσουμε τόν Ἅγιο Στέφανο τόν Νέο καί τούς Ἁγίους, πού ἐμαρτύρησαν στά χρόνια του εἰκονομάχου Πατριάρχου Ἀναστασίου, ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἁγίων, πού ἐμαρτύρησαν ἤ ἐδιώχθησαν ἀπό τούς αἱρετικούς, τοποθετοῦνται στήν περίοδο μετά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική, ὅπως τοῦτο σαφέστατα φαίνεται καί ἀπό τόν κατάλογο τῶν ὀνομάτων, πού παραθέτει ὁ π. Εὐθύμιος (σελ. 138-139). Οἱ μή ἀποτειχισθέντες ἐπίσκοποι, γιά τούς ὁποίους κάνει ἐκτενῆ λόγο ο π. Ευθύμιος (σελ. 132-137), ὀρθῶς ἐθεωρήθησαν ἔνοχοι καί ὑπόλογοι ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς, διότι δέν ἔλαβαν ὑπ’ ὄψιν τους τίς δύο προηγούμενες Συνόδους, τήν Σύνοδο τῆς Συρίας (726) καί τήν Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (769). Μέ βάση τά παραπάνω, δέν εὐσταθεῖ τό συμπέρασμά του ὅτι δῆθεν «ὅλος ὁ ἀγώνας τῶν ὁμολογητῶν κατά τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας ἐγίνετο χωρίς κἄν ἡ αἵρεσις νά εἶναι κατεγνωσμένη» (σελ. 131).  
Ὅσιος Θεόδωρος Στουδίτης
Στό κεφάλαιο αὐτό ὁ π. Εὐθύμιος ἀναφέρει κατ’ ἀρχήν ὅτι «ὁ Ὅσιος θεωροῦσε αἵρεση τήν δημοσία καί συνοδική ἀθέτηση ἔστω καί μιᾶς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς» (σελ. 143). Σχετικά μέ τό τί εἶναι αἵρεση ἔχουμε τόν ἐπίσημο ὁρισμό, πού μᾶς δίδει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶναι καταχωρημένος στόν πρῶτο του Κανόνα, πού ὑπάρχει μέσα στό Πηδάλιο (σελ. 587) : «Αἱρέσεις μέν (ὀνόμασαν οἱ παλαιοί) τούς παντελῶς ἀπερρηγμένους καί κατ’ αὐτήν τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους». Δέν ταυτίζει δηλαδή ἐδῶ ὁ Μέγας Βασίλειος τήν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως μέ τήν ἁμαρτία καί ἀθέτηση κάθε ἄλλης εὐαγγελικῆς ἐντολῆς. Τήν ἴδια διάκριση μεταξύ ἁμαρτίας τῆς αἱρέσεως καί ἄλλης φύσεως ἁμαρτημάτων βλέπουμε νά κάνουν καί οἱ Κανόνες 13ος, 14ος καί 15ος τῆς ΑΒ΄, γιά τούς ὁποίους ἔγινε ἤδη λόγος προηγουμένως. Αὐτή ἡ διάκρισις, πού ἔχει ἀποτυπωθεῖ στούς παραπάνω Κανόνες, ἀποτελεῖ καί τήν ἐπίσημη θέση τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ἡ γνώμη ἑνός μεμονωμένου Ἁγίου, τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Σ’ αὐτήν ἀντίληψη τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου περί αἱρέσεως ὀφείλεται καί ἡ ὀξύτατη ἀντίδρασή του στόν παράνομο γάμο τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ ΣΤ΄ μέ τήν συγγενῆ τοῦ Ὁσίου Θεοδότη, τόν ὁποῖο ὅμως (γάμο) ἐδέχθη κατ’ οἰκονομίαν ὁ Ἅγιος καί Ὁμολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος, τόν ὁποῖο ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἀποκαλοῦσε «μοιχειανό» γιά ἕνα διάστημα. Ὅπως δέ εὔστοχα ἔχει παρατηρηθεῖ «τά παλαιότερα προσωρινά σχίσματα τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου γιά τίς οἰκονομίες τῶν Ἁγίων Πατριαρχῶν Ταρασίου καί Νικηφόρου ‘οὐ μικρόν πτῶμα τοῖς πατράσιν ἔδοξε, ἀλλ’ ὅμως πάλιν διορθώσατο’»[26]. Ἀκόμη καί ὁ βιογράφος του, Μιχαήλ ὁ Στουδίτης, δέν τολμᾶ νά ὑποστηρίξει τήν πράξη τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου[27]. Τά σχίσματα αὐτά κατέκριναν μεταξύ ἄλλων οἱ ἱεροί Μεθόδιος καί Δοσίθεος[28]. Ἐπίσης, δέν τά ἀκολούθησαν ἄλλοι μοναχοί ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι ἀνεδείχθησαν μεγάλοι Ἅγιοι. Τέτοιος ἦταν ὁ μέγας Ὁμολογητής Θεοφάνης, ὁ ὁποῖος στήν «Χρονογραφία» του ἀναφέρει τήν ἀπόσχιση τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου ἀπό τήν ‘Ἁγία Ἐκκλησία’ καί τόν ‘ἁγιώτατο πατριάρχη’ Νικηφόρο. Ἡ αἰτία τῆς κατακρίσεώς τους ἦταν ὅτι δέν ὑπῆρχε ζήτημα πίστεως, ἀλλά ἀπόκλιση ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες. Βέβαια ὁ Ὅσιος Θεόδωρος εἶναι Μέγας Ὁμολογητής ἕνεκα τῶν ἠρωϊκῶν ἀγώνων του ἔναντι τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως. Μόνο τά προσωρινά σχίσματά του γιά τίς ἀνωτέρω οἰκονομίες δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσουν κανόνα γιά τήν Ἐκκλησία». Ὄχι μόνον δέ οἱ παραπάνω ἀναφερθέντες Ἅγιοι ἀποδοκίμασαν τά σχίσματα τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου, ἀλλά καί οἱ Ἅγιοι Μεθόδιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ὅσιος Ἰωαννίκιος, Μιχαήλ Συνάδων, Εὐθύμιος Σάρδεων, Αἰμιλιανός Κυζίκου, Θεοφύλακτος Νικομηδείας, Δανιήλ ὁ Στυλίτης κ.ἄ[29].
Μέγας Φώτιος
Στό κεφάλαιο αὐτό ὁ π. Εὐθύμιος παραθέτει δύο ἀποσπάσματα λόγων τοῦ Ἁγίου[30], στά ὁποῖα οὐσιαστικά ὁ Ἅγιος ἐπαναλαμβάνει τήν πλούσια προγενέστερη πατερική παράδοση σχετικά μέ τήν στάση τῶν πιστῶν ἀπέναντι στούς αἱρετικούς. Ἑπομένως, δέν χρειάζεται νά τά σχολιάσουμε, διότι ἡ ἀπάντηση ἔχει ἤδη δοθεῖ μέ ὅσα ἐλέχθησαν στά κεφάλαια τῶν προγενεστέρων μεγάλων Πατέρων. Ἐδῶ τοῦτο μόνον θά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ Ἅγιος, γράφοντας γιά τήν στάση τῶν πιστῶν ἀπέναντι στούς αἱρετικούς, μέ κανέναν τρόπο δέν ἀποσκοποῦσε νά ἀχρηστεύσει ἤ νά περιθωριοποιήσει τόν πρωταρχικό ρόλο τῶν Συνόδων στήν διάγνωση καί κατάγνωση τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν, ὅπως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὁ π. Εὐθύμιος : «χωρίς διαδικασίες ἤ ἀποφάσεις Συνόδων» (σελ. 148). Οὔτε κατά διάνοιαν μιά τέτοια σκέψη. Διότι πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Ἅγιος νά ἀγνοήσει ἕνα θεσμό, ὁ ὁποῖος εἶχε παγιωθεῖ πλέον ὡς παράδοσις ἐννέα αἰώνων στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καθ’ ὄν χρόνον μάλιστα ὁ ἴδιος ὡς Πατριάρχης Κων/λεως συνεκρότησε δύο Συνόδους, τήν Πρωτοδευτέρα, καί τήν Σύνοδο τοῦ 879, ἡ ὁποία στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖται ὡς ἡ Ἡ΄ Οἰκουμενική, μέ τήν ὁποία μάλιστα ἐπέφερε τό πρῶτο καίριο πλῆγμα κατά τοῦ Παπισμοῦ;
Ἡ ἀποτείχισις σέ ἐπίπεδο Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν
Στό κεφάλαιο αὐτό ὁ π. Εὐθύμιος ἐξετάζει τήν περίπτωση, πού μιά ὁλόκληρη Τοπική Ἐκκλησία ἔχει ἐκπέσει σέ μιά αἵρεση, ὅπως τοῦτο γιά παράδειγμα συνέβη μέ τήν Τοπική Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰώνα, μέ τό νά ἀποδεχθεῖ ἐπίσημα τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Filioque, ἐξέπεσε στήν κατάσταση τῆς αἱρέσεως. Εἶναι μεγάλο λάθος αὐτό πού ἀναφέρει, ὅτι «ὁσάκις μιά Τοπική Ἐκκλησία ἀπεδέχετο δημοσίως καί συνοδικῶς μιά αἵρεση, οἱ ἄλλες Τοπικές Ἐκκλησίες ἀπεσχίζοντο ἀπό αὐτή πρό συνοδικῆς κρίσεως» (σελ. 150). Οὐδέποτε μία Τοπική Ἐκκλησία ἀπεσχίσθη ἀπό ἄλλη, λόγω αἱρέσεως, χωρίς Συνοδική κρίση καί ἀπόφαση. Εἰδικά γιά τήν περίπτωση τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἡ Συνοδική καταδίκη της, λόγω τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Filioque, προϋπῆρχε ἤδη ἀπό τόν 9o αἴωνα στή Σύνοδο τοῦ 879. Τό ἀπόσπασμα τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, πού ἀναφέρεται στήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν καιρό τῆς Εἰκονομαχίας εἶναι πολύ διαφωτιστικό : «ἐφ’ οἶς ἐτμήθη ἡ τῆδε ἐκκλησία τῶν ἑτέρων τεττάρων ἀναθεματισμοῖς ὑποβαλλομένη αἰωνίοις σφραγίδι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[31]. Δηλαδή ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπεκόπη ἀπό τίς ἄλλες Τοπικές Ἐκκλησίες, τίς Ἐκκλησίες τῶν ἄλλων τεσσάρων Πατριαρχείων, μέ αἰώνια ἀναθέματα. Ἐδῶ προφανῶς ὁ Ἅγιος ἔχει ὑπ’ ὄψιν του τήν Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (769), διότι κατά τήν Σύνοδο αὐτή καταδικάστηκε ἡ αἵρεση καί ἡ ἐκπεσοῦσα στήν αἵρεση Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί σ’ αὐτήν ἐπίσης ἐκφωνήθηκαν τά ἀναθέματα.
Ἡ προσπάθεια, τήν ὁποία καταβάλλει στή συνέχεια ὁ π. Εὐθύμιος, νά προσαρμόσει τήν ἀπόσχιση μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀπό ἄλλες μέ τό περιεχόμενο τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ εἶναι τελείως ἄστοχο, διότι ὁ ἐν λόγω Κανόνας δέν κάνει λόγο γιά ἀποτειχίσεις σέ ἐπίπεδο Ἐκκλησιῶν, ἀλλά σέ ἐπίπεδο προσώπων, συγκεκριμένων αἱρετικῶν. Ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως ἀπό τά δίπτυχα του Πάπα Σεργίου τό 1009 ἀπό τόν Πατριάρχη Σέργιο, (σελ. 154), πού σημαίνει οὐσιαστικά τήν ἀποτείχιση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, δέν ἔγινε σέ ἐπίπεδο προσώπων, ἀλλά σέ ἐπίπεδο Ἐκκλησιῶν. Ὅταν μιά Ἐκκλησία ἀποτειχίζεται ἀπό ἄλλη Ἐκκλησία, αὐτό γίνεται πάντοτε Συνοδικῶς καί ποτέ σέ προσωπικό ἐπίπεδο Πατριαρχῶν. Ἄρα, ὁ  Πατριάρχης Σέργιος ἀπεσχίσθη ἀπό τόν Πάπα καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης μετά ἀπό Συνοδική ἀπόφαση τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στήν ὁποία ἀσφαλῶς καταδικάστηκε καί ὁ Πάπας Σέργιος ὡς αἱρετικός. Ἡ φράση, πού ἀναφέρει παρακάτω, περιέχει ἀντίφαση καί παραλογισμό : «Ὁ Πατριάρχης λοιπόν Κωνσταντινουπόλεως (μετά τῆς περί αὐτόν Συνόδου) ἀπεσχίσθη ἀπό τόν Πάπα πρό συνοδικῆς κρίσεως (δηλ. Οἰκουμενικῆς Συνόδου)…» (σελ. 154). Ἐδῶ ἀφήνει ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ Τοπική Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπεσχίσθη ἀπό αὐτήν τῆς Ρώμης πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἐπειδή δέν συνεκρότησε Οἰκουμενική Σύνοδο. Ὡστόσο, ὅπως εἶναι γνωστό ἀπό τήν Συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μία Τοπική Ἐκκλησία δέν ἀποσχίζεται ἀπό ἄλλη Τοπική μέ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά μέ Τοπική.
Ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἐπί Πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου 
Σχετικά μέ τήν ἀποτείχιση καί τόν μαρτυρικό θάνατο τῶν ἐν λόγω Ἁγίων Πατέρων, ὁ π. Εὐθύμιος παρουσιάζει τό θέμα, ἀποσιωπώντας οὐσιαστικές λεπτομέρειες, οἱ ὁποῖες βέβαια δέν τόν βοηθοῦν νά βγάλει τά συμπεράσματα, πού θέλει. Κατ’ ἀρχήν πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι, μετά τό σχίσμα τοῦ 1054, ὅποτε διεκόπη πλέον ἐπίσημα πάσα ἐκκλησιαστική κοινωνία ὅλων τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς μέ τήν Ρώμη, ἐδημιουργήθησαν στό Βυζάντιο δύο θρησκευτικές παρατάξεις, πού ἀντιστοιχοῦσαν σέ δύο θεολογικά ρεύματα : τό ῥεῦμα τῶν Ἑνωτικῶν ἤ Λατινοφρόνων καί τό ῥεῦμα τῶν ἀνθενωτικῶν ἤ Ὀρθοδόξων. Οἱ πρῶτοι, ἐπηρεασμένοι σέ μεγαλύτερο ἤ μικρότερο βαθμό ἀπό τήν Λατινική θεολογία καί τίς αἱρετικές διδασκαλίες τῶν Παπικῶν, ἦταν ἄνθρωποι μέ μειωμένη Ὀρθόδοξο αὐτοσυνειδησία, ἐνεφανίζοντο ὡς ὑπέρμαχοι τῆς ἑνώσεως καί πίστευαν ὅτι μέ ὁρισμένους συμβιβασμούς καί ὑποχωρήσεις σέ θέματα πίστεως θά μποροῦσε νά ἐπιτευχθεῖ καί πάλι ἡ ἕνωσις Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἡ ὁποία βέβαια ἐθεωρεῖτο ὡς ἐπιτακτική ἀνάγκη, προκειμένου ἔτσι νά ἐξασφαλιστεῖ στρατιωτική βοήθεια ἀπό τόν Πάπα γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν Ὀθωμανῶν. Γι’ αὐτό καί πρωτοστατοῦσαν στούς διαλόγους μέ τούς Παπικούς, πού ἔγιναν οὐκ ὀλίγοι ἀπό τό σχίσμα καί ἐντεῦθεν. Δέν μποροῦσαν νά ἐννοήσουν ὅτι στά θέματα τῆς πίστεως δέν χωροῦν συμβιβασμοί καί πολιτικές σκοπιμότητες. Ἀντίθετα οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀκολουθοῦντες τήν μακραίωνα Ἀποστολική καί Πατερική Παράδοση, δέν ἐδέχοντο κανένα συμβιβασμό, πού αὐτό θά ἐσήμαινε προδοσία τῆς πίστεως καί ἀπώλεια τῆς σωτηρίας, καί καμμία ὑποχώρηση, ἀκόμη καί ἄν ἐπρόκειτο γιά τήν σωτηρία τῆς πατρίδος. Ἦταν μάλιστα ἕτοιμοι νά θυσιάσουν καί τή ζωή τους ἀκόμη, χάριν τῆς πίστεως. Ἐτοποθετοῦσαν, πολύ σωστά, σέ πρώτη προτεραιότητα τήν πίστη καί μετά τήν πατρίδα, διότι ἐπίστευαν ὅτι ἡ πατρίδα δέν θά σωθεῖ ἀπό τόν Πάπα, ἀλλά μόνο ἀπό τόν Θεό, ἐφ’ ὅσον διαφυλαχθεῖ ἡ ἀκεραιότητα τῆς πίστεως. Βέβαια ἡ ἱστορική συνέχεια τῶν πραγμάτων ἐδικαίωσε τελικά τους Ὀρθόδοξους καί ὄχι τούς Λατινόφρονες. Ἐντεῦθεν προέκυψε μιά ἀένναη καί ἀκατάπαυστη πάλη καί ἀνταγωνισμός μεταξύ τῶν δύο μερίδων, ἡ ὁποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μόνο πού τούς τότε Λατινόφρονες ἔχουν ἀντικαταστήσει οἱ σημερινοί Οἰκουμενιστές. Ἐκεῖνο, πού πρέπει νά τονιστεῖ μετά ἀπό τήν σύντομη αὐτή εἰσαγωγή, εἶναι ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δέν διέκοπταν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες, (παρ’ ὅλο πού αὐτοί δέν εἶχαν ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξο φρόνημα), παρά μόνον ὅταν αὐτοί προχωροῦσαν, μετά ἀπό διαλόγους καί συνοδικές διαδικασίες, σέ ἐπίσημη ἕνωση μέ τούς Παπικούς. Καί τέτοιου εἴδους ἑνώσεις, μᾶλλον ψευδοενώσεις, ἔγιναν δύο μέχρι τώρα. Ἡ ψευδοένωσις τῆς Λυών τό 1274 καί αὐτή τῆς Φεράρας-Φλωρεντιας τό 1438-39. Τά ἀποσπάσματα τῶν Ὁσιομαρτύρων, πού παραθέτει στό κεφάλαιο αὐτό ὁ π. Εὐθύμιος, προέρχονται ἀπό τήν πρώτη ψευδοένωση τῆς Λυών. Τό ὅτι οἱ περί οὖς ὁ λόγος Ὁσιομάρτυρες μέχρι τήν Σύνοδο τῆς Λυών δέν διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες, φαίνεται καί ἀπό τήν παρακάτω ἱστορική λεπτομέρεια, τήν ὁποία φαίνεται νά ἀγνοεῖ ὁ π. Εὐθύμιος : Κατά τό 1273 ὁ βασιλεύς Μιχαήλ ὁ Παλαιολόγος ζήτησε τήν γνώμη τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων γιά τίς ἑνωτικές του πρωτοβουλίες καί γιά τόν φιλοπαπικό «Τόμο πίστεως», πού εἶχε συντάξει μέ Λατινόφρονες κληρικούς[32]. Οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες δι’ ἐπιστολῆς τους τόν προέτρεψαν τότε νά μή πραγματοποιήσει ἕνωση μέ τούς ἀμετανοήτους Λατίνους, διότι διαφορετικά θά διακόψουν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ὅσους τήν ἀποδεχθοῦν[33].
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι δέν θά πρέπει νά συγχέεται ἡ διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς Παπικούς μέ τήν διακοπή αὐτῆς μέ τούς Λατινόφρονες. Ἄλλη ἡ μία ἀποτείχιση καί ἄλλη ἡ ἄλλη ἀποτείχιση. Ὁ π. Εὐθύμιος, συγχέοντας αὐτές τίς δύο μορφές ἀποτειχίσεως καί ἐπικαλούμενος τόν 15ο Κανόνα τῆς ΑΒ΄, δίδει τήν ἐσφαλμένη ἐντύπωση στόν ἀναγνώστη ὅτι οἱ Ὁσιομάρτυρες εἶχαν διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες πρό τῆς Συνόδου τῆς Λυών. Καί ἐδῶ τίθενται τά ἀμείλικτα ἐρωτήματα : Ἄν οἱ ἐν λόγω Ὁσιομάρτυρες ἐθεωροῦσαν τούς Λατινόφρονες αἱρετικούς, γιατί δέν ἐφάρμοσαν τόν 15ο τῆς ΑΒ΄ καί δέν ἀποτειχίστηκαν ἀπό αὐτούς πρό τῆς Συνόδου τῆς Λυών, ἀλλά τόν ἐφάρμοσαν μόνο μετά ἀπό αὐτήν; Ἄν ὁ ἐν λόγω Κανόνας εἶχε ὑποχρεωτικό χαρακτήρα, θά ἔπρεπε νά τόν ἐφαρμόσουν ὁπωσδήποτε καί ἀπέναντι στούς Λατινόφρονες. Φαίνεται εἶχαν λιγότερο ζῆλο γιά τήν πίστη ἀπό τόν π. Εὐθύμιο! Καί γιατί κατηγορεῖ ἐμᾶς, ποῦ ἀκόμη ἐξακολουθοῦμε νά ἔχουμε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς σημερινούς Λατινόφρονες (γράφε Οἰκουμενιστές), ἐνῶ παράλληλα ἀγωνιζόμαστε κατά τῆς αἱρέσεως μέ κάθε τρόπο, ἐπιζητοῦντες τήν Συνοδική καταδίκη της; Πῶς οἱ τότε Ὁσιομάρτυρες δέν ἐμολύνοντο ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τους μέ τούς Λατινόφρονες καί ἐμεῖς μολυνόμαστε ἀπό τούς Οἰκουμενιστές; Πέραν τούτου οἱ Πατέρες, ἀποτειχιζόμενοι μετά τήν ψευδοένωση τῆς Λυών, εἶχαν πρό ὀφθαλμῶν τους πρῶτον μέν τήν Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (879), δεύτερον τήν Τοπική Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1054 ἐπί Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου, στήν ὁποία ὄχι μόνον καταδικάζεται ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ καί τό Filioque, ἀλλά ἐπιπλέον ἀναθεματίζεται καί ὁ Πάπας Λέων ὁ Θ΄, τρίτον τίς Τοπικές Συνόδους τῶν ἄλλων τριῶν Πατριαρχείων, πού ἐπακολούθησαν μετά τό σχίσμα τοῦ 1054, πού καί αὐτές διέγραψαν ἀπό τά δίπτυχα τόν Πάπα, καί τέλος τούς Κανόνες Α΄, Β΄ καί Ζ΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς.
Ἡ ἀποτείχισις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀκολουθῶν τήν μακραίωνη Συνοδική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δέν διέκοψε τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχη Καλέκα πρό τῆς Συνόδου τοῦ 1341, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ π. Εὐθύμιος, ἐπικαλούμενος τόν Ἁγιορειτικό Τόμο (σελ. 175). Ἐάν ὁ Ἅγιος καί οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, πού ὑπογράφουν τόν Τόμο, ἀπετειχίζοντο πρό τῆς Συνόδου τοῦ 1341, θά τό ἔγραφαν αὐτό στόν ἐν λόγω Τόμο μετά πάσης ἐπισημότητος καί ὄχι στόν τόπο τῆς ὑπογραφῆς ἑνός ἐκ τῶν ὑπογραψάντων, τοῦ Ἐπισκόπου Ἱερισσοῦ καί Ἁγίου Ὅρους Ἰακώβου. Τό ὅτι ὁ Ἅγιος μαζί μέ τούς ἀντιπροσώπους τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἦλθαν στήν Κωνσταντινούπολη, φέροντες μαζί τους τόν Ἁγιορειτικό Τόμο καί ἐπιζητοῦντες Συνοδική ἐξέταση τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ Βαρλαάμ, καθ’ ὄν χρόνον Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ὁ Καλέκας, δείχνει ἀκριβῶς, ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη (Ἀπρίλιος 1431), τόσο ὁ Ἅγιος ὅσο καί οἱ Ἁγιορεῖτες ἐξακολουθοῦσαν νά ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Καλέκα. Διότι, ἄν εἶχαν διακόψει τό μνημόσυνό του, δέν θά ἐδέχοντο νά συμμετάσχουν στή Σύνοδο τοῦ 1341, στήν ὁποία πρόεδρος ἦταν ὁ Καλέκας. Ἡ ἀποτείχιση τοῦ Ἁγίου ἔγινε κατά τόν χρόνο τῆς παραμονῆς του στήν φυλακή (1343-1347), δηλαδή μετά τήν Συνοδική καταδίκη της αἱρέσεως. Τοῦτο φαίνεται καί ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ ἰδίου τοῦ Καλέκα στήν ἐγκύκλιο ἐπιστολή του, ἡ ὁποία ἐγράφη κατά τήν περίοδο αὐτή: «Τόν Παλαμᾶν καί τούς ὁμόφρονας αὐτοῦ καί πάντα τά ἀσεβῆ αὐτῶν δόγματα, οἰκειότερον δέ εἰπεῖν παραληρήματα, τούς τε ἐκδικούντας καί ἐκλαμβάνοντας καί ἐκδεχομένους τά ἐν τῷ Τόμω (τῷ Ἁγιορειτικῶ) κατά τήν αὐτῶν ἐξήγησιν, μᾶλλον δέ φλυαρίαν καί οὐ κατ’ ἔννοιαν θεοπρεπῆ καί Ὀρθόδοξον… τολμήσαντας ἀκανονίστως καί ἀκρίτως ἀποκόψαι τό μνημόσυνόν μου, τῷ ἀπό τῆς Ζωαρχικῆς καί Ἁγίας Τριάδος δεσμῶ καθυποβάλλομεν καί τῷ ἀναθέματι παραπέμπομεν. Ἡ ὑπογραφή Ἰωάννης ἐλέω Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης»[34]. Στό κείμενο αὐτό γίνεται κατ’ ἀρχήν λόγος γιά τόν Ἁγιορειτικό Τόμο, τόν ὁποῖο ὁ Καλέκας ἐδῶ καταδικάζει ὡς περιέχοντα ἀσεβῆ δόγματα, παραληρήματα καί φλυαρίες. Τόν Τόμο, ὅμως, αὐτόν τόν εἶχε ὑπογράψει καί ὁ ἴδιος ὡς Ὀρθόδοξο στήν Σύνοδο τοῦ 1341. Ἄρα, ἡ καταδίκη του Τόμου ἀπό τόν Καλέκα ἔγινε μετά τήν Σύνοδο αὐτή καί ἑπομένως ἡ ἐγκύκλιος αὐτή ἐπιστολή, στήν ὁποία γίνεται μνεία τῆς διακοπῆς τοῦ  μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου ἀπό τόν Ἅγιο, ἐγράφη ὁπωσδήποτε μετά τήν Σύνοδο, ὅταν δηλαδή ὁ Ἅγιος βρισκόταν στή φυλακή. Ἐπίσης, στό ἴδιο συμπέρασμα σχετικά μέ τόν χρόνο ἀποτειχίσεως τοῦ Ἁγίου καταλήγουμε καί ἀπό τήν θεολογική πραγματεία τοῦ Ἁγίου : «Ὅτι παρεξήγησίς ἐστι καί ἀνασκευή τοῦ Τόμου σαφής», ἡ ὁποία καί αὐτή ἐγράφη κατά τόν ἴδιο χρόνο : «Οὐκοῦν καί πολυπλασίως καί πολυειδῶς ἐνέχεται καί τοῖς ἐν τούτω τεθειμένοις ἐνδίκως ἀφορισμοῖς τε καί ἀναθεματισμοῖς καί ταῖς φρικώδεσιν ἐκείναις ἀποκηρύξεσι… καί ὡς τά τοῦ Βαρλαάμ φρονῶν καί ταῦτα ἐκθύμως ἐπεκδικῶν καί ταῦτα μεθ’ οὕτω περιφανεῖς τούς ἐλέγχους καί μετεγγράφους οὕτω τάς ἀποφάσεις, ἄς χερσίν οἰκείαις ὑπεσημήνατο καί αὐτός»[35]. Μεταφράζουμε : «Ἑπομένως (καί ὁ Καλέκας) ἐνέχεται (συγκαταριθμεῖται) πολύ περισσότερο καί μέ πολλούς τρόπους καί εἰς τούς εἰς αὐτόν (τόν Βαρλαάμ) τεθειμένους ἐνδίκως ἀφορισμούς (δηλαδή στούς ἀφορισμούς πού ἐξεφωνήθησαν Συνοδικῶς ἐναντίον τοῦ Βαρλαάμ) καί στίς φρικτές ἐκεῖνες ἀποκηρύξεις, πού ἔγιναν ἐναντίον του. Ἰσχύουν δέ ὅλοι αὐτοί οἱ συνοδικοί ἀναθεματισμοί καί εἰς τόν Καλέκα, διότι φρονεῖ τά τοῦ Βαρλαάμ καί δικαιώνει ἐκθύμως τήν διδασκαλία του καί μάλιστα μετά ἀπό τόσο περιφανεῖς ἐλέγχους καί γραπτάς ἀποφάσεις (πού ἔγιναν κατά τή διάρκεια τῆς Συνόδου), τίς ὁποῖες ἀποφάσεις ὑπέγραψε καί ὁ ἴδιος μέ τά χέρια του». Ὁ Ἅγιος ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Καλέκας συγκαταριθμεῖται στούς ἀφορισμούς, πού ἐξεφωνήθησαν ἐναντίον τοῦ Βαρλαάμ, ἐπειδή ἐπεχείρησε νά ἀκυρώσει καί νά ἀνατρέψει τόν Ἁγιορειτικό Τόμο, τόν ὁποῖο ἀπεδέχθη ἡ Σύνοδος ὡς κατά πάντα Ὀρθόδοξο, τόν ὁποῖο ἄλλωστε καί ἴδιος ὑπέγραψε. Ἔτσι ἀπέδειξε ὅτι «φρονεῖ τά τοῦ Βαρλαάμ», ἀποδέχεται τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ Βαρλαάμ. Ἄρα, ἡ ἀποτείχιση τοῦ Ἁγίου δέν ἔγινε πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἀλλά μέ βάση τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, τόσο σχετικά μέ τήν αἵρεση ὅσο καί μέ τήν καταδίκη καί τούς ἀφορισμούς τοῦ ἰδίου τοῦ Βαρλαάμ. Προχώρησε δέ στή διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ Καλέκα, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν του ὄχι μόνο τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ 1341, ἀλλά καί τούς Κανόνες Α΄, Β΄ καί Ζ΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς, ὅπως ἐξηγήσαμε σέ προηγούμενο κεφάλαιο. Ἡ ὀνομαστική καταδίκη τοῦ Καλέκα ἔγινε ἀργότερα τό 1347.
Ἰωσήφ Βρυέννιος
Καί τό μεγάλο αὐτό πατερικό ἀνάστημα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος, παρατηροῦμε ὅτι ἔχει τό ἴδιο φρόνημα καί ὅτι ἀκολουθεῖ τήν ἴδια γραμμή πλεύσεως, τήν ὁποῖα ἀκολούθησαν ἀπέναντι στόν Παπισμό οἱ προγενέστεροί του Ἅγιοι Πατέρες καί Ὁσιομάρτυρες, στούς ὁποίους ἀναφερθήκαμε παραπάνω. Καί αὐτός δηλαδή, ὅπως καί οἱ προηγούμενοι, δέν ἐδέχετο κανένα συμβιβασμό σέ θέματα πίστεως, πού αὐτό θά ἐσήμαινε προδοσία τῆς πίστεως καί ἀπώλεια τῆς σωτηρίας καί καμμία ὑποχώρηση ἀκόμη καί ἄν ἐπρόκειτο γιά τήν σωτηρία τῆς πατρίδος. Ἦταν μάλιστα ἕτοιμος νά θυσιάσει καί τήν ζωή του ἀκόμη, χάριν τῆς πίστεως. Ὡστόσο δέν ἠρνεῖτο τούς διαλόγους μέ τούς Παπικούς, ὅπως αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό κείμενο τοῦ π. Εὐθυμίου : «Στίς διαλέξεις μέ τούς παπικούς ἀντιπροσώπους, αὐτός ἐκαλεῖτο νά ἀντιπαρατάξει τό Ὀρθόδοξο δόγμα καί νά διαλεχθεῖ μέ αὐτούς ὡς ἐκπρόσωπος τῶν Ὀρθοδόξων, αὐτός ὁμίλει σέ ὅλες τίς ἐπίσημες περιστάσεις …» (σελ. 183). Οὔτε ἐπίσης διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες τῆς ἐποχῆς του, πού ἐπιζητοῦσαν τήν ἕνωση μέ συμβιβασμούς καί ἀθέτηση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἦταν, ὅμως, ἀνένδοτος καί ἀνυποχώρητος ἀπέναντι στούς Λατίνους καί δέν δεχόταν καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μ’ αὐτούς καί μέ ὅσους εἶχαν ἐνωθεῖ μ’ αὐτούς, ὅπως αὐτό συνέβη στήν περίπτωση τῶν Ἐπισκόπων της Κύπρου, οἱ ὁποῖοι ἐδήλωναν ἐμπράκτως καί ἐνυπογράφως, κατά τήν χειροτονία τους ἐνώπιόν του Λατίνου ἀρχιεπισκόπου, ὅτι ὑποτάσσονται στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ὅτι ὁμολογοῦν τόν Πάπα τῆς Ρώμης «ἅγιον καί τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης Ὀρθόδοξον καί Καθολικήν Ἐκκλησίαν» (σελ. 186). Ἀγωνιζόταν ἐπιπλέον νά πείσει τούς Λατινόφρονες τῆς ἐποχῆς του μέ κάθε τρόπο νά μήν προχωρήσουν στήν πραγματοποίηση τῆς «ἐπαράτου συγκαταβάσεως»[36], δηλαδή στήν ἕνωση μέ τούς Παπικούς, χωρίς νά ἀποβάλλουν τό Filioque καί τίς ἄλλες καινοτομίες τους. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό παρακάτω περιστατικό : Τό 1406 τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τόν ἀπέστειλε στήν Κύπρο, (πού τότε βρισκόταν κάτω ἀπό καθεστώς Φραγκοκρατίας καί κυριαρχίας τῶν Λατίνων), γιά νά διαπραγματευτεῖ τήν ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, μέ αὐτήν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ ἔδωσαν δέ ὁδηγίες νά διευθετήσει τό ζήτημα μέ οἰκονομία. Ὁ Βρυέννιος πράγματι πῆγε στήν Κύπρο,  ἀλλά δέν ὑπήκουσε στίς ἀπαράδεκτες ἐντολές τῆς Συνόδου, νά ἔλθει σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν κλῆρο τῆς νήσου. Καί τοῦτο διότι ὁ κλῆρος ἤθελε μέν τήν ἕνωση μέ τούς Ὀρθοδόξους, δέν εἶχε ὅμως καμμιά διάθεση νά διακόψει κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τήν Ρώμη. Ἀργότερα σέ εἰδική μελέτη του, πού ἐξεφώνησε τό 1412 πρός τήν Ἱερά Σύνοδο, ἐπέκρινε ὅσους προσπαθοῦσαν παράλογα νά δικαιολογήσουν τούς ἐκτός Ἐκκλησίας εὐρισκομένους Κυπρίους καί ἐπιθυμοῦσαν τήν ἕνωση μαζί τους[37]. Ὅλ΄αὐτά μαρτυροῦν ὅτι τόσο ὁ Ἰωσήφ ὅσο καί οἱ προγενέστεροι Πατέρες, γιά τούς ὁποίους ἔγινε λόγος παραπάνω, εἶχαν τήν στοιχειώδη διάκριση νά καταλάβουν τήν διαφορά ἀνάμεσα στούς Λατίνους καί στούς Λατινόφρονες, ἔτσι ὥστε ἀπό μέν τούς πρώτους νά ἀποτειχίζονται, ὄχι ὅμως καί ἀπό τούς δευτέρους. Τήν ὁποία διάκριση, εὐχῆς ἔργον θά ἦταν, νά μπορέσουν νά ἀντιληφθοῦν τόσο ὁ π. Εὐθύμιος ὅσο καί ἐκεῖνοι, πού τόν ἀκολουθοῦν. Καί ἄν μή τί ἄλλο τουλάχιστον νά παύσουν νά κατηγοροῦν ὅσους σήμερα, μιμούμενοι τόν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο, ἀγωνίζονται ἐναντίον τῶν αὐθαιρεσιῶν καί ἄλλων ἀπαραδέκτων ἐνεργειῶν τῶν σημερινῶν Λατινοφρόνων-Οικουμενιστῶν, χωρίς νά κόβουν τό μνημόσυνό τους.
Ἅγιος Μάρκος Εὐγενικός
Καί ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός μέ τήν ὅλη στάση του ἀπέναντι στή ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας ἔρχεται νά ἐπιβεβαιώσει ὅλα ὅσα προηγουμένως ἐλέχθησαν περί ἀποτειχίσεως στά προηγούμενα κεφάλαια. Ἐξακολουθοῦσε νά ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες τῆς ἐποχῆς του, ἄν καί ἐγνώριζε τά φρονήματά τους, καί πρίν ἀπό τήν Σύνοδο καί κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου. Μόνο μετά τήν ὑπογραφή τῆς προδοτικῆς γιά τήν Ὀρθοδοξία ἑνώσεως διέκοψε, ὅπως καί ὄφειλε βέβαια, τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ὅσους ὑπέγραψαν τήν ἕνωση, μιμούμενος οὐσιαστικά τους Ἁγίους Ὁσιομάρτυρες, πού ἐμαρτύρησαν ἐπί Πατριάρχου Βέκκου μετά τήν προδοτική ἕνωση τῆς Συνόδου τῆς Λυών (1274). Σ’ αὐτό τό συμπέρασμα συνηγοροῦν ὅλα τά κείμενα, πού παραθέτει ὁ π. Εὐθύμιος. Σέ κανένα ἀπό τά κείμενα αὐτά δέν ὑπάρχει ἡ παραμικρή ἔνδειξις περί ἐπισήμου ἀποτειχίσεώς του πρίν ἀπό τήν Σύνοδο. Κατ’ ἀρχήν, ἄν ὁ Ἅγιος εἶχε διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες πρίν ἀπό τήν Σύνοδο, δέν θά δεχόταν κἄν νά συμμετάσχει σ’ αὐτήν. Ὡστόσο δέχθηκε νά συμμετάσχει, παρ’ ὅλο πού ἡ ἑνωτική σύνοδος σέ ἰταλικό ἔδαφος προετοιμαζόταν ὑπό ἀπαράδεκτες προϋποθέσεις. Ὁ αὐτοκράτωρ, ἔπειτα ἀπό ἀπαίτηση τοῦ παπικοῦ ἀντιπροσώπου, ἔπεισε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νά μήν ἀπαιτήσουν ἀπό τούς τοποτηρητές τους νά ἀποδεχθοῦν μία ἕνωση σύμφωνη μέ «τάς παραδόσεις τῶν Ἀγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας»[38], ἀλλά ἀντιθέτως ὁποιαδήποτε μορφή ἑνώσεως θά ἀποφασιζόταν κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο! Σέ κοινές δέ συνεδρίες τῶν ἐπισημοτέρων κληρικῶν καί πολιτικῶν τῆς ἐπικρατείας (1436) ὑποστηρίχθηκε ἡ συμβατική ἕνωση, δηλαδή ἡ κατ’ οἰκονομίαν ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων τῆς Ρώμης, χωρίς ὅμως ὑποχρεωτικό χαρακτήρα γιά τήν Ὀρθοδοξία[39], ἐνῶ ὁ βασιλεύς ἐφρόντιζε νά ἀποκλείει τήν συμμετοχή τῶν ἐχθρῶν τῶν λατινικῶν καινοτομιῶν ἀπό τήν Σύνοδο[40]. Ὁ Ὀρθόδοξος λαός, οἱ περισσότεροι Ἐπίσκοποι καί πολλοί Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἐπειδή διέβλεπαν τήν ἀποτυχία τῆς Συνόδου καί τόν μεγάλο κίνδυνο, πού ἀπειλοῦσε τήν Ὀρθοδοξία, ἀπέκρουαν μέ ἐπιμονή τήν συμμετοχή στήν ἑνωτική Σύνοδο τῶν Λατίνων καί ἀποδοκίμαζαν τήν σχεδιαζομένη ἕνωση[41]. Παρά ταῦτα καί παρά τίς δυσοίωνες αὐτές προβλέψεις, ὁ Ἅγιος ἀνεχώρησε μαζί τους καί μέ τόν «προδιεφθαρμένον»[42], ὅπως τόν χαρακτηρίζει στήν «Ἔκθεσή» του, Πατριάρχη Ἰωσήφ γιά τήν Φερράρα, ἄν καί ἐγνώριζε ὅτι ἐκεῖ πρόκειται νά  διεξάγει ἕνα τιτάνιο ἀγώνα, γιά νά πείσει ὄχι μόνον τούς Λατίνους, ἀλλά καί τούς Λατινόφρονες συνεπισκόπους του, πού ἦταν ἕτοιμοι νά ὑπογράψουν τήν ἕνωση μέ ἀνεπίτρεπτους συμβιβασμούς σέ θέματα πίστεως. Νά τούς πείσει δηλαδή ὅτι στά τῆς πίστεως δέν χωρεῖ οἰκονομία καί συγκατάβασις. Ὁ μέγας ἐκκλησιάρχης Σύλβεστρος Συρόπουλος, στά ἀπομνημονεύματά του, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι, κατά τή διάρκεια τῶν συνεδριάσεων στή Φλωρεντία σέ κάποια σύναξη τῶν Ὀρθοδόξων, πού ἔκαναν, γιά νά πάρουν κατευθύνσεις στήν ἀντιμετώπιση τῶν Λατίνων : «Πάλιν μετά παραδρομήν ἡμερῶν δύο, συνελθόντων ἡμῶν εἰς τόν πατριάρχην ὡς ἔθος, λόγοι πολλοί περί τῆς ἑνώσεως ἐκινήθησαν καί παρεκίνουν καί ἠξίουν τόν Ἐφέσου χρήσασθαι οἰκονομία τινί καί συγκαταβάσει. Ὁ δέ ἔλεγεν: οὐκ ἐκχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά περί τῆς πίστεως»[43]. Τήν ἑπομένη ἡμέρα, πού διεξήχθη νέο συμβούλιο τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας, ὁ Συρόπουλος ἀναφέρει τά ἑξῆς : « …καί ἀγανακτήσας (ὁ Ἅγιος) τήν ἰταμότητα καί τό θράσος αὐτῶν (τῶν Λατινοφρόνων ἀρχιερέων) καί καταλαβῶν ὅτι πάντες σχεδόν προδεδομένοι καί ἕτοιμοί εἰσί πρός τήν τοῦ Λατινισμοῦ συγκατάθεσιν, ἐσιώπησε»[44]. Δηλαδή ὅταν ὁ Ἅγιος κατάλαβε ὅτι ὅλοι σχεδόν εἶχαν ἤδη προδώσει τήν πίστη καί ἦταν ἕτοιμοι νά ὑπογράψουν τήν ἐπαίσχυντη ἕνωση, δέν ἀποτειχίστηκε, ὅπως θά ἐνεργοῦσε ὁ π. Εὐθύμιος καί οἱ ὁμόφρονές του, ἀλλά ἐσιώπησε, δηλαδή ἐξακολουθοῦσε νά ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Ἑπομένως εἶναι πέρα γιά πέρα ἐσφαλμένο καί δέν ἔχει κανένα ἔρεισμα τό συμπέρασμα, πού βγάζει, ὅτι δῆθεν «ὁ Ἅγιος ἦτο κατ’ οὐσίαν ἀποτειχισμένος ἀπό τήν Φλωρεντία, καθ’ ἤν στιγμήν αὐτός ἤθελε νά παραμείνει στά ὅρια τῶν Πατέρων καί οἱ ὑπόλοιποι προτιμοῦσαν τόν συμβιβασμό καί τό βόλεμα» (σελ. 214).
Ὁ  Ἅγιος ἀγωνίσθηκε μέ ἀκαταμάχητη γενναιότητα, γιά νά ματαιώσει τήν συμβατική ἕνωση. Ἔπειτα, ὅμως, ἀπό τήν πραγματοποίησή της (1439) συνιστοῦσε στούς Ὀρθοδόξους: «Δεῖ γάρ παντάπασιν ἐκείνους (τούς Λατινόφρονας) εἶναι κεχωρισμένους ἠμῶν»[45]. Οἱ μετά τήν ψευδοσύνοδο ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου γιά τήν ἀκύρωση καί τήν Συνοδική ἀποκήρυξή της ἔφεραν καρπούς. Πράγματι, Τοπική Σύνοδος στά Ἱεροσόλυμα τό 1443, στήν ὁποία συμμετεῖχαν οἱ τρεῖς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς (Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων), κατεδίκασαν καί ἀπεκήρυξαν τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, καθήρεσαν δέ τόν ἑνωτικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη[46]. Ἐπίσης, ἡ ἕνωση ἀποκηρύχθηκε ἀπό τίς Ἐκκλησίες τῆς Τραπεζοῦντος, Ρωσίας, Μολδοβλαχίας, Ἰβηρίας καί Σερβίας, ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες[47], καθώς ἐπίσης καί ἀπό μεγάλη Τοπική Σύνοδο, πού συγκοτήθηκε στό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας στή Κωνσταντινούπολη τό 1450. Στή Σύνοδο αὐτή συμμετεῖχαν οἱ πατριάρχες Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων, δεκαέξι ἀρχιερεῖς, κληρικοί καί μερικοί ἡγούμενοι[48].
Τό Αὐτοκέφαλο τοῦ 1850
Στό κεφάλαιο αὐτό ὁ π. Εὐθύμιος παρουσιάζει πολύ συνοπτικά τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας-Ἐνετοκρατίας, δηλαδή ἀπό τόν 15ο μέχρι καί τόν 19ο αἰώνα, ἐνῶ κάνει ἐκτενέστερη ἀναφορά στό σχίσμα τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας τοῦ 1833. Παραμερίζομε τό θέμα τοῦ σχίσματος, ἐπειδή αὐτό δέν ἔγινε γιά λόγους πίστεως, ἀλλ’ ἐπεβλήθη ἄνωθεν ἀπό τούς Βαυαρούς γιά λόγους πολιτικῆς σκοπιμότητος. Θά περιοριστοῦμε μόνο σέ μιά μικρή ἀναφορά στούς Ἁγίους της περιόδου αὐτῆς καί ἰδιαίτερα στούς Κολλυβάδες Πατέρες, Ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, Ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Πάριο, Ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, Ἅγιο Μακάριο τόν Πάτμιο κ.ἄ. καί στή στάση, πού ἐτήρησαν ἀπέναντι στούς Λατίνους καί στούς Λατινόφρονες τῆς ἐποχῆς των, γιά τούς ὁποίους, περιέργως, κανένα λόγο δέν κάνει (γιατί ἄραγε;) ὁ π. Εὐθύμιος. Κατ’ ἀρχήν ἐκεῖνο, πού πρέπει πρίν ἀπ’ὅλα νά τονιστεῖ ἐδῶ, εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως μετά τήν ἅλωση ἦταν ἀνθενωτικοί, ἐπειδή αὐτό ἐπέβαλε ἡ ὀθωμανική πολιτική τῆς Ὑψηλῆς Πύλης. Τό γεγονός αὐτό ἀποτελεῖ ἀληθινή εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ θά λέγαμε, τήν μεγάλη πρόνοια τοῦ Θεοῦ στό Γένος μας, γιά νά μᾶς προφυλάξει ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, πού ἦταν ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος ἀπό αὐτόν τοῦ Ἰσλάμ. Κατά τήν περίοδο λοιπόν αὐτή τό Φανάρι γίνεται τό προπύργιο τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ κυματοθραύστης τῆς Παπικῆς (Οὐνιτικῆς) καί Προτεσταντικῆς προσηλυτιστικῆς προπαγάνδας, πού ἔκανε φοβερή θραύση σ’ ὅλη τήν Βαλκανική χερσόνησο καί τήν Μικρά Ἀσία. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀντιπαπική στάση τοῦ Φαναρίου εἶχαν ὑπ’ ὄψιν τους οἱ Κολλυβάδες Πατέρες καί αὐτή ἀποτελοῦσε γι’ αὐτούς σημεῖο ἀναφορᾶς, πού καθόριζε τήν συμπεριφορά τους σέ ὅλες τίς ἀξιοδάκρυτες πτώσεις καί προδοσίες τῆς πίστεως, πού παρατηρήθηκαν κατά τήν περίοδο αὐτή ἀπό διάφορους ἐπισκόπους καί μοναχούς, πού μέ τήν συμπεριφορά τους εἶχαν οὐσιαστικά ἑνωθεῖ μέ τούς Λατίνους καί Προτεστάντες. Ἀφ’ ἑνός δηλαδή δέν εἶχαν καμμιά ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ ὅλους αὐτούς τούς ἐπισκόπους, πού πρόδωσαν τήν πίστη καί φράγκεψαν, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἔκαναν ὑποδειγματικό ἀγώνα, γιά νά μεταδώσουν κάποιο πνευματικό φῶς στόν Ὀρθόδοξο λαό καί νά τόν προφυλάξουν ἀπό τήν παπική προπαγάνδα. Ὁ ἱερός Μακάριος ὁ Πάτμιος διεκήρυττε μέ πόνο : «Ἀπό τόσας Συνόδους Τοπικάς καί Οἰκουμενικάς ἀφωρίσθησαν καί ἀνεθεματίσθησαν οἱ Λατίνοι, καί  ἀκόμη ἀμφιβάλλεις ἀνίσως καί εἶναι ἀναθεματισμένοι; Ἀκόμη δέν τό πιστεύεις πῶς εἶναι αἱρετικοί;… Καί πῶς ἐσύ κρατεῖς τούς Λατίνους διά Ὀρθοδόξους;…Ποῖον σημεῖον εἶδες ἀπό αὐτόν τόν φραρόπαπαν πώς δύναται νά τελειώση μυστήριον, καί προστρέχεις εἰς αὐτόν καί ἐξομολογῆσαι; …Ἀπό τόν Θεόν τόν ὕψιστον, τόν παντοδύναμον, χωρίζεσαι τήν ὥραν ἐκείνην»[49]. Ὁ δέ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ὅπως καί ὁ Ὅσιος Νικόδημος[50], ἀντιστεκόταν στούς Λατινόφρονες τῆς ἐποχῆς του καί ἐδίδασκε: «Τίς οὔν τούς πάντη ἀβαπτίστους (Λατίνους) ἐρεῖ μή δεῖν βαπτίζεσθαι, τῆ καθολικῆ προσερχομένους Ἐκκλησία; οὐδείς δήπου νοῦν καί φρενῶν μή ἐξεστηκῶς. Τοιγαροῦν βαπτίζονται πανταχοῦ, κἄν τινές, πάθει μᾶλλον ἤ καί ἀμαθεία κινούμενοι, εἰσέτι καί νῦν ἀντιλέγειν ἐθέλουσι, τήν φερομένην Διάταξιν προβάλλοντες, τήν μύρω δεχομένην τούς ἀπό Λατίνων ἐπιστρέφοντας»[51].
Ἡ ἀποτείχισις τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου.
Τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Παλαιοημερολογιτῶν διαπραγματεύεται ἄριστα ὁ π. Εὐθύμιος, μέ πολλές μαρτυρίες ἀπό τούς Πατέρες καί τήν Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἔχουμε νά ἐκφράσουμε καμμία ἀντίρρηση. Σέ ἕνα μόνο σημεῖο πιστεύουμε ὅτι ἀστοχεῖ. Ἰσχυρίζεται ὅτι : «Πάντως εἶναι προτιμώτερο νά ἀνήκει κανείς σέ σχίσματα καί παρατάξεις (ἄν βεβαίως ἐντός αὐτῶν δέν ἐμφιλοχωροῦν αἱρετικές δοξασίες), παρά σέ αἱρετικούς Ἐπισκόπους, διότι σύμφωνα μέ τούς Πατέρες ἡ αἵρεσις σέ χωρίζει ἀμέσως ἀπό τόν Θεό» (σελ. 257-258). Θά προτιμοῦσε λοιπόν νά ἀνήκει στό σχίσμα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν; Διότι καί στό σχίσμα αὐτό δέν ἐμφιλοχώρησαν αἱρετικές δοξασίες, οἱ δέ ὀπαδοί του κρατοῦν ἀπαρασάλευτα ὅλα τά ὀρθόδοξα δόγματα ἀνόθευτα καί ἀκέραια. Ὡστόσο γνωρίζουμε ποιά ἦταν ἡ ὅλη πορεία καί ἐξέλιξις των μέχρι σήμερα, τήν ὁποία ἐξέλιξη καί ὁ ἴδιος γνωρίζει, διότι τήν περιγράφει ἄριστα μέ ὅσα ἀναφέρει : «Αὐτό ὅμως πού ἀποδεικνύει τόν ἐκτροχιασμό αὐτῆς τῆς ἀποτειχίσεως εἶναι ἡ δημιουργία πολλῶν Συνόδων μή ἐχόντων μεταξύ των οὐδεμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία. Συνόδων οἱ ὁποῖες ἡ μία πολεμεῖ τήν ἄλλη, Συνόδων ἀλληλοκαθαιρουμένων, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἕνα μόνο συνδετικό κρίκο καί κοινό γνώρισμα, τήν μετά πάθους ἐμμονή εἰς τό παλαιό ἡμερολόγιο. Αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος ἰδιοτύπου Προτεσταντισμοῦ …Αὐτή ἡ κατάστασις τῶν ἀντιμαχομένων Συνόδων, ἴσως εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀπόδειξις διά τό ὅτι ἐν καιρῶ αἱρέσεως δέν δημιουργοῦμε αὐθαίρετα Σύνοδο…» (σελ. 257). Λειτούργησε δηλαδή καί σέ αὐτούς, ὅπως πολύ σωστά ἀναφέρει, ὁ πνευματικός νόμος τῆς ἀνταποδόσεως, ὁ ὁποῖος λέγει, ὅτι ἀπό αὐτό τό παράνομο, τό ὁποῖο πράττεις, νομίζοντας ὅτι ὑπηρετεῖς τόν Θεό, ἀπό αὐτό καί θά τιμωρηθεῖς. Τούς ἐτιμώρησε, λοιπόν, ὁ Θεός, ἀφήρεσε τήν Χάριν Του ἀπό αὐτούς, δέν εὐόδωσε τήν προσπάθειά τους, τούς παρέδωκε «εἰς ἀδόκιμον νοῦν ποιεῖν τά μή καθήκοντα»[52]. Πῶς, λοιπόν, ἐξηγεῖται νά προτιμᾶ αὐτούς, πού καταδικάζει καί ὁ ἴδιος; Ὁπωσδήποτε ἐδῶ ὑπάρχει ἀντίφασις στά λεγόμενά του. Πέραν τούτου ξεχνᾶ ὅτι τό σχίσμα δέν ἐπουλώνεται οὔτε μέ αἷμα μαρτυρίου, ὅπως χαρακτηριστικά τονίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος; Τόσο ἡ αἵρεση ὅσο καί τό σχίσμα ὁδηγοῦν ἐξ ἴσου στήν ἀπώλεια τῆς σωτηρίας, διότι καί στίς δύο καταστάσεις ἔχουμε ἔκπτωση ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν ὁ π. Εὐθύμιος  ἀποτειχίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐπειδή πιστεύει, ὅτι αὐτή ἔχει πέσει ἐξ’ ὁλοκλήρου στήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δέν βρίσκεται δέ ἐπίσης οὔτε στούς Παλαιοημερολογῆτες, τότε λοιπόν ποῦ βρίσκεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία; Διότι, δέν εἶναι δυνατόν νά χάθηκε, ἀφοῦ «πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»[53]. Ἄς κάνει τόν κόπο νά μᾶς τήν ὑποδείξει, γιά νά ξέρουμε κι ἐμεῖς. Ἐκτός κι ἄν πιστεύει ὅτι Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος καί ὅσοι τόν ἀκολουθοῦν ἤ ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀόρατη, κατά τήν προτεσταντική ἐκκλησιολογία, ὅποτε ψάχνουμε νά τήν βροῦμε. Πάντως νομίζουμε τό ἀσφαλέστερο γι’ αὐτόν θά ἦταν νά ἀκολουθοῦσε μέ ταπείνωση τήν στάση καί τήν διαγωγή, πού ἐτήρησαν ἀπέναντι σ’ αὐτήν τήν παναίρεση μεγάλες σύγχρονες Ὁσιακές μορφές, ὅπως ὁ Γέρων Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ Ὅσιος Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς, ὁ Γέρων Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, ὁ Γέρων Ἐφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης κ.ἄ., πού ὅλοι τους ἔζησαν μέσα στό πετσί τους τήν αἵρεση αὐτή. Ἐάν πάλι ἀξιώθηκε νά λάβει ἀπό τόν Θεό μεγαλύτερα καί ὑψηλότερα χαρίσματα ἀπό αὐτούς καί ἔχει προοριστεῖ ὡς ἄλλος Μάρκος Εὐγενικός, ὡς νέος ἄτλας τῆς Ὀρθοδοξίας, νά σώσει τήν Ὀρθοδοξία, αὐτό θά εἶχε γίνει φανερό μέχρι τώρα στόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ. Τέτοιου, ὅμως, μεγέθους πατερικό ἀνάστημα δέν φαίνεται νά εἶναι ὁ π. Εὐθύμιος.
Ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα
Στό κεφάλαιο αὐτό ὁ π. Εὐθύμιος περιγράφει συνοπτικά τό ἱστορικό της ἀποτειχίσεως ὁρισμένων Ἁγιορειτικῶν Μονῶν (ὀκτώ τόν ἀριθμό) καί τήν παύση ὑπ’ αὐτῶν τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου κατά τήν τριετία 1970-1973. Σχετικά μέ τήν ἀποτείχιση αὐτή ἐπισημαίνουμε τά ἑξῆς : Ἡ διαφορετική στάσις καί τοποθέτησις τῶν Ἁγιορειτικῶν Μονῶν εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου ὀφείλεται, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, στόν διαφορετικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐξετίμησαν τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1965. Οἱ μέν πρῶτες, πού ἀποτειχίστηκαν, εἶδαν στήν ἄρση αὐτή τήν ἕνωση Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, παρά τίς ὑπάρχουσες δογματικές διαφορές. Ἐθεώρησαν, δηλαδή, ὅτι καί στήν προκειμένη περίπτωση παραγματοποιήθηκε κάτι ἀνάλογο μέ τίς ψευδοενώσεις τῆς Λυών τό 1274 ἤ τήν ψευδοένωση τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας τό 1438-9. Ὅποτε ὡς ἄλλοι Ὁσιομάρτυρες ἐπί Βέκκου ἤ ὡς ἄλλοι Μάρκοι Εὐγενικοί ὕψωσαν τά λάβαρα τοῦ ἀγῶνος, ἄν καί ὄχι ἐπιτυχῶς, διότι τούς ἔλειπε τό μαρτυρικό φρόνημα, πού εἶχαν οἱ προαναφερθέντες. Ἔτσι ἔσβησε ὁ ἀγώνας τούς ἄδοξα καί ταπεινωτικά, ὅπως σπάει μία σαπουνόφουσκα. Τό χειρότερο, ὅμως, εἶναι ὅτι ἡ ταπείνωση καί ὁ ἐξευτελισμός τῶν παραπάνω Ἱερῶν Μονῶν ἐσήμαινε μία θριαμβευτική νίκη γιά τούς Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι στό ἑξῆς θά συμπεριφέρονται μέ τόν ἀέρα τοῦ νικητοῦ καί θά κατορθώνουν νά ἐπιβάλλονται στούς Ἁγιορεῖτες καί νά τούς κλείνουν τό στόμα σέ ὅποια τυχόν μεταγενέστερη διαμαρτυρία τους. Αὐτό ἀκριβῶς βλέπουμε νά γίνεται μέχρι σήμερα, ὅπου οἱ Οἰκουμενιστές κατορθώνουν δυστυχῶς μέ τίς ἀπειλές καί τίς φοβέρες νά ἐπιβάλλουν σιγήν ἰχθύος σ’ ὅλους σχεδόν τούς Ἁγιορεῖτες, ἔτσι ὥστε τώρα πλέον, ἔχοντας ἐξασφαλισμένα τά νῶτα, νά προχωροῦν  ἀκάθεκτοι στά ἑνωτικά τους σχέδια. Οἱ ἄλλες Μονές, πού δέν ἀποτειχίστηκαν, δέν ἐθεώρησαν τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ὡς de facto ἕνωση μέ τόν Παπισμό, ἀλλά ἁπλῶς σάν ἕνα πρῶτο βῆμα πρός τήν ἕνωση. Ἡ μέχρι τώρα πορεία τῶν πραγμάτων ἀπέδειξε ὅτι ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων δέν ἀποτελοῦσε τήν ἴδια τήν ἕνωση, διότι τό καλά ὀργανωμένο καί μελετημένο σχέδιο ἑνώσεως, πού κατέστρωσε τό Βατικανό ἤδη ἀπό τό 1965[54], προέβλεπε τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ὡς ἕνα πρῶτο βῆμα πρός τήν ἕνωση καί ὄχι ὡς τήν ἴδια τήν ἕνωση.  Τό σχέδιο προέβλεπε μετά τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τήν προλείανση τοῦ ἐδάφους μέ τόν «Διάλογο τῆς ἀγάπης καί τῆς καταλλαγῆς», στή συνέχεια τόν θεολογικό διάλογο, κατόπιν τήν ἀναγνώριση τοῦ Παπισμοῦ ὡς κανονικῆς Ὀρθοδοξούσης Ἐκκλησίας μέ τόν παραμερισμό τῶν ποικίλλων δογματικῶν διαφορῶν (βλ. ἀποφάσεις τοῦ Balamand) καί τέλος τήν ἐπικέντρωση τῆς θεματολογίας πάνω στό ἐπίμαχο καί ἀκανθῶδες θέμα τοῦ Πρωτείου. Καί ἀκριβῶς σ’ αὐτό τό σημεῖο τοῦ διαλόγου βρισκόμαστε σήμερα. Ἑπομένως οἱ Ἱερές Μονές, πού δέν ἀποτειχίστηκαν, εἴτε ἐν γνώσει τους, εἴτε ἐν ἀγνοία τους, δέν ἔπεσαν ἔξω.  
Γενικά συμπεράσματα
Ἀπό τήν ὅλη κριτική μελέτη τοῦ βιβλίου τοῦ π. Εὐθυμίου θά μπορούσαμε νά καταλήξουμε στά ἀκόλουθα συμπεράσματα:
Α) Διάχυτη σ’ ὅλο τό βιβλίο, ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος, εἶναι ἡ προσπάθεια ἀπαξιώσεως καί περιθωριοποιήσεως τοῦ Συνοδικοῦ Θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ παράλληλα ὑπερτονίζεται ἡ ἀντίληψη τῆς ἀτομικῆς εὐθύνης τοῦ κάθε πιστοῦ γιά τήν ἐπισήμανση, διάγνωση καί προφύλαξή του ἀπό τήν αἵρεση. Μία τέτοια θέση, ὅμως, εἶναι ἀντίθετη καί ξένη πρός τήν Πατερική καί Συνοδική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐσέβοντο τόν Συνοδικό Θεσμό ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ καί ἔδιναν πρώτη προτεραιότητα σ’ αὐτόν, τόσο γιά τήν διευθέτηση καί ἐπίλυση τῶν πάσης φύσεως ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ὅσο ἐπίσης (πρό πάντων) γιά θέματα αἱρέσεως.
 Β) Ὁ ρόλος τῶν ἀληθινῶν ποιμένων, χαρισματούχων καί διακριτικῶν Γερόντων καί πνευματικῶν Πατέρων, πού πάντοτε ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν μέσα στήν Ἐκκλησία (πάρα τό γεγονός, ὅτι εἶναι σπάνιοι καί δυσεύρετοι σήμερα), ὑποβαθμίζεται καί σχεδόν ἐκμηδενίζεται. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐποχῆς μας, οἱ φωτισμένες αὐτές ψυχές, οἱ ὁποῖες πρό πάντων σήμερα, ἐν καιρῶ δηλαδή αἱρέσεως, καλοῦνται νά παίξουν κυριαρχικό ρόλο καί νά καθοδηγήσουν τό ποίμνιο, (τό ὁποῖο στήν πλειονότητά του παραμένει ἀκατήχητο καί ἀπληροφόρητο) στό εἰδικό αὐτό καί πολύ ὑπεύθυνο θέμα τῆς ἀποτειχίσεως, παραμερίζονται. Πουθενά στό βιβλίο του δέν γίνεται λόγος γιά τίς μεγάλες Ὀσιακές καί χαρισματοῦχες μορφές τῆς ἐποχῆς μας, ὅπως ὁ Γέρων Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ Ὅσιος Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς, ὁ Γέρων Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, ὁ Γέρων Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ Γέρων Ἐφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης κ.ἄ. Πουθενά δέν γίνεται λόγος γιά τήν στάση, πού ἐτήρησαν ἀπέναντι στήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐξ ὅσων γνωρίζουμε, ἐνῶ ὅλοι οἱ προαναφερθέντες ἐπεσήμαναν καί καταδίκασαν τήν αἵρεση, κανένας ἐξ αὐτῶν δέν ἀποτειχίστηκε. Μόνον ὁ Γέρων Παΐσιος διέκοψε προσωρινά τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου στήν τριετία 1970-1973. Τί συμβαίνει λοιπόν; Ὅλοι αὐτοί οἱ Ἅγιοι Γέροντες, γιά τούς ὁποίους ὑπάρχουν ἀποδεδειγμένες μαρτυρίες μέ θαυμαστά γεγονότα ἀπό τήν ζωή τους, πού ἀποδεικνύουν τήν ἁγιότητα τοῦ βίου τους, ἔπεσαν ἔξω καί πλανήθηκαν στό ζωτικῆς σημασίας γιά τήν σωτηρία αὐτό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως; Δέν νομίζουμε. Θά καταλογίσουμε σ’ αὐτούς παράβαση τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου; Ἀσφαλῶς ὄχι. Εἶναι  δυνατόν νά μήν ζήτησαν καί νά μήν ἔλαβαν πληροφορία ἀπό τόν Θεό γιά τό ζήτημα αὐτό, πού εἶναι ζήτημα ζωῆς καί θανάτου; Ὄχι βέβαια. Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Πατέρες εἶχαν πληροφορία, δέν ἀμφιβάλουμε καθόλου γι’ αὐτό, ἀμφιβάλουμε ὅμως ἄν ὁ π. Εὐθύμιος εἶχε πληροφορία νά γράψει αὐτό τό βιβλίο, πού ἔγραψε, μέ τόν τρόπο πού τό ἔγραψε. Ἕνα ἀπό τά δύο πρέπει νά γίνει : Ἤ νά ἀκολουθήσουμε τούς Ἁγίους Πατέρες καί νά διαγράψουμε τό βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου ἤ νά ἀκολουθήσουμε τόν π. Εὐθύμιο καί νά διαγράψουμε τούς Ἁγίους Πατέρες. Ὡστόσο, ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε πολλές μαρτυρίες, μέ θαυμαστά γεγονότα, γιά τήν ἁγιότητα τῶν πρώτων, ἐνῶ δέν μᾶς ἔδωσε καμία μαρτυρία γιά τήν ἁγιότητα τοῦ δευτέρου.
Γ) Στή θέση τοῦ ρόλου τῶν Ἁγίων Πατέρων τοποθετεῖται τό ἔνστικτο καί εἰσάγεται ἡ ἔννοια τῆς «ἐξ ἐνστίκτου ἀποτειχίσεως». Τό ἔνστικτο δηλαδή καί ὄχι ἡ κρίση καί ἡ καθοδήγηση ὑπό τῶν Ἁγίων καί φωτισμένων Γερόντων εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ἀποτείχιση, καλεῖται νά γίνει ὁ ὁδηγός μας σ’ αὐτήν. Ἀλλοίμονο, ὅμως, ἄν συμβεῖ κάτι τέτοιο, διότι τό ἔνστικτο καί ἡ ἀτομική κρίσις τοῦ καθενός πολλές φορές μᾶς ἐξαπατᾶ, ἰδίως ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀκόμη καθαρίσει τήν ψυχή του ἀπό τά πάθη καί δέν ἔχει ἀξιωθεῖ θείου φωτισμοῦ. Ἡ «ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισις» δέν μαρτυρεῖται σέ κανένα Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι ξένη πρός τήν Παράδοσή της.
Δ) Παρερμηνεύει τόν 15ο Κανόνα τῆς ΑΒ΄, διότι ἀδυνατεῖ νά τόν δεῖ μέσα στή συνάφειά του μέ τούς δύο προηγουμένους, 13ο, 14ο καί τό πρῶτο μέρος τοῦ 15ου, ὅπως ἐπίσης καί σέ συνάφεια μέ τούς Κανόνες Α΄, Β΄ καί Ζ΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς. Οἱ Κανόνες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς καταδικάζουν μέ ἕνα γενικό, μή ὀνομαστικό, τρόπο κάθε αἱρετικό γνωστῆς καί καταδικασμένης αἱρέσεως, ἐνῶ ὁ 15ος τῆς ΑΒ΄ θεωρεῖ αὐτονόητη τήν ἀνάγκη τῆς Συνοδικῆς κρίσεως (ὀνομαστικά) τοῦ συγκεκριμένου αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, πού μέχρι προτινός ἦταν «πρόεδρος», κανονικός ἐπίσκοπος, καί στή συνέχεια ἔπεσε στήν αἵρεση, διότι αὐτό ἀπαιτεῖ, ἡ νοηματική συνάφειά του μέ τούς δύο προηγουμένους Κανόνες. Πάντως Συνοδική καταδίκη τῶν αἱρετικῶν, εἴτε ὀνομαστικά εἴτε μή ὀνομαστικά, εἶναι ἀπαραίτητη καί πουθενά σέ καμμιά περίπτωση δέν ὑπάρχει διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας (ἀποτείχιση) χωρίς καταδίκη τῶν αἱρετικῶν. Ἑπομένως ἡ ἀγωνιώδης προσπάθεια τοῦ π. Εὐθυμίου νά πείσει τόν ἀναγνώστη γιά «ἀποτείχιση πρό συνοδικῆς κρίσεως», εἴτε τῆς αἱρέσεως εἴτε τῶν αἱρετικῶν, ἐπαναλαμβάνοντας παντοῦ σ’ ὅλο τό βιβλίο τοῦ τήν παραπάνω φράση εἶναι ἐσφαλμένη. Ἐπίσης, ἀγνοεῖ ἤ θέλει νά ἀγνοεῖ τίς ἑκάστοτε Τοπικές Συνόδους, πού συγκροτοῦσαν οἱ Πατέρες ἀμέσως ἤ λίγο μετά τήν ἐμφάνιση τῆς αἱρέσως, οἱ ὁποῖες ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο στήν ἀποτείχιση τῶν Πατέρων.
Ε) Συγχέει τήν ἀποτείχιση μεταξύ Λατίνων καί Λατινοφρόνων στήν ἐποχή μετά τό σχίσμα τοῦ 1054. Ὅπως ἤδη ἔχει τονιστεῖ, οἱ Πατέρες δέν διέκοπταν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες (παρ’ ὅλο πού αὐτοί δέν εἶχαν ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξο φρόνημα), παρά μόνον ὅταν αὐτοί προχωροῦσαν, μετά ἀπό διαλόγους καί Συνοδικές διαδικασίες, σέ ἐπίσημη ἕνωση μέ τούς Παπικούς. Καί τέτοιου εἴδους ἑνώσεις, μᾶλλον ψευδοενώσεις, ἔγιναν δύο μέχρι τώρα. Ἡ ψευδοένωσις τῆς Λυών τό 1274 καί αὐτή τῆς Φεράρας-Φλωρεντίας τό 1438-9. Αὐτό φαίνεται ξεκάθαρα καί ἀπό τά ἴδια τά κείμενα, πού παραθέτει ὁ π. Εὐθύμιος, ἀλλά καί ἀπό ἄλλες πηγές. Ἄν, γιά παράδειγμα, ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός εἶχε ἀποτειχιστεῖ ἀπό τούς Λατινόφρονες τῆς ἐποχῆς του, δέν θά δεχόταν καθόλου νά συμμετάσχει στήν ψευδοσύνοδο τῆς Φεράρας-Φλωρεντίας. Ἑπομένως, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πού ἔζησαν μετά τό σχίσμα, ἔθεταν ὡς ὄρο διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τήν ἕνωση μέ τόν Παπισμό καί ὄχι τίς προσπάθειες γιά τήν ἕνωση ἤ τούς διαλόγους.
ΣΤ) Κάνει τό μεγάλο λάθος νά ἐφαρμόζει τόν 15ο Κανόνα τῆς ΑΒ΄ στήν περίπτωση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ παραπάνω Κανόνας ἐπιτρέπει τήν ἀποτείχιση μόνο σέ περίπτωση αἱρέσεως κατεγνωσμένης ἀπό Σύνοδο ἤ ἀπό Ἁγίους Πατέρες :   «Οἱ γάρ δι’ αἵρεσιν τινά παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην…». Ὁ Οἰκουμενισμός δέν ἔχει καταδικαστεῖ μέχρι σήμερα ἀπό Σύνοδο (Τοπική ἤ Οἰκουμενική). Μόνο ἀπό συγχρόνους Πατέρες, πού ἀναφέραμε παραπάνω, ἔχει καταγνωστεῖ, χωρίς ὅμως ὅλοι αὐτοί νά ἔχουν ἀποτειχιστεῖ. Καί δέν ἀποτειχίστηκαν, διότι εἶχαν τόν ἀνάλογο φωτισμό νά διακρίνουν τήν ἀνάγκη τῆς Συνοδικῆς καταδίκης τῆς καινούργιας αὐτῆς αἱρέσεως. Αὐτός, ἄλλωστε, ἦταν ὁ κύριος σκοπός καί ἡ κυρία ἐπιδίωξις τῶν ἀρχαίων μεγάλων Πατέρων, ἡ ἐπίτευξη τῆς Συνοδικῆς καταδίκης τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς των. Τότε μόνο ὁ ἀγώνας των ἀποκτοῦσε στέρεα βάση καί ἀδιάσειστο θεμέλιο. Καί ἀκριβῶς πάνω σ’ αὐτή τήν βάση τῆς Συνοδικῆς καταδίκης ἐστήριζαν κατόπιν τήν ἀποτείχισή τους ἀπό τούς αἱρετικούς.
Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ἡ αἵρεση αὐτή δέν ταυτίζεται οὔτε μέ τόν Παπισμό οὔτε μέ τόν Προτεσταντισμό καί  εἶναι μεγάλο λάθος νά συγχέονται οἱ αἱρέσεις αὐτές μεταξύ τους, ἔστω καί ἄν εἶναι στενά συνυφασμένες καί ἀλληλοπεριχωρούμενες μεταξύ τους. Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἕνα καινούργιο θρησκευτικό μόρφωμα τοῦ 20ου αἰῶνος, πού γεννήθηκε, μεγάλωσε καί γαλουχήθηκε μέσα σ’ ἕνα κλίμα καί σέ μιά ἀτμόσφαιρα πνευματική, πού κυρίαρχο χαρακτηριστικό γνώρισμά της εἶναι τό στοιχεῖο τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, τῆς ἀναμίξεως δηλαδή καί ἐναρμονίσεως ποικίλλων αἱρετικῶν θεωριῶν καί θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων, πού ἀνήκουν σέ διάφορες χριστιανικές ὁμολογίες ἤ καί θρησκεῖες. Αὐτό δέ τό πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, σύμφωνο κατά πάντα μέ τό πνεῦμα καί τήν κυρίαρχη ἰδεολογία τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἦταν ἄγνωστο μέχρι περίπου τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος στίς αἱρετικές παρασυναγωγές τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐπιπλέον μέσα στούς κόλπους τῆς φοβερῆς αὐτῆς αἱρέσεως κυοφοροῦνται καί ἀναπτύσσονται καινούργιες αἱρετικές θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ θεωρία τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ, τῆς βαπτισματικῆς ἑνότητος κ.ἄ., ποῦ ἦταν ἄγνωστες μέχρι τότε σέ κάθε μιά ἀπό τίς παραπάνω χριστιανικές ὁμολογίες. Καί στήν προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση τῆς συγχρόνου αὐτῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἀνάγκη καί ἐμεῖς, ἀκολουθοῦντες τούς Ἁγίους Πατέρες μας, νά στρέψουμε τήν προσοχή μας πρός τήν κατεύθυνση αὐτή καί νά ἐντείνουμε τόν ἀγώνα μας, μέχρις ὅτου ἐπιτευχθεῖ ἡ Συνοδική καταδίκη της αἱρέσεως. Εἶναι ντροπή γιά ὅλους μας, κληρικούς καί λαϊκούς, τό γεγονός ὅτι μέχρι σήμερα καί ἐνῶ ἔχουν παρέλθει σχεδόν ἑκατό χρόνια, δέν ἐπετεύχθη αὐτός ὁ σκοπός. Εἶναι δέ ἄστοχο τό ἐπιχείρημα, πού προβάλλει ὁ π. Εὐθύμιος, ὅτι «εἶναι μάταιο νά περιμένωμε ἀπόφαση Συνόδου (ἡ ὁποία θά καταδικάσει τόν Οἰκουμενισμό) καί ἐπαναφορά συνοδική εἰς τήν Ὀρθοδοξία, ἐφ’ ὅσον κατά κοινήν ὁμολογία καί διδασκαλία τῆς Ἀποκαλύψεως καί τῶν Πατέρων περί τῶν ἐσχάτων, ὅλα θά βαδίζουν πρός τό χειρότερο, ἡ Ἐκκλησία διά τῶν ἐκπροσώπων της θά συμβιβασθεῖ καί θά προδώσει, οἱ Ἅγιοι θά ἡττηθοῦν, οἱ Ὀρθόδοξοι θά διαβιώνουν στίς ἐρήμους καί στά βουνά, ἡ Ἐκκλησία θά διασωθεῖ εἰς τήν ἔρημο, οἱ πλεῖστοι τῶν Ὀρθοδόξων κληρικῶν καί λαϊκῶν θά σφραγιστοῦν καί ἐπισήμως θά προσκυνήσουν τόν Ἀντίχριστο» (σελ. 310). Ἐάν εἶναι μάταιο νά περιμένουμε ἀπόφαση Συνόδου καί ἐπαναφορά Συνοδική στήν Ὀρθοδοξία, τότε αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχει καταλυθεῖ καί καταστραφεῖ τό Συνοδικό Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει παραλύσει ὅλος ὁ ἐκκλησιαστικός ὀργανισμός, καί μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε δέν πρόκειται νά ἐπαναλειτουργήσει πλέον στό μέλλον. Αὐτό σημαίνει ὅτι τά πάντα ἔχουν πλέον ἀνατραπεῖ, δέν ἔχει μείνει τίποτε ὄρθιο, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὑποστεῖ ναυάγιο καί «πύλαι Ἅδου κατίσχυσαν» αὐτῆς. Δέν εἶναι, ὅμως, ἔτσι τά πράγματα. Ὄχι! Ἀλλοίμονο, ἄν φθάσουμε σέ τέτοια συμπεράσματα, τά ὁποῖα μάλιστα ἔρχονται σέ εὐθεία ἀντίθεση μέ τούς λόγους τοῦ Κυρίου μας. Ἀλλοίμονο, ἄν μᾶς καταλάβει ὁ πανικός καί νομίσουμε ὅτι σήμερα ἡ Ἐκκλησία διασώζεται μόνο στά βουνά καί στίς ἐρημιές ἀπό ἐλάχιστους πιστούς, ἐνῶ ἐπίκειται ἐντός ἐλαχίστου χρόνου ἡ ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου. Βέβαια, ἡ Ἐκκλησία πάντοτε στήν ἱστορική της διαδρομή εἶχε στραμμένα τά βλέμματά της πρός τά ἔσχατα καί ζοῦσε μέ τήν προσδοκία τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ ἐσχατολογική αὐτή προσδοκία ἦταν μάλιστα ἰδιαίτερα ἔντονη στά Ἀποστολικά χρόνια. Ὡστόσο, τό γεγονός αὐτό καθόλου δέν ἐμπόδισε τούς Ἀποστόλους καί στή συνέχεια τούς Ἁγίους Πατέρες νά χάσουν τήν ἐπαφή τους μέ τό ἐδῶ καί τό τώρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς πραγματικότητος, νά ἀναπτύξουν τόν Συνοδικό της Θεσμό καί νά διατυπώσουν Κανόνες, πού θά ρυθμίζουν ὅλες τίς πτυχές τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἐξ ἄλλου μεγάλες Ἁγιορειτικές μορφές τῆς ἐποχῆς μας, ὅπως ὁ Γέρων Παΐσιος, ὁ Γέρων Ἐφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης κ.ἄ., ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τους τίς προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, πού δέν πραγματοποιήθηκαν ἀκόμη, μᾶς πληροφοροῦν ὅτι δέν ἔχουμε ἀκόμη φθάσει στήν ἐποχή τοῦ Ἀντιχρίστου.



[1] Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Αθήναι 1970, § ιστ΄, σ. 259.
[2] Α΄ Θεσ. 3, 6.
[3] ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Τά δύο ἄκρα˙ Οἰκουμενισμός καί Ζηλωτισμός, ἐκδ. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου       Κεχαριτωμένης Θεοτόκου 2008, σ. 95.
[4] ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Τά δύο ἄκρα˙ Οἰκουμενισμός καί Ζηλωτισμός, ἐκδ. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου       Κεχαριτωμένης Θεοτόκου 2008, σ. 140.
[5] Β΄ βιβλίο κεφ. 10.
[6] Πρός Ἐφεσίους, ΒΕΠΕΣ 2, 291.
[7] ΕΠΕ 2, 28.
[8] ΕΠΕ 2, 20.
[9] ΕΠΕ 3, 86.
[10] ΕΠΕ 3, 220.
[11] ΕΠΕ 3, 226.
[12] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 173.
[13] Ὅ.π., σσ. 170-171.
[14] P.G. 33, 35. 
[15] ΕΠΕ 23, 492-494.
[16] Πρός Δρακόντιον ἐπιστολή 1, 4, ΒΕΠΕΣ 33, 172.
[17] ΒΕΠΕΣ 33, 197.
[18] ΒΕΠΕΣ 33, 182.
[19] PG 77, 108A.
[20] ΒΛΑΣΙΟΣ ΦΕΙΔΑΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία , τ.  Α΄, Αθήναι 2002, σσ.  607-608.
[21] PG 77, 124A.
[22] Φιλοκαλία 15Γ, 102.
[23] ΕΠΕ 15Γ, 38-40.
[24] PG 87Γ, 3369D.
[25] PG 94, 1232-1420.
[26] Περί Ταρασίου καί Νικηφόρου τῶν ἐν ἁγίοις Πατριαρχών, PG 99, 1853C.
[27] PG 99, 157D.
[28] Περί Ταρασίου… ὅ.π., PG 99, 1853D. 
[29] ΜΟΝΑΧΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ, Ἀντιπατερική ἡ στάση τοῦ Ζηλωτικοῦ Παλαιοημερολογιτισμοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2000, σσ. 12-13.
[30] ΕΠΕ 12, 400, 31 και ΕΠΕ 13, 290, 25.
[31] PG 99, 1417C, D.
[32] Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀθήναι 1970, § κγ΄, σ. 386 καί ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «Ὁ θρυλούμενος διωγμός», ἐν Ἀθωνικῆ Πολιτεία, Θεσσαλονίκη 1963, σ. 229.
[33] ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΒΛΑΣΤΟΣ, Περί τοῦ Σχίσματος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήναι 1896, σ. 108.
[34] PG 150, 863D.
[35] ΕΠΕ 3, 692.
[36] ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Τά εὑρεθέντα, Λόγος συμβουλευτικός, Θεσσαλονίκη 1991, τ. Α΄, σ. 403.
[37] ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Τά εὑρεθέντα, Μελέτη περί τῆς τῶν Κυπρίων πρός τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μελετηθείσης ἑνώσεως, τ. Β΄, σσ. 23, 24.
[38] SYLVESTRE SYROPOULOS, Les Memoires, Roma 1971, τμῆμα γ΄, κεφ. ε΄ – στ΄, σ. 166.
[39] Θ.Η.Ε. 4 (1962-1968) 277.
[40] ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ὀρθόδοξος Ἑλλάς, ἐν Λειψία 1872, σσ. 92-93.
[41] Σ. ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, τ. Β΄, Ἀθήναι 1969,  σ. 19.
[42] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΦΕΣΟΥ, Ἔκθεσις, κεφ. στ΄,  PO 17, 448.
[43] ΣΥΛΒΕΣΤΡΟΣ ΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Τά ἀπομνημονεύματα, ΧΙΙ, σ. 444.
[44] Ό π., σ. 446.
[45] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΦΕΣΟΥ, Άπολογία, PG 160, 537A.
[46] Μ. ΓΕΔΕΩΝ, Πατριαρχικαί πίνακες, σσ. 349-350.
[47] Κ. ΒΛΑΧΟΣ, Ἡ χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω, σ. 81.
[48] ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ,  Ἱστορία τοῦ Σχίσματος, σ. 161.
[49] ΕΦΡΑΙΜ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Εὐαγγελική Σάλπιγξ, Λόγος εἰς τήν ἑορτήν τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, ἐν Ἀθήναις 1867, σσ. 326-327.
[50] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, Ἀθήναι 1970, σημείωσις στόν μστ΄ Ἀποστολικόν, σ. 56.
[51] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιτομή εἴτε συλλογή τῶν θείων τῆς πίστεως δογμάτων, ἐν Λειψία αωστ΄, σσ. 350-352.
[52] Ρωμ. 1, 28.
[53] Ματθ. 16, 18.
[54] Περισσότερα σχετικά μέ τό σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ βλέπε: ΑΡΧΙΜ. ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ἡ Ὀρθοδοξία μπροστά στή θύελλα τοῦ συγχρόνου προτεσταντικοῦ καί παπικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Πειραιεύς 2011,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου