Όπως ήδη γνωρίζουμε, το εγχειρίδιο της
Θεολογίας δέν περιέχει το προβλεπόμενο τρίτο μέρος στο οποίο θα υπήρχε η
διαπραγμάτευση του ελέους, της συμπόνιας και του οίκτου. Δέν μας δημιουργεί
όμως κανένα πρόβλημα η έλλειψη αυτή, διότι όσον αφορά το έλεος έχουμε την
δυσκολία της επιλογής, καθότι ο Ακινάτης την διαπραγματεύθηκε σε πολλά μέρη.
Στον Ακινάτη υπάρχει μία βαθειά ενότης της Θεολογικής ζωής και της
εσχατολογικής διαστάσεως. Αυτές τις δύο απόψεις τις εισάγει ταυτοχρόνως απο την
στιγμή που αρχίζει να μιλά για τον σύνδεσμο των αρετών :
"Το έλεος δέν λέει μόνον τήν αγάπη
του Θεού, αλλά και μία κάποια φιλία μαζί Του. Φιλία η οποία προσθέτει στην
αγάπη μία αμοιβαιότητα, με μία αμοιβαία κοινωνία, όπως εξηγείται στο VIII βιβλίο
της Νικομάχειας Ηθικής. Μάλιστα δέ ότι αυτές είναι οι ιδιότητες του
Ελέους
γίνεται φανερό και απο οσα γράφονται στην πρώτη Επιστολή του Ιωάννη
(4,16)." Όποιος μένει στο έλεος μένει στον Θεό και ο Θεός είναι
σ'αυτόν". [Το
πρώτοτυπο κείμενο όμως λέει: " ός άν ομολογήσει ότι Ιησούς εστίν ο υιός
του
Θεού, ο Θεός εν αυτώ μένει και αυτός εν τω Θεώ"]. Και στην πρώτη πρός
Κορινθίους (1,9). " πιστός ο Θεός δι'ού εκλήθητε εις κοινωνίαν του υιού
αυτού Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών". Έτσι λοιπόν, αυτή η κοινωνία του
ανθρώπου με τον Θεό, η οποία συνίσταται σε κάποια οικογενειακή
ανταλλαγή, είναι
μέσω της χάριτος η οποία ξεκινά εδώ στην παρούσα ζωή, αλλά είναι μέσω
της δόξης
που θα έχει την πληρότητά της στο μέλλον. Αυτή την διπλή πραγματικότητα εμείς
την κατέχουμε λόγω της πίστεως και της ελπίδος. Γι'αυτό όπως δέν
είναι δυνατόν
να έχουμε φιλία με κάποιον, εάν δέν πιστεύουμε και δέν ελπίζουμε ότι
μπορούμε
να αποκτήσουμε με αυτόν μία κάποια κοινωνία ζωής ή κάποια οικογενειακή
ανταλλαγή, έτσι και κανένας δέν μπορεί να έχει με τον Θεό αυτή την φιλία
η οποία είναι το έλεος, χωρίς να διαθέτει την πίστη για να πιστέψει
σ'αυτή την
κοινωνία και την ανταλλαγή του ανθρώπου με τον Θεό, και χωρίς να έχει
την
ελπίδα ότι μπορεί να λάβει μέρος αυτός ο ίδιος σ'αυτή την κοινωνία. Να
λοιπόν
πώς το έλεος δέν μπορεί να υπάρξει καν χωρίς την πίστη και την ελπίδα".
Δέν θα ήταν δυνατόν να τονίσουμε
καλύτερα την ενότητα της Θεολογικής ζωής, αλλά μπορούμε ακόμη να εμβαθύνουμε
αυτόν τον ορισμό του ελέους σαν φιλίας. Είναι κατανοητός οπωσδήποτε
όταν
πρόκειται για την αμοιβαία αγάπη ανάμεσα σε ανθρώπινα πρόσωπα, καθότι
σ'αυτή
την περίπτωση μπορούν να επαληθευθούν οι συνθήκες της φιλίας τις οποίες
αναφέρει ο Ακινάτης ακολουθώντας τον Αριστοτέλη. Είναι αναγκαίο να
πρόκειται
για μία αγάπη ευμένειας και καλοσύνης ανάμεσα σε δύο πρόσωπα τα οποία
επιθυμούν
αμοιβαίως το καλό του άλλου. Παρ'όλα αυτά δέν επαρκεί η αγάπη της
καλοσύνης για
να υπάρξει φιλία, όπως είπαμε, αλλά πρέπει να προστεθεί η αμοιβαιότης,
ώστε ο
φίλος να αγαπά στον φίλο του κάποιον ο οποίος τον αγαπά με την σειρά
του. Και
για να γίνει αυτό δυνατό πρέπει να υπάρχει μεταξύ τους μία κάποια
κοινωνία, η οποία προϋποθέτει το μοίρασμα του ίδιου κοινού αγαθού
ανάμεσα σε φίλους και το
οποίο εκφράζεται μέσω μίας κοινής δραστηριότητος, ένα "ζούμε μαζί".
Αυτή η τελευταία συνθήκη είναι τόσο θεμελιώδης
όσο και η αμοιβαιότης. Αποκλείει την ύπαρξη αληθινής φιλίας ανάμεσα σε πρόσωπα
τα οποία δέν θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν, να συναντηθούν σε αξίες, σε αγαθά
στο ίδιο μέτρο για όλους, και να τα μοιραστούν σε μία αντίστοιχη κοινή ζωή. Ο
ξένος στην οικία ή στην πόλη, δέν μπορεί να συμμετέχει στην οικογενειακή ή την
πολιτική φιλία, ενώ το μοίρασμα ενός άλλου κοινού αγαθού θα μπορούσε να το
οδηγήσει σε έναν άλλο τύπο φιλίας. Ας σκεφθούμε μόνο τον Άγιο Παύλο όταν μιλά
γι'αυτό που συμβαίνει στην Εκκλησία-Σώμα του Χριστού. "άρα ούν ουκέτι
εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού"
(Εφεσ 2,19). Αυτό σκεφτόταν και ο Αριστοτέλης όταν δήλωνε: "Εάν ένας φίλος
είναι πολύ μακριά απο τον άλλον φίλο, όπως για παράδειγμα ο Θεός είναι μακριά
απο τον άνθρωπο, δέν είναι δυνατή καμμία φιλία" (ΗΘ.Νικ VIII 9,1159
α4). Πρόκειται όμως επίσης και για την δυσκολία που εγείρει μία απο τις
αντιρρήσεις στον ορισμό της αγάπης σαν φιλίας:
"Τίποτε δέν είναι πιό τυπικό για
τους φίλους απο το να ζούν μαζί, λέει ο Φιλόσοφος. Τώρα, το έλεος απευθύνεται
στον Θεό και στους αγγέλους, με τους οποίους ο άνθρωπος δέν έχει συγκατοίκηση.
Το έλεος λοιπόν δέν είναι μία φιλία".
Ο Ακινάτης θα μπορούσε να απαντήσει με
τα λόγια του Χριστού στο κατά Ιωάννην "ούκ έστι γεγραμμένον εν τω νόμω
υμών, εγώ είπα Θεοί εστε;," (Ιωάν 10,34-35), καθότι στην πραγματικότητα
αυτό πραγματοποιεί η χάρις του Αγίου Πνεύματος : καθιστώντας μας γιούς
υιοθεσίας, μας τοποθετεί ας πούμε σε ένα επίπεδο ισότητος με τον Θεό
καθιστώντας εφικτή τοιουτοτρόπως την αμοιβαιότητα. Παρ'όλα αυτά προτιμά να
εξηγήσει πιό συγκεκριμένα αυτό που θεμελιώνει την κοινωνία.
"Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο είδη
ζωής: η πρώτη είναι εξωτερική, σύμφωνα με την αισθητή μας και σωματική φύση. Σύμφωνα μ'αυτή την ζωή, δέν υπάρχει
δυνατότης κοινωνίας ή κοινής ζωής ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό ή τους
αγγέλους. Η άλλη είναι η πνευματική ζωή, εκείνη της ψυχής, και σύμφωνα μ'αυτή
την ζωή, η "κοινή" ζωή με τον Θεό ή τους αγγέλους μάς είναι δυνατή.
Βεβαίως μ'έναν τρόπο ατελή σ'αυτή την ζωή "ημών γάρ το πολίτευμα εν
ουρανοίς υπάρχει" (Φιλιπ 3,20), αλλά αυτή η συγκατοίκηση θα βρεί την
τελειότητα της στην πατρίδα, όταν οι δούλοι του Θεού θα δούν το πρόσωπο Του.
Τότε το έλεος το οποίο εδώ κάτω είναι ατελές στην πατρίδα θα είναι
τέλειο".
Ότι η κοινωνία πραγματοποιείται
σύμφωνα με την ψυχή μας και τις δικές μας πνευματικές δυνάμεις δέν εκπλήττει,
καθώς μόνον αυτές καθιστούν δυνατή την ζωή της γνώσεως και της αγάπης που είναι
απαραίτητη στην φιλική ανταλλαγή. Πρέπει να υπογραμμίσουμε περισσότερο την
στερεότητα που πρόσθεσε στον ορισμό του ελέους-φιλία η κοινωνία ανάμεσα στον
Θεό και στον άνθρωπο, η οποία βασίζεται στην κατοχή κοινών αγαθών και ακριβώς
το αγαθό που υπάρχει στην καταγωγή αυτής της φιλίας : "Το έλεος δέν είναι
μία οποιαδήποτε αγάπη του Θεού, αλλά η αγάπη σύμφωνα με την οποία ο Θεός
αγαπάται σαν αντικείμενο μακαριότητος, και στο οποίο μας κατευθύνουν η πίστη
και η ελπίδα". Δέν πρόκειται λοιπόν άμεσα για την χάρη, όπως θα μπορούσαμε
να σκεφθούμε. Εάν ο Ακινάτης είχε σκεφτεί εδώ την χάρη θα είχε μιλήσει για την
κοινωνία τής Θείας φύσεως, όπως το συνηθίζει. Εκτός απο την κοινή κατοχή τής
οντότητος της χάριτος, θέλει να σημάνει κάτι περισσότερο το οποίο ανήκει στην
τάξη της δραστηριότητος, της ζωής: αυτή η επικοινωνία είναι για την ακρίβεια η
ίδια η Ευτυχία:
"Δεδομένου ότι υπάρχει μία κάποια
επικοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, καθότι αυτός μάς κοινωνεί την μακαριότητα
του, είναι αναγκαίο να στηρίζεται σε μία τέτοια επικοινωνία μία κάποια φιλία.
Γι'αυτή την επικοινωνία γίνεται λόγος στην 1 Κορ 1,9 : " Πιστός ο Θεός
δι'ού εκλήθητε εις κοινωνίαν του υιός αυτού Ιησού Χριστού του Κυρίου
Ημών". Το έλεος είναι η αγάπη θεμελιωμένη σ'αυτή την κοινωνία. Και είναι
φανερό λοιπόν ότι το έλεος συνιστά μία κάποια φιλία του ανθρώπου με τον
Θεό".
Ας το πούμε διαφορετικά, ο Θεός δέν
μας θέλει μόνον ευτυχείς, αλλά μάς θέλει ευτυχείς με την ευτυχία με την οποία
αυτός ο ίδιος είναι ευτυχής, με την Μακαριότητά του. Το έλεος μάς πλησιάζει λοιπόν
στο αγαθό το οποίο κατέχουν ήδη τα τρία πρόσωπα της Τριάδος, στην ίδια τους την
ζωή, στην ευτυχία τους, και μας καθιστά συμμέτοχους του αιωνίου τους
μοιράσματος.
"Πέραν της αγάπης με την οποία ο
Θεός αγαπά όλη την δημιουργία, υπάρχει και η καθαυτή αγάπη, παρόμοια της
φιλίας, μέσω της οποίας ο Θεός δέν αγαπά μόνον την δημιουργία όπως ένας
τεχνίτης μπορεί να αγαπήσει το έργο του, αλλά ακριβώς με μία κάποια κοινωνία
φιλίας, όπως ένας φίλος αγαπά τον φίλο του, στο μέτρο στο οποίο τον εισάγει
στην χαρά της κοινωνίας του, μ'έναν τέτοιο τρόπο ώστε η δόξα και η μακαριότητα
τους να είναι ακριβώς εκείνες μέσω των οποίων ο Θεός ο ίδιος είναι ευτυχής.
Μ'αυτή την αγάπη αγαπά τους αγίους...."
Όπως η πίστη και η ελπίδα, αλλά με
έναν δικό του τρόπο, το έλεος πραγματοποιεί σ'εμάς εξ'αρχής, επ'ελπίδι, με
εσχατολογικό τρόπο, την αιώνιο ζωή στην οποιά είμαστε κεκλημένοι. Όπως η πίστη
και η ελπίδα ανήκει λοιπόν στην διάσταση του ήδη και όχι ακόμη, αλλά καλύτερα
απο αυτές-παρότι ποτέ χωρίς αυτές-ενώνει το πρόσωπο στο αντικείμενο της αγάπης
του, τον αγαπημένο στον αγαπώμενο, καθότι είναι τυπικό της φύσεως της αγάπης να
ωθεί πρός την ένωση. Μία πρόγευση αδύναμη και απειλούμενη, όπως όλα όσα ανήκουν
στην χρονικότητα-"έχομεν δέ τον θησαυρόν τούτον εν οστρακίνοις
σκεύεσιν" (2 Κορ 4,7)-αλλά σταθερή και σίγουρη κατοχή, καθότι το αγαθό το
οποίο εξασφαλίζει εδώ την φιλική κοινωνία δέν είναι άλλο απο το Αγαθό κάθε
αγαθού, το οποίο ταυτίζεται με τον ίδιο τον φίλο, και με τον φιλο η αιωνιότης
εισέρχεται στις ζωές μας.
Τέλος.
Εδώ θα διακόψουμε για λίγο την ανάγνωση του Doctor Angelicus και αργότερα ίσως δούμε τί λέει για το Άγιο Πνεύμα! Εδώ ακριβώς μπορούμε νά δούμε καθαρά τήν αστειότητα μέ τήν οποία αντικαθίσταται πλέον ο Ησυχασμός καί η Αγιότης.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου