Ο ΑΓΙΟΣ Θεόδωρος ο Στουδίτης, αγαπητοί μου, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, του οποίου η μνήμη εορτάζεται την 11η Νοεμβρίου, είνε μία πελωρία μορφή. Εάν υπήρχε στην Ελλάδα τηλεόρασι με σκοπό να παράγη έργα μεγάλα και υψηλά και προέβαλλε σε συνέχειες όχι έργα επαίσχυντα και φθοροποιά, αλλ’ έργα ανωτέρας πνοής, θα μπορούσε να συμπεριλάβη στο πρόγραμμά της και την παραγωγή μιας ταινίας με θέμα τη μεγάλη αυτή μορφή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εάν δε η τηλεόρασις έδειχνε σε σειρά εκπομπών ένα έργο με τη ζωή του αγίου αυτού, να είστε βέβαιοι πως δεν θα έμενε μάτι αδάκρυτο, βλέποντας στο πρόσωπό του τη δόξα της Εκκλησίας μας.
Στην ταραχώδη εποχή που ζούμε, στα δύσκολα τούτα χρόνια, κάτι σημαντικό έχει να μας πη ο βίος του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Τα χρόνια είνε παράλληλα· ό,τι συνέβη στην εποχή του Θεοδώρου του Στουδίτου, συμβαίνει και σήμερα. Και όπως εκείνος αγωνίστηκε, έτσι πρέπει ν ἀγωνισθοῦμε κ ἐμεῖς κατά το ρητό του αποστόλου· «Μνημονεύετε των ηγουμένων υμών, οίτινες ελάλησαν υμίν τον λόγον του Θεού, ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν» (Εβρ. 13, 7), δηλαδή· Να θυμάστε τους πνευματικούς σας οδηγούς, που σας δίδαξαν το λόγο του Θεού, και επανεξετάζοντας πού σας έφερε η συναναστροφή μαζί τους να μιμήσθε την πίστι τους.
Επιτρέψατέ μου, λοιπόν, εν συντομία να παρουσιάσω ενώπιόν σας την γιγαντιαία μορφή του μεγάλου αυτού ομολογητού της πίστεως.
Ανοίγουμε την ιστορία και μεταφερόμεθα στο παρελθόν, στα παλαιότερα ένδοξα χρόνια. Όπως υπάρχει διαστημόπλοιο, με το οποίο οι αστροναύτες μπορούν να φθάσουν σε άλλο πλανήτη, έτσι υπάρχει και μέσο, με το οποίο μπορούμε κ’ εμείς να μεταφερθούμε σε έναν άλλο καιρό, στο παρελθόν, και να δούμε να ζωντανεύουν εμπρός μας παλαιές ιστορίες και αρχαίες δόξες. Το δε μέσον αυτό είνε η φαντασία μας. Ας ταξιδέψουμε λοιπόν με τη φαντασία μας πίσω, στον καιρό του Βυζαντίου, κι ας σταματήσουμε στην πόλι των ονείρων μας, στην Κωνσταντινούπολι.
Βρισκόμαστε στο 795 μ.Χ. Μπορείτε να μου πήτε, ποιός ήταν τότε ο αυτοκράτορας, που βασίλευε στη μεγάλη και ένδοξο αυτή πόλι;
Ω «ματαιότης ματαιοτήτων»! «Άρα τις εστι, βασιλεύς η στρατιώτης;…». «Επελθών γαρ ο θάνατος ταύτα πάντα εξηφάνισται». Κανείς δεν θυμάται. Όπως και μετά από 100 χρόνια ποιός θα θυμάται, ποιός είνε σήμερα πρόεδρος της δημοκρατίας, ποιός είνε πρωθυπουργός, και ποιός είνε υπουργός της δικαιοσύνης;… Και ποιός θα θυμάται, ποιός είνε αρχιεπίσκοπος και ποιός είνε επίσκοπος;… Αλλ’ αν η ιστορία σβήνη τα ονόματα εκείνων που επρόδωσαν την πίστι και την πατρίδα, θα ζουν όμως πάντοτε μεσ στὶς καρδιές των ορθοδόξων Ελλήνων, όσα χρόνια κι αν περάσουν, τα ονόματα των αγωνιστών και ομολογητών της Ορθοδοξίας. «Εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111, 6).
Και ενώ το όνομα του βασιλέως εκείνου, του αυτοκράτορος που ατίμασε τον βίο του με μία αισχρά πράξι, έχει σβησθή και μόνο οι ιστοριοδίφαι ερευνούν για να βρουν τ΄ όνομά του, η ιστορία έχει γράψει με χρυσά γράμματα το όνομα ενός ασκητού, του Θεοδώρου του Στουδίτου.
Ποιός ήταν ο Θεόδωρος ο Στουδίτης; Δεν θα εξιστορήσω εδώ όλο τον βίο του. Τρεις μαθηταί του έχουν γράψει την ιστορία του.
Γεννήθηκε το 759 στην Κωνσταντινούπολι. Δεν γεννήθηκε από βράχο. Κανείς δεν γεννιέται από βράχο. Όλους μια μάνα μας γέννησε. Και η μάνα παίζει σπουδαίο ρόλο. Πίσω από κάθε μεγάλον άνδρα ζητήστε τη γυναίκα, ζητήστε τη μάνα. Όπως πίσω από τον Μ. Βασίλειο είνε η Εμμέλεια και πίσω από τον Χρυσόστομο είνε η Ανθούσα και πίσω από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο είνε η Νόννα και πίσω από τον ιερό Αυγουστίνο, του οποίου αναξίως φέρω το όνομα, είνε η Μόνικα η αγία, έτσι λοιπόν και πίσω από τον άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη είνε η μάνα, η γλυκυτάτη μάνα. Το όνομά της; Θεοκτίστη.
Όταν πέθανε η μητέρα του, ο Θεόδωρος πήγε στον τάφο της και έκλαψε, έκλαψε σαν το Χριστό, και εξεφώνησε ένα λόγο περισπούδαστο. Εκεί ονομάζει τη μητέρα του με το όνομα «διμήτηρ», δηλαδή μάνα δυό φορές. Ω μάνα γλυκειά, μάνα δυό φορές! Τι θα πη δυό φορές μάνα; Σαν να της έλεγε· «Με γέννησες δυό φορές. Μια φορά με γέννησες με το φυσικό τρόπο· μικρά γέννησις αυτή. Αλλά με γέννησες και κατ΄άλλο τρόπο, πνευματικό τρόπο. Μαζί με το γάλα, που με πότισες, με πότισες και το γάλα του Χριστού, την ιερά διδασκαλία». Και το ζην και το ευ ζην ώφειλε στη μητέρα του. Εκείνη τον έπαιρνε την ημέρα στα γόνατά της και τον δίδασκε, και τη νύχτα, τα μεσάνυχτα, κάτω από τα άστρα και μπροστά στα αφρίζοντα κύματα του Βοσπόρου, τον γονάτιζε και τον μάθαινε να προσεύχεται και να επικοινωνή με τον ουράνιο Πατέρα. Ω μάνα γλυκειά, δυό φορές με γέννησες!
Γυναίκες που μ’ ακούτε, να στε μάνες όχι μια αλλά δυό φορές. Το να γεννήσετε είνε δύσκολο και σπουδαίο, αλλά όχι και μεγάλο. Γεννούν και τα σκυλιά, γεννούν και τα λιοντάρια, γεννούν και όλα τα άλλα όντα της ζωολογικής κλίμακος. Το γεννάν δεν σε κάνει μάνα. Μάνα θα γίνης, αν μεσ’ στὴν καρδιά του παιδιού φυτέψης το Χριστό και την πατρίδα. Αν το κάνης αυτό, εσύ μεν θα γεράσης, θ’ ασπρίσουν τα μαλλιά σου, θα πεθάνης. Αλλ’ επάνω στον τάφο σου θα έλθη κάποιος, είτε στρατηγός είτε επίσκοπος είτε εργάτης είτε οικογενειάρχης…, και θα πη· «Μάνα, γλυκειά μου μάνα, δυό φορές με γέννησες». Αν δεν σας το πουν αυτό, τότε δεν είστε άξιες μητέρες και άξιες Ελληνίδες. Όπως λοιπόν η μάνα του αγίου Θεοδώρου ήτο «διμήτηρ», έτσι κ εσείς να γίνετε διμήτορες. Δυό φορές να γεννήσετε. Να φέρετε παιδιά στον κόσμο, κι αυτά τα παιδιά να τα οδηγήσετε στο Χριστό.
Από τέτοια μάνα βγήκε. Κλωνάρι ένδοξο εκλεκτής, γενναίας, σπανίας οικογενείας. Από μικρός ακολούθησε το Χριστό. Αφιερώθηκε στην υπηρεσία του. Έκτισε μοναστήρι. Τι μοναστήρι; Κοντά στο Θεόδωρο το Στουδίτη μαζευτήκανε -παρακαλώ μετρήστε- 1.000 νέοι! Λεβεντιά και δόξα. Στρατιώτες του Χριστού, που έφτειαξαν κοινόβιον. Τι σημαίνει κοινόβιο; Κράτος Θεού. Επιτρέψτε μου να μιλήσω με τη σύγχρονη γλώσσα, αν και κινδυνεύω να παρεξηγηθώ· το κοινόβιο του Στουδίτου ήταν μία σοσιαλιστική χριστιανική κοινωνία. Όλα κοινά. Τίποτε ίδιον, κανείς δεν είχε ιδιοκτησία. Κ’ εύρισκες να υπάρχουν εκεί όλα τα επαγγέλματα κι όλες οι δουλειές· και γεωργοί, και βοσκοί, και κτίστες, και ξυλουργοί, και σιδηρουργοί, και αγωγιάτες, και μάγειροι, και υποδηματοποιοί,… ακόμη και τυπογράφοι. Εκεί υπήρχε το μεγαλύτερο τυπογραφείο της Ανατολής.
―Μα είνε δυνατόν, το 795 τυπογραφείο; Η τυπογραφία, μεγάλη εφεύρεσι στην οποία οφείλει τόσα η ανθρωπότης, έγινε, όπως ξέρουμε, τον 15ο αιώνα. Πως λοιπόν τον 8ο αιώνα είχε ο Στουδίτης τυπογραφείο;
Οι καλόγεροι ξενυχτούσαν αντιγράφοντας κείμενα μέχρι της πρωϊνές ώρες. Τα άγια χεράκια τους έγραφαν Αποστόλους, έγραφαν Ευαγγέλια, έγραφαν πατέρας (Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Μέγα Αθανάσιο…), έγραφαν και κλασσικούς (Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Θουκυδίδη…). Αν υπάρχη σήμερα ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και άλλοι κλασσικοί συγγραφείς, αυτό το οφείλουμε στα άγια χέρια των καλογήρων εκείνων, που ήταν οι τυπογράφοι της εποχής και αντέγραφαν καλλιγραφικώς όλα τα σπουδαία κείμενα.
Ο άγιος Θεόδωρος ήταν ακόμα και ποιητής. Οι λεγόμενοι αναβαθμοί της Οκτωήχου, που είνε μέλι γλυκύτατο, τα εγκώμια του Επιταφίου θρήνου, που ψάλλονται τη Μεγάλη Παρασκευή, και πολλοί άλλοι ύμνοι, είνε όλα έργα του θεοπνεύστου αυτού ανδρός, του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου.
Αυτό ήταν το έργο του μεγάλου αυτού πατρός της Εκκλησίας μας. Και ποιό ήταν το τέλος του; Είπαμε, ότι ο άγιος Θεόδωρος είχε μοναστήρι, και θα περίμενε κανείς να τελειώση τη ζωή του εκεί. Πέθανε λοιπόν στο μοναστήρι;
Τα μοναστήρια και οι αδελφότητες -ας τ’ ἀκούσουν όλοι- δεν είνε αυτοσκοπός. Είνε μέσα. Το επαναλαμβάνω· οι αδελφότητες και τα μοναστήρια δεν είνε αυτοσκοπός, αλλά είνε μέσα. Και τα μέσα αυτά έχουν αξία, εφ ὅσον υπάρχει σκοπός. Και σκοπός είνε η δόξα του Θεού.
Έρχονται στιγμές, που θα θυσιάσης όχι μόνο τον εαυτό σου, αλλά και το μοναστήρι σου· καλείσαι να το κάνης ολοκαύτωμα για τη δόξα του Χριστού. Κι όπως κάτω στην Κρήτη, στο Αρκάδι, ο Γαβριήλ έβαλε φωτιά κ’ έκαψε το μοναστήρι, και η φλόγα του Αρκαδίου φώτισε τον κόσμο και συνετέλεσε τα μέγιστα στην απελευθέρωσι της Κρήτης, έτσι κι ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης. Για να κτίση το περιλάλητο μοναστήρι του Στουδίου, κατέβαλε κόπους και μόχθους ετών. Αλλά ήρθε στιγμή που, για να διατηρήση το μοναστήρι του, έπρεπε να κάνη συμβιβασμούς σε ζητήματα ορθοδόξου πίστεως. Τότε εκείνος δεν λυπήθηκε το μοναστήρι του. Δεν είπε Θα υποχωρήσω. Αλλά σε μια στιγμή, δραματική στιγμή της ιστορίας, το «έκαψε» το μοναστήρι, το έκανε λιβάνι και θυσία. Τότε το μοναστήρι αυτό διαλύθηκε. Από τους χίλιους μοναχούς, που διώχθηκαν βιαίως, άλλοι πέθαναν στην εξορία, άλλοι υποβλήθηκαν σε ποικίλες δοκιμασίες και μαρτύρια ομολογώντας την ορθόδοξο πίστι, υπέστησαν κακώσεις, έχασαν τα μάτια τους η άλλα μέλη του σώματός τους. Σκορπίσθηκαν οι σεβάσμιοι μοναχοί, ερείπια έγινε το περίφημο μοναστήρι.
Φυσικό είνε να ρωτήση κανείς· Μα πως διαλύθηκε μία τόσον ένδοξος αδελφότης; Πως; Εδώ ακριβώς θέλω να προσέξετε, αγαπητοί μου.
Στα χρόνια εκείνα συνέβη ένα θλιβερό γεγονός και η είδησι διαδόθηκε μεσ’ στὴν πόλι. Πως διαδόθηκε; Εφημερίδες τότε δεν υπήρχαν, ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, τηλεοράσεις δεν υπήρχαν. Αλλ’ η πρώτη εφημερίδα ποιά είνε; Είνε το στόμα. Αυτή είνε η πρώτη εφημερίδα. Όσοι είστε από χωριό και προλάβατε τη ζωή των προηγουμένων ετών, θα θυμάστε, ότι στην κοινωνία εκείνη μέσα σε πέντε λεπτά μάθαιναν όλοι το κάθε τι από στόμα σε στόμα. Από στόμα σε στόμα λοιπόν διαδόθηκε και μέσα στην Πόλι, στην Κωνσταντινούπολι, το θλιβερό γεγονός. Στα σπίτια, στις συνοικίες, στον ιππόδρομο, στο λιμάνι που ήταν οι ναύτες, στα καΐκια, στα πλοία, παντού, μια κουβέντα είχαν·
―Πω πω τι έγινε! Δυστύχημα. Χειρότερο από κάθε άλλο δυστύχημα. Χειρότερο κι από το να χαλάση μια εκκλησία. Γιατί το να γκρεμίσης μια εκκλησία είνε φοβερό, αλλά αυτό που συνέβη ήταν ακόμη πιο φοβερό.
―Τι συνέβη λοιπόν; Τι δυστύχημα ήταν αυτό;
Β΄Μέρος
Πρόκειται για πνευματικό δυστύχημα.
Μέσα στα ανάκτορα ο τότε αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος ο ΣΤ΄ (780-797), είχε μια αγία γυναίκα. Το όνομά της Μαρία. Δεν είχε ο Κωνσταντίνος κανένα παράπονο εναντίον της Μαρίας. Οι ιστορικοί της εποχής εκείνης μαρτυρούν, ότι η Μαρία υπήρξε υπόδειγμα γυναικός. Κι όμως μια μέρα ο αυτοκράτορας τη διώχνει, την πετάει έξω από τα ανάκτορα. Έπειτα με στρατιώτες την παίρνει και την στέλνει σ ένα μοναστήρι· κ’ εκεί, χωρίς τη θέλησί της, την κάνει καλόγρια, πράγμα που απαγορεύουν οι κανόνες. Δεν σταματά όμως εδώ το κακό. Αφού έδιωξε τη νόμιμη σύζυγό του, παίρνει ως σύζυγο μια άλλη γυναίκα, μια νέα, που έλαμπε από κάλλος σωματικό, αλλά εστερείτο ψυχικού κάλλους. Ο γάμος έγινε τη νύχτα, τα μεσάνυχτα, μέσα στα ανάκτορα. Και επειδὴ δεν βρισκόταν άλλος ιερεύς στην Πόλι να τους στεφανώση, ένας παπάς από κείνους που αποτελούν αίσχος για την Εκκλησία του Χριστού ―πάντοτε θα υπάρχουν προδότες παπάδες και προδότες δεσποτάδες―, ένας τέτοιος παπάς, ο Ιωσήφ, που ήταν πρωτόπαπας στην αγία Σοφία, ανέβηκε τη νύχτα απάνω και στεφάνωσε το παράνομο ζεύγος. Και μόνο αυτό; Την άλλη μέρα ο Κωνσταντίνος, ενώ η νόμιμη σύζυγος έκλαιγε μεσ΄ στοὺς τέσσερις τοίχους του κελλιού του μοναστηριού, αγκαζέ παρακαλώ με τη Θεοδότη, πάνω στην ανακτορική άμαξα μετά πολλής φαντασίας πήγε στην αγία Σοφία, κ’ εκεί η πόρνη και παλλακίς εστέφθη επισήμως αυγούστα, βασίλισσα.
Το πρώτο έγκλημα του αυτοκράτορος· έδιωξε τη νόμιμη γυναίκα του αναιτίως. Το δεύτερό του έγκλημα· την έκλεισε παρά τη θέλησί της στο μοναστήρι. Το τρίτο έγκλημα· πήρε ως σύζυγο την πόρνη αυτή, τη Θεοδότη. Το τέταρτο· την στεφανώθηκε νύχτα στα ανάκτορα. Το πέμπτο· έκανε βασίλισσα την παλλακίδα μέσα στην αγία Σοφία. Το έκτο· ποιό το έκτο; ότι το παράδειγμά του θα το μιμήθηκαν ασφαλώς υπουργοί, στρατηγοί, ναύαρχοι, μεγάλοι και μικροί, για ν’ ἀνάψῃ φωτιά μεγάλη στο έθνος.
Μεγάλο το σκάνδαλο. Και όμως κανείς δεν μιλούσε. Σιωπή νεκροταφείου. Ποιός να μιλήση;
Τότε μέσα στη σιωπή αυτή ακούστηκε βροντή κ έλαμψε αστραπή. Κάποιος μίλησε, κάποιος φώναξε. Ποιός ήταν; Ο πατριάρχης; Όχι. Δεσπότης; Όχι. Ποιός; Ένας απλός ιερομόναχος, ο ηγούμενος του Στουδίου, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, του οποίου να χουμε την ευχή. Αυτός μίλησε. Αυτός ήλεγξε το παράνομο αυτοκρατορικό ζεύγος, ήλεγξε τον αυλοκόλακα ιερέα που τους στεφάνωσε, έκοψε δε και το μνημόσυνο του τότε πατριάρχου, επειδή κι αυτός δεν τιμώρησε τον παρανομήσαντα ιερέα.
Πάντοτε, σε σκληρές εποχές και σε στιγμές δύσκολες, αναδεικνύει ο Θεός πρόσωπα που με παρρησία θα υπερασπισθούν την πίστι. Όταν ο Δαυίδ αμάρτησε, παρουσιάστηκε ένας Νάθαν που στάθηκε εμπρός του και τον ήλεγξε. Κι όταν ο Αχαάβ ασέβησε με την περιβόητη εκείνη Ιεζάβελ, ένας Ηλίας ανέβηκε στα ανάκτορα και ήλεγξε το παράνομο βασιλικό ζεύγος. Κι όταν ο Ηρώδης έδιωξε τη νόμιμη γυναίκά του και πήρε την διαβόητη Ηρωδιάδα, ένας Πρόδρομος είπε το «Ουκ έξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου». Κι όταν στην Κωνσταντινούπολι η Ευδοξία με τον Αρκάδιο αντιτάχθηκαν στην Εκκλησία, τότε ένας Χρυσόστομος ήλεγξε την κατάστασι. Έτσι και στην εποχή αυτή παρουσιάστηκε ο Θεόδωρος ο Στουδίτης.
Τι έκανε;
Πρώτον έπαυσε το μνημόσυνο, το πολυχρόνιο, του βασιλέως Κωνσταντίνου του ΣΤ΄.
Δεύτερον έπαυσε το μνημόσυνο του πατριάρχου Ταρασίου (784-806).
Τρίτον ξεσήκωσε το λαό.
Τέλος, νύχτα η ώρα, έκανε λιτανεία μεσ’ στὴν Κωνσταντινούπολι και έσεισε ολόκληρη την πόλι.
Το αποτέλεσμα; Ανοίξτε την ιστορία να μάθετε το αποτέλεσμα.
Ο βασιλιάς ταράχτηκε. Και τι σκέφτηκε. Προσπάθησε με κολακείες και άλλα μέσα να κάνη τον άγιο Θεόδωρο να συγκατατεθή, εκμεταλλευόμενος και κάτι άλλο πολύ σημαντικό. Και το σημαντικό αυτό στοιχείο είνε, ότι η Θεοδότη, που πήρε ως βασίλισσα στ’ ανάκτορα ο Κωνσταντίνος διώχνοντας την αγία του γυναίκα τη Μαρία, η Θεοδότη αυτή ήταν εξαδέλφη του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου!
Αν ήταν κανένας άλλος, θα είχε χαρά και αγαλλίασι. Αφού η εξαδέλφη του έγινε βασίλισσα, θα μπορούσε πλέον ν’ ανεβαίνῃ στα ανάκτορα και να επιτυγχάνη ό,τι θέλει. Εκείνος όμως δεν σκέφθηκε έτσι. Ιδού το μεγαλείο του αγίου. Δεν ανήκε στην κατηγορία εκείνων που έχουν υπεράνω του πνευματικού χρέους τις κοσμικές σχέσεις και υπεράνω της πνευματικής συγγενείας την κατά σάρκα συγγένεια. Όχι. Πάνω από τη σάρκα είνε το πνεύμα. Ο Χριστός είπε· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα (ή αδελφούς ή γυναίκα ή άλλους συγγενείς) υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. 10, 37). Θ’ αγαπάς τη γυναίκα σου, θ’ αγαπάς τα παιδιά σου, θ’ αγαπάς τους συγγενείς σου, θ’ αγαπάς τους φίλους σου, θ’ αγαπάς τους πάντας, αλλά παραπάνω απ’ όλους θα ’χῃς το Χριστό και την αλήθεια. Έτσι έκανε και ο Στουδίτης. Γι αυτὸ δεν υπελόγισε τη Θεοδότη.
Εκείνη ήλπιζε, ότι ο εξάδελφός της, ο καλός της εξάδελφος, ο άγιος εξάδελφος, που ζούσε με την προσευχή και κρατούσε το κομποσχοίνι, θα τη δεχότανε. Πίστευε, ότι προσφέροντάς του ωρισμένα πολύτιμα δώρα θα τον έκαμπτε. Και μια μέρα πήρανε μια άμαξα με χρυσοστόλιστα άλογα, τη φόρτωσαν δώρα, διαμάντια και άλλα, και ξεκίνησαν με συνοδεία να πάνε στο μοναστήρι του εξαδέλφου της. Ένας σκοπός, που φύλαγε ψηλά στον πύργο του μοναστηριού, μόλις είδε να ’ρχεται η βασιλική άμαξα με τη Θεοδότη και τον αυτοκράτορα, αμέσως ειδοποίησε τον ηγούμενο. Τότε ο Θεόδωρος ο Στουδίτης διατάζει, να χτυπήσουν πένθιμα οι καμπάνες του μοναστηριού σαν να ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Κι όταν η αυτοκρατορική συνοδεία πλησίασε στην πύλη κ’ ήταν έτοιμη να μπη στο μοναστήρι, δέκα μοναχοί έκλεισαν με πάταγο την πόρτα κατάμουτρα στο βασιλιά. Έτσι η Θεοδότη επέστρεψε ταπεινωμένη στα ανάκτορα.
Ενώ λοιπόν ο Ιωσήφ την κολάκευσε, ο άγιος Θεόδωρος την ήλεγξε. Για την υπόθεσι του κόλακος αυτού ιερέως, του Ιωσήφ, που στεφάνωσε το παράνομο βασιλικό ζεύγος και εν συνεχεία καθαιρέθηκε επί της βασιλίσσης Ειρήνης της Αθηναίας (797-802) από τον πατριάρχη Ταράσιο, ο άγιος Θεόδωρος αναγκάστηκε να κόψη το μνημόσυνο και του επομένου πατριάρχου, του Νικηφόρου Α’ (806-815). Διότι κι αυτός, υποχωρώντας στην επιθυμία του αυτοκράτορος Νικηφόρου (802-811), αποκατέστησε με Σύνοδο τον Ιωσήφ στο ιερατικό αξίωμα. Η διακοπή αυτή του μνημοσύνου στοίχισε στον άγιο Θεόδωρο την πρώτη εξορία, την εξορία του στη νήσο Χάλκη.
Ύστερα απ΄αυτὸ ο Θεόδωρος ο Στουδίτης εξωρίστηκε και για δευτέρα φορά λόγω της ακάμπτου μαχητικότητός του. Αγωνίστηκε δε και υπέρ των αγίων εικόνων κάνοντας μάλιστα με τους μοναχούς του μέσα στην Πόλι και λιτανεία, που πήρε τη μορφή διαδηλώσεως του ορθοδόξου λαού κατά των αιρετικών εικονομάχων. Η διαδήλωσις αυτή του στοίχισε πάλι διωγμό και τρίτη εξορία. Στρατιώτες μπήκαν στο μοναστήρι δέρνοντας και χτυπώντας. Συνέλαβαν τον ηγούμενο και σκόρπισαν τους μοναχούς.
Πρώτη φορά είχε εξοριστή το 808 στη Χάλκη για τον παράνομο γάμο. Τη δευτέρα φορά εξωρίστηκε πάλι για τον ίδιο λόγο. Και τρίτη φορά εξωρίστηκε το 815 στη Σμύρνη για τις άγιες εικόνες· τότε τον έκλεισαν στο υπόγειο του μητροπολιτικού μεγάρου της Σμύρνης κ’ εκεί τον μαστίγωναν αλύπητα. Αργότερα, το 826, διαμαρτυρήθηκε τελευταία φορά και για τον παράνομο γάμο του αυτοκράτορος Μιχαήλ Β (820-829).
Τέλος σε ηλικία 67 ετών, το έτος 826, μια βραδιά, μια αγία ημέρα, προαισθάνθηκε το τέλος του. Ήταν 9 Νοεμβρίου. Κάλεσε τα πνευματικά του παιδιά και τα αποχαιρέτισε. Τα τελευταία του λόγια ήταν· «Παιδιά μου, φυλάξατε ορθόδοξον την πίστιν και βίον ακηλίδωτον, και ο Θεός μαζί σας». Στις 11 Νοεμβρίου, ημέρα Κυριακή, τους παρακάλεσε να ψάλουν τον άμωμο, τον μεγαλύτερο ψαλμό του Ψαλτηρίου, τον 118ο. Κι όταν οι μοναχοί έλεγαν με δάκρυα το στίχο «Εις τον αιώνα ου μη επιλάθωμαι των δικαιωμάτων σου, ότι εν αυτοίς έζησάς με, Κύριε», δηλαδή· «Ω Θεέ μου, ποτέ δεν θα ξεχάσω τα λόγια του νόμου σου, γιατί μ’ αυτὰ μου έδωσες ζωή» (Ψαλμ 118,93), την ώρα εκείνη φτερούγισε η αγία του ψυχή και παρέδωσε το πνεύμα στον ουράνιο πατέρα.
Ο άγιος Θεόδωρος μετά την τρίτη εξορία δεν ξαναείδε το μοναστήρι του, που το κατέλαβαν άλλοι μοναχοί, οπαδοί των εικονομάχων. Μακριά από το Στούδιο, θλιβόμενος και προσευχόμενος, πέρασε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του εκεί, στον τόπο της εξορίας του, και έτσι έκλεισε τα μάτια του στο μάταιο αυτό κόσμο.
† Επίσκοπος Αυγουστίνος
{Απομαγνητοφωνημένη εσπερινή ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στην Αθήνα, στις 21-11-1976. Εδημοσιεύθη στην «Χριστιανική Σπίθα» (527-9/1996)}
Ἀκολουθεῖ τό ἴδιο κείμενο σέ πολυτονική γραμματοσειρά
Ο ΑΓΙΟΣ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἀγαπητοί μου, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη ἑορτάζεται τὴν 11η Νοεμβρίου, εἶνε μία πελωρία μορφή. Ἐὰν ὑπῆρχε στὴν Ἑλλάδα τηλεόρασι μὲ σκοπὸ νὰ παράγῃ ἔργα μεγάλα καὶ ὑψηλὰ καὶ προέβαλλε σὲ συνέχειες ὄχι ἔργα ἐπαίσχυντα καὶ φθοροποιά, ἀλλ᾿ ἔργα ἀνωτέρας πνοῆς, θὰ μποροῦσε νὰ συμπεριλάβῃ στὸ πρόγραμμά της καὶ τὴν παραγωγὴ μιᾶς ταινίας μὲ θέμα τὴ μεγάλη αὐτὴ μορφὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐὰν δὲ ἡ τηλεόρασις ἔδειχνε σὲ σειρὰ ἐκπομπῶν ἕνα ἔργο μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ, νὰ εἶστε βέβαιοι πὼς δὲν θὰ ἔμενε μάτι ἀδάκρυτο, βλέποντας στὸ πρόσωπό του τὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Στὴν ταραχώδη ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, στὰ δύσκολα τοῦτα χρόνια, κάτι σημαντικὸ ἔχει νὰ μᾶς πῇ ὁ βίος τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Τὰ χρόνια εἶνε παράλληλα· ὅ,τι συνέβη στὴν ἐποχὴ τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, συμβαίνει καὶ σήμερα. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος ἀγωνίστηκε, ἔτσι πρέπει ν᾿ ἀγωνισθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς κατὰ τὸ ῥητὸ τοῦ ἀποστόλου· «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἑβρ. 13, 7), δηλαδή· Νὰ θυμᾶστε τοὺς πνευματικούς σας ὁδηγούς, ποὺ σᾶς δίδαξαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπανεξετάζοντας ποῦ σᾶς ἔφερε ἡ συναναστροφὴ μαζί τους νὰ μιμῆσθε τὴν πίστι τους.
Ἐπιτρέψατέ μου, λοιπόν, ἐν συντομίᾳ νὰ παρουσιάσω ἐνώπιόν σας τὴν γιγαντιαία μορφὴ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ὁμολογητοῦ τῆς πίστεως.
* * *
Ἀνοίγουμε τὴν ἱστορία καὶ μεταφερόμεθα στὸ παρελθόν, στὰ παλαιότερα ἔνδοξα χρόνια. Ὅπως ὑπάρχει διαστημόπλοιο, μὲ τὸ ὁποῖο οἱ ἀστροναῦτες μποροῦν νὰ φθάσουν σὲ ἄλλο πλανήτη, ἔτσι ὑπάρχει καὶ μέσο, μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ μεταφερθοῦμε σὲ ἕναν ἄλλο καιρό, στὸ παρελθόν, καὶ νὰ δοῦμε νὰ ζωντανεύουν ἐμπρός μας παλαιὲς ἱστορίες καὶ ἀρχαῖες δόξες. Τὸ δὲ μέσον αὐτὸ εἶνε ἡ φαντασία μας. Ἂς ταξιδέψουμε λοιπὸν μὲ τὴ φαντασία μας πίσω, στὸν καιρὸ τοῦ Βυζαντίου, κι ἂς σταματήσουμε στὴν πόλι τῶν ὀνείρων μας, στὴν Κωνσταντινούπολι.
Βρισκόμαστε στὸ 795 μ.Χ.. Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε, ποιός ἦταν τότε ὁ αὐτοκράτορας, ποὺ βασίλευε στὴ μεγάλη καὶ ἔνδοξο αὐτὴ πόλι; Ὤ «ματαιότης ματαιοτήτων»! «Ἆρα τίς ἐστι, βασιλεὺς ἢ στρατιώτης;…». «Ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται». Κανείς δὲν θυμᾶται. Ὅπως καὶ μετὰ ἀπὸ 100 χρόνια ποιός θὰ θυμᾶται, ποιός εἶνε σήμερα πρόεδρος τῆς δημοκρατίας, ποιός εἶνε πρωθυπουργός, καὶ ποιός εἶνε ὑπουργὸς τῆς δικαιοσύνης;… Καὶ ποιός θὰ θυμᾶται, ποιός εἶνε ἀρχιεπίσκοπος καὶ ποιός εἶνε ἐπίσκοπος;… Ἀλλ᾿ ἂν ἡ ἱστορία σβήνῃ τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ ἐπρόδωσαν τὴν πίστι καὶ τὴν πατρίδα, θὰ ζοῦν ὅμως πάντοτε μέσ᾿ στὶς καρδιὲς τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, ὅσα χρόνια κι ἂν περάσουν, τὰ ὀνόματα τῶν ἀγωνιστῶν καὶ ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111, 6).
Καὶ ἐνῷ τὸ ὄνομα τοῦ βασιλέως ἐκείνου, τοῦ αὐτοκράτορος ποὺ ἀτίμασε τὸν βίο του μὲ μία αἰσχρὰ πρᾶξι, ἔχει σβησθῆ καὶ μόνο οἱ ἱστοριοδῖφαι ἐρευνοῦν γιὰ νὰ βροῦν τ᾿ ὄνομά του, ἡ ἱστορία ἔχει γράψει μὲ χρυσᾶ γράμματα τὸ ὄνομα ἑνὸς ἀσκητοῦ, τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.
Ποιός ἦταν ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης; Δὲν θὰ ἐξιστορήσω ἐδῶ ὅλο τὸν βίο του. Τρεῖς μαθηταί του ἔχουν γράψει τὴν ἱστορία του.
* * *
Γεννήθηκε τὸ 759 στὴν Κωνσταντινούπολι. Δὲν γεννήθηκε ἀπὸ βράχο. Κανείς δὲν γεννιέται ἀπὸ βράχο. Ὅλους μιὰ μάνα μᾶς γέννησε. Καὶ ἡ μάνα παίζει σπουδαῖο ῥόλο. Πίσω ἀπὸ κάθε μεγάλον ἄνδρα ζητῆστε τὴ γυναῖκα, ζητῆστε τὴ μάνα. Ὅπως πίσω ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο εἶνε ἡ Ἐμμέλεια καὶ πίσω ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο εἶνε ἡ Ἀνθοῦσα καὶ πίσω ἀπὸ τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο εἶνε ἡ Νόννα καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, τοῦ ὁποίου ἀναξίως φέρω τὸ ὄνομα, εἶνε ἡ Μόνικα ἡ ἁγία, ἔτσι λοιπὸν καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη εἶνε ἡ μάνα, ἡ γλυκυτάτη μάνα. Τὸ ὄνομά της; Θεοκτίστη.
Ὅταν πέθανε ἡ μητέρα του, ὁ Θεόδωρος πῆγε στὸν τάφο της καὶ ἔκλαψε, ἔκλαψε σὰν τὸ Χριστό, καὶ ἐξεφώνησε ἕνα λόγο περισπούδαστο. Ἐκεῖ ὀνομάζει τὴ μητέρα του μὲ τὸ ὄνομα «διμήτηρ», δηλαδὴ μάνα δυὸ φορές. Ὦ μάνα γλυκειά, μάνα δυὸ φορές! Τί θὰ πῆ δυὸ φορὲς μάνα; Σὰν νὰ τῆς ἔλεγε· «Μὲ γέννησες δυό φορὲς. Μιὰ φορὰ μὲ γέννησες μὲ τὸ φυσικὸ τρόπο· μικρά γέννησις αὐτή. Ἀλλὰ μὲ γέννησες καὶ κατ᾿ ἄλλο τρόπο, πνευματικό τρόπο. Μαζὶ μὲ τὸ γάλα, ποὺ μὲ πότισες, μὲ πότισες καὶ τὸ γάλα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱερὰ διδασκαλία». Καὶ τὸ ζῆν καὶ τὸ εὖ ζῆν ὤφειλε στὴ μητέρα του. Ἐκείνη τὸν ἔπαιρνε τὴν ἡμέρα στὰ γόνατά της καὶ τὸν δίδασκε, καὶ τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ μπροστὰ στὰ ἀφρίζοντα κύματα τοῦ Βοσπόρου, τὸν γονάτιζε καὶ τὸν μάθαινε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ὦ μάνα γλυκειά, δυὸ φορὲς μὲ γέννησες!
Γυναῖκες ποὺ μ᾿ ἀκοῦτε, νά ᾿στε μάνες ὄχι μιὰ ἀλλὰ δυό φορές. Τὸ νὰ γεννήσετε εἶνε δύσκολο καὶ σπουδαῖο, ἀλλὰ ὄχι καὶ μεγάλο. Γεννοῦν καὶ τὰ σκυλιά, γεννοῦν καὶ τὰ λιοντάρια, γεννοῦν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα τῆς ζῳολογικῆς κλίμακος. Τὸ γεννᾷν δὲν σὲ κάνει μάνα. Μάνα θὰ γίνῃς, ἂν μέσ᾿ στὴν καρδιὰ τοῦ παιδιοῦ φυτέψῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν πατρίδα. Ἂν τὸ κάνῃς αὐτό, ἐσὺ μὲν θὰ γεράσῃς, θ᾿ ἀσπρίσουν τὰ μαλλιά σου, θὰ πεθάνῃς. Ἀλλ᾿ ἐπάνω στὸν τάφο σου θὰ ἔλθῃ κάποιος, εἴτε στρατηγὸς εἴτε ἐπίσκοπος εἴτε ἐργάτης εἴτε οἰκογενειάρχης…, καὶ θὰ πῇ· «Μάνα, γλυκειά μου μάνα, δυό φορὲς μὲ γέννησες». Ἂν δὲν σᾶς τὸ ποῦν αὐτό, τότε δὲν εἶστε ἄξιες μητέρες καὶ ἄξιες Ἑλληνίδες. Ὅπως λοιπὸν ἡ μάνα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου ἦτο «διμήτηρ», ἔτσι κ᾿ ἐσεῖς νὰ γίνετε διμήτορες. Δυό φορὲς νὰ γεννήσετε. Νὰ φέρετε παιδιὰ στὸν κόσμο, κι αὐτὰ τὰ παιδιὰ νὰ τὰ ὁδηγήσετε στὸ Χριστό.
Ἀπὸ τέτοια μάνα βγῆκε. Κλωνάρι ἔνδοξο ἐκλεκτῆς, γενναίας, σπανίας οἰκογενείας. Ἀπὸ μικρὸς ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἀφιερώθηκε στὴν ὑπηρεσία του. Ἔκτισε μοναστήρι. Τί μοναστήρι; Κοντὰ στὸ Θεόδωρο τὸ Στουδίτη μαζευτήκανε ―παρακαλῶ μετρῆστε― 1.000 νέοι! Λεβεντιὰ καὶ δόξα. Στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔφτειαξαν κοινόβιον. Τί σημαίνει κοινόβιο; Κράτος Θεοῦ. Ἐπιτρέψτε μου νὰ μιλήσω μὲ τὴ σύγχρονη γλῶσσα, ἂν καὶ κινδυνεύω νὰ παρεξηγηθῶ· τὸ κοινόβιο τοῦ Στουδίτου ἦταν μία σοσιαλιστικὴ χριστιανικὴ κοινωνία. Ὅλα κοινά. Τίποτε ίδιον, κανείς δὲν εἶχε ἰδιοκτησία. Κ᾿ εὕρισκες νὰ ὑπάρχουν ἐκεῖ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα κι ὅλες οἱ δουλειές· καὶ γεωργοί, καὶ βοσκοί, καὶ κτίστες, καὶ ξυλουργοί, καὶ σιδηρουργοί, καὶ ἀγωγιάτες, καὶ μάγειροι, καὶ ὑποδηματοποιοί, …ἀκόμη καὶ τυπογράφοι. Ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ μεγαλύτερο τυπογραφεῖο τῆς Ἀνατολῆς.
―Μὰ εἶνε δυνατόν, τὸ 795 τυπογραφεῖο; Ἡ τυπογραφία, μεγάλη ἐφεύρεσι στὴν ὁποία ὀφείλει τόσα ἡ ἀνθρωπότης, ἔγινε, ὅπως ξέρουμε, τὸν 15ο αἰῶνα. Πῶς λοιπὸν τὸν 8ο αἰῶνα εἶχε ὁ Στουδίτης τυπογραφεῖο;
Οἱ καλόγεροι ξενυχτοῦσαν ἀντιγράφοντας κείμενα μέχρι τῆς πρωϊνὲς ὧρες. Τὰ ἅγια χεράκια τους ἔγραφαν Ἀποστόλους, ἔγραφαν Εὐαγγέλια, ἔγραφαν πατέρας (Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Μέγα Ἀθανάσιο…), ἔγραφαν καὶ κλασσικούς (Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη, Θουκυδίδη…). Ἂν ὑπάρχῃ σήμερα ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἄλλοι κλασσικοὶ συγγραφεῖς, αὐτὸ τὸ ὀφείλουμε στὰ ἅγια χέρια τῶν καλογήρων ἐκείνων, ποὺ ἦταν οἱ τυπογράφοι τῆς ἐποχῆς καὶ ἀντέγραφαν καλλιγραφικῶς ὅλα τὰ σπουδαῖα κείμενα.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἦταν ἀκόμα καὶ ποιητής. Οἱ λεγόμενοι ἀναβαθμοὶ τῆς Ὀκτωήχου, ποὺ εἶνε μέλι γλυκύτατο, τὰ ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου θρήνου, ποὺ ψάλλονται τὴ Μεγάλη Παρασκευή, καὶ πολλοὶ ἄλλοι ὕμνοι, εἶνε ὅλα ἔργα τοῦ θεοπνεύστου αὐτοῦ ἀνδρός, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.
Αὐτό ἦταν τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ποιό ἦταν τὸ τέλος του; Επαμε, ὅτι ὁ ἅγιος Θεόδωρος εἶχε μοναστήρι, καὶ θὰ περίμενε κανεὶς νὰ τελειώσῃ τὴ ζωή του ἐκεῖ. Πέθανε λοιπὸν στὸ μοναστήρι;
Τὰ μοναστήρια καὶ οἱ ἀδελφότητες ―ἂς τ᾿ ἀκούσουν ὅλοι― δὲν εἶνε αὐτοσκοπός. Εἶνε μέσα. Τὸ ἐπαναλαμβάνω· οἱ ἀδελφότητες καὶ τὰ μοναστήρια δὲν εἶνε αὐτοσκοπός, ἀλλὰ εἶνε μέσα. Καὶ τὰ μέσα αὐτὰ ἔχουν ἀξία, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει σκοπός. Καὶ σκοπὸς εἶνε ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἔρχονται στιγμές, ποὺ θὰ θυσιάσῃς ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ καὶ τὸ μοναστήρι σου· καλεῖσαι νὰ τὸ κάνῃς ὁλοκαύτωμα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅπως κάτω στὴν Κρήτη, στὸ Ἀρκάδι, ὁ Γαβριὴλ ἔβαλε φωτιὰ κ᾿ ἔκαψε τὸ μοναστήρι, καὶ ἡ φλόγα τοῦ Ἀρκαδίου φώτισε τὸν κόσμο καὶ συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴν ἀπελευθέρωσι τῆς Κρήτης, ἔτσι κι ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Γιὰ νὰ κτίσῃ τὸ περιλάλητο μοναστήρι τοῦ Στουδίου, κατέβαλε κόπους καὶ μόχθους ἐτῶν. Ἀλλὰ ἦρθε στιγμὴ πού, γιὰ νὰ διατηρήσῃ τὸ μοναστήρι του, ἔπρεπε νὰ κάνῃ συμβιβασμοὺς σὲ ζητήματα ὀρθοδόξου πίστεως. Τότε ἐκεῖνος δὲν λυπήθηκε τὸ μοναστήρι του. Δὲν εἶπε Θὰ ὑποχωρήσω. Ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμή, δραματικὴ στιγμὴ τῆς ἱστορίας, τὸ «ἔκαψε» τὸ μοναστήρι, τὸ ἔκανε λιβάνι καὶ θυσία. Τότε τὸ μοναστήρι αὐτὸ διαλύθηκε. Ἀπὸ τοὺς χίλιους μοναχούς, ποὺ διώχθηκαν βιαίως, ἄλλοι πέθαναν στὴν ἐξορία, ἄλλοι ὑποβλήθηκαν σὲ ποικίλες δοκιμασίες καὶ μαρτύρια ὁμολογώντας τὴν ὀρθόδοξο πίστι, ὑπέστησαν κακώσεις, ἔχασαν τὰ μάτια τους ἢ ἄλλα μέλη τοῦ σώματός τους. Σκορπίσθηκαν οἱ σεβάσμιοι μοναχοί, ἐρείπια ἔγινε τὸ περίφημο μοναστήρι.
Φυσικὸ εἶνε νὰ ῥωτήσῃ κανείς· Μὰ πῶς διαλύθηκε μία τόσον ἔνδοξος ἀδελφότης; Πῶς;
Ἐδῶ ἀκριβῶς θέλω νὰ προσέξετε, ἀγαπητοί μου.
Στὰ χρόνια ἐκεῖνα συνέβη ἕνα θλιβερὸ γεγονὸς καὶ ἡ είδησι διαδόθηκε μέσ᾿ στὴν πόλι. Πῶς διαδόθηκε; Ἐφημερίδες τότε δὲν ὑπῆρχαν, ῥαδιόφωνα δὲν ὑπῆρχαν, τηλεοράσεις δὲν ὑπῆρχαν. Ἀλλ᾿ ἡ πρώτη ἐφημερίδα ποιά εἶνε; Εἶνε τὸ στόμα. Αὐτή εἶνε ἡ πρώτη ἐφημερίδα. Ὅσοι εἶστε ἀπὸ χωριὸ καὶ προλάβατε τὴ ζωὴ τῶν προηγουμένων ἐτῶν, θὰ θυμᾶστε, ὅτι στὴν κοινωνία ἐκείνη μέσα σὲ πέντε λεπτὰ μάθαιναν ὅλοι τὸ κάθε τι ἀπὸ στόμα σὲ στόμα. Ἀπὸ στόμα σὲ στόμα λοιπὸν διαδόθηκε καὶ μέσα στὴν Πόλι, στὴν Κωνσταντινούπολι, τὸ θλιβερὸ γεγονός. Στὰ σπίτια, στὶς συνοικίες, στὸν ἱππόδρομο, στὸ λιμάνι ποὺ ἦταν οἱ ναῦτες, στὰ καΐκια, στὰ πλοῖα, παντοῦ, μιὰ κουβέντα εἶχαν·
―Πώ πώ τί ἔγινε! Δυστύχημα. Χειρότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο δυστύχημα. Χειρότερο κι ἀπὸ τὸ νὰ χαλάσῃ μιὰ ἐκκλησία. Γιατὶ τὸ νὰ γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησία εἶνε φοβερό, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ συνέβη ἦταν ἀκόμη πιὸ φοβερό.
―Τί συνέβη λοιπόν; Τί δυστύχημα ἦταν αὐτό;
Β΄Μέρος
Πρόκειται γιὰ πνευματικὸ δυστύχημα.
Μέσα στὰ ἀνάκτορα ὁ τότε αὐτοκράτορας, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ ΣΤ΄ (780-797), εἶχε μιὰ ἁγία γυναῖκα. Τὸ ὄνομά της Μαρία. Δὲν εἶχε ὁ Κωνσταντῖνος κανένα παράπονο ἐναντίον τῆς Μαρίας. Οἱ ἱστορικοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μαρτυροῦν, ὅτι ἡ Μαρία ὑπῆρξε ὑπόδειγμα γυναικός. Κι ὅμως μιὰ μέρα ὁ αὐτοκράτορας τὴ διώχνει, τὴν πετάει ἔξω ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα. Ἔπειτα μὲ στρατιῶτες τὴν παίρνει καὶ τὴν στέλνει σ᾿ ἕνα μοναστήρι· κ᾿ ἐκεῖ, χωρὶς τὴ θέλησί της, τὴν κάνει καλόγρια, πρᾶγμα ποὺ ἀπαγορεύουν οἱ κανόνες. Δὲν σταματᾷ ὅμως ἐδῶ τὸ κακό. Ἀφοῦ ἔδιωξε τὴ νόμιμη σύζυγό του, παίρνει ὡς σύζυγο μιὰ ἄλλη γυναῖκα, μιὰ νέα, ποὺ ἔλαμπε ἀπὸ κάλλος σωματικό, ἀλλὰ ἐστερεῖτο ψυχικοῦ κάλλους. Ὁ γάμος ἔγινε τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, μέσα στὰ ἀνάκτορα. Κ᾿ ἐπειδὴ δὲν βρισκόταν ἄλλος ἱερεὺς στὴν Πόλι νὰ τοὺς στεφανώσῃ, ἕνας παπᾶς ἀπὸ ᾿κείνους ποὺ ἀποτελοῦν αἶσχος γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ―πάντοτε θὰ ὑπάρχουν προδότες παπᾶδες καὶ προδότες δεσποτάδες―, ἕνας τέτοιος παπᾶς, ὁ Ἰωσήφ, ποὺ ἦταν πρωτόπαπας στὴν ἁγία Σοφία, ἀνέβηκε τὴ νύχτα ἀπάνω καὶ στεφάνωσε τὸ παράνομο ζεῦγος. Καὶ μόνο αὐτό; Τὴν ἄλλη μέρα ὁ Κωνσταντῖνος, ἐνῷ ἡ νόμιμη σύζυγος ἔκλαιγε μέσ᾿ στοὺς τέσσερις τοίχους τοῦ κελλιοῦ τοῦ μοναστηριοῦ, ἀγκαζὲ παρακαλῶ μὲ τὴ Θεοδότη, πάνω στὴν ἀνακτορικὴ ἅμαξα μετὰ πολλῆς φαντασίας πῆγε στὴν ἁγία Σοφία, κ᾿ ἐκεῖ ἡ πόρνη καὶ παλλακὶς ἐστέφθη ἐπισήμως αὐγούστα, βασίλισσα.
Τὸ πρῶτο ἔγκλημα τοῦ αὐτοκράτορος· ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκά του ἀναιτίως. Τὸ δεύτερό του ἔγκλημα· τὴν ἔκλεισε παρά τὴ θέλησί της στὸ μοναστήρι. Τὸ τρίτο ἔγκλημα· πῆρε ὡς σύζυγο τὴν πόρνη αὐτή, τὴ Θεοδότη. Τὸ τέταρτο· τὴν στεφανώθηκε νύχτα στὰ ἀνάκτορα. Τὸ πέμπτο· ἔκανε βασίλισσα τὴν παλλακίδα μέσα στὴν ἁγία Σοφία. Τὸ ἕκτο· ποιό τὸ ἕκτο; ὅτι τὸ παράδειγμά του θὰ τὸ μιμήθηκαν ἀσφαλῶς ὑπουργοί, στρατηγοί, ναύαρχοι, μεγάλοι καὶ μικροί, γιὰ ν᾿ ἀνάψῃ φωτιὰ μεγάλη στὸ ἔθνος.
Μεγάλο τὸ σκάνδαλο. Καὶ ὅμως κανείς δὲν μιλοῦσε. Σιωπὴ νεκροταφείου. Ποιός νὰ μιλήσῃ;
Τότε μέσα στὴ σιωπὴ αὐτὴ ἀκούστηκε βροντὴ κ᾿ ἔλαμψε ἀστραπή. Κάποιος μίλησε, κάποιος φώναξε. Ποιός ἦταν; Ὁ πατριάρχης; Ὄχι. Δεσπότης; Ὄχι. Ποιός; Ἕνας ἀπλὸς ἱερομόναχος, ὁ ἡγούμενος τοῦ Στουδίου, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, τοῦ ὁποίου νά ᾿χουμε τὴν εὐχή. Αὐτός μίλησε. Αὐτός ἤλεγξε τὸ παράνομο αὐτοκρατορικὸ ζεῦγος, ἤλεγξε τὸν αὐλοκόλακα ἱερέα ποὺ τοὺς στεφάνωσε, ἔκοψε δὲ καὶ τὸ μνημόσυνο τοῦ τότε πατριάρχου ἐπειδὴ κι αὐτὸς δὲν τιμώρησε τὸν παρανομήσαντα ἱερέα.
Πάντοτε, σὲ σκληρὲς ἐποχὲς καὶ σὲ στιγμὲς δύσκολες, ἀναδεικνύει ὁ Θεὸς πρόσωπα ποὺ μὲ παρρησία θὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν πίστι. Ὅταν ὁ Δαυῒδ ἁμάρτησε, παρουσιάστηκε ἕνας Νάθαν ποὺ στάθηκε ἐμπρός του καὶ τὸν ἤλεγξε. Κι ὅταν ὁ Ἀχαὰβ ἀσέβησε μὲ τὴν περιβόητη ἐκείνη Ἰεζάβελ, ἕνας Ἠλίας ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἤλεγξε τὸ παράνομο βασιλικὸ ζεῦγος. Κι ὅταν ὁ Ἡρώδης ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκά του καὶ πῆρε τὴν διαβόητη Ἡρωδιάδα, ἕνας Πρόδρομος εἶπε τὸ «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου». Κι ὅταν στὴν Κωνσταντινούπολι ἡ Εὐδοξία μὲ τὸν Ἀρκάδιο ἀντιτάχθηκαν στὴν Ἐκκλησία, τότε ἕνας Χρυσόστομος ἤλεγξε τὴν κατάστασι. Ἔτσι καὶ στὴν ἐποχὴ αὐτὴ παρουσιάστηκε ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης.
Τί ἔκανε; Πρῶτον ἔπαυσε τὸ μνημόσυνο, τὸ πολυχρόνιο, τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ ΣΤ΄. Δεύτερον ἔπαυσε τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ταρασίου (784-806). Τρίτον ξεσήκωσε τὸ λαό. Τέλος, νύχτα ἡ ὥρα, ἔκανε λιτανεία μέσ᾿ στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ ἔσεισε ὁλόκληρη τὴν πόλι.
Τὸ ἀποτέλεσμα; Ἀνοῖξτε τὴν ἱστορία νὰ μάθετε τὸ ἀποτέλεσμα.
Ὁ βασιλιᾶς ταράχτηκε. Καὶ τί σκέφτηκε. Προσπάθησε μὲ κολακεῖες καὶ ἄλλα μέσα νὰ κάνῃ τὸν ἅγιο Θεόδωρο νὰ συγκατατεθῇ, ἐκμεταλλευόμενος καὶ κάτι ἄλλο πολύ σημαντικό. Καὶ τὸ σημαντικὸ αὐτὸ στοιχεῖο εἶνε, ὅτι ἡ Θεοδότη, ποὺ πῆρε ὡς βασίλισσα στ᾿ ἀνάκτορα ὁ Κωνσταντῖνος διώχνοντας τὴν ἁγία του γυναῖκα τὴ Μαρία, ἡ Θεοδότη αὐτὴ ἦταν ἐξαδέλφη τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου!
Ἂν ἦταν κανένας ἄλλος, θὰ εἶχε χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι. Ἀφοῦ ἡ ἐξαδέλφη του ἔγινε βασίλισσα, θὰ μποροῦσε πλέον ν᾿ ἀνεβαίνῃ στὰ ἀνάκτορα καὶ νὰ ἐπιτυγχάνῃ ὅ,τι θέλει. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν σκέφθηκε ἔτσι. Ἰδού τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἁγίου. Δὲν ἀνῆκε στὴν κατηγορία ἐκείνων ποὺ ἔχουν ὑπεράνω τοῦ πνευματικοῦ χρέους τὶς κοσμικὲς σχέσεις καὶ ὑπεράνω τῆς πνευματικῆς συγγενείας τὴν κατὰ σάρκα συγγένεια. Ὄχι. Πάνω ἀπὸ τὴ σάρκα εἶνε τὸ πνεῦμα. Ὁ Χριστὸς εἶπε· «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα (ἢ ἀδελφοὺς ἢ γυναῖκα ἢ ἄλλους συγγενεῖς) ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10, 37). Θ᾿ ἀγαπᾷς τὴ γυναῖκά σου, θ᾿ ἀγαπᾷς τὰ παιδιά σου, θ᾿ ἀγαπᾷς τοὺς συγγενεῖς σου, θ᾿ ἀγαπᾷς τοὺς φίλους σου, θ᾿ ἀγαπᾷς τοὺς πάντας, ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλους θά ᾿χῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἀλήθεια. Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Στουδίτης. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ὑπελόγισε τὴ Θεοδότη.
Ἐκείνη ἤλπιζε, ὅτι ὁ ἐξάδελφός της, ὁ καλός της ἐξάδελφος, ὁ ἅγιος ἐξάδελφος, ποὺ ζοῦσε μὲ τὴν προσευχὴ καὶ κρατοῦσε τὸ κομποσχοίνι, θὰ τὴ δεχότανε. Πίστευε, ὅτι προσφέροντάς του ὡρισμένα πολύτιμα δῶρα θὰ τὸν ἔκαμπτε. Καὶ μιὰ μέρα πήρανε μιὰ ἅμαξα μὲ χρυσοστόλιστα ἄλογα, τὴ φόρτωσαν δῶρα, διαμάντια καὶ ἄλλα, καὶ ξεκίνησαν μὲ συνοδεία νὰ πᾶνε στὸ μοναστήρι τοῦ ἐξαδέλφου της. Ἕνας σκοπός, ποὺ φύλαγε ψηλὰ στὸν πύργο τοῦ μοναστηριοῦ, μόλις εἶδε νά ᾿ρχεται ἡ βασιλικὴ ἅμαξα μὲ τὴ Θεοδότη καὶ τὸν αὐτοκράτορα, ἀμέσως εἰδοποίησε τὸν ἡγούμενο. Τότε ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διατάζει, νὰ χτυπήσουν πένθιμα οἱ καμπάνες τοῦ μοναστηριοῦ σὰν νὰ ἦταν Μεγάλη Παρασκευή. Κι ὅταν ἡ αὐτοκρατορικὴ συνοδεία πλησίασε στὴν πύλη κ᾿ ἦταν ἕτοιμη νὰ μπῇ στὸ μοναστήρι, δέκα μοναχοὶ ἔκλεισαν μὲ πάταγο τὴν πόρτα κατάμουτρα στὸ βασιλιᾶ. Ἔτσι ἡ Θεοδότη ἐπέστρεψε ταπεινωμένη στὰ ἀνάκτορα.
Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ τὴν κολάκευσε, ὁ ἅγιος Θεόδωρος τὴν ἤλεγξε. Γιὰ τὴν ὑπόθεσι τοῦ κόλακος αὐτοῦ ἱερέως, τοῦ Ἰωσήφ, ποὺ στεφάνωσε τὸ παράνομο βασιλικὸ ζεῦγος καὶ ἐν συνεχείᾳ καθαιρέθηκε ἐπὶ τῆς βασιλίσσης Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας (797-802) ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ταράσιο, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἀναγκάστηκε νὰ κόψῃ τὸ μνημόσυνο καὶ τοῦ ἑπομένου πατριάρχου, τοῦ Νικηφόρου Α΄ (806-815). Διότι κι αὐτός, ὑποχωρώντας στὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου (802-811), ἀποκατέστησε μὲ Σύνοδο τὸν Ἰωσὴφ στὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα. Ἡ διακοπὴ αὐτὴ τοῦ μνημοσύνου στοίχισε στὸν ἅγιο Θεόδωρο τὴν πρώτη ἐξορία, τὴν ἐξορία του στὴ νῆσο Χάλκη.
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸ ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐξωρίστηκε καὶ γιὰ δευτέρα φορὰ λόγῳ τῆς ἀκάμπτου μαχητικότητός του. Ἀγωνίστηκε δὲ καὶ ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων κάνοντας μάλιστα μὲ τοὺς μοναχούς του μέσα στὴν Πόλι καὶ λιτανεία, ποὺ πῆρε τὴ μορφὴ διαδηλώσεως τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ κατὰ τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων. Ἡ διαδήλωσις αὐτὴ τοῦ στοίχισε πάλι διωγμὸ καὶ τρίτη ἐξορία. Στρατιῶτες μπῆκαν στὸ μοναστήρι δέρνοντας καὶ χτυπώντας. Συνέλαβαν τὸν ἡγούμενο καὶ σκόρπισαν τοὺς μοναχούς.
Πρώτη φορὰ εἶχε ἐξοριστῆ τὸ 808 στὴ Χάλκη γιὰ τὸν παράνομο γάμο. Τὴ δευτέρα φορὰ ἐξωρίστηκε πάλι γιὰ τὸν ἴδιο λόγο. Καὶ τρίτη φορὰ ἐξωρίστηκε τὸ 815 στὴ Σμύρνη γιὰ τὶς ἅγιες εἰκόνες· τότε τὸν ἔκλεισαν στὸ ὑπόγειο τοῦ μητροπολιτικοῦ μεγάρου τῆς Σμύρνης κ᾿ ἐκεῖ τὸν μαστίγωναν ἀλύπητα. Ἀργότερα, τὸ 826, διαμαρτυρήθηκε τελευταία φορὰ καὶ γιὰ τὸν παράνομο γάμο τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Β΄ (820-829).
Τέλος σὲ ἡλικία 67 ἐτῶν, τὸ ἔτος 826, μιὰ βραδιά, μιὰ ἁγία ἡμέρα, προαισθάνθηκε τὸ τέλος του. Ἦταν 9 Νοεμβρίου. Κάλεσε τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ τὰ ἀποχαιρέτισε. Τὰ τελευταῖά του λόγια ἦταν· «Παιδιά μου, φυλάξατε ὀρθόδοξον τὴν πίστιν καὶ βίον ἀκηλίδωτον, καὶ ὁ Θεὸς μαζί σας». Στὶς 11 Νοεμβρίου, ἡμέρα Κυριακή, τοὺς παρακάλεσε νὰ ψάλουν τὸν ἄμωμο, τὸν μεγαλύτερο ψαλμὸ τοῦ Ψαλτηρίου, τὸν 118ο. Κι ὅταν οἱ μοναχοὶ ἔλεγαν μὲ δάκρυα τὸ στίχο «Εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἐπιλάθωμαι τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἐν αὐτοῖς ἔζησάς με, Κύριε», δηλαδή· «Ὦ Θεέ μου, ποτέ δὲν θὰ ξεχάσω τὰ λόγια τοῦ νόμου σου, γιατὶ μ᾿ αὐτὰ μοῦ ἔδωσες ζωή» (Ψαλμ 118,93), τὴν ὥρα ἐκείνη φτερούγισε ἡ ἁγία του ψυχὴ καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν οὐράνιο πατέρα.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος μετὰ τὴν τρίτη ἐξορία δὲν ξαναεῖδε τὸ μοναστήρι του, ποὺ τὸ κατέλαβαν ἄλλοι μοναχοί, ὀπαδοὶ τῶν εἰκονομάχων. Μακριά ἀπὸ τὸ Στούδιο, θλιβόμενος καὶ προσευχόμενος, πέρασε τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του ἐκεῖ, στὸν τόπο τῆς ἐξορίας του, καὶ ἔτσι ἔκλεισε τὰ μάτια του στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο.
[Ἀπομαγνητοφωνημένη εσπερινή ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου
στην Αθήνα, στις 21-11-1976. Εδημοσιεύθη στὴν «Χριστιανική Σπίθα» (527-9/199
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου