Ξεκινώ
τη γραφή με την επισήμανση ότι δεν θα σας δώσω την πνευματική διαδρομή
(καθοδήγηση) των Ασκητών Πατέρων, διότι απλά δεν έχω την χάρη και την
ιεροσύνη.
Όσοι επιθυμούν να βαδίσουν πνευματικά στη Νηπτική προσευχή το κάνουν μόνο δίπλα,
σε άξιους στύλους της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Δηλαδή, σε εκείνους τους Γέροντες που ήταν
και είναι οι πνευματικοί Πατέρες όπου κατέκτησαν με αγώνα την άσκηση,
και γνωρίζουν ορθά την πνευματική και θεολογική εσωτερική θέαση για να
κατευθύνουν όσους θα ήθελα να διεισδύσουν στο βάθος της Νήψης.
Όλα
αυτά, βέβαια τα θέματα, υπάρχουν και στο σπουδαιότερο πατερικό βιβλίο :
τη «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών». Μα νομίζω, ότι και πάλι θα
χρειαστούν οι συμβουλές ενός πνευματικού Γέροντα για να προχωρήσει
κάποιος εσωτερικά. Διότι θα πρέπει να ακολουθήσει και μια ιδιαίτερη
μεταχείριση στο φυσικό σώμα, όπως είναι η διατροφή, η συγκεκριμένη στάση
του σώματος κ.τ.λ.
Γι
αυτό ο Άγιος Μάξιμος πάλι λέει: «Από τούτη τη φιλοσοφία που συνίσταται
σε λόγο και θεωρία, κατά την οποία κατ’ ανάγκη εξευγενίζεται και η φύση
του σώματος, πάνω από το υλικό πλάνο για τον του Θεού πόθο, “πληγωμένοι”* οι
άγιοι (νηπτικοί), ώστε να αισθανθούν και να ενώσουν μέσω των φυσικών
προς τα θεία αναλάμψεων που υπάρχουν μέσα τους, έφθασαν άξια στο Θεό,
υπερπηδώντας σαν αθλητές το σώμα και τον κόσμο. Έβλεπαν πως το ένα
περιέχει το άλλο, αυτός από τη φύση του κι εκείνο λόγω της αίσθησης, κι
ότι υποτάσσεται το ένα στο άλλο με κάποια σχέση αμοιβαιότητας ανάμεσα
τους και ότι κανένα από αυτά δεν είναι απαλλαγμένο απ’ τον περιορισμό
που του επιβάλει ο λόγος…..
Επειδή
οι Άγιοι εννόησαν ότι διαμέσου της σάρκας βαδίζοντας παρά φύση η ψυχή
ντύνεται τη χοϊκή μορφή, σκέφτηκαν και αυτοί δια μέσου της ψυχής μάλλον
που κατά φύση κατευθύνεται στο Θεό να προσοικειώσουν όπως πρέπει την
σάρκα σ’ Αυτόν κοσμώντας την κατά τη δεκτικότητά της με τα θεϊκά σημάδια
της άσκησης των αρετών.» (Μάξιμου Ομολογητού, “Περί διαφόρων αποριών των Αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου” C, D, 14).
Ο δρόμος της νηπτικής, ή νοεράς, ή καρδιακής προσευχής δηλώνεται ακόμα στους λόγους του Ιωάννη του Βαπτιστή σχετικά με το όνομα του Ιησού: «εκείνον μεν δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιωάν. Γ΄, 30).
Μ’ αυτήν την έννοια, να προσευχόμαστε σημαίνει να σιωπούμε εξωτερικά.
Γιατί η αληθινή νοερά προσευχή σημαίνει να σταματάμε να μιλάμε και να
αφουγκραζόμαστε στην καρδιά μας τη χωρίς λόγια φωνή του Θεού. Σημαίνει
ότι θα πρέπει να πάψουμε να ενεργούμε από μόνοι μας και να εισερχόμαστε
στο χώρο της δράσης του Θεού. Αλλά πως θα μάθουμε να σιωπούμε για να
αρχίζουμε να ακούμε; Αντί απλά να μιλάμε στο Θεό, πως μπορούμε να
πετύχουμε μια προσευχή στην οποία ο Θεός μιλάει σε εμάς; Πως μπορούμε να
περάσουμε απ’ την προσευχή των λόγων, στην προσευχή της σιωπής, από την
«εντατική» στην «αυτοενεργούμενη» προσευχή (για να χρησιμοποιήσουμε την
ορολογία του Επισκόπου Θεοφάνη), απ’ την «δική μου» προσευχή στην
προσευχή του Χριστού εντός μου;
Ένας τρόπος να αρχίσουμε αυτό το πνευματικό ταξίδι προς τα έσω μας είναι η επίκληση του Ονόματος του Ιησού.
<<Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ Θεού ελέησόν με>>.
Βιβλιογραφία:
Επισκόπου Κάλλιστου Γουέαρ, «Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ» Εκδόσεις, ΑΚΡΙΤΑΣ.
Αγίου Μάξιμου Ομολογητού, «ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ» Εκδόσεις, Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος
Vladimir Lossky,<< Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ>>, «essai sur la theologie mystique de l’ eglise d’ orient».
*)
Στο αρχικό κείμενο η λέξη είναι: <τρωθέντες>, (απλανώς προς τον
του Θεού πόθον τρωθέντες οι άγιοι……). Έτσι νομίζω πως ταιριάζει η λέξη
πληγωμένοι αν και δεν είναι ακριβής η έννοια της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου