Καθαρά αντίθετη σ' αυτό το σύνολο των θεωριών (από τον
"καταγωγικό" Χριστό, στον "συλλογικό" και στον
"σύγχρονο") είναι η σημασία της εξελίξεως τών εκκλησιαστικών
διαταγμάτων. Το αλάθητο του πάπα βασίζεται από το ένα μέρος, σε μία πρόσφατη,
σύγχρονη απόφαση, ζωντανή και κυρίαρχη, δηλαδή ενός αντιθέτου είδους σε σχέση
με κάθε "ιδεαλισμό" ή "συλλογικότητα", τόσο που η έννοια
της Εκκλησίας του Möhler και
του Newman χρειάστηκε να καθαρθεί μέσω της αμείλικτης φωτιάς του
Βατικάνειου καθορισμού για να χάσει μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια κάθε
έννοια καταγωγικού ή συλλογικού Χριστού. Από το άλλο μέρος όμως αυτή η σύγχρονη
και ενεργητική απόφαση, η ζωντανή και κυρίαρχη, δεν έχει την ίδια
συγχρονικότητα με ένα "τώρα" καθαρά ιστορικό, αλλά συμπίπτει κάθε
φορά με το "τώρα" τής αποφάσεως του θεού -που είναι η αμετάβλητη
αλήθεια- στην απόφαση τής αλάθητης ηγεσίας: και πράγματι διαμέσου της
αμείλικτης φωτιάς του διατάγματος εναντίον του μοντερνισμού, η θεολογία της
Ιστορίας του Newman
αναγκάστηκε να πάρει τις αποστάσεις της από την μοντέρνα θέση τής θεμελιώδους
μεταβλητότητος τής αλήθειας.
Με αυτόν τον τρόπο γίνεται κατανοητή και η αντιπαράθεση
ανάμεσα στο Βατικανό Ι και τον ΧΙΧ αιώνα. Το γεγονός ότι ο Möhler κατ' αρχάς αντιπαρέταξε στο παπικό πρωτείο την
"οργανική Εκκλησία" σαν εκκλησία τού "μυστικού σώματος τού Χριστού" και μόνον σ' έναν δεύτερο χρόνο προσπάθησε να ξεκαθαρίσει το
παπικό πρωτείο στην βάση αυτής τής βασικής του έννοιας, και το γεγονός ότι ο Newman δέχθηκε το αλάθητο τού πάπα μόνον με αρνητική σημασία, σαν "αντίδοτο" ενάντια στην ύβρη της
ανθρώπινης νοήσεως δείχνουν ότι και στους πλέον οξυδερκείς του θεολόγους ο ΧΙΧ
αιών παρέμεινε μπλοκαρισμένος στην αντιπαράθεση ανάμεσα σε μία "οργανική
Εκκλησία", εννοημένη σαν Εκκλησία του "μυστικού σώματος του
Χριστού" και μια "οργανωμένη Εκκλησία", εννοημένη σαν μια απλή
κοσμική νομική φόρμα, και στην καλύτερη περίπτωση σαν μια "αναμφισβήτητη
γήινη ανάγκη". Με άλλα λόγια, η υπερφυσική πραγματικότης τής Εκκλησίας
γίνεται κατανοητή μέσω της φυσικής αντιθέσεως ανάμεσα στον ρομαντισμό και τον
διαφωτισμό, ανάμεσα στον οργανισμό και την οργάνωση, ανάμεσα στην ζωή και το
δίκαιο, ανάμεσα στην αγάπη και την νόηση. Αλλά το Βατικανό Ι δεν υπερασπίζεται
την οργάνωση και το δίκαιο, αλλά τον θεμελιώδη υπερφυσικό χαρακτήρα της
Εκκλησίας, το μυστήριο της Ενσαρκώσεως σαν "μυστήριο της θείας βουλήσεως"
στην Εκκλησία (Εφ. 1, 9-23) και επομένως, με μια έννοια απολύτως τυπική, στην
κυρίαρχη βούληση της Εκκλησίας η οποία αναπτύσσεται στον κυρίαρχο υπερφυσικό
πάπα. Το μυστήριο της Ενσαρκώσεως και της σωτηριώδους υπακοής του θεού στέκεται
σαν μια θεωρητική αντίθεση σε σχέση με το ανθρώπινο αμάρτημα της ανυπακοής
(Ρωμ. 5, 19, Εβρ. 5, 1-10) και συμπίπτει ουσιαστικώς με την αναπαράσταση που
διαθέτουμε του Πατρός αποστείλαντος στην υπακοή, του απεσταλμένου και στην
παράλληλη υπακοή του αποστόλου απεσταλμένου από τον Υιό (Ιωαν. 12, 44-50/17,
4-21/20,21). Το μυστικό σώμα τού Χριστού είναι λοιπόν η αληθινή Εκκλησία του
θεού, και όχι μια οργανική θεωμένη αρχή, μόνον καθότι συμπίπτει με την Εκκλησία
της νόμιμης αποστολικής διαδοχής. Και η "Εκκλησία της αγάπης" είναι η
αληθινή Εκκλησία του θεού και όχι μια θεωμένη συλλογικότητα αγάπης, μόνον
καθόσον είναι η "νομική Εκκλησία" της κυρίαρχης βουλήσεως και της
απεριόριστης υπακοής. Κάθε εκμετάλλευση των εννοιών "μυστικό σώμα
Χριστού" και "Εκκλησίας αγάπης" εναντίον της "νομικής
Εκκλησίας" είναι μόνον μια ένδειξη μιας βουλήσεως η οποία επιθυμεί με
πείσμα να παραμείνει προσκολλημένη στον ΧΙΧ αιώνα που προηγήθηκε του Βατικανού
Ι.
Στο πλαίσιο αυτής της εξελίξεως διευκρινίζεται τέλος και η
αρχή της τυπικής αυθεντίας της σχολαστικής θεολογίας. Αντίθετα από τις άλλες
δύο κατευθύνσεις, σε αυτή υπάρχει κάτι θετικό για τα ιστορικά γεγονότα που
είναι απλώς υλικά. Είναι όμως απαραίτητο επίσης να διακρίνουμε την βασική μορφή
αυτής της θεολογίας των γεγονότων. Ή προσπαθώντας να ενσωματώσουμε αυτή την
απλή υλικότητα των γεγονότων στον ορθολογισμό ενός πλήρους νοησιαρχικού
συστήματος (διατρέχοντας τον κίνδυνο όμως να ανταλλάξουμε την θεολογική
αυθεντία με τον καθαρό λόγο), ή να την υποτάξουμε σε μία θεωρία η οποία εν
γένει χαρακτηρίζεται ασυνείδητα από έναν ακραίο θεολογικό θετικισμό της
Ιστορίας. Αυτή η εναλλαγή καθίσταται
σαφής αντιμετωπίζοντας την τελική σημασία της εξελίξεως των εκκλησιαστικών
διαταγμάτων. Ο θετικός χαρακτήρας του θεολογικού εξαρτάται κατ' ουσίαν από τον
θετικό χαρακτήρα της αλάθητης αποφάσεως της Εκκλησίας στην οποία μιλά ο
μοναδικός κυρίαρχος θεός, εκείνος ο θεός ο οποίος επέτρεψε να ενσαρκωθεί στην
Εκκλησία ο Λόγος του και ο οποίος της έδωσε την εσωτερική υποστήριξη του
πνεύματός του: ο "Λόγος" ο οποίος απεκάλυψε τον "αόρατο
θεό" σε όλο του το βάθος (Ιωάν. 1, 8;;;). Το πνεύμα το οποίο ερευνά τα
βάθη του θεού (1 Κορ. 2,10). Ο θετικισμός που διακρίνει την κυρίαρχη απόφαση
της Εκκλησίας δεν αποτελείται από Ιστορικές τυχαιότητες, αλλά είναι ο
θετικισμός της κυρίαρχης μεγαλοπρέπειας του θεού που είναι άπειρος και παρ' όλα
αυτά Ένας. Μ' αυτόν τον τρόπο υπογραμμίζεται αυτό που είναι αιωνίως αληθινό και
αυθεντικό στην ελληνική θεολογία και στην θεολογία του Αυγουστίνου: η προοπτική
της θεματικής συνέπειας στις κυρίαρχες αποφάσεις της Εκκλησίας. Παρά το ότι ο
Εκκλησιολογικός χαρακτήρας της θεολογικής αυθεντίας δίνεται από το
αναμφισβήτητο της αλάθητης αποφάσεως, αυτή όμως είναι η απόφαση εκείνης της
Εκκλησίας στην οποία, στην μορφή τής μοναδικής παραδόσεως, διαιωνίζεται η
μοναδική αποκάλυψη (σε συμφωνία με την ελληνική θεολογία) και είναι επίσης
παρόμοια και η απόφαση εκείνης της Εκκλησίας η οποία είναι ο "μοναδικός
Χριστός κεφαλή και σώμα" (σε συμφωνία με την θεολογία του Αυγουστίνου).
Στην διάσταση του "εκκλησιαστικού" εμφανίζονται
τότε -κατά τρίτον- τα χαρακτηριστικά τής "αναλογίας". Από το ένα
μέρος: Όσο μεγάλο κι αν είναι το εκκλησιαστικό γεγονός κατανοημένο στο βάθος
του (όπως κάνουν η ελληνική θεολογία και του Αυγουστίνου όταν θεωρούν την
Εκκλησία σαν ζωντανή θεία αλήθεια και σαν ζωντανή αλήθεια ενσαρκωμένη στον
Χριστό, σώμα με πολλά μέλη), είναι «κάθε φορά μεγαλύτερη» η απόσταση της
"ανομοιότητος" από την θέληση του θεού, μια θέληση η οποία αποφασίζει
με έναν αναμφισβήτητο τρόπο μέσω της αποφασιστικής θελήσεως του εκκλησιαστικού
καθορισμού. Από το άλλο μέρος όμως: αυτός ο ίδιος καθορισμός προβάλλεται για
πάντα στον χώρο της Εκκλησίας σαν θεία και ζωντανή αλήθεια ενσαρκωμένη στον
Χριστό και ακριβώς γι’ αυτό η "ανομοιότης" η τόσο ριζική της δικής
της μη-απαγωγικής προβολής, εμφανίζεται στην πραγματικότητα "μέσα"
στην "μέγιστη ομοιότητα" μιας θεολογικής σοφίας (παρότι αναγκαίως
ανοιχτής) της εσωτερικής συνέπειας (τόσο της ιδεατής, σε μια ιδανική θεολογία
της παραδόσεως, όσο και της ιστορικής, σε μία ιστορικό-θεολογική θεολογία του
ζωντανού μοναδικού Χριστού κεφαλή τε και σώματι).
Στην θεολογία της "εκκλησιαστικής αναλογίας" η
οποία πήρε μορφή εδώ, από το ένα μέρος αναδύεται με ιδιαίτερο τρόπο
(συμμορφούμενο στην "μέγιστη ομοιότητα") ένα είδος ενός εσωτερικού
ρυθμού των εκκλησιαστικών αποφάσεων οι οποίες από την οπτική γωνία του ιδεατού
συνιστούν μια εσωτερική δομή του εκκλησιαστικού δόγματος και επομένως της
αποκαλύψεως γενικώς. Ενώ από την ιστορικο-θεολογική άποψη συνιστούν έναν
εσωτερικό νόμο της ιστορικής ανάπτυξης. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα, στην
περίπτωση της Χριστολογίας, στην αμοιβαία επιρροή των σχολών της Αλεξάνδρειας
και της Αντιόχειας. Αλλά από το άλλο μέρος, η τυπική αναφορά αυτής της
θεολογίας δεν μπορεί να συσταθεί σ’ αυτόν τον ρυθμό, αλλά μόνον (σύμφωνα με την
"ανομοιότητα" κάθε φορά μεγαλύτερη) σε κάθε ξεχωριστή εκκλησιαστική
απόφαση πέραν κάθε απαγωγής και αδιαμφισβήτητα και γι’ αυτό η θεολογία πρέπει
να είναι ανοιχτή όχι μόνον προς τα "μπρος" αλλά και προς την ήδη
αποκτηθείσα δομή. Μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να είναι τυπικώς θεο-λογία.
Στην πλήρη διάθεση της θείας κυρίαρχης βουλήσεως. Μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο
μπορεί να είναι τυπικώς θεολογία Χριστο-λογική: Στην πλήρη διάθεση της
φανερώσεως της θείας κυρίαρχης βουλήσεως στην αντιπροσώπευσή της στον Χριστό.
Μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να είναι Χριστολογική
Εκκλησιο-λογική θεολογία. Στην πλήρη διάθεση τής εδώ και τώρα αυθεντίας το
οποίο συστήνεται από μια Εκκλησία η οποία αποφασίζει αλάθητα. Μόνον μ’ αυτόν
τον τρόπο μπορεί να υπάρχει το θείο Άγιο πνεύμα το οποίο «ερευνά τα βάθη του
θεού». Όχι δηλαδή το αντικειμενικό πνεύμα της πνευματικής παραδόσεως το οποίο
συνάγεται από μία απολυτοποίηση τής θεολογίας των Ελλήνων, ούτε το «Ιστορικό
πνεύμα» που συνάγεται από μία απολυτοποίηση της θεολογίας του Αυγουστίνου, αλλά
ούτε και το «καθαρό πνεύμα» το οποίο συνάγεται από την απολυτοποίηση της
σχολαστικής θεολογίας, αλλά το πραγματικό πνεύμα του Πατρός και του Υιού, η
δημιουργική κυριαρχία τής βουλήσεως της θείας λαμπρότητος. Μόνον η «αυθεντική
Εκκλησία» εξασφαλίζει το αυθεντικό πνεύμα, ενάντια στο ψευτο-πνεύμα του
πνευματικισμού.
(Συνεχίζεται)
ΣΧΟΛΙΟ: ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΠΛΕΟΝ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΘΕΟ. ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙ ΗΔΗ Η ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΣΥΝΟΔΟΣ. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΝΕΚΕΝ ΤΟΥ ΑΛΑΘΗΤΟΥ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣ ΑΥΘΕΝΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΚΑΤΑΝΟΟΥΜΕ ΑΡΑΓΕ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ; Η ΑΙΡΕΣΗ ΠΗΓΑΖΕΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΛΥΖΕΙ ΜΕΤΑΛΛΑΣΣΟΝΤΑΣ ΤΗΝ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου