Ἰωάννης
Χρυσόστομος,
Ἑρμηνεία
εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον
12,
46-50 (ὁμιλία 44, § 1-2)
Κι
ἐνῷ ὁ Ἰησοῦς μιλοῦσε ἀκόμη στὰ
πλήθη, νά ἡ μητέρα του καὶ οἱ ἀδερφοί
του στέκονταν ἔξω καὶ ἤθελαν νὰ τοῦ
μιλήσουν. καὶ κάποιος τοῦ λέει˙ Νά ἡ
μητέρα σου καὶ οἱ ἀδερφοί σου στέκονται
ἔξω καὶ θέλουν νὰ σοῦ μιλήσουν. κι
ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε σ̉ αὐτὸν
ποὺ τοῦ μίλησε˙ Ποιά εἶναι ἡ μητέρα
μου καὶ ποιοί οἱ ἀδερφοί μου; κι
ἁπλώνοντας τὸ χέρι του ἐπάνω ἀπὸ τοὺς
μαθητάς του λέει˙ Νά ἡ μητέρα μου καὶ
οἱ ἀδερφοί μου (Μθ 12, 46-49).
1.Ἐκεῖνο
ποὺ ἔλεγα προηγουμένως, ὅτι, ὅταν ἡ
ἀρετὴ ἀπουσιάζῃ, τὰ ἄλλα ὅλα εἶναι
περιττά, ἐκεῖνο ἀκριβῶς ἀποδεικνύεται
κι ἐδῶ˙ καὶ μὲ τὸ παραπάνω. ἔλεγα ὅτι
κι ἡ ἡλικία καὶ ἡ φύσι καὶ τὸ ἔρημο
κελλὶ κι ὅσα ἄλλα τέτοια ὑπάρχουν
εἶναι ὅλα ἀνώφελα, ὅταν δὲν συνυπάρχῃ
καὶ ἀγαθὴ πρόθεσι. σήμερα ὅμως
μαθαίνουμε καὶ κάτι ἄλλο περισσότερο˙
ὅτι οὔτε καὶ τὸ νὰ ἐγκυμονήσῃς τὸ
Χριστὸ καὶ νὰ γεννήσῃς τὴ θαυμάσια
ἐκείνη γέννα σοῦ ἐξασφαλίζει κανένα
κέρδος, ὅταν δὲν ὑπάρχῃ ἡ ἀρετή. κι
αὐτὸ γίνεται φανερὸ κυρίως ἀπὸ τὴν
περικοπὴ αὐτή. λέει˙ Ἐνῷ αὐτὸς μιλοῦσε
ἀκόμη στὰ πλήθη, τοῦ λέει κάποιος ὅτι
Ἡ μητέρα σου κι οἱ ἀδερφοί σου σὲ
ζητοῦν. κι ἐκεῖνος τοῦ λέει˙ Ποιά
εἶναι ἡ μητέρα μου καὶ ποιοί οἱ ἀδερφοί
μου; καὶ τἄλεγε αὐτά, ὄχι ἐπειδὴ
ντρεπόταν γιὰ τὴ μητέρα ποὺ εἶχε, οὔτε
ἐπειδὴ ἀρνοῦνταν ἐκείνην ποὺ τὸν
γέννησε ‒ἂν ντρεπόταν γι̉ αὐτή, δὲν
θὰ περνοῦσε κἂν ἀπὸ τὴ μήτρα της‒,
ἀλλ̉ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ κάνῃ σαφὲς ὅτι
ἐκείνη δὲν ὠφελοῦνταν ἀπ̉ αὐτὸ
καθόλου, ἂν δὲν ἔκανε ὅλα ὅσα ὤφειλε
νὰ κάνῃ. γιατὶ ἀκόμη κι αὐτὸ ποὺ πῆγε
νὰ κάνῃ τότε ἦταν πρᾶξι περιττῆς
φιλοδοξίας. ἤθελε ντὲ νὰ ἐπιδείξῃ
στὸ λαὸ ὅτι ἐξουσιάζει τὸ γιό της καὶ
τὸν κουμαντάρει. μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη
δὲν εἶχε συλλάβει τίποτε τὸ μεγάλο
γι̉ αὐτόν. γι̉ αὐτὸ καὶ τὸν πλησίασε
σὲ ὥρα ποὺ δὲν ἔπρεπε. κύττα λοιπὸν
τὴν ἀμυαλιὰ κι αὐτῆς κι ἐκείνων. ἐνῷ
ἔπρεπε πρῶτα νὰ μποῦν καὶ ν̉ ἀκροαστοῦν
μαζὶ μὲ τὸν κόσμο, ἤ, ἂν δὲν ἤθελαν
ν̉ ἀκροαστοῦν, νὰ περιμένουν νὰ
τελειώσῃ τὸ λόγο του, καὶ τότε νὰ τὸν
πλησιάσουν. αὐτοὶ ὅμως τὸν καλοῦν νὰ
βγῇ ἔξω˙ κι αὐτὸ τὸ κάνουν μπροστὰ
σ̉ ὅλους, δείχνοντας παραπανήσια
φιλοδοξία καὶ θέλοντας νὰ ἐπιδείξουν
ὅτι τὸν διατάζουν μὲ πολλὴ ἐξουσία.
κι αὐτὸ τὸ ἀφήνει νὰ φανῇ κι ὁ
εὐαγγελιστὴς κατηγορώντας τους. γι̉
αὐτὸ μιλάει ἔτσι˙ αὐτὸ ὑπαινίσσεται,
ὅταν λέῃ Ἐνῷ αὐτὸς μιλοῦσε ἀκόμη
στὰ πλήθη˙ εἶναι σὰ νὰ λέῃ˙ Καλὰ δὲν
βρῆκαν ἄλλη ὥρα; δὲν μποροῦσαν νὰ
συζητήσουν μαζί του ἰδιαιτέρως;
Καὶ
τί ἤθελαν νὰ τοῦ ποῦν; ἂν ἤθελαν
βέβαια νὰ τοῦ μιλήσουν γιὰ τὰ δόγματα
τῆς ἀληθείας, ἔπρεπε νὰ τοῦ μιλήσουν
ἀνοιχτὰ καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους˙ γιὰ
νὰ ὠφεληθοῦν κι οἱ ἄλλοι. κι ἂν ἤθελαν
νὰ τοῦ μιλήσουν γιὰ πράγματα ποὺ
ἐνδιέφεραν μόνο αὐτούς, δὲν ἔπρεπε
νὰ εἶναι τόσο βιαστικοί. ἂν αὐτὸς δὲν
ἄφησε κάποιον οὔτε τὸν πατέρα του νὰ
γηροκομήσῃ μέχρι τὸν τάφο (Μθ 8,21-22), γιὰ
νὰ μὴ διακόπτεται ἡ μαθητεία του, πολὺ
περισσότερο δὲν ἔπρεπε αὐτοὶ νὰ
διακόψουν τὴν ὁμιλία του στὸ λαὸ γιὰ
πράγματα ποὺ δὲν ἔπρεπε. ἀπ̉ αὐτὸ
φαίνεται ὅτι αὐτὸ τὸ ἔκαναν μόνο ἀπὸ
κενοδοξία. αὐτὸ ἐννοεῖ κι ὁ Ἰωάννης,
ὅταν λέῃ ὅτι Οὔτε οἱ ἀδερφοί του
πίστευαν σ̉ αὐτόν (Ἰω 7,5). φαίνεται
ἐπίσης αὐτὸ κι ἀπὸ τὰ λόγια τους τὰ
γεμάτα μὲ πολλὴ ἀνοησία, ὅταν, καθὼς
ἱστορεῖ ὁ Ἰωάννης, τὸν τραβοῦσαν νὰ
πάῃ στὰ Ἰεροσόλυμα, ὄχι γιὰ τίποτε
ἄλλο, ἀλλὰ γιὰ νὰ κερδήσουν κι αὐτοὶ
δόξα ἀπὸ τὰ σημεῖα του. τοῦ λένε˙ Ἀφοῦ
κάνεις αὐτὰ ποὺ κάνεις, δεῖξε τὸν
ἑαυτό σου στὸν κόσμο. ὅταν κανεὶς ἔχῃ
σκοπὸ ν̉ ἀποκτήσῃ δημόσια φήμη, δὲν
κάνει κάτι στὰ κρυφά (Ἰω 7,4). ἦταν τότε
ποὺ κι ὁ ἴδιος τοὺς μάλλωσε κατηγορώντας
τὴ σαρκική τους νοοτροπία.
Ἔχετε
ὑπ̉ ὄψι σας ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἔλεγαν
κοροϊδεύοντας˙ Αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ
γιὸς τοῦ μάστορα, ποὺ ξέρουμε καλὰ
τὸν πατέρα του καὶ τὴ μητέρα του; κι
ἀνάμεσά μας δὲν ζοῦν οἱ ἀδερφοί του;
(Μθ 13,55-56). αὐτοὶ λοιπόν, θέλοντας ν̉
ἀντιμετωπίσουν τὴ μηδαμινότητα τῆς
καταγωγῆς των, τὸν ὠθοῦσαν στὴν
ἐπίδειξι τῶν σημείων. γι̉ αὐτὸ κι
αὐτὸς τοὺς ἀποκρούει˙ θέλει νὰ
θεραπεύσῃ τὸ πάθος τους. ἂν ἤθελε ν̉
ἀρνηθῇ τὴ μητέρα του, θὰ τὴν ἀρνοῦνταν,
ὅταν ἐκεῖνοι τὸν κορόιδευαν γι̉
αὐτήν. ἐδῶ ὅμως φαίνεται ὅτι τὴ
φρόντιζε τόσο πολύ, ποὺ ἀκόμη κι ἀπὸ
τὸ σταυρὸ τὴν ἐμπιστεύτηκε στὸν πιὸ
ἀγαπημένο μαθητή του καὶ τοῦ ἔδωσε
γι̉ αὐτὴ μιὰ ἔντονη ἐντολή. τώρα ὅμως
δὲν τὸ δείχνει αὐτό, ἐπειδὴ ἀποσκοπεῖ
στὸ νὰ τὴν ὠφελήσῃ κι αὐτὴ καὶ τοὺς
ἀδερφούς του. ἐπειδὴ λοιπὸν τὸν
θεωροῦσαν μόνο ἄνθρωπο κι ἐπειδὴ
διακατέχονταν ἀπὸ κενοδοξία, τοὺς
ξερριζώνει αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τους,
ὄχι καταφρονώντας τους, ἀλλὰ διορθώνοντάς
τους.
Καὶ
μὴ μοῦ βλέπῃς μόνο τὰ λόγια ποὺ
περιέχουν μιὰ ἐπίπληξι μέτρια, ἀλλὰ
καὶ τὴ χοντροκοπιὰ καὶ τὸ θράσος τῶν
ἀδερφῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκδήλωσαν ὅ,τι
ἐκδήλωσαν, καὶ τὸ ποιός ἦταν αὐτὸς
ποὺ τοὺς ἐπέπληξε˙ ὅτι δὲν ἦταν μόνο
ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλ̉ ὁ μονογενὴς υἱὸς
τοῦ θεοῦ. κύττα δὲ καὶ σὲ τί ἀποσκοποῦσε
μὲ τὴν ἐπίπληξί του. δὲν εἶχε σκοπὸ
νὰ τοὺς φέρῃ σὲ ἀδιέξοδο, ἀλλὰ νὰ
τοὺς ἀπαλλάξῃ ἀπὸ ἕνα πάθος πολὺ
τυραννικὸ καὶ σιγὰ σιγὰ νὰ τοὺς
ὁδηγήσῃ στὴν πρέπουσα ἀντίληψι γιὰ
τὸ πρόσωπό του καὶ νὰ τοὺς πείσῃ ὅτι
δὲν εἶναι μόνο γιὸς αὐτηνῆς ἀλλὰ
καὶ ἀφέντης της. μόνο ἔτσι θὰ δῇς ὅτι
καὶ τοῦ πήγαινε πάρα πολὺ νὰ τὴ μαλλώσῃ
καὶ σ̉ ἐκείνη τὸ μάλλωμα ἦταν πολὺ
ὠφέλιμο˙ κι ἐκτὸς ἀπ̉ αὐτὰ ὅτι ἡ
ἐπίπληξί του ἦταν πολὺ ἁπαλή. σ̉
ἐκεῖνον, ποὺ τὸν εἰδοποίησε, δὲν εἶπε
«Πήγαινε νὰ πῇς στὴ μάννα μου <Δὲν
εἶσαι μάννα μου> », ἀλλὰ Ποιά εἶναι
ἡ μητέρα μου; μ̉ αὐτὸ ποὺ εἶπε, ἐκτὸς
τῶν ὅσων εἶπα, ἐξέφραζε καὶ κάτι ἄλλο.
ποιό;
ὅτι
δὲν ἔπρεπε οὔτε ἐκεῖνοι οὔτε ἄλλοι
νὰ ἐπαναπαύωνται στὴ συγγένεια καὶ
νὰ παραμελοῦν τὴν ἀρετή. ἂν αὐτὴ δὲν
τὴν ὠφελῇ καθόλου τὸ ὅτι εἶναι μητέρα
του, σὲ περίπτωσι ποὺ δὲν ἔχει ἀρετή,
πολὺ δύσκολα σῴζεται μὲ τὴ συγγένειά
του ὁποιοσδήποτε ἄλλος. μία μόνο εἶναι
ἡ καλὴ συγγένεια, τὸ νὰ κάνῃς τὸ
θέλημα τοῦ θεοῦ. αὐτὸ τὸ εἶδος καλῆς
συγγενείας εἶναι καλλίτερο κι ἐγκυρότερο
ἀπὸ τὸ ἄλλο.
2.
Ἔχοντας λοιπὸν ὑπ̉ ὄψι μας αὐτά, νὰ
μὴν ἔχουμε μεγάλη ἰδέα μήτε γιὰ τὰ
προκομμένα παιδιά μας, ἂν δὲν ἔχουμε
κι ἐμεῖς τὴν ἀρετή τους, μήτε γιὰ τοὺς
εὐγενοῦς καταγωγῆς πατέρες μας, ἂν
δὲν ἔχουμε κι ἐμεῖς τὸ ἦθος τους.
γιατὶ εἶναι δυνατὸν κι ἐκεῖνος ποὺ
γέννησε κάποιον νὰ μὴν εἶναι ἀντάξιος
πατέρας του, κι ἐκεῖνος ποὺ δὲν τὸν
γέννησε νὰ εἶναι. γι̉ αὐτὸν ἀκριβῶς
τὸ λόγο καὶ ἄλλοτε, ὅταν κάποια γυναίκα
τοῦ εἶπε Μακάρια ἡ κοιλιὰ ποὺ σὲ
βάσταξε καὶ οἱ μαστοὶ ποὺ θήλασες (Λκ
11,27), δὲν τῆς εἶπε «Δὲν μὲ βάσταξε
καμμία κοιλιά» οὔτε «Δὲν θήλασα ποτὲ
μαστούς», ἀλλὰ τὸ ἑξῆς˙ Ναὶ βέβαια,
ἀλλὰ σίγουρα μακάριοι ἐκεῖνοι ποὺ
κάνουν τὸ θέλημα τοῦ πατέρα μου (Λκ
11,28). βλέπεις ὅτι σὲ καμμιὰ περίπτωσι
δὲν ἀρνεῖται τὴ φυσική του συγγένεια,
ἀλλὰ προσθέτει τὴ συγγένεια στὴν
ἀρετή; καὶ ὁ πρόδρομός του, ὅταν ἔλεγε
Παιδιὰ τῆς ὀχιᾶς, μὴν κορδώνεστε
λέγοντας «Ἔχουμε τὸν Ἀβραὰμ πατέρα»
(Μθ 3,7-9), δὲν ἤθελε νὰ πῇ ὅτι δὲν ἦταν
φυσικὰ παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλ̉ ὅτι
τὸ νὰ εἶναι παιδιὰ τοῦ Ἀβραὰμ δὲν
τοὺς ὠφελεῖ σὲ τίποτε, ἂν δὲν
συγγενεύουν μ̉ ἐκεῖνον στὸ ἦθος. τὸ
ἴδιο ἐννοοῦσε κι ὁ Χριστός, ὅταν
ἔλεγε˙ Ἂν ἤσασταν παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ,
θὰ κάνατε τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραάμ (Ἰω
8,39). δὲν τοὺς ἀρνεῖται τὴ σαρκικὴ
συγγένεια, ἀλλὰ τοὺς ἐκπαιδεύει νὰ
ἐνδιαφέρωνται γιὰ τὴ συγγένεια ποὺ
εἶναι ἀνώτερη κι ἐγκυρότερη ἀπὸ
κείνη.
Αὐτὸ
λοιπὸν κατεργάζεται κι ἐδῶ, ἀλλὰ μ̉
ἕναν τρόπο λεπτότερο καὶ ὄχι τόσο
ἀπότομο. μὰ στὴ μητέρα του μιλοῦσε.
δὲν εἶπε «Δὲν τὴν ἔχω μητέρα, οὔτε
ἐκείνους ἀδερφούς, ἀφοῦ δὲν κάνουν
τὸ θέλημά μου», δὲν ἔβγαλε γι̉ αὐτοὺς
ἀπόφασι καταδικαστική, ἀλλὰ μιλώντας
μὲ τὴν ἁπαλότητα ποὺ τοῦ ταίριαζε,
τοὺς ἐξασφάλιζε τὸ νὰ εἶναι κύριοι
τῆς ἐπιλογῆς νὰ θέλουν αὐτὸ ποὺ
ἔλεγε. γιατὶ ἀμέσως λέει˙ Ὅποιος κάνει
τὸ θέλημα τοῦ πατέρα μου, ἐκεῖνος
εἶναι ἀδερφός μου κι ἀδερφή μου καὶ
μητέρα μου. ὥστε, ἂν θέλουν νὰ εἶναι,
αὐτὸ τὸ δρόμο νὰ βαδίζουν. ἀλλὰ κι
ὅταν ἡ γυναίκα ἐκείνη τοῦ φώναξε
Μακάρια ἡ κοιλιὰ ποὺ σὲ βάσταξε (Λκ
11,27), ἐκεῖνος δὲν τῆς εἶπε «Δὲν ὑπάρχει
μητέρα μου», ἀλλὰ «Ἂν θέλῃ νὰ εἶναι
μακάρια, νὰ κάνῃ τὸ θέλημα τοῦ πατέρα
μου. μόνο ἕνας τέτοιος εἶναι κι ἀδερφός
μου κι ἀδερφή μου καὶ μητέρα μου». τί
τιμή! τί ἀρετή! σὲ πόσο ψηλὴ κορυφὴ
ἀνεβάζει ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει! πόσες
γυναῖκες μακάρισαν τὴν ἁγία ἐκείνη
παρθένο καὶ τὴ μήτρα της, κι εὐχήθηκαν
νὰ γίνουν τέτοιες μητέρες, κι ἂς χάσουν
ὅλα τ̉ ἄλλα! μὰ τί τὶς ἐμποδίζει;
ὁρίστε˙ μᾶς ἄνοιξε ἕνα δρόμο εὐρύχωρο,
καὶ μποροῦν πιὰ ὄχι μόνο οἱ γυναῖκες,
ἀλλὰ καὶ οἱ ἄντρες, νὰ μποῦν σ̉ αὐτὴ
τὴν κατηγορία˙ ἢ μᾶλλον καὶ σὲ πολὺ
ἀνώτερη. αὐτὸ σὲ κάνει μητέρα του πολὺ
περισσότερο, παρὰ ὁ τοκετὸς ἐκεῖνος.
ἂν εἶναι ἀξιομακάριστο ἐκεῖνο, τότε
αὐτὸ εἶναι τόσο περισσότερο, ὅσο εἶναι
κι ἐγκυρότερο. μὴ λαχταρᾷς μόνο, ἀλλὰ
βάδιζε καὶ τὸ δρόμο ποὺ σὲ φέρνει σ̉
ἐκεῖνο ποὺ λαχταρᾷς˙ μὲ πολὺ ζῆλο.
Αὐτὰ
λοιπὸν εἶπε, καὶ τότε βγῆκε ἀπὸ τὸ
σπίτι. πρόσεξες πῶς καὶ τοὺς μάλλωσε
καὶ ἔκανε ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμοῦσαν;
τὸ ἴδιο κάνει καὶ στὸ γάμο (Ἰω 2,1-11).
κι ἐκεῖ καὶ τὴ μάλλωσε, ἐπειδὴ τοῦ
ζητοῦσε κάτι ἀκαίρως, ἀλλὰ καὶ δὲν
τῆς ἔφερε ἀντίρρησι. μὲ τὸ πρῶτο
διορθώνει τὴν ἀδυναμία της, μὲ τὸ
δεύτερο δείχνει τὴν ἀγάπη του στὴ
μητέρα. ἔτσι κι ἐδῶ˙ καὶ τὴν ἀρρώστια
τῆς κενοδοξίας γιατρεύει, καὶ τὴν τιμὴ
ποὺ ταιριάζει στὴ μητέρα του δείχνει˙
παρ̉ ὅλο ποὺ ἐκείνη τοῦ ζήτησε πράγματα
ποὺ δὲν ταίριαζαν στὴν ὥρα ποὺ τὰ
ζητοῦσε.
Αὐτὴ
εἶναι ἡ γνήσια πατερικὴ γνώμη καὶ
ἀντίληψι καὶ ἡ γνήσια κι ὀρθόδοξη
ἱερὰ παράδοσι γιὰ τὴ μητέρα τοῦ
Κυρίου. ἐκεῖνα ποὺ λέγονται σήμερα
γι̉ αὐτήν ἰδίως ἀπὸ μοναχούς, εἶναι
παραμύθια τῶν παπικῶν τὰ ὁποῖα χώθηκαν
στὴν ἐκκλησία μετὰ τὸ 692.
Μετάφραση,
επιμέλεια, σχόλια, υπό δρ Κωνσταντίνου
Σιαμάκη
Πρωτότυπο
κείμενο:
Ἔτι
δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς ὄχλοις,
ἰδοὺ ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ
εἱστήκεισαν ἔξω, ζητοῦντες αὐτῷ
λαλῆσαι. εἶπε δέ τις αὐτῷ˙ Ἰδοὺ ἡ
μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἔξω
ἑστήκασι, ζητοῦντές σοι λαλῆσαι. ὁ δὲ
ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ εἰπόντι˙ Τίς ἐστιν
ἡ μήτηρ μου καὶ τίνες εἰσὶν οἱ ἀδελφοί
μου; καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ
ἐπὶ τοὺς μαθητάς, εἶπεν˙ Ἰδοὺ ἡ
μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου.
1.
Ὅπερ πρώην ἔλεγον, ὅτι ἀρετῆς ἀπούσης
ἅπαντα περιττά, τοῦτο καὶ νῦν μετὰ
πολλῆς δείκνυται τῆς περιουσίας. ἐγὼ
μὲν γὰρ ἔλεγον ὅτι καὶ ἡλικία καὶ
φύσις καὶ τὸ ἔρημον οἰκίον καὶ ὅσα
τοιαῦτα ἀνόνητα, γνώμης οὐκ οὔσης
ἀγαθῆς˙ σήμερον δὲ καὶ πλέον ἕτερόν
τι μανθάνομεν, ὅτι οὐδὲ τὸ κυοφορῆσαι
τὸν Χριστὸν καὶ τὸν θαυμαστὸν ἐκεῖνον
τόκον τεκεῖν, ἔχει τι κέρδος, ἀρετῆς
οὐκ οὔσης. καὶ τοῦτο μάλιστα ἐντεῦθεν
δῆλον. Ἔτι γὰρ αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς
ὄχλοις, φησίν, εἶπέ τις αὐτῷ, ὅτι Ἡ
μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ζητοῦσί
σε. ὁ δὲ λέγει˙ Τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου
καὶ τίνες εἰσὶν οἱ ἀδελφοί μου; ταῦτα
δὲ ἔλεγεν, οὐκ ἐπαισχυνόμενος ἐπὶ
τῇ μητρί, οὐδὲ ἀρνούμενος τὴν
γεγεννηκυῖαν ‒ εἰ γὰρ ἐπῃσχύνετο,
οὐδ̉ ἂν διῆλθε διὰ τῆς μήτρας ἐκείνης‒,
ἀλλὰ δηλῶν ὅτι οὐδὲν ὄφελος αὐτῇ
τούτου, εἰ μὴ τὰ δέοντα ποιεῖ ἅπαντα.
καὶ γὰρ ὅπερ ἐπεχείρησε φιλοτιμίας
ἦν περιττῆς˙ ἐβούλετο γὰρ ἐνδείξασθαι
τῷ δήμῳ ὅτι κρατεῖ καὶ αὐθεντεῖ τοῦ
παιδός, οὐδὲν οὐδέπω περὶ αὐτοῦ μέγα
φανταζομένη˙ διὸ καὶ ἀκαίρως προσῆλθεν.
ὅρα γοῦν καὶ αὐτῆς καὶ ἐκείνων τὴν
ἀπόνοιαν. δέον γὰρ εἰσελθόντας ἀκοῦσαι
μετὰ τοῦ ὄχλου ἤ, μὴ τοῦτο βουλομένους,
ἀναμεῖναι καταλῦσαι τὸν λόγον, καὶ
τότε προσελθεῖν˙ οἱ δὲ ἔξω καλοῦσιν
αὐτὸν καὶ ἐπὶ πάντων τοῦτο ποιοῦσι,
φιλοτιμίαν ἐπιδεικνύμενοι περιττὴν
καὶ δεῖξαι θέλοντες ὅτι μετὰ πολλῆς
αὐτῷ ἐπιτάττουσι τῆς ἐξουσίας. ὅπερ
καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς δείκνυται ἐγκαλῶν˙
αὐτὸ γὰρ τοῦτο αἰνιττόμενος οὕτως
εἴρηκεν˙ Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς
ὄχλοις˙ ὡσανεὶ ἔλεγε˙ «Μὴ γὰρ οὐκ
ἦν καιρὸς ἕτερος; μὴ γὰρ οὐκ ἦν κατ̉
ἰδίαν διαλεχθῆναι;».
Τί
δὲ καὶ λαλῆσαι ἐβούλοντο; εἰ μὲν γὰρ
ὑπὲρ τῶν τῆς ἀληθείας δογμάτων, κοινῇ
ταῦτα προθεῖναι ἐχρῆν καὶ ἐπὶ πάντων
εἰπεῖν, ὥστε καὶ τοὺς ἄλλους κερδᾶναι˙
εἰ δὲ περὶ ἑτέρων τῶν αὐτοῖς
διαφερόντων, οὐκ ἐχρῆν οὕτω κατεπείγειν.
εἰ γὰρ πατέρα θάψαι οὐκ ἀφῆκεν (Μθ 8,
21-22), ἵνα μὴ διακόπτηται ἡ ἀκολούθησις,
πολλῷ μᾶλλον τὴν αὐτοῦ δημηγορίαν
καταλῦσαι οὐκ ἐχρῆν ὑπὲρ τῶν οὐδὲν
προσηκόντων. ὅθεν δῆλον ὅτι κενοδοξίᾳ
τοῦτο μόνον ἐποίουν˙ ὃ καὶ Ἰωάννης
δηλῶν ἔλεγεν ὅτι Οὐδὲ οἱ ἀδελφοὶ
αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν (Ἰω 7,5). καὶ
τὰ ῥήματα δὲ αὐτῶν ἀπαγγέλλει τὰ
πολλῆς γέμοντα ἀνοίας, λέγων ὅτι εἷλκον
αὐτὸν ἐπὶ τὰ Ἰεροσόλυμα, δι̉ ἕτερον
μὲν οὐδέν, ἵνα δὲ αὐτοὶ δόξαν ἀπὸ
τῶν ἐκείνου σημείων καρπώσωνται˙ Εἰ
γὰρ ταῦτα ποεῖς, φησί, δεῖξον σεαυτὸν
τῷ κόσμῳ˙ οὐδεὶς γάρ τι ποιεῖ ἐν
κρυπτῷ καὶ ζητεῖ αὐτὸς φανερὸς εἶναι
(Ἰω 7,4)˙ ὅτε καὶ αὐτὸς αὐτοῖς ἐπετίμησε
τὴν σαρκικὴν αὐτῶν αἰτιώμενος γνώμην.
Ἐπειδὴ
γὰρ οἱ Ἰουδαῖοι ὠνείδιζον καὶ ἔλεγον˙
Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός,
οὗ ἡμεῖς ἴσμεν τὸν πατέρα καὶ τὴν
μητέρα; καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ οὐχὶ
παρ̉ ἡμῖν εἰσι; (Μθ 13,55-56), τὴν εὐτέλειαν
βουλόμενοι τὴν ἀπὸ τοῦ γένους
ἀποκρούεσθαι, ἐπὶ τὴν τῶν σημείων
αὐτὸν ἐκάλουν ἐπίδειξιν. διὰ τοῦτο
αὐτοὺς διακρούεται, τὸ πάθος αὐτῶν
βουλόμενος ἰάσασθαι˙ ὡς εἴ γε ἀρνήσασθαι
ἤθελε τὴν μητέρα, ὅτε ἐκεῖνοι ὠνείδιζον,
τότε ἂν ἠρνήσατο. νῦν δὲ φαίνεται
τοσαύτην αὐτῆς ποιούμενος πρόνοιαν,
ὡς καὶ πρὸς αὐτῷ τῷ σταυρῷ τῷ πάντων
μάλιστα ποθουμένῳ μαθητῇ παρακαταθέσθαι
αὐτὴν καὶ πολλὰ ὑπὲρ αὐτῆς ἐπισκῆψαι.
ἀλλ̉ οὐχὶ νῦν τοῦτο ποιεῖ, κηδόμενος
αὐτῆς καὶ τῶν ἀδελφῶν. ἐπειδὴ γὰρ
ὡς ἀνθρώπῳ προσεῖχον ψιλῷ καὶ
ἐκενοδόξουν, τὸ νόσημα ἐκβάλλει, οὐχ
ὑβρίζων, ἀλλὰ διορθούμενος.
Σὺ
δέ μοι μὴ τὰ ῥήματα ἐξέταζε μόνον τὰ
ἐπιτίμησιν ἔχοντα σύμμετρον, ἀλλὰ
καὶ τὴν ἀτοπίαν καὶ τὴν τόλμαν τῶν
ἀδελφῶν, ἣν ἐτόλμησαν, καὶ τὸν
ἐπιτιμῶντα τίς ἦν˙ ὅτι οὐχὶ ψιλὸς
ἄνθρωπος, ἀλλ̉ ὁ μονογενὴς υἱὸς τοῦ
θεοῦ˙ καὶ τί βουλόμενος ἐπετίμα˙ οὐδὲ
γὰρ ἐξαπορῆσαι θέλων ἀλλ̉ ἀπαλλάξαι
τοῦ τυραννικωτάτου πάθους καὶ κατὰ
μικρὸν ἐναγαγεῖν εἰς τὴν προσήκουσαν
περὶ αὐτοῦ ἔννοιαν καὶ πεῖσαι ὅτι
οὐχὶ υἱὸς αὐτῆς μόνον ἐστίν, ἀλλὰ
καὶ δεσπότης˙ καὶ ὄψει σφόδρα πρέπουσαν
καὶ αὐτῷ τὴν ἐπιτίμησιν, κἀκείνῃ
λυσιτελοῦσαν, καὶ μετὰ τούτων πολὺ
καὶ τὸ ἥμερον ἔχουσαν. οὐδὲ γὰρ εἶπεν
Ἄπελθε εἰπὲ τῇ μητρί, ὅτι Οὐκ εἶ μου
μήτηρ, ἀλλὰ πρὸς τὸν εἰπόντα ἀποτείνεται
λέγων˙ Τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου; μετὰ τῶν
εἰρημένων καὶ ἕτερόν τι κατασκευάζων.
ποῖον δὴ τοῦτο; τὸ μήτε ἐκείνους μήτε
ἄλλους συγγενείᾳ θαρροῦντας ἀρετῆς
ἀμελεῖν. εἰ γὰρ ταύτην οὐδὲν ὠφελεῖ
τὸ μητέρα εἶναι, εἰ μὴ ἐκεῖνο εἴη,
σχολῇ γ̉ ἂν ἕτερός τις ἀπὸ συγγενείας
σωθήσεται. μία γάρ ἐστιν εὐγένεια μόνη,
τὸ τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ ποιεῖν. οὗτος
τῆς εὐγενείας ὁ τρόπος βελτίων ἐκείνου
καὶ κυριώτερος.
2.
Ταῦτ̉ οὖν εἰδότες, μήτε ἐπὶ παισὶν
εὐδοκίμοις μέγα φρονῶμεν, ἂν μὴ τὴν
ἀρετὴν αὐτῶν ἔχωμεν, μήτε ἐπὶ πατράσι
γενναίοις, ἐὰν μὴ ὦμεν αὐτοῖς
ὁμότροποι. ἔστι γὰρ καὶ τὸν γεννήσαντα
μὴ εἶναι πατέρα, καὶ τὸν μὴ γεννήσαντα
εἶναι. διὰ δὴ τοῦτο καὶ ἀλλαχοῦ
γυναικός τινος εἰπούσης Μακαρία ἡ
γαστὴρ ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς
ἐθήλασας (Λκ 11,27), οὐκ εἶπεν Οὐκ ἐβάστασέ
με κοιλία, οὐδὲ Μαστοὺς οὐκ ἐθήλασα,
ἀλλὰ τοῦτο˙ Μενοῦνγε μακάριοι οἱ
ποιοῦντες τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου
(Λκ 11,28). ὁρᾷς πῶς ἄνω καὶ κάτω οὐκ
ἀρνεῖται τὴν κατὰ φύσιν συγγένειαν,
ἀλλὰ προστίθησι τὴν κατ̉ ἀρετήν; καὶ
ὁ πρόδρομος δὲ λέγων Γεννήματα ἐχιδνῶν,
μὴ δόξητε λέγειν Πατέρα ἔχομεν τὸν
Ἀβραάμ (Μθ 3,7-9), οὐ τοῦτο δείκνυσιν ὅτι
οὐκ ἦσαν ἐκ τοῦ Ἀβραὰμ κατὰ φύσιν,
ἀλλ̉ ὅτι οὐδὲν αὐτοὺς ὠφελεῖ τὸ
εἶναι ἐκ τοῦ Ἀβραάμ, εἰ μὴ τὴν ἀπὸ
τῶν τρόπων συγγένειαν ἔχοιεν˙ ὃ καὶ
ὁ Χριστὸς δηλῶν ἔλεγεν˙ Εἰ τέκνα τοῦ
Ἀβραὰμ ἦτε, τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ
ἐποιεῖτε (Ἰω 8,39)˙ οὐ τῆς συγγενείας
αὐτοὺς ἀποστερῶν τῆς κατὰ σάρκα,
ἀλλὰ παιδεύων τὴν μείζονα ταύτης καὶ
κυριωτέραν ἐπιζητεῖν.
Τοῦτο
δὴ καὶ ἐνταῦθα κατασκευάζει, ἀλλ̉
ἀνεπαχθέστερον καὶ ἐμμελέστερον˙ καὶ
γὰρ πρὸς μητέρα ἦν ὁ λόγος αὐτῷ. οὐδὲ
γὰρ εἶπεν Οὐκ ἔστι μου μήτηρ, οὐδὲ
ἀδελφοὶ ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ οὐ ποιοῦσι
τὸ θέλημά μου, οὐδὲ ἀπεφήνατο καὶ
κατεδίκασεν˙ ἀλλ̉ ἔτι κυρίους αὐτοὺς
ἐποίει τοῦ βούλεσθαι, μετὰ τῆς αὐτῷ
πρεπούσης ἐπιεικείας φθεγγόμενος. Ὁ
γὰρ ποιῶν, φησί, τὸ θέλημα τοῦ πατρός
μου, οὗτός μου ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ
καὶ μήτηρ ἐστίν. ὥστε, εἰ βούλονται
εἶναι, ταύτην ἐρχέσθωσαν τὴν ὁδόν.
καὶ ἡνίκα δὲ ἐβόησεν ἡ γυνὴ λέγουσα
Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε (Λκ
11,27), οὐκ εἶπεν Οὐκ ἔστι μου μήτηρ, ἀλλ̉
Εἰ βούλεται μακαρία εἶναι, τὸ θέλημα
ποιείτω τοῦ πατρός μου. ὁ γὰρ τοιοῦτος
καὶ ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ
ἐστί. βαβαὶ τῆς τιμῆς! βαβαὶ τῆς
ἀρετῆς! εἰς ὅσην ἀνάγει κορυφὴν τὸν
μετιόντα αὐτήν! πόσαι γυναῖκες ἐμακάρισαν
τὴν ἁγίαν παρθένον ἐκείνην καὶ τὴν
νηδὺν καὶ ηὔξαντο τοιαῦται γενέσθαι
μητέρες καὶ πάντα προέσθαι. τί τοίνυν
τὸ κωλῦον; ἰδοὺ γὰρ εὐρεῖαν ἔτεμεν
ἡμῖν ὁδὸν καὶ ἔξεστιν οὐ γυναιξὶ
μόνον, ἀλλὰ καὶ ἀνδράσιν ἐπὶ τῆς
τοιαύτης γενέσθαι τάξεως˙ μᾶλλον δὲ
καὶ ἔτι πολλῷ μείζονος. τοῦτο γὰρ
πολλῷ μᾶλλον μητέρα ποιεῖ ἢ αἱ ὠδῖνες
ἐκεῖναι. ὥστε εἰ μακαριστὸν ἐκεῖνο,
πολλῷ μᾶλλον τοῦτο, ὅσῳ καὶ κυριώτερον.
μὴ τοίνυν ἁπλῶς ἐπιθύμει, ἀλλὰ καὶ
τὴν ὁδὸν τὴν φέρουσάν σε ἐπὶ τὴν
ἐπιθυμίαν βάδιζε μετὰ πολλῆς τῆς
σπουδῆς.
Ταῦτα
τοίνυν εἰπὼν ἐξῆλθεν ἐκ τῆς οἰκίας.
εἶδες πῶς καὶ ἐπέπληξε καὶ ἐποίησεν
ὅπερ ἐπόθουν; ὃ δὴ καὶ ἐπὶ τῶν γάμων
ποιεῖ (Ἰω 2, 1-11). καὶ γὰρ ἐκεῖ ἐπετίμησεν
ἀκαίρως αἰτούσῃ, καὶ ὅμως οὐκ ἀντεῖπε˙
τῷ μὲν προτέρῳ διορθούμενος τὴν
ἀσθένειαν, τῷ δὲ δευτέρῳ τὴν περὶ
τὴν μητέρα εὔνοιαν ἐπιδεικνύμενος.
οὕτω δὴ καὶ ἐνταῦθα τῆς τε κενοδοξίας
τὸ νόσημα ἰάσατο, καὶ τὴν πρέπουσαν
τιμὴν τῇ μητρὶ ἀπέδωκε, καίτοι καὶ
ἄκαιρα αἰτούσῃ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου