Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Τα Τρία Αξιώματα του Χριστού


       «Ο Χριστός, ως σαρκωμένος Λόγος, δεν είναι μονάχα ο ίδιος ο άσαρκος Λόγος, που ενδημούσε στους Πατριάρχες και τους Προφήτες του Ισραήλ κατά τις θεοφάνειες, αλλά συγκεφαλαιώνει και ενωποιεί στο πρόσωπο του όλο το πεντόσταγμα της ιστορίας του περιούσιου λαού, όπου κυριαρχούσαν κατά βάση τρείς εξουσίες: η βασιλική, η προφητική και η ιερατική. Το χρίσμα στους βασιλιάδες, στους προφήτες και στους ιερείς έδινε το αξίωμα για μια διακυβέρνηση και καθοδήγηση του λαού. Ωστόσο τα τρία αυτά αξιώματα, του βασιλιά, του προφήτου και του ιερέα, δεν συνυπήρχαν πάντοτε, και όταν συνυπήρχαν δεν βρίσκοταν αυτονόητα σε μια αγαστή συμφωνία. Συνήθως η μια εξουσία αντιστρατευόταν την άλλη. Είναι πολύ γνωστοί οι πύρινοι λόγοι των προφητών εναντίον ασεβών βασιλιάδων και ιερέων. Σε αρκετές περιπτώσεις η προφητική γραμμή εκπροσωπούσε τη γνησιότητα της ιστορίας του περιούσιου λαού. Ο προφήτης Σαμουήλ μάλιστα, μεταφέροντας προς το λαό του μήνυμα του Θεού, ήταν κατηγορηματικά αντίθετος με το θεσμό της βασιλείας· οι βασιλιάδες μια μέρα, είπε στους Ισραηλίτες, θα ληστεύουν τα αγαθά σας και θα σας κάνουν δούλους. Και η κατοπινή μεταμέλεια σας δεν θα σας σώσει (Α' Βασιλ. 8,16-18).

       Πέρα απο τα άλλα οι απόψεις αυτές του προφήτη είναι ένα επιπλέον δείγμα των εντάσεων μεταξύ των τριών εξουσιών, οι οποίες μονάχα ως χαρισματικές λειτουργίες μπορούν να εξυπηρετήσουν το σώμα του λαού. Ωστόσο η αποκάλυψη του Θεού τόσο στην ιστορία του περιούσιου λαού όσο και στην πορεία της Εκκλησίας του Χριστού διενεργείται απαραίτητα διαμέσου δραματικών γεγονότων και όλης της ιστορικής κακοήθειας· άλλωστε αυτά τα γεγονότα και αυτή την κακοήθεια έχει ως στόχο η θεραπευτική ενέργεια της αποκάλυψης. Στο Πρόσωπο του Σαρκωμένου Λόγου οι τρείς αυτές εξουσίες, τις οποίες κατά την θεολογία των Ορθοδόξων πατέρων ο ίδιος τις καθοδηγούσε μέσα στην ιστορία του Ισραήλ, συνενώνονται άρρηκτα ως χαρισματικές λειτουργίες, και οικοδομούν το σώμα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία ως Σώμα Ζωής, ως οικοδομή «λίθων ζώντων», δεν μπορεί να νοηθεί δίχως τη βασιλική, την προφητική και την ιερατική δύναμη και εξουσία, εξάπαντος στα λειτουργικά και χαρισματικά πλαίσια. Η βασιλική εξουσία είναι η δύναμη που πραγματώνει το ίδιο το έργο της δημιουργίας και αναδημιουργίας· η προφητική είναι η δύναμη του λόγου που κάνει την διαφορότητα και την ποικιλία των κτιστών όντων μέσα σ'ένα ιεραρχικό σώμα.

      Ο λόγος ως διδαχή φυλάγει τον «ορθό λόγο» των όντων στα όρια τους, για να μπορούν να είναι όντα εξαρτημένα κατά χάρη απο τον Θεό. Η ιερατική εξουσία είναι η δύναμη που συνέχει τα λογικά όντα με τον Θεό, ώστε να αναφέρονται προς και να ευδοκιμούν στην τελειωτική τους πορεία· η αναφορά τούτη είναι η θυσία των ίδιων των κτιστών όντων στο βωμο της Θείας αγάπης, για την πραγμάτωση αυτής της τελείωσης. Ο Χριστός ως Βασιλιάς δημιούργησε τα θεμέλια της οικοδομής του εκκλησιαστικού σώματος· σύντριψε δαιμονικές δυνάμεις, αφάνισε τη διαλυτική δύναμη του θανάτου, θαυματούργησε και τελικά ο ίδιος αναστήθηκε. Αυτός ο θρίαμβος είναι βασιλικός και η απαρχή του μεταπλαστικού και μεταμορφωτικού ρόλου της ιδίας της Εκκλησίας διαμέσου των Μυστηρίων.

       Ο θρίαμβος ωστόσο δεν ήταν κάτι το ξένο ή διαφορετικό απο το λόγο και τη διδαχή που διόρθωναν τη φύση των αμαρτωλών, οδηγώντας την στην κάθαρση και την ανανέωση, στα κανονικά πλαίσια του ορθού λόγου με τη φανέρωση της αλήθειας. Τέλος ο Χριστός ενώνει ως μοναδικός μεσίτης και ιερέας την κτίση με τον Θεό, προσφέροντας θυσία τον εαυτό του. Πάντως, επειδή έχει συνενωμένα αυτά τα τρία αξιώματα, κάθε φορά που ενεργεί ένα έργο ως βασιλιάς δεν απουσιάζει ο προφήτης και ο ιερέας· το ίδιο συμβαίνει και όσες φορές ενεργεί ως προφήτης και ως ιερέας. Στο πρόσωπο του δεν υπάρχει καμία διαμάχη των χαρισματικών αυτών εξουσιών, όπως την απαντά κανείς στην ιστορία του περιούσιου λαού. Ωστόσο η ενότητα αυτή των εξουσιών υπαγορεύεται και απο την υποστατική ταυτότητα του Χριστού, και συνάμα απο την ίδια τη δομή του εκκλησιαστικού σώματος.

       Κανένα έργο μέσα σ'αυτό δεν νοείται μονάχα ως βασιλικό ή ως προφητικό ή ως ιερατικό. Μια οποιαδήποτε διάσπαση αποτελεί έκπτωση απο την ίδια την ενότητα του χαρισματικού σώματος της Εκκλησίας. Ο Χριστός συνενώνει κατά οριστικό τρόπο τα τρία αξιώματα στο πρόσωπο του, και τα έχει πάρει τελεσίδικα απο το σώμα του Ισραήλ· τούτο υποχρεώνεται να ενταχθεί στην Εκκλησία. Ήδη ο Ευσέβιος, που συνδέει την ιστορία του περιούσιου λαού, ως οργανική ενότητα, με την ιστορία της Εκκλησίας, τις τρείς εξουσίες τις εντοπίζει στο πρόσωπο του Χριστού, του μόνου αρχιέρεα των πάντων, του μόνο βασιλιά όλης της κτίσης και του μόνο προφήτη. Κανένας απο τους προηγούμενους χριστούς, βασιλιάδες, προφήτες και ιερείς δεν κατείχε την «ένθεη δύναμη» που διαθέτει ο Χριστός. Ο Ευσέβιος ως ιστορικός βλέπει στην όλη πορεία των γεγονότων τις φάσεις που διατρέχει το σώμα της Εκκλησίας. Στη νέα φάση, όπου κεφαλή στο σώμα είναι ο Χριστός, οι εξουσίες διαρθρώνονται διαφορετικά. Επομένως, συμπεραίνει ο Απόστολος Παύλος στην Προς Εβραίους Επιστολή, έχει οριστικά αντικατασταθεί η μεσιτική ιουδαϊκή ιερωσύνη απο την ιερωσύνη του Χριστού, ο οποίος τη χορηγεί ως χάρισμα στο οικοδόμημα του εκκλησιαστικού σώματος. Η ιερωσύνη είναι λειτουργία που συμφιλώνει ξανά Θεό και κτίση · τα λογικά όντα γίνονται φίλοι του Θεού, έχοντας την παρρησία και τη δυνατότητα να ατενίζουν τον Θεό ως παρουσία αγιαστικού φωτός. Τα αποτελέσματα της ιερωσύνης είναι κατεξοχήν αγιαστικά.

       Η Προς Εβραίους Επιστολή, η οποία αναλύει λεπτομερώς το αρχιερατικό έργο του Σωτήρα Χριστού, με αναφορά της στην ιουδαϊκή ιερωσύνη κάνει λόγο για την κατάργηση της με την εμφάνιση και τη λειτουργία της ιερωσύνης του Χριστού. Και τούτο δεν αποτελεί κάτι το αυθαίρετο και το νεωτεριστικό. Προσωρινή ήταν η ισχύς της ιουδαϊκής ιερωσύνης, ώστε να μη μπορεί να συνεχίσει την ιστορία στη νέα φάση της. Και τούτο προβλέπεται και προλέγεται στην ιστορία της Π.Διαθήκης. Γιατί ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς Σαλήμ, ιερέας του Θεού του υψίστου, προτυπώνει τον ίδιο τον Χριστό. Είδαμε ότι ο τύπος δεν νοείται δίχως το ουσιαστικό αντίκρισμα. Επομένως η συνάντηση Αβραάμ και Μελχισεδέκ μετά τη νίκη του Αβραάμ εναντίον του Βασιλιά Χοδολλογομόρ και τριών άλλων συμμάχων, έχει κατά την ερμηνεία του συγγραφέα της Προς Εβραίους Επιστολής το χαρακτήρα μιας Θεοφάνειας. Ο Αβραάμ ευλογείται απο τον Μελχισεδέκ που είναι απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος (Ο Χριστός είναι αμήτωρ ως προαιώνιος Λόγος και απάτωρ ως σαρκωμένος), και υποχρεώνεται να δώσει κατά τα κατοπινά ισχύοντα για τους ιερείς της φυλής του Λευϊ το δέκατο απο τα λάφυρα του. Ο Μελχισεδέκ ως βασιλιάς Σαλήμ και ιερέας πρόσφερε ψωμί και κρασί · μπροστά στον Αβραάμ, που είναι ο γενάρχης όλου του περιούσιου λαού και ακόμα των ιερέων της φυλής του Λευί, ο Μελχισεδέκ παρουσιάζεται ανώτερος Βασιλιάς, ιερέας και ευλογεί, και παίρνει το δέκατο απο τα λάφυρα· έτσι ευλόγησε όχι μονάχα τον Αβραάμ, αλλά και τους δυνάμει λευίτες ιερείς που θα έβγαιναν απο τον Αβραάμ. Επομένως, λέγει ο συγγραφέας της Προς Εβραίους Επιστολής, ο Μελχισεδέκ είναι ανώτερος απο τους ιουδαίους ιερείς, πάνω απο την ιουδαϊκή ιερωσύνη.

       Αυτός είναι ο Λόγος, άσαρκος στην Π.Διαθήκη και σαρκωμένος στην περίοδο της Εκκλησίας, και κατά τη ρήση του ψαλμωδού «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ». Ήδη στην παραπάνω Επιστολή γίνεται η σύνδεση της ιστορίας του Ισραήλ και της Εκκλησίας, του παλαιού ιερατικού αξιώματος και της Χριστιανικής ιερωσύνης. Η κατοπινή Θεολογία των πατέρων θα αναπτύξει διεξοδικά τούτο το θέμα, όχι βεβαίως συστηματικά αλλά στα πλαίσια της Θεολογίας, Χριστολογίας και Εκκλησιολογίας. Στο πρόσωπο του Χριστού βλέπουν σε μια αξεδιάλυτη ενότητα τη χαρισματική εξουσία του βασιλιά, του προφήτη και του ιερέα. Έτσι ο σαρκωμένος Λόγος είναι ο ίδιος που σαρκώνει ιστορικά την αλήθεια, στη συνεχιζόμενη ιστορική κοίτη της Θείας Οικονομίας, ως βασιλιάς, προφήτης και αρχιερέας.
       Νέα συμφιλίωση του Θεού και κτίσης πραγματώνεται με την ενανθρώπιση του Λόγου. Ο σαρκωμένος Λόγος, στη σχέση τούτη της στενής ιστορικής εγγύτητας προς τον άνθρωπο, του χορηγεί τη ζωοποίηση και την αφθαρσία. Η παροχή τούτη, ύστερα απο τη συμφιλωτική πράξη της θυσίας, γίνεται απο τον αρχιερέα Χριστό που συνάμα έχει ως βασιλιάς τη δύναμη να πραγματώσει το ανάλογο έργο και να διαπαιδαγωγήσει την ανθρωπότητα ως δάσκαλος. Ο τύπος λοιπόν της ιστορίας του Ισραήλ είναι το σκαρί, πάνω στο οποίο οικοδομείται η ιστορία της φανέρωσης του βασιλιά, προφήτη και αρχιερέα Χριστού. Κατά συνέπεια οι βασιλιάδες, οι προφήτες και οι ιερείς του Ισραήλ έχουν μιά και μοναδική προσφορά που δεν είναι άλλη παρά μόνο ο αληθινός Χριστός. Τούτη την αναφορά άλλωστε έχει και ο Νόμος προς το πρόσωπο και το έργο του Χριστού. Όπως τα τρία αξιώματα ήταν το σκαρί της ιστορίας του Ισραήλ, έτσι και ο Νόμος αποτελούσε τον ζωντανό δείκτη της πορείας του, το σκαρί της ίδιας της σχέσης Θεού και λαού. Γι'αυτό ο Νόμος στο πρόσωπο και το έργο του Χριστού εκδηλώνεται και πάλι ως εκπλήρωση μιάς ζωής, ως πράξη και αγαπητική σχέση.
       Τούτο επισημαίνει με άκρα επιμονή η Ορθόδοξη Θεολογία, εξαίροντας τη βασική της αρχή ότι ο τύπος είναι συνδεδεμένος με την ουσία δυναμικά και εσχατολογικά. Έτσι ο Νόμος ως τύπος τείνει στην εκπλήρωση αλλά συνάμα είναι ο δείκτης μιάς πορείας για την εκπλήρωση. Γι'αυτό η τήρηση του απο τον περιούσιο λαό έχει άμεσες επιπτώσεις hic et nunc: γεύεται τα Θεία αγαθά, υλικά και πνευματικά, και βλέπει ζωντανή την παρουσία του Θεού. Αυτό είναι το νόημα της ρήσης πως δεν γίνεται κατάλυση του Νόμου μά «πλήρωση». Το ότι δεν γίνεται κατάλυση του Νόμου, μια και στο Νόμο είναι οι τύποι, το μαρτυράει κατά τρόπο πειστικό το ενιαίο γίγνεσθαι της παλιάς και της νέας εποχής. Η παλιά εντάσσεται στη νέα, ολοκληρώνεται και δεν εξαφανίζεται. Δεν αποτελεί απλώς ένα μεταβατικό στάδιο και έπειτα τίποτα το περισσότερο. Γι'αυτό λεγεται ότι η κατάργηση του Νόμου είναι η ίδια η «πλήρωση» του. Στη νέα κατάσταση δεν υπάρχει η προηγούμενη με την ατέλεια της, αλλά και αυτή η νέα τείνει δυναμικά και εσχατολογικά σε μια τελειότερη κατάσταση. Ωστόσο η προηγούμενη παλιά κατάσταση του Νόμου είναι ενταγμένη στη νέα, ή καλύτερα είναι η ίδια που ολοκληρώθηκε. Έτσι τίποτα δεν χάνεται ούτε είναι επιτρεπτό ή νοητό να γυρίσει κανείς πίσω στην παλιά κατάσταση. Μια τέτοια οπισθοδρόμηση, κατά την ορθόδοξη θεολογία, σίγουρα αποτελεί αίρεση.
       Ο τύπος λοιπόν, όπως είναι οι χριστοί βασιλιάδες, οι προφήτες και οι ιερείς του περιούσιου λαού, όπως και ο ίδιος ο Νόμος, δεν ήταν ούτε είναι κάτι το απόβλητο και δίχως σχέση προς τη νέα φάση του γίγνεσθαι. Μόνο σαν μένει ανεκπλήρωτος και στατικός, αποκόπτεται απο το ενιαίο τούτο γίγνεσθαι και κατά συνέπεια απονεκρώνεται. Στην προκειμένη περίπτωση η αίρεση, που προέρχεται απο την προσκόλληση στον τύπο, έχει χαρακτηριστικό γνώρισμα τη στατικότητα και τη δυσκαμψία. Η αλήθεια, που ξεκινάει απο την αρχέγονη φυσική και ιστορική κοίτη, είναι εύκαμπτη, εξελικτική και μέσα σε πλαίσια ιστορικά και δυναμικά. Κάθε καθυστερηση είναι όχι μόνο ύποπτη μα σίγουρα αιρετική απόκλιση. Βγαίνει έξω απο το ενιαίο προχώρημα. Βεβαίως ο τύπος καθεαυτός και στη συγκεκριμένη του αλλοτινή φάση δεν είναι κάτι το αποστεωμένο και εξωτερικό. Έχει σχέση με το δυναμικό προχώρημα. Γι'αυτό ο Επιφάνιος κατά ένα ενδιαφέροντα τρόπο, που δείχνει τη συνεπή τούτη γραμμή της θεολογίας, απευθυνόμενος στους αιρετικούς Εβιωνίτες τους λέει πως η περιτομή, που είναι ο τύπος του Νόμου και στην οποία αυτοί εμμένουν, αυτή καθεαυτή δεν αποτελεί κριτήριο αλήθειaς και σωτηρίας.
       Και τούτο συμβαίνει γιατί μένει δίχως δυναμική εξέλιξη, όπως το απαιτεί άλλωστε ο ίδιος ο Νόμος. Τούτο δηλαδή αποδεικνύεται απο το γεγονός ότι περιτομή έχουν και οι ειδωλολάτρες ιερείς των Αιγυπτίων, όπως και οι Σαρακηνοί, ακόμα και άλλοι. Κατά συνέπεια κανένα πλεονέκτημα δεν μπορεί να υπάρχει σε τούτο το γεγονός. Ωστόσο η περιτομή του Νόμου πλεονεκτεί, εφόσον διαφοροποιηθεί προς την κοινή συνήθεια των παραπάνω ειδωλολατρών. Και η διαφοροποίηση φυσικά δεν μπορεί να είναι άλλη απο το γεγονός ότι καταρχήν προέρχεται απο το Νόμο και στη συνέχεια ολοκληρώνεται στο Ευαγγέλιο, μέσα στο ίδιο ιστορικό και δυναμικό γίγνεσθαι. Έξω απο αυτό σίγουρα μοιάζει με τον τύπο της περιτομής των άλλων λαών. Και ο λόγος είναι σαφής· δεν στηρίζεται στο Νόμο ούτε έχει σχέση προς το δυναμικό προχώρημα της ιστορίας της Θείας Οικονομίας, μέσα στο οποίο ο τύπος γίνεται ουσία. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει.
       Έτσι τα τρία αξιώματα του Χριστού είναι ο «πληρωμένος» τύπος της ιστορίας του περιούσιου λαού. Η αναζήτηση της σωτηρίας και της ορθής σχέσης με τον Θεό είναι αίτημα και γεύση της ίδιας της ιστορίας του. Γι'αυτό, όταν η «πλήρωση» γίνεται πραγματικότητα στο πρόσωπο και το έργο του Χριστού, η Εκκλησία καλείται ο νέος Ισραήλ. Η τυπολογία λοιπόν, η οποία έχει βασική θέση στην πατερική θεολογία και την εκκλησιαστική ιστοριογραφία, αναζητεί όχι μόνο να επισημάνει την ουσία της αλήθειας, αλλά και τις εξελικτικές φάσεις στην όλη διαδρομή της ιστορίας. Η τυπολογία δεν περιγράφει καμιά επανάληψη ίδιων γεγονότων ούτε δέχεται την κυκλική φορά των πραγμάτων. Τύπος και Αλήθεια ανήκουν στη μία ενιαία και δυναμική πορεία προς την ολοκλήρωση της Θείας Οικονομίας. Το βιβλικό και το εκκλησιαστικό σχήμα της ιστορίας ίσως για πρώτη φορά στην παγκόσμια διανόηση εισάγουν με την τυπολογία το νόημα της ιστορικής συνέχειας και εξέλιξης. Τα ιστορικά πράγματα κατευθύνονται σ'ένα σκοπό, σε μια ολοκλήρωση ή τελείωση. Στην προκειμένη περίπτωση ο Χριστός, με τα τρία αξιώματα, συμπυκνώνει όλο το πεντόσταγμα του ιστορικού νοήματος, και συνάμα ως βασιλιάς, προφήτης και αρχιερέας κάνει την ιστορία να έχει ένα απαρασάλευτο νέο κέντρο».
Δογματική και Συμβολική Θεολογία, Νίκου Ματσούκα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου