Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Αγία Γραφή και Ιερά Παράδοση


           Μιά κακή αντίληψη, που μέστεψε και θέριεψε απο μια κακή κατηχητική αγωγή, ακόμη και σήμερα κάνει πολλούς ορθόδοξους Χριστιανούς, μεταξύ αυτών και δασκάλους θεολόγους, να πιστεύουν και να λένε πως η Αγία Γραφή και η Παράδοση είναι δύο ισότιμες πηγές, περίπου σαν κώδικες, που ρυθμίζουν την οργάνωση και τη ζωή της Εκκλησίας. Κοντά σ'αυτά κυριαρχούν κι αλλες παράδοξες απόψεις, έτσι ώστε να νομίζει κανείς πως οι κώδικες αυτοί έπεσαν απο τον ουρανό ή δόθηκαν ως κλειστές και τυποποιημένες εντολές, για να πορεύεται σωστά η Εκκλησία και ο κάθε Χριστιανός. Οι συγκεχυμένες αυτές απόψεις συντελούν πολύ εύκολα στην άλωση της εκκλησιαστικής συνείδησης απο κάθε διαβρωτική αίρεση. Άλλοτε η σιγουριά, που αισθάνονται αρκετοι βασισμένοι πάνω σ'αυτούς τους κώδικες, αποδεικνύεται πολύ εύθραστη με οποιαδήποτε αμφισβήτηση κύρους αυτών των πηγών απο επιστημονική και ιδεολογική πλευρά. Τότε χάνουν την ίδια την Εκκλησία απο τα μάτια τους.

           Εξάπαντος η κακή αυτή αντίληψη έχει την ιστορία και την αιτία της, και είναι πέρα για πέρα αντίθετη προς τη ζωή και την πράξη της πρώτης και της μετέπειτα Ορθόδοξης κοινότητας. Η Αγία Γραφή, ή με άλλα λόγια το σύνολο των κανονικών βιβλίων της Π. και της Κ. Διαθήκης (Ο κλειστός και απαρτισμένος κατάλογος των κανονικών βιβλίων τόσο της Π.Διαθήκης (49), όσο και τη Κ. Διαθήκης (27) έχει γίνει μέσα στην ιστορική κοινότητα ύστερα απο συζητήσεις και αποφάσεις. Όλες οι ενέργειες προϋπέθεταν και στηρίζοταν στη ζωντανή παραδοσιακή εμπειρία. Απο θεολογική άποψη πρέπει να δούμε ότι η Εκκλησία έκανε τον κανόνα και όχι ο κανόνας την Εκκλησία), και η Παράδοση δεν είναι δύο αναξάρτητα αντικείμενα ή δύο πηγές ή τέλος πάντων δυό φορείς που έρχονται απ'εξω και τοποθετούνται πάνω στην Εκκλησία, ρυθμίζοντας και οργανώνοντας τη ζωή της. Πρώτα πρώτα στην ιστορία της αρχέγονης και της μετέπειτα Εκκλησίας πουθενά δεν μπορεί κανείς να διακρίνει τέτοιους εξωτερικούς παράγοντες, δηλαδή την Αγία Γραφή και την Παράδοση, που έρχονται να γράψουν την Εκκλησιαστική ιστορία.

           Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Βλέπει κανείς τη δραματική βιβλική και εκκλησιαστική ιστορία που διαμορφώνει και καθιερώνει τον κανόνα της Π. και της Κ. Διαθήκης, τις παραδοσιακές μορφές της ζωής, τους δεσμούς και τον πνευματικό θησαυρό της εκκλησιαστικής ζωής μέσα στην ποικιλία αναρίθμητων μνημείων. Οι κοινότητες της Π. και της Κ. Διαθήκης, όπου υπήρχε ζωντανός ο λόγος του Θεού και η πράξη, ξεκίνησαν καταρχήν τη ζωή τους δίχως τυποποιημένες εγγυήσεις, βιβλία και κώδικες. Όλα αυτά ήταν καρποί του τρόπου ζωής αυτών των κοινοτήτων. Επομένως εκείνο που μετράει ευθύς εξαρχής είναι αυτός ο τρόπος ζωής που έφτιαξε, καθιέρωσε και έδωσε κύρος κι αυθεντία σ'ολα αυτά, και όχι τίποτα άλλο. Οι πρώτοι Θεολόγοι, οι εκκλησιαστικοί και γενικώς οι πατέρες της Εκκλησίας δεν παρέπεμπάν μηχανικά σε περικοπές τη Π. και της Κ. Διαθήκης, αλλά κυρίως και κατεξοχήν σε γεγονότα, πολλές φορές δραματικά, στην ιστορία ενός λαού, στους ηγέτες του, στους προφήτες και στους μάρτυρες της αλήθειας. Σε γεγονότα λοιπόν παρέπεμπαν και όχι σε στίχους της Αγίας Γραφής, όπως το συνηθίζουν κάθε μορφής δάσκαλοι του Χριστιανισμού, ορθόδοξοι, ετερόδοξοι, αιρετικοί και άθρησκοι. Εκείνα που ξεχώριζαν ήταν οι θεοφάνειες, η παρουσία του άσαρκου Λόγου, του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας, η ενανθρώπηση και οι συνέπειες του Θείου δράματος. 

           Γι'αυτό και αντιμετώπιζαν αποτελεσματικά τις αιρέσεις, είτε ιουδαϊκές είτε ελληνικές. Στους Ιουδαίους, λόγου χάρη, που έλεγαν ότι η Χριστιανική διδασκαλία είναι μια νεοφανής αίρεση, οι θεολόγοι απαντούσαν ότι η ιστορία του Χριστιανισμού αρχίζει με τη δημιουργία, και ότι είναι η κληρονομιά του Πατριάρχη Αβραάμ. Η Αγία Τριάδα αποκαλύπτεται στον Αβραάμ, και ο άσαρκος Λόγος καθοδηγεί την ιστορία του Ισραήλ. Την ίδια γραμμή έδειχναν και στους Έλληνες. Και μέσα σε τέτοιους αγώνες διαμορφώθηκαν και καθιερώθηκαν τα κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής και τα ποικίλα μνημεία της Παράδοσης. Ποτέ οι πατέρες δεν χώρισαν Αγία Γραφή και Παράδοση. Απλούστατα τα βιβλία της Αγίας Γραφής αποτελούν τους εκλεκτούς και εύχυμους καρπούς της παραδοσιακής ζωής. Δεν μπορούν ν'απομονωθούν με κανέναν τρόπο. Επομένως η Εκκλησία, όπως και κάθε ζωντανός ιστορικός οργανισμός, παράδοση έχει μονάχα σε ζωντανούς φορείς και σε αναρίθμητα μνημεία. 
          Η Αγία Γραφή είναι ένα απο τα πρωταρχικά και εκλεκτά μνημεία αυτής της παραδοσιακής ζωής (Ο Απόστολος Παύλος τη διδασκαλία του τη θεωρεί καρπό της παράδοσης. Επομένως η παράδοση κάνει τις Επιστολές του, και όχι αυτές την παράδοση. «᾿Επαινῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, ὅτι πάντα μου μέμνησθε καὶ καθὼς παρέδωκα ὑμῖν τὰς παραδόσεις κατέχετε» (Ά Κορ.11.2). «ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο...» (Ά Κορ.11.23). Παραλαβή και Παράδοση αποτελεί μια αλυσίδα. Ο Κύριος απο τον οποίο παρέλαβε ο Παύλος τις παραδόσεις, είναι φυσικά η εκκλησιαστική κοινότητα, η παράδοση είναι του Κυρίου. «῎Αρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι' ἐπιστολῆς ἡμῶν»( Β Θεσσ. 2.15). «...στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ' ἡμῶν»( Β Θεσσ. 3.6).


          Οι νεώτερες αντιλήψεις που επισημαίνουν δυό πηγές, ως Αγία Γραφή και Παράδοση, είναι κυρίως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ του Προτεσταντισμού και Ρωμαιοκαθολικισμού. Ξέρουμε ότι στη σύνοδο του Τριδέντου (1545-1563), που ήταν η πιο αποφασιστική αντίδραση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς τη Μεταρρύθμιση του Λούθηρου, τονίστηκε με έμφαση πως πηγή της χριστιανικής πίστης δεν είναι μονάχα η Αγία Γραφή (sola scriptura), όπως έβγαινε απο μια ακραία συνέπεια της μεταρρυθμιστικής θεολογίας, αλλά και η παράδοση. Εδώ για πρώτη ίσως φορά μπήκε μ'ένα τόσο κατηγορηματικό τόνο η διελκυνστίνδα μεταξύ Αγίας Γραφής και Παράδοσης, ως ισόκυρων πηγών της χριστιανικής διδασκαλίας. Η Διάσπαση είχε συντελεστεί και η συνοδική απόφαση, όσο κι αν ήταν έξυπνη, σαφής και προπαντός ευληπτη απο τους Χριστιανούς, μοιραία θα γινόταν η εστία όλων αυτών των προβληματισμών για τη σχέση Αγίας Γραφής και Παράδοσης. Σε αρκετές περιπτώσεις, κυρίως στη Δύση, αντί ο Χριστιανός να ζεί και να νιώθει ως μέλος μιάς ιστορίας, που λέγεται Θεία Οικονομία, έχει για βεβαιότητα μερικά κείμενα, και πιο συγκεκριμένα περικοπές και στίχους.  
          Βεβαίως η δυτική ιστορικοκριτική και φιλολογική έρευνα των βιβλικών κειμένων έθεσε αμέσως και άμεσα τούτο το πρόβλημα της σχέσης του περιεχομένου της Αγίας Γραφής προς την εκκλησιαστική ζωή. Ο σάλος ήταν μοιραίος και είχε, και εξακολουθεί κατά παράδοξο τρόπο να έχει, και στον θεολογικό χώρο της Ορθοδοξίας τις ανάλογες επιρροές. Η επιστημονική έρευνα, ως μη ώφελε, θεωρήθηκε αντίπαλος της θρησκευτικότητας! Με άλλα λόγια ο ψεύτικος κόσμος γρεμίστηκε σε θλιβερά ερείπια! Αυτό όμως οφειλόταν σε κακές αντιλήψεις γι'αυτά τα βιβλία, που δεν τα δέχοταν ως υπομνηματισμούς μιάς ιστορίας, αλλά ως κώδικες συμπεριφοράς και συνάμα ως μοναδικές πηγές της χριστιανικής αλήθειας, ακόμα και επιστημονικών γνώσεων. Τελικά, μέσα σε μια διαπάλη αιώνων οι εκκλησίες της Δύσης αναγκάστηκαν να προσγειωθούν στην πραγματικότητα, μολονότι σε παραφυάδες και σε θεολογικούς κύκλους, ακόμα και σε δικούς μας, τίθεται ξανά και ξανά το θέμα της σύγκρουσης ή αρμονίας επιστήμης και θρησκείας.

           Στην προκειμένη περίπτωση η ορθή θεώρηση της παράδοσης ως ζωντανής ιστορίας, με φορείς και μνημεία, και ως τρόπου ζωής, πράγμα που βγαίνει αβίαστα απο τη διπλή μεθοδολογία των πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, συμφωνεί απολύτως με τις νεώτερες ιστορικοκριτικές και φιλολογικές έρευνες πάνω στα ιερά κείμενα. Αφού πρόκειται πρώτα για ζωή και εμπειρία, και έπειτα για υπομνηματισμό γεγονότων, είναι αυτονόητη η ύπαρξη πολλών και διαδοχικών παραδόσεων, στρωμάτων και ποικίλων μορφών. Έτσι, σ'ενα Ευαγγέλιο είναι απαραίτητο να εντοπίσουμε παραδόσεις και στρώματα ή στις Επιστολές του Παύλου προπαύλεια παράδοση. Τα βιβλία δεν είναι προϊόν υπαγόρευσης ούτε προηγήθηκαν, αλλά γράφτηκαν για να υπομνηματίσουν γεγονότα εξελισσόμενα και τρόπους ζωής μέσα σε μια αυτονόητη ποικιλία τάσεων και ρευμάτων. Και κάτι τέτοιο το θεωρεί αυτονόητο πέρα για πέρα η Ορθόδοξη παράδοση.

           Υπό το πρίσμα των παραπάνω θέσεων κατανοείται και η λειτουργία της Θεοπνευστίας των ιερών κειμένων τςη Αγίας Γραφής, και γενικά του τρόπου ζωής της Εκκλησίας. Ευθύς εξαρχής πρέπει να απορριφθεί ως εσφαλμένη η άποψη, η οποία είναι σαφώς χρωματισμένη με προτεσταντικές αντιλήψεις, ότι η θεοπνευστία είναι μιά έκτακτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, για να γράψουν οι ιερείς συγγραφείς τα κανονικά βιβλία, ώστε αυτά να'ναι ο ασφαλής οδηγός της μετέπειτα Εκκλησίας. Η άποψη αυτή έχει και την ακραία κατάληψη ότι τα κείμενα γράφτηκαν καθ'υπαγόρευση του Αγίου Πνεύματος, και επομένως είναι Θεόπνευστα κατά γράμμα. Η θέση αυτή λίγο ως πολύ θεωρεί πως τα βιβλία της Π. και της Κ. Διαθήκης φτιάχνουν την ιστορία της Εκκλησίας και φυσικά απορεί κανείς πως υπήρχε στις αρχές Εκκλησία (ακόμα και του Ισραήλ) δίχως βιβλία και δίχως καθιέρωση ενός κανόνα, πράγμα που είνα έργο της εκκλησιαστικής ζωής. Πέρα απ'αυτά κατά ρητό τρόπο μια τέτοια θέση αποχωρίζει την Αγία Γραφή απο την παράδοση. Τελικά η Αγία Γραφή φτιάχνει τη ζωή της παράδοσης.

           Με βάση ωστόσο τη διπλή θεολογική μεθοδολογία των ορθόδοξων πατέρων το θέμα τίθεται σε εντελώς νέα βάση. Η Θεοπνευστία συνδέεται άρρηκτα με την πνευματοκίνητη δύναμη που χαρίζει σε ορισμένους φορείς τη δυνατότητα να δούν το Θεό μέσα σε μια εμπειρία γεγονότων. Με άλλα λόγια εδώ πρόκειται για την ίδια τη λειτουργία της θεολογίας και της θεοπτίας. Πρώτα συμβαίνουν τα γεγονότα, πρώτα συνετελείται η κλήση για συμμετοχή στην κοινότητα και έπειτα οι χαρισματικοί φορείς, και διαμέσου αυτών των φορέων ολόκληρη η κοινότητα, πλουτίζονται με την ικανότητα να δούν και να ζήσουν τη Θεία παρουσία, τα θεία γεγονότα, και έπειτα να τα καταγράψουν. Αυτή η πνευματική δύναμη όμως δεν είναι μια έκτατη ενέργεια, μα μια διαρκής παρουσία στην κοινότητα, μιά βασική λειτουργία της. Επομένως με τη θεοπνευστία απο τη μεριά ικανώνονται οι φορείς για ν'ανακοινώσουν και να ερμηνεύσουν γεγονότα που έχουν συντελεστεί, αφού πρώτα τα ζήσουν, και απο την άλλη προφυλάγονται απο κάθε πλάνη στη θεωρία και στην πράξη. Έτσι τα ιερά κείμενα γίνονται ο καρπός μιας εμπειρίας, την οποία γεύεται ολόκληρη η κοινότητα, και αποτελούν υπομνηματισμό των γεγονότων και της σημασίας τους. Έτσι τα γεγονότα έχουν δύο όψεις 1) την καθαρή ιστορική διάσταση και 2) τη σημασία τους. Τούτη τη σημασία, ως ερμηνεία των γεγονότων, μπορεί να τη δώσει μονάχα η ζωντανή κοινότητα διαμέσου των χαρισματικών φορέων. Αυτό το νόημα έχει στη βιβλική ιστορία η κλήση καταρχήν ενός λαού και έπειτα η κλήση χαρισματικών φορέων. Άν υπάρξει οποιαδήποτε διάσπαση μετάξυ κοινότητας και φορέων, σώματος και λειτουργιών, εξάπαντος δεν μπορεί να γίνει λόγος για εμπειρία, θεολογία, θεοπτία και θεοπνευστία. Η τελευταία ούτε έκτακτη είναι ούτε υπαγόρευση ούτε προνόμιο ορισμένων φορέων απομονωμένων απο το λειτουργικό σώμα μιάς ιστορικής κοινότητας. Θεοπνευστία σημαίνει τη διαρκή πνευματοκίνητη δύναμη της κοινότητας διαμέσου χαρισματικών φορέων. Ωστόσο μια τέτοια κίνηση ούτε μηχανική ούτε μαγική είναι. Θα μπορούσε κανείς να πεί ότι μέσα στην εμπειρία της Θείας παρουσίας απο την πλευρά της κοινότητας είναι έργο ενός αγώνα, μιάς άσκησης και ενός επίμονου οδοιπορικού προς την τελείωση. Γι'αυτό και σε μιά δεδομένη στιγμή μπορούν να παρατηρηθούν παλινδρομήσεις, εκπτώσεις, αντιστροφή όρων και νέες πορείες της ιστορίας της Θείας οικονομίας. Είναι δραματικό το 11ο κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους Επιστολής, όπου εξιστορείται η τύχη του περιούσιου λαού και η ευθύνη του νέου λαού. Το ίδιο δραματικό είναι και το 11ο κεφάλαιο της Προς Εβραίους Επιστολή, όπου η πίστη, ως το περιεχόμενο της θεϊκής εμπειρίας, περνάει μέσα απο φωτιά και δάκρυα.

           Κάθε δογματολόγος της ορθόδοξης παράδοσης οφείλει να επισημαίνει καταρχήν τούτη την ενότητα βιβλικής και παραδοσιακής αλήθειας μέσα στον ενιαίο κορμό μιάς ιστορικής συνέχειας. Οι αποκλίσεις στη θεωρία και στην πράξη αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για τη διάσπαση της ζωής και άρα της θεολογίας. Η ορθόδοξη θεολογία ούτε την ελάχιστη απόκλιση δεν μπορεί να ανεχτεί, γιατί σε μιά ενδεχομένη διάβρωση αυτής της ενότητας Αγίας Γραφής και Παράδοσης εγκαταλείπεται η διπλή θεολογική μεθοδολογία. Έτσι τα κριτήρια δεν θα είναι η εμπειρία και η ιστορία της θείας οικονομίας, αλλά κάποια κτιστά αντικείμενα. Με τον τρόπο αυτό αναβιώνει κάθε στιγμή η μεθοδολογία των σχολαστικών. Ωστόσο η εμπειρική και αποδεικτική οδός των πατέρων είναι πάντοτε εγγυητής της θεολογικής ενότητας, και στην προκειμένη περίπτωση της άρρηκτης παραδοσιακής κληρονομιάς σε ζωντανούς χαρισματικούς φορείς και σε αναρίθμητα μνημεία.


Δογματική και Συμβολική θεολογία, Νίκου Α. Ματσούκα 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου