«Σπλάχνα μου της ψυχής! Διατί αθυμείς; Διατί απελπίζεσαι; Διατί αποκάμνεις; Τόσον ευκόλως εσύ παραιτήσαι του αγώνος; Ιδού
ότι άφησεν ο Θεός τους δαίμονας να σε σινιάσουν ολίγον, να ιδής, που
ευρίσκεσαι. Να φανή η υπερηφάνεια, να ταπεινωθή η καρδία σου. Να μάθεις
ότι είσαι άνθρωπος, το «γνώθι σαυτόν». Να γίνης συμπαθής πρός τους
αμαρτάνοντας και ποσώς να μήν τους κατακρίνης.
Πώς θα γνωρίσης της φύσεως την ασθένειαν, εάν δεν σε ξυπνήσουν οι κόρακες;
Εάν ο γλυκύς Ιησούς δεν συστείλη την χάριν του, πώς εσύ θα μάθης την
τέχνην πασών των τεχνών, την επιστήμην πασών των επιστημών;
Τώρα μανθάνεις την τέχνην. Τώρα έχεις μισθόν. Τώρα δεικνύεις ότι αγαπάς τον Χριστόν, όχι όταν είναι η χάρις. Ποίαν χάριν θα δείξης, όταν είναι η χάρις; Αυτή
τότε φωνάζει αλαλήτως υπέρ εαυτής: «Αββά ο Πατήρ»! Η χάρις φωνάζει τον
δοτήρα της χάριτος: Η χάρις φωνάζει τον δοτήρα της χάριτος: «Τις δύναταί
με χωρίσαι εκ της αγάπης σου, Ιησού μου;» Η χάρις λέγει αυτά, η
ενοικούσα δύναμις διά μέσου του οργανικού στόματος, όχι η σάρξ. Καθώς
και ένας δαιμονισμένος υβρίζει και βλασφημεί δια στόματος του ανθρώπου. Η
δέ σάρξ χωρίς την χάριν ού δύναται ποιήσαι ουδέν.
Η σάρξ μή ούσης της χάριτος αρνείται τον Ιησούν. Φωνάζει ο αλέκτωρ.
Μιμνήσκεται ο Πέτρος. Κλαίει πικρώς. Φωνάζει το «ήμαρτον». Αλλά κρύπτεται πάλιν
είς το υπερώον. Φοβείται τους Ιουδαίους. Ωσάν ποντικός κτυπά η καρδιά
του αισθανόμενος τους γάτους απ'έξω. «Σύν σοι, λέγει, καν δέη αποθανείν
με»! Δεν σε αρνούμαι, λέγει, όταν είναι ο Χριστός. Αλλά τρίς τον αρνείται, όταν φεύγη ο Χριστός.
Βλέπεις λοιπόν; Εννοείς τί μέγα μυστήριον κρύπτεται εδώ είς τον λόγον;
Χριστός εντυγχάνει υπέρ υμών εν Αγίω Πνεύματι. Δι'αυτό, όταν έρχεται,
γινόμεθα ρήτορες. Οι ψαράδες διδάσκαλοι. Οι πόρνοι σωφρονούν. Οι κλέπται
δεν κλέπτουν. Και όλοι μετανοούν. Και ποιός ενήργησεν όλα αυτά; Ο μόνος
ειδώς. Ο αγαθός κυβερνήτης. Ο γλυκύς Ιησούς. Η μόνη αγάπη. Πότε ο
άνθρωπος εννοεί τον ανθρώπινον πόνον; Όταν και αυτός συμπονέση. Όταν περάση τα όμοια. Τότε μανθάνει, κατανοεί του άλλου τον πόνον. Εί δε μή, είναι σκληρός, δεν λυπείται· εκτός και τύχη φύσεως αγαθής. Αλλά τα της φύσεως πάντα ούτε τιμής αξιούνται ουδέ ατιμίας· της προαιρέσως είναι τα κατορθώματα και αί πτώσεις.
Λοιπόν, πώς θα μάθωμεν αυτήν την πάσης γνώσεως επιστήμην, αν δέν μας σινιάση ο πειρασμός; Αφού, όταν φύγη η χάρις, όχι εσύ και εγώ, αλλά μήτε οι άγιοι Απόστολοι δέν θα ήσαν Απόστολοι! Πώς δύναται ο πηλός-το κεράμιον, να κρατήση το ύδωρ, όταν δεν ψηθή στήν φωτιάν; Τοιούτους μας ζητεί ο Θεός να μας κάμη, ωσάν τον «πεχλιβάνη» στο θέατρον ή όπως την μπάλλα πού παίζουν.
Σε ανεβάζει στους ουρανούς. Σέ δείχνει οία οφθαλμός εμπαθούς ανθρώπου ούκ είδε και ακοή μεριμνώντος την ύλην ούκ ήκουσε. Και χωρίς ποσώς να πταίσης γυρίζει το φύλλον και σε ρίπτει στα καταχθόνια.
Και χαίρεται να σε βλέπη ώς αθλητήν να παλεύης με όλα τα τάγματα των
δαιμόνων. Και πιάσε τον Παύλον και άφες εμένα. Αφού ανέβη είς τον τρίτον
ουρανόν και είδε και ήκουσεν άρρητα, πάλιν φωνάζει: «Εδόθη μοι σκόλοψ
τη σαρκί!». Ταύτα κάμνει ο κραταιός τη δυνάμει, μέχρις ότου καταστήσει
τον άνθρωπον: να ανεβαίνη, να θεωρή· να
κατεβαίνη και να μοχθή. Και να τα έχη ως πράγμα κοινόν, το μέν και το
δέ. Χωρίς να του κάμουν αίσθησιν αι κοιναί αλλοιώσεις. Και τα δύο, σου
λέγει, είναι δι'εμένα.
Λοιπόν · δεν θέλεις να πάσχης; Μή θέλε να ανεβαίνης.
Εί τις δεν θέλει να υπομένη τας θλίψεις, μήτε χάριν να μήν του ζητή.
Δι'αυτό λοιπόν σου επήρε την χάριν, διά να γίνης σοφός. Και πάλιν θα
έλθη. Δεν σε αφήνει. Είναι νόμος Θεού. Αλλά πάλιν θα φύγη. Μά και
πάλιν θα έλθη. Αρκεί να μήν παύης να τήν ζητής, μέχρις ότου σε
καταστήση τέλειον. Είναι γνωστόν ότι, οπόταν ένας εμπαθής διδάξη τον
έτερον πάσχοντα, ευθύς η χάρις αναχωρεί από τον πρώτον και πίπτει εις τα ίδια. Διότι πρό της «πράξεως» δέν του εδόθη τοιούτο οφφίκιον.
Όχι όμως ότι είναι αυτή η όλη αιτία, όπου σε άφησεν ο Θεός. Καθότι και
αυτό να μήν ήτον η χάρις απαραιτήτως θα έφευγε είς αυτό το διάστημα. Δεν
ενθυμείσαι είς τας αρχάς που σε είπον: Αυτά όπου λέγεις τώρα θέλω να
μου τα λέης μετά τέσσερα έτη; Ψηλάφησον τάς πρώτας επιστολάς και θα το
ιδής. Είναι νόμος απαράβατος, μετά τρία-τέσσερα και σπάνιον πέντε έτη να
αναχωρή η χάρις, δια να γυμνάση τον έχοντα·
και αυτός-αν θελήση, να τον κάμη σοφόν. Μή λυπήσαι λοιπόν, είναι κοινόν
το ποτήριον. Μελέτησον τον Άγιον Ανδρέα-διά Χριστόν Σαλόν-να ίδης τί
έλεγεν όταν του έδιδεν ο Χριστός το πικρόν. Αυτό δι'όλους μας είναι, είς
εκάστου το μέτρον.
Λοιπόν υπόμεινον την άλυσον του Χριστού σου.
Κλείε το στόμα σφικτά και λόγον μή βγάζης. Δίδε θάρρος του εαυτού σου
λέγων: Τί λυπείσαι, ψυχή μου, και τι αθυμείς; Ουδέν κακόν σοι εγένετο. Έφυγεν ο Χριστός δι'ολίγον, αλλά και πάλιν θα έλθη. Βραδύνει ολίγον θέλων νά σε διδάξη υπομονήν και ταπείνωσιν. Οι Άγιοι υπέμειναν τόσα·
και σύ ολίγον δέν ημπορείς να υπομείνης την οικονομίαν της χάριτος;
Τοιαύτα να λέγης εις την ψυχήν σου και νά μή αθυμής. Διότι οι πειρασμοί,
αυτή είναι η χαρά τους· να βλέπουν ότι λυπείσαι και αθυμείς.
Καί, όταν έλθη η χάρις και φύγη και πάλιν έρχεται και φεύγει, τότε μανθάνεις τον πόλεμον·
και δεν σου κάμνει εντύπωσιν, αλλά χαίρων θα λέγης: Δοκίμασον με,
Χριστέ μου, και πείρασον με ως το αργύριον. Τότε κάμνεις ρίζες βαθειά,
όπως τα δένδρα, όπου, όσον τα φυσά ο αέρας, τόσον ριζώνουν βαθύτερα. Και μάρτυς μου ο Θεός ότι εις τους μεγαλυτέρους μου πειρασμούς εύρον την μεγαλυτέραν παράκλησιν.
Ανδρίζου λοιπόν και ίσχυε εν Κυρίω υπομένων τους πειρασμούς και πάλιν έρχεται η χάρις».
«Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου