Η
όραση του ακτίστου Φωτός γίνεται με πολλές εναλλαγές. Στην αρχή γίνεται
ασαφώς, με την αποκάλυψη του εσωτερικού σκότους, στην συνέχεια γίνεται
λαμπρότερη και μεταδίδει την θεία ζωή, αλλά μετά από αυτά παρατηρούνται
αυξομειώσεις, άρσεις της θείας Χάριτος, απομακρύνσεις του Θεού και εκ
νέου ελεύσεις της θείας Χάριτος. Όλα αυτά παρουσιάζονται από έναν
εμπειρικό θεολόγο, πού γνώρισε αυτές τις επισκέψεις και τις
απομακρύνσεις του Θεού.
Ο
Γέροντας στα κείμενα του κάνει λόγο για την απροσδόκητη έλευση του
θείου Φωτός πού «εναγκαλίζεται αγαπητικώς» τον άνθρωπο212. Έπειτα κάνει
λόγο για «συνεχή θέα του φωτός», πού παρέμενε σε εκείνον «επί τρεις
ημέρας»213 και άλλοτε παρέμενε μαζί του «επί δύο εβδομάδας»214. Εδώ
πρέπει να θυμηθούμε την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, πού
είδαμε προηγουμένως, για την έλλαμψη και την διαρκή θέα του Φωτός.
Ακόμη αυτή η Χάρη, όπως η Χάρη της βιώσεως της Γεθσημανή, ήταν ένα
μεγάλο δώρο, πού, όπως ομολογεί, «και μέχρι του νυν δεν παύει
αυξανόμενον». Την περίοδο αύτη, πού ζούσε μέσα στο Φως και το Φως ήταν
μέσα του και μαζί του, ζούσε φυσιολογικά. Και στην συνέχεια κάνει λόγο
για την «απώλεια» της Χάριτος του Θεού215, για την αποχώρηση «του
Πνεύματος τον Κυρίου»216 και την επί μακρόν αποχώρηση της οράσεως «του
ουρανίου φωτός»211, για την εγκατάλειψη του Φωτός218, για την έκπτωση
«εκ της υπερκόσμιου ελλάμψεως»219.
Από
αυτά φαίνεται ότι η πείρα του Γέροντος Σωφρονίου υπήρξε μεγάλη και γι'
αυτό δυσερμήνευτη. Εμείς δεν μπορούμε να την αναλύσουμε, παρά μόνον να
παραθέσουμε τους λόγους του πού δείχνουν αυτήν την πραγματικότητα.
Συνήθως
ο Γέροντας ζούσε αυτήν την εμπειρία χωρίς να την αξιόλογη λογικώς,
χωρίς να προσπαθή να την κατανοή και να την ελέγχη συγκρίνοντας την με
την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Δεν θεολογούσε πάνω σε αυτήν
την εμπειρία, δεν προσκολλάτο στις καταστάσεις αυτές, καιτοι διέμενε «εν
τη αμόρφω νοερά σφαίρα», ούτε στρεφόταν στον εαυτό του για να την
ανάλυση θεολογικά, αλλά μισούσε τον εαυτό του από την βαθειά μετάνοια
και συντριβή πού τον διακατείχε σε όλη του την ζωή. Περνούσε μεγάλες
περιόδους χωρίς σκέψεις, οι όποιες όμως του δημιουργούνταν όταν
συνομιλούσε με τους ανθρώπους220.
Η
«ακατάσχετος ορμή» προς οδυνηρή μετάνοια είλκυε την ψυχή του «εις
τοιαύτην ακόρεστον προσευχήν, ώστε η ψυχή να επιλανθάνηται των πάντων,
ουδέν να ενθυμήται, αλλά να στρέφηται άκατασχέτως προς τον Θεόν, τον
άόρατον άλλ' ηγαπημένον, τον άγνωστον άλλ' οικείον, τον απρόσιτον άλλ'
εγγύς»221.
Όταν
ερχόταν ακόμη και ένας λογισμός κενοδοξίας, τότε στερείτο του Φωτός.
Γράφει: «Προσηυχόμην κατακλυζόμενος υπό δακρύων συντριβής, και ευθύς, ως
ενεφανίζετο πλησίον που εν τω αέρι λογισμός κενοδοξίας, ανιστάμην
πάραυτα από της γης απεστερημένος πάντων: Δεν υπήρχον δάκρυα, η ψυχή ήτο
ηρημωμένη· το σώμα ήτο υγιές, η πνευματική όμως ζωή αφίστατο άπ'
εμού»222. Όμως, αυτό τον δίδαξε να αντιμετωπίζη με ανδρεία, ακόμη και
την προοέγγιση του λογισμού της κενοδοξίας. Γράφει: «Κατόπιν πολλών
επαναλήψεων παρομοίων συμφορών, και εκ του ελαχίστου σημείου
προσεγγίσεως του εχθρού τούτον, της κενοδοξίας, ηρχόμην εις φόβον. Τότε
εδιπλασίαζον τον κλαυθμόν της μετανοίας: "Κύριε ήλθον οι φονείς μου,
σώσόν με". Ούτω κατενόησα, δια ποίον λόγον οι Πατέρες αποφεύγουν τους
επαίνους: Και οι τέλειοι εισέτι δεν δύνανται να εξέλθουν άνευ ζημίας
τινός της προς τον Θεόν αγάπης αυτών»223.
Αυτός
ήταν ο λόγος για τον όποιο έγραφε ότι «ο επιρρεπής εις την φαντασίαν
νους είναι ακατάλληλος δια την θεολογίαν». Εκείνος πού θέλει να
«παρίσταται τω Θεώ καθαρώ νοί», πρέπει να απομακρύνεται από την «σφαίραν
της φαντασίας»224.
Η
προσέγγιση προς τον Θεό συνδέεται με οδυνηρή ένταση πού δεν είναι
εύκολο να βιωθή από τους έχοντες πεπτωκυία φύση πού αποστρέφονται τον
πόνο. Ταλαντευόταν «μεταξύ δύο θέσεων». Ή να συμδιβασθή με την υπάρχουσα
πραγματικότητα με μια «νόθον ταπείνωσιν» ή να άποδεχθή «την φοβεράν
κλήσιν του Χριστού». Και γράφει: «Ότε επέλεξα το δεύτερον, τότε
ανεγεννήθην δια ζωήν εν τω Ζώντι Θεώ»225.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος δίνει την μαρτυρία του για την πορεία της αναβάσεως της ψυχής προς τον Θεό:
«Εις
οιονδήποτε σημείον και αν ύψωση ημάς η δι' όλου του είναι ημών
ακράτητος ορμή προς Αυτόν, αισθανόμεθα χαράν κατά την πορείαν της
αναβάσεως, συγχρόνως όμως ο Ίδιος εμφανίζεται διαρκώς και πλέον
απρόσιτος. Συχνάκις αποκάμνομεν, απόγνωσις κυριεύει ημών, βλέπομεν
εαυτούς έτοιμους προς πτώσιν, και αίφνης Ούτος, όλως απροσδοκήτως, είναι
μεθ' ημών και εναγκαλίζεται ημάς αγαπητικώς. Ο Θεός είναι εκπληκτικώς
παράδοξος»226.
Στα
κείμενα του Γέροντος προσδιορίζονται και τα δασικά αίτια της απώλειας
του Φωτός της θείας Χάριτος πού ονομάζεται εγκατάλειψη του Θεού.
Γενικά,
λόγω της φθαρτότητος και της θνητότητας, ο άνθρωπος δεν μπορεί να
αντέξη για πολύ στην θεωρία. Ακόμη, ο Θεός οικονομεί αυτήν την στέρηση
για την ανωριμότητα του ανθρώπου και την καλύτερη ανταπόκριση της
ελευθερίας σε πληρέστερη κένωση, καθώς επίσης για να πιή το ποτήρια πού
Εκείνος έπιε και έτσι η ψυχή ταπεινώνεται και αυξάνει την γνώση των
οδών του Θεού227.
Σε άλλες περιπτώσεις ευθύνεται ο ίδιος ο άνθρωπος, γιατί δεν ανταποκρίνεται, όπως θα έπρεπε σε αυτό το μεγάλο δώρο του Θεού.
Όταν
ο Γέροντας περιγραφή την εμπειρία της οράσεως του ακτίστου Φωτός για
δύο εβδομάδες, στην συνέχεια αναφέρει και την αιτία για την οποία έχασε
αυτήν την μεγάλη δωρεά, πού ήταν η προσπάθεια να κατανόηση λογικά το
μεγάλο αυτό δώρο. Γράφει:
«Και
ιδού, εσπέραν τινά, επλησίασεν εμέ ο μοναχός π. Ίουβενάλιος (Έγκορώφ), ο
μόνος επί του ορόφου εκείνον γείτων μου, και ηρώτησεν εμέ: "Ανέγνωσα
προ ολίγου τους Ύμνους του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου... Είπατε μοι,
πώς αντιλαμβάνεσθε υμείς τας περιγραφάς της ύπ' αυτού οράσεως του
ακτίστου Φωτός"; Μέχρις εκείνης της στιγμής έζων μετ' ευγνώμονος καρδίας
την εις εμέ συγκατάβασιν της ευλογίας του Κυρίου, άλλ' ουδέποτε
διηρωτήθην σχετικώς προς το φαινόμενον τούτο και η σκέψις μου,
εστραμμένη προς τον Θεόν, δεν επέστρεφεν εις εμαυτόν. Ίνα απαντήσω εις
τον π. Ίουβενάλιον, νοερώς εστράφην προς εκείνο, όπερ έζων κατ' εκείνην
την στιγμήν. Εν τη προσπάθεια μου να αποκρύψω εμαυτόν, απήντησα δι'
υπεκφυγής: "Δεν ανήκει εις εμέ να κρίνω περί του βιώματος του Αγίου
Συμεών..., άλλ' ίσως, διαμένων ούτος εν κατασταθεί χάριτος, ησθάνετο
αυτήν ως Φως... δεν γνωρίζω". Εφάνη εις εμέ ότι ο π. Ίουβενάλιος απήλθε
μη υποψιασθείς πλείον τι εκείνου όπερ είπον εις αυτόν. Ευθύς μετά την
σύντομον ταύτην συνομιλίαν συνέχισα, ως συνήθως, την προσευχήν μου. Το
Φως και η αγάπη δεν ήσαν πλέον μετ εμού» .
Αύτη
η λογική ανάλυση της οράσεως του ακτίστου Φωτός ήταν αιτία απώλειας της
δωρεάς αυτής. Ο ίδιος ομολογεί: «Εν τη κατά Θεόν ζωή μου συνέβαινε
πολλάκις, ευθύς ως κατενόουν δια της λογικής μου (δια της «αριστεράς
μου») το τελούμενον εν εμοί κατά συγκατάβασιν Θεού, το Φως να
εγκαταλείπη εμέ»229.
Επειδή
θα μπορούσαν μερικοί να θεωρήσουν ως παραφροσύνη την απάρνηση της
λογικής ανάλυσης κατά τις ώρες αυτές, με το σκεπτικό ότι ο Θεός μας
έδωσε την λογική, όπως έλεγε και ο Βαρλαάμ, ο όποιος αποκαλούσε την
όραση των Προφητών «χείρω της ημετέρας νοήσεως», ο Γέροντας γράφει με
ωραίο τρόπο ότι όταν αυτή «η παραφροσύνη», δηλαδή η λογική επεξεργασία,
αποχωρούσε, τότε κατανοούσε την ανυπολόγιστη ζημία πού προξενούσε στην
πνευματική του ύπαρξη230.
Υπήρχαν
περιπτώσεις πού γινόταν αύτη η λογική ανάλυση της εμπειρίας σε άλλο
χρόνο, από λόγους πνευματικής καθοδηγήσεως, ακόμη και στους μοναχούς
εκείνους πού είχαν ανάλογη πείρα και έπρεπε ο Γέροντας μερικές φορές να
λέγη τι συνέβαινε σε αυτόν, ώστε να τους βοηθήση. Όμως και αυτό ήταν
συμφορά, όπως γράφει: «Ιδιαιτέρως εγνώρισα την συμφοράν αυτήν, ότε
κατεστάθην πνευματικός εν Αγίω Όρει»231.
Άλλες
φορές η απώλεια της μεγάλης αυτής Χάριτος γινόταν από λεπτό λογισμό
κενοδοξίας. Ο Γέροντας βοηθήθηκε από τα πατερικά κείμενα, γιατί σε αυτά
εύρισκε την ομοιότητα προς την εμπειρία του, άλλ' όμως αυτή η πνευματική
ανάγνωση και η γνώση είχε και τους κινδύνους της, γιατί, όπως γράφει,
«εισερχόμην εις τον πολύπλοκον πόλεμον κατά της κενοδοξίας» και τότε
αποχωρούσε «ενίοτε επί μακρόν, η όρασις του ουρανίου Φωτός». Έτσι
περιέπιπτε «εις· μεγάλην λύπην εξ αιτίας του φαινομένου τούτου»232.
Μετά
την απώλεια της ζωής της αθανάτου, την οποία αθάνατη ζωή είχε γνωρίσει
κατά την όραση του ακτίστου Φωτός, επανερχόταν στην προηγούμενη
κατάσταση και βεβαίως εξακολουθούσε να υπάρχη η μετάνοια και το πένθος.
Άλλωστε, από τον φωτισμό του νοός και την αδιάλειπτη νοερά προσευχή ο
θεούμενος ανέρχεται στην θεωρία του Θεού, και όταν αυτή για διαφόρους
λόγους σταματά, τότε επανέρχεται στην νοερά προσευχή. Μετά την απώλεια
της θεωρίας του Φωτός, που είναι το φως της Βασιλείας του Θεού και της
αιωνίου ζωής, καταλάμβανε την ψυχή του Γέροντος μεγάλη λύπη233, και μια
αθυμία και ταραχή εισερχόταν στην καρδιά του234. Αυτήν την απώλεια,
κυρίως όταν γίνεται από λεπτούς λογισμούς κενοδοξίας και λογικής
επεξεργασίας, την χαρακτηρίζει στα κείμενα του ως «συμφορά»235, ως
«άνυπολόγιστον ζημίαν εν τω πνευματικά) μου είναι»236.
Από το βιβλίο του «Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ»
Έκδοση Ιεράς Μονής Γενεθλίου Θεοτόκου - 2007
211. βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ),
«Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί»,
έκδ. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου σελ. 188
«Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί»,
έκδ. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου σελ. 188
212. ένθ. ανωτ. σελ. 48
213. ένθ. ανωτ. σελ. 275
214. ένθ. ανωτ. σελ. 284
215. ένθ. ανωτ. σελ. 329
132 Α' «Πνευματική αυτοβιογραφία»
216. ένθ. ανωτ. σελ. 78
217. ένθ. ανωτ. σελ. 199
218. ένθ. ανωτ. σελ. 329
219. ένθ. ανωτ. σελ. 93
220. ένθ. ανωτ. σελ. 227
221. ένθ. ανωτ. σελ. 227
222. ένθ. ανωτ. σελ. 199
223. ένθ. ανωτ. σελ. 199
224. ένθ. ανωτ. σελ. 48
225. ένθ. ανωτ. σελ. 91-92
226. ένθ. ανωτ. σελ. 48
227. ένθ. ανωτ. σελ. 48
228. ένθ. ανωτ. σελ. 285
229. ένθ. ανωτ. σελ. 329
230. ένθ. ανωτ. σελ. 227
231. ένθ. ανωτ. σελ. 329
232. ένθ. ανωτ. σελ. 199
Διαβάστηκε 1717
φορές
Κατηγορία
Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου