Η καθολική κυριαρχία της δαιμονικής βίας, πάνω στο ανθρώπινο πρόσωπο, δεν αποτελούσε ασφαλώς οριστική και αμετάκλητη δουλεία του προσώπου αυτού σ’ ένα ακατανίκητο δυνάστη και εξουσιαστή της μοίρας του!
Αυτό το γεγονός το αντιλήφθηκε η ανθρωπίνη αυτοσυνειδησία, παρά την αμαύρωση του οπτικού της πεδίου από την παράβαση της εντολής του Θεού, τη στιγμή που ο Θεός κατεδίκαζε τον υποβολέα και πρωταίτιο αυτής της παραβάσεως αρχέκακο όφι, το διάβολο!
Εξάλλου η προειδοποίηση αυτή του Θεού (το “πρωτευαγγέλιο”) προς τον αρχέκακο αυτόν όφι, ότι θα έλθει η στιγμή, που θα συντριβεί η κεφαλή του και θα απολέσει το δαιμονικό, τον τόσο καταλυτικό για την ανθρωπίνη ελευθερία, δυναμισμό του, βρήκε μια ασφαλή, από δαιμονικές προσβολές αμνησίας της αγάπης του Θεού, θέση, σε κάποια άκρη της αυτοσυνειδησίας αυτής, όπου απέμεινε να σιγοκαίει μία σπίθα (παρήγορο υπόλειμμα) νηπτικών δυνάμεων του “κατ’ εικόνα”!
Η ανθρωπίνη αυτοσυνειδησία διατηρούσε πάντοτε, στον πιό εσώτερο χώρο της, την προειδοποίηση αυτή του Θεού, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε με μια λανθάνουσα, αλλά πάντως υπαρκτή, ανάμνηση, σημαντική της αληθινής (θεογενούς) ζωής και της πραγματικής ελπίδος και λυτρώσεως και σωτηρίας από το αδυσώπητο πέλμα της δαιμονικής βίας.
Το πρώτο στάδιο της θεϊκής διεργασίας της οικονομίας της απελευθερώσεως του ανθρώπου, από το θανάσιμο εγκλωβισμό του στην καταπίεση και καταδυνάστευση της δαιμονικής βίας, έπρεπε να είναι στάδιο αυτογνωσίας!
Έπρεπε να αντιληφθεί ο άνθρωπος και να κατανοήσει·
α) την αδιάκοπη μαρτυρία της παρουσίας του Θεού στη ζωή του και
β) τις πραγματικές, δικές του, ανθρώπινες δυνατότητες, για μια λυτρωτική προσπάθεια απελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της δαιμονικής βίας.
Και οι δύο αυτοί υπαρξιακοί (λανθάνοντες;) στόχοι του ανθρώπου, εποπτευόμενοι από την αγαθή πρόνοια του Θεού, ήταν ουσιαστικά στόχοι αυτογνωσίας, αφού το καθρέπτισμα της ταλαίπωρης ζωής του στην αίσθηση της παρουσίας του Θεού, θα έρριχνε “φως αληθινό” στην εικόνα του εαυτού, που προέκυψε από την τραγωδία της παραβάσεως του θελήματος του Θεού μέσα στον Παράδεισο!
Επομένως η σκληρή και μαρτυρική ζωή του ανθρώπου, όπως προαγγέλθηκε και περιγράφηκε από το Θεό, την ημέρα της εξόδου του αδαμικού ζεύγους από τον Παράδεισο, είχε ουσιαστικά το νόημα μιας πορείας αυτογνωσίας! Μιας πορείας προοδευτικής και σωτήριας αυτογνωσίας!
Ποιά θα ήταν άραγε η πρώτη μεγάλη θύρα αυτογνωσίας, που θα άνοιγε, ενώπιον του μαρτυρικού αυτού οδοιπόρου, η αγάπη του Θεού;
Σίγουρα ο νόμος! Δηλ. μια νέα εντολή για μια νέα επιλογή, για μια νέα ευκαιρία ενός νέου ξεκινήματος για τον κεντρικό υπαρξιακό στόχο του ανθρώπου· τη θέωση!
Όπως ήταν φυσικό, η ψυχολογία του παραβάτη της πρώτης εντολής διαμορφώθηκε, με την ανεπιτυχή υπαρξιακή του επιλογή, σε μια αυτοσυνειδησία ενός εαυτού εγκλωβισμένου, όπως ήδη υπομνήσθηκε “εν χώρα και σκιά θανάτου”. Ο αδαμικός άνθρωπος, εξερχόμενος από τη θανατηφόρα εμπειρία της επιλογής αυτής, ήταν πλέον αμετάκλητα συγκεχυμένος και διαταραγμένος.
Εξάλλου, επειδή όλες οι ψυχικές και πνευματικές του δυνάμεις διαβρώθηκαν και διασαλεύθηκαν, στο βαθμό μιας πραγματικής αλλοτριώσεως του θεοκτίστου εαυτού του, ο άνθρωπος αυτός δεν είχε καμμιά δυνατότητα, για μια υποψία έστω, αυτής της ενδοψυχικής του καταστάσεως!
Έτσι ζούσε, όπως ζούσε! Δηλ. ζούσε την ύπαρξή του χωρίς κανένα κριτήριο για μια σαφή και ενσυνείδητη διάκριση μεταξύ πονηρού και αγαθού. Κάθε πράξη του και κάθε εσώτερη αίσθηση των δρωμένων μέσα του είχε, για την αυτοσυνειδησία του, μια αξιολογικά ουδέτερη ποιότητα. Όλα όσα ζούσε και έπραττε, όσα διελογίζετο και όσα αποφάσιζε, είχαν το ίδιο αξιολογικό χρώμα και την ίδια ποιότητα και αξία!
Ένας τέτοιος τρόπος ζωής έδειχνε βέβαια, πρώτα- πρώτα, απουσία κάθε δυνατότητος αυτογνωσίας αλλά επίσης και μια αποτελμάτωση και υποταγή στην ασυδοσία των ποικίλων, πονηρών και κακοποιών, για την ανθρωπίνη φύση, απαιτήσεων της δαιμονικής λογικής και επομένως της δαιμονικής βίας.
Αν και, αμέσως μετά την παράβαση της εντολής του Θεού, η αντίδραση του παραβάτη αδαμικού άνθρωπου, να καλύψει με φύλλα συκής την ασχημοσύνη της εικόνος του εαυτού, έδειχνε ότι η ικανότητα της διακρίσεως μεταξύ πονηρού και αγαθού, ως απόκτημα της παραβάσεως αυτής, θα απέβαινε θετικός συμπαραστάτης στη μελλοντική υπαρξιακή πορεία του ανθρώπου, εν τούτοις η μακρόχρονη θητεία του ανθρώπου αυτού στη δουλεία της δαιμονικής βίας, αποδυνάμωσε το θετικό χαρακτήρα της ικανότητος της διακρίσεως αυτής, σε μηδενικό σχεδόν βαθμό, έτσι, ώστε η υποταγή του και η προσαρμογή του στις πονηρές υποβολές και απαιτήσεις της δαιμονικής βίας να αποτελεί πλέον το αμετάτρεπτο κατεστημένο του τρόπου της ζωής και της υπάρξεώς του.
“Έρρεγχε”, λοιπόν, ο παραβάτης της εντολής του Θεού άνθρωπος, μέσα στο βαθύ και τυφλωτικό ύπνο μιας κυριολεκτικά δαιμονικής αυτοσυνειδησίας, χωρίς καμμιά δυνατότητα αυ¬τοδύναμης αφυπνίσεώς του! Σ’ αυτή την κατάσταση δεν μπορούσε ο άνθρωπος αυτός να αντιληφθεί την κυριαρχία του πνευματικού θανάτου στη συνολική του ύπαρξη και ζωή. Έτσι, όπως ζούσε, νόμιζε ότι ζούσε!
Έπρεπε όμως να ξυπνήσει! Έπρεπε να του ανοιχθεί παράθυρο κάποιου δυνατού προβολέα, αφυπνιστικού της ναρκωμένης δαιμονικής του αυτοσυνειδησίας!
Αυτόν ακριβώς το ρόλο επρόκειτο να παίξει ο νόμος με την πρωτότοκη θυγατέρα του, την εντολή!
Ο Απόστολος Παύλος, στην προς Ρωμαίους επιστολή του και μάλιστα στα κεφ. 4-7 ξεκαθαρίζει, με θεοφώτιστη σαφήνεια, το πνευματικό νόημα και την αφυπνιστική, για την ανθρωπίνη αυτοσυνειδησία, λειτουργία του νόμου, που έδωσε ο Θεός στους Ισραηλίτες “διά Μωϋσέως”!
Όπου δεν υπάρχει νόμος, δεν υπάρχει παράβαση, θα υπογραμμίσει σε στυλ αξιώματος, λογικά και ηθικά μη αμφισβητουμένου.
Ο παραβάτης της εντολής του Θεού αδαμικός άνθρωπος, βγήκε από τον παράδεισο για να ξεκινήσει τη νέα υπαρξιακή του πορεία χωρίς γραπτό ή προφορικό νόμο! Χωρίς καμμιά εντολή, χωρίς κανένα κριτήριο της αξιολογικής ποιότητος των σκέψεων του και των πράξεων του. Ό,τι, επομένως, πονηρό και κακό έπραττε, δεν αποτελούσε παράβαση κάποιας συγκεκριμένης εντολής του Θεού, κάποιου κώδικα ηθικής και πνευματικής συμπεριφοράς!
Αλλά, όπως ήταν φυσικό, σ’ όλη αυτή την περίοδο της “αδιάκριτης” υπαρξιακής πορείας του ανθρώπου, υπήρχε στον κόσμο η αμαρτία, το κορυφαίο γέννημα και θανατηφόρο δηλητήριο της δαιμονικής βίας. Έτσι ο άνθρωπος ζούσε μέσα στην αμαρτία. Ήταν ολόκληρος η ίδια, η ένσαρκη αμαρτία, αφού ήταν “πεπραμένος” (πουλημένος) στην αμαρτία. Συγχρόνως όμως απουσίαζε κάθε δυνατότητα καταλογισμού και αποδείξεως, ότι ζώντας την αμαρτία, ήταν παραβάτης κάποιου νόμου ή κάποιας εντολής του Θεού!
“Μέχρι λοιπόν να εμφανισθεί ο νόμος (ο Μωσαϊκός), η αμαρτία υπήρχε στον κόσμο, ζωντανή και δραστήρια, αλλά δεν κατελογίζετο ως αμαρτία, εφ’ όσον δεν υπήρχε νόμος, που να αποκαλύπτει και να κάνει φανερή την αμαρτία μέσα στον κόσμο, δηλ. στην προσωπική ζωή και συμπεριφορά του άνθρωπου”.
Η δαιμονική επομένως λογική και η δαιμονική βία κυριαρχούσε ανεμπόδιστα (κυριολεκτικά “αλώνιζαν”) μέσα στο χώρο της ανθρωπίνης ζωής, χωρίς καμμιά δυνατότητα αποκαλύψεως (από οποιονδήποτε) της θανάσιμης, για το ανθρώπινο πρόσωπο, συμπεριφοράς της.
Αλλά ο νόμος, όπως δόθηκε, λειτουργούσε, ευθύς εξ αρχής, ως αποκάλυψη της πραγματικότητος και του ολεθρίου ρόλου της αμαρτίας, στη ζωή του προσώπου αυτού και άρα ως το πρώτο στάδιο της αυτογνωσίας του και της αισθήσεως της αξιολογικής λειτουργίας της ανθρωπίνης αυτοσυνειδησίας του.
— Ποιό ήταν όμως το κεντρικό ψυχοδυναμικό στοιχείο του ανθρωπίνου προσώπου, που προκάλεσε ο νόμος, ως ερέθισμα αυτογνωσίας, του προσώπου αυτού; Ασφαλώς η επιθυμία]
“Δεν εγνώρισα και δεν κατενόησα και δεν αντιλήφθηκα την ύπαρξη και το ρόλο της αμαρτίας παρά μόνο με το καθρέπτισμα της ζωής μου μέσα στο νόμο”. Και πιό συγκεκριμένα, δεν θα εγνώριζα ποτέ την επιθυμία, εάν ο νόμος (με τις εντολές του) δεν μου έλεγε· “Ουκ επιθυμήσεις”. Δεν θα επιθυμήσεις!
Να λοιπόν μια εισβολή αυτογνωσίας, με το αφυπνιστικό όχημα του νόμου, σ’ ένα κεντρικό υπαρξιακό πυρήνα της ανθρω¬πίνης ζωής· την επιθυμία!
Καθώς ζούσα, όπως ήθελα και όπως νόμιζα, δεν εγνώριζα, ότι ανταποκρινόμουνα, με άκριτο (ασυνείδητο;) τρόπο, σ’ ένα πλήθος (άγνωστο σ’ εμένα και ανεξάρτητο, από πλευράς βαθμού ψυχοδυναμικού αναγκασμού και βιαιότητος) επιθυμιών, ορμήσεων, ενστικτικών και άλλων ψυχοδυναμικών ροπών και διαθέσεων.
Έτσι η αυτοσυνειδησία της επιθυμίας μου, του επιθυμητικού ψυχοδυναμικού μου εαυτού, μου άνοιξε πράγματι μια διάπλατη θύρα αυτογνωσίας, με πρώτο στόχο την κατανόηση του τρόπου αλλά και του βαθμού της τυφλής υποταγής μου στις άλογες απαιτήσεις της ανελέητης, για τη μοίρα μου, δαιμονικής βίας!
-Αλλά πώς με είχε παγιδεύσει, άραγε, η δαιμονική βία στη δεσποτική της κυριαρχία και τυραννία;
-Μα, με την απάτη! Και να με ποιό τρόπο·
--------------------------
(Ιωάννη Κορναράκη, «Βία. Η οδός του Θεού», εκδ. Αφων Κυριακίδη, Θεσ/νἰκη, σ. 87-97)
http://www.pemptousia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου