Από το βιβλίο: «Η Αποκάλυψη του Θεού» Β΄ Έκδοση 1991. Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) σελ. 20-29.
Πολλοί Χριστιανοί, επηρεασμένοι από τον Προτεσταντισμό, συνηθίζουν να ονομάζουν μερικές φορές την Αγία Γραφή: «λόγο του Θεού», «Θεία αποκάλυψη», «πηγή της πίστεως», κλπ. Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο «Η Αποκάλυψη του Θεού», με εκτενείς παραθέσεις από τους μεγαλύτερους συγχρόνους θεολόγους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και από αγίους, δίνουν την Ορθόδοξη θεώρηση τόσο της Αγίας Γραφής, όσο και της Θείας Αποκάλυψης.
Όταν λέμε Αγία Γραφή εννοούμε τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης που εγράφησαν από τους Προφήτες, Ευαγγελιστές και Αποστόλους. Όπως γνωρίζουμε η δημιουργία του Κανόνος της Καινής Διαθήκης, που ιδιαίτερα μας απασχολεί, έχει μια μακρά ιστορία. Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είναι κείμενα περιστασιακά, εγράφησαν σε διαφόρους καιρούς και για έναν ορισμένο σκοπό. Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο προοριζόταν για τους τελείους Χριστιανούς, τους βαπτισμένους, ενώ τα τρία αλλά Ευαγγέλια προορίζονταν κυρίως για τους κατηχουμένους.
Γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καθηγητής Πανεπιστημίου: «Εις την Εκκλησίαν ο πιστός ως κατηχούμενος διέβαινε πρώτον το στάδιον της καθάρσεως καθ’ ό εδιδάσκετο να διακρίνη μεταξύ τών ενεργειών τού Θεού και των κτισμάτων και δη τού διαβόλου και να συνεργάζεται ούτω με τον Θεόν διά την κατατρόπωσιν της ατελείας και επίτευξιν της τελειότητος βάσει της Παλαιάς Διαθήκης και τών ευαγγελίων τού Μάρκου, Λουκά και Ματθαίου κυρίως.Εν συνεχεία εβαπτίζετο γενόμενος νεοφώτιστος και εδιδάσκετο από το Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής τα μυστήρια της βασιλείας τού Χριστού βάσει τού ευαγγελίου τού Ιωάννου, και εστερεοποιείτο εις το στάδιον τού φωτισμού και ηδύνατο να προχώρηση υπό την καθοδήγησιν δεδοκιμασμένου γέροντος εις το στάδιον της θεώσεως ή ενώσεως ή θέας ή θεωρίας, δηλαδή εις τα ανώτερα εν τη ζωή ταύτη στάδια της τελειώσεως καθ’ α μετέχει ακόμη διά της οράσεως εις την δόξαν και βασιλείαν τού Θεού» (Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη: Ρωμηοσύνη, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 308, σημ. 59).
Και οι επιστολές τού Αποστόλου Παύλου εγράφησαν και εστάλησαν στις εκκλησιαστικές κοινότητες για να επιλύσουν σοβαρά θέματα που τις απασχολούσαν. Δεν είχαν πρόθεση οι Απόστολοι να παρουσιάσουν συστηματικά την διδασκαλία την όποια παρέλαβαν από τον Θεό, γι’ αυτό και η Αποκάλυψη δεν ταυτίζεται απολύτως με την Αγία Γραφή, όπως θα παρατηρηθή κατωτέρω. Υπάρχουν θέματα τα οποία, λόγω τού ότι δεν αντιμετωπίσθηκαν ως προβλήματα, δεν γράφονται μέσα στην Καινή Διαθήκη. Στο σημείο αυτό στηρίζονται οι Πατέρες, και ιδίως ο Μ. Βασίλειος, που κάνει λόγο για την Παράδοση που παραλάβαμε και είναι ισοστάσια με την Γραφή.
Η άποψη ότι η Αποκάλυψη είναι ο λόγος τού Θεού, που προσφέρει την γνώση όλων τών μυστηρίων και ότι η Αγία Γραφή δεν ταυτίζεται απολύτως με τον λόγο τού Θεού, και ακόμη ότι αυτή η Αποκάλυψη παραδίδεται με «ρητά και με νοήματα», διδάσκεται από πολλούς αγίους Πατέρες. Όμως στο σημείο αυτό θέλω να παρουσιάσω την διδασκαλία τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, όπως την εκθέτει στον Γ΄ ηθικό του λόγο (SC 122, σελ. 390-440). Η διδασκαλία αυτή είναι πολύ εκφραστική.
Ο άγιος Συμεών, εξηγώντας το τι ακριβώς είναι τα άρρητα ρήματα που άκουσε ο Απόστολος Παύλος, όταν ηρπάγη στον Παράδεισο, γράφει τα ακόλουθα αξιοπρόσεκτα για όσα θίγονται στο σημείο αυτό.
Ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του και γενικά όλα τα μυστήρια της Βασιλείας Του στην ψυχή τού ανθρώπου. Η λογική και αθάνατη ψυχή είναι μία. Και αυτή η ψυχή «πάσα αίσθησις έστιν, εν εαυτή δηλαδή πάσας εί τινες εισίν έχουσα» (σελ. 404). Όλες οι αισθήσεις της ψυχής είναι μία και εκεί γίνεται αυτή η φανέρωση τού Θεού. Έτσι ο ένας Θεός «τη μια και λογική ψυχή δι’ αποκαλύψεως οφθήσεται, παν αγαθόν ταύτη αποκαλύπτεται και δια πασών τών ταύτης αισθήσεων ομού εν τω αυτώ οράται τούτο αυτή, βλέπεται και ακούεται, και γλυκαίνει το γευστικόν και το οσφραντικόν ευωδιάζει, ψηλαφάται, γνωρίζεται, λαλεί και λαλείται, γινώσκει, επιγινώσκεται και ό,τι γινώσκει νοείται» (σελ. 404). Ο Θεός, επομένως, αποκαλύπτει «παν αγαθόν» στην ψυχή τού ανθρώπου, φανερώνει όλα τα μυστήρια της Βασιλείας Του και ο άνθρωπος αποκτά υπαρξιακή γνώση και εμπειρία τού Θεού. Και εκείνος που ορά τον Θεό γνωρίζει καλά «ότι ορά τούτον ο Θεός» (σελ. 404).
Η Αποκάλυψη, κατά την διδασκαλία τού αγίου Συμεών, ταυτίζεται και συνδέεται με την έλλαμψη. Και αυτή η έλλαμψη γίνεται δια τού Αγίου Πνεύματος. Ο Προφήτης «δια της τού Πνεύματος ελλάμψεως ήτοι αποκαλύψεως τον Κύριον ημών πάντως και Υιόν τού Θεού» επιγινώσκει, «και δια της εξ αυτού υπηχήσεως αύθις τα περί της οικονομίας αυτού» διδάσκεται, «οιονεί την περί αυτού διδασκαλίαν ην εκείθεν» μανθάνει «ιδιοποιησάμενος» (σελ. 406). Γι’ αυτό τονίζουμε ότι η πλήρης Αποκάλυψη των αληθειών της Πίστεως δόθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής στους Αγίους Αποστόλους και ακόμη ότι κάθε νέα θεωρία τού Θεού από τους αγίους είναι ουσιαστικά βίωση της Πεντηκοστής. Έτσι η ύψιστη μορφή της Αποκαλύψεως είναι η Πεντηκοστή, όταν δηλαδή ο άνθρωπος με την δύναμη και ενέργεια τού Παναγίου Πνεύματος γνωρίζη τον Θεό και ενώνεται μαζί Του.
Η Αποκάλυψη αυτή στον άνθρωπο λέγεται έλλαμψη και θεωρία. Και αυτή η θεωρία προσπορίζει στον άνθρωπο την αληθινή γνώση τού Θεού. Όλες οι εσωτερικές πνευματικές αισθήσεις αποκτούν αυτήν την γνώση τού Θεού. Επομένως η γνώση τού Θεού δεν είναι μια κίνηση και ενέργεια της λογικής, αλλά μια κοινωνία όλης της ψυχής και αυτού ακόμη τού σώματος με τον Θεό. Γι’ αυτό οι άγιοι, κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, αποκαλούν «την θεωρίαν γνώσιν και την γνώσιν πάλιν θεωρίαν», καθώς επίσης αποκαλούν «την ακοήν όρασιν και την όρασιν ακοήν» (σελ. 404). Έτσι η όραση τού Θεού είναι και ακοή και η ακοή τού Θεού είναι και όραση τού Θεού. Στην Μεταμόρφωση τού Χριστού πάνω στο όρος Θαβώρ και η ακοή τής φωνής τού Θεού «ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός» ήταν θεωρία τού Θεού. Όραση (θεωρία) και ακοή τίθενται εναλλάξ στην Αγία Γραφή. «Ούτω τοίνυν η θεία Γραφή και την θεωρίαν τού Θεού ακοήν και την ακοήν αντί θεωρίας συνήθως τίθησιν» (σελ. 406). Και αυτή η ακοή και η θεωρία είναι γνώση. «Ώστε ακοήν την εν τη θεωρία τής δόξης τού Πνεύματος εγγινομένην ομού διδασκαλίαν και γνώσιν λέγει» (σελ. 406).
Η Αποκάλυψη όμως τού Θεού δεν προσφέρεται σε όλους τους ανθρώπους, όπως δίδεται η ευκαιρία σε πολλά σημεία τού βιβλίου αυτού να υπογραμμίσουμε, αλλά μόνον σε όσους είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι να δεχθούν αυτήν την έλλαμψη και γνώση τού Θεού. Αναλύοντας ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος την παραβολή τού Χριστού, σύμφωνα με την οποία εξεδιώχθη από τον γάμο ο μη έχων ένδυμα γάμου, γράφει ότι με αυτό έδειξε ο Κύριος «ότι ουδείς εκεί μελανηφορών εισελεύσεται» (σελ. 414). Το ότι εισήλθε και στην συνέχεια εξεβλήθη έξω δεν σημαίνει ότι έκανε λάθος ο αλάθητος, «αλλ’ ότι ούπω καιρός ην αποκαλύψαι τα τοιαύτα μυστήρια» (σελ. 416). Μόνον οι άξιοι, οι καθαρθέντες, είναι δεκτικοί αυτής τής Αποκαλύψεως, γιατί, όπως υπογραμμίζει ο άγιος Συμεών, οι ελλάμψεις «τοις αξίοις εκφαντικώτερόν τε και τρανότερον» αποκαλύπτονται (σελ. 400).
Ο λόγος και τα ρήματα που άκουσε ο Απόστολος Παύλος, κατά τον άγιο Συμεών, είναι «αι μυστικαί και επ’ αληθώς ανέκφραστοι δια τής ελλάμψεως τού αγίου Πνεύματος, θεωρίαι τε και υπερμεγαλοπρεπείς άγνωστοι γνώσεις, ειτ’ ουν αθέατοι θεωρίαι τής υπερφώτου και υπεραγνώστου τού Υιού και Λόγου τού Θεού δόξης τε και θεότητος» (σελ. 398-400). Έτσι λόγος και ρήματα είναι αυτή η ίδια η Αποκάλυψη, η οποία ταυτόχρονα είναι και άγνωστη γνώση και ανέκφραστοι, «αθέατοι θεωρίαι τής υπερφώτου και υπεραγνώστου» θεότητος τού Χριστού.
Αυτός όμως ο λόγος και τα ρήματα, που είναι η θεία Αποκάλυψη, είναι άφραστα. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, είναι σαφής όταν τονίζη ότι «το ρήμα τού Θεού και ο λόγος αυτού, δια τού στόματος αυτού εξερχόμενος (δηλαδή δια τού Αγίου Πνεύματος) άφραστος εστι παντελώς ανθρωπίνη γλώσση και ακοή σαρκίνη πάντη αχώρητος, ου μόνον δε, αλλά και εις την αίσθησιν αυτής μη δυνάμενος ελθείν, τής αισθήσεως δηλονότι μη ισχυούσης αισθανθήναι τα υπέρ αίσθησιν» (σελ. 396). Ο λόγος, λοιπόν, και το ρήμα είναι άφραστα. Δεν μπορούν τελείως να εκφρασθούν. Με άλλα λόγια οι Αποκαλύψεις τού Αγίου Πνεύματος δεν μπορούν στην τελειότητα να διατυπωθούν με «ρήματα» και «νοήματα». Γι’ αυτό τονίζει ο άγιος ότι «ουδέ εν των βλεπομένων η ακουσμένων, καθώς ταύτα ορά και ακούει, οίον εστι και οία ειπείν ποτέ δύναται. Δια τούτο και γλώσση ταύτα λαλήσαι αδύνατον είναι προσέθηκεν» (σελ. 408).
Με όλα αυτά φαίνεται καθαρά ότι η Αγία Γραφή δεν είναι λόγος τού Θεού. Δεν ταυτίζεται ο λόγος του Θεού πλήρως με την Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή είναι λόγος περί τού λόγου τού Θεού, αφού ο λόγος και το ρήμα είναι αυτή η ίδια η Αποκάλυψη και η Αποκάλυψη είναι αδύνατον να εκφρασθή τελείως. Η Αγία Γραφή δεν είναι Αποκάλυψη, αλλά λόγος περί της Αποκαλύψεως. Δεν είναι Πεντηκοστή, αλλά λόγος περί της Πεντηκοστής. Βεβαίως η Αγία Γραφή περιλαμβάνει «ρήματα και νοήματα», αλλά η Αποκάλυψη, που δέχεται κάθε άγιος κατά την θεωρία τού Θεού, είναι υπερτέρα της Αγίας Γραφής. Το ίδιο γίνεται, όπως θα σημειωθή πιο κάτω, και στους όρους των Οικουμενικών Συνόδων. Η εμπειρία των αγίων είναι υπερτέρα των όρων και αυτών ακόμη τών Οικουμενικών Συνόδων. Έτσι, όπως υπογραμμίζεται πολλές φορές στο βιβλίο αυτό, η Αγία Γραφή δεν είναι πηγή της πίστεως, γιατί πηγή της πίστεως είναι η εμπειρία και η Αποκάλυψη, που δέχονται οι άγιοι, και επομένως η Αγία Γραφή δεν μπορεί να ερμηνευθή έξω από την εμπειρία τών θεουμένων αγίων, αυτών δηλαδή που εδέχθησαν και δέχονται στην προσωπική τους ζωή την Αποκάλυψη και έτσι γνώρισαν όλα τα μυστήρια της Βασιλείας τού Θεού. Αυτοί είναι άξιοι και δεκτικοί της Αποκαλύψεως.
Ο π. Αθανάσιος Γιέβτιτς γράφει εκφραστικά: «Το κείμενο της Αποκαλύψεως δεν είναι «πηγή» της θεολογίας. Είναι μόνο η θεόπνευστη, έλλογη μαρτυρία περί τού οραθέντος και βιωθέντος και γνωσθέντος, κατά το μέτρο της πίστεως και δεκτικότητος της ζώσης προσωπικότητος η οποία περί αυτού μαρτυρεί και τών ζωντανών προσώπων στα οποία η μαρτυρία αυτή απευθύνεται» (Σύναξη τεύχος 3 σελ. 19).
Ο καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης σημειώνει γι’ αυτό το σημείο: «Η ιδέα ότι η Γραφή δύναται να ταυτισθή προς την αποκάλυψιν είναι ου μόνον γελοία από πατερικής απόψεως, αλλά και καθαρά αίρεσις. Η Γραφή δεν είναι αποκάλυψις, αλλά λόγος περί της Αποκαλύψεως. Η Γραφή είναι το μοναδικόν κριτήριον της αυθεντικής (γνησίας) Αποκαλύψεως, αλλ’ η αποκάλυψις δεν περιορίζεται, ακόμη και χρονικώς, εις την Γραφήν. Η Πεντηκοστή είναι η τελική και υψίστη μορφή της Αποκαλύψεως, ότε το Άγιον Πνεύμα ωδήγησε τους αποστόλους εις πάσαν την αλήθειαν, ως επηγγέλθη τούτο ο Χριστός, αλλ’ η Πεντηκοστή δεν είναι γεγονός άπαξ λαβόν χώραν εν τη ιστορία, αλλά συνεχιζόμενη εμπειρία και συμμετοχή εντός της Εκκλησίας εις τον δοξασμόν τού Χριστού και υπό τού Χριστού χορηγηθέντα ως δώρον εις εκείνους, οίτινες επέτυχον διαφόρους βαθμούς τελειότητος δια της μεταβάσεώς των από της καθάρσεως εις τον φωτισμόν, όστις καταλήγει εις υψηλοτέρας μορφάς θεωρίας, τ. ε. εις την θέωσιν ή την δόξαν.
Άλλαις λέξεσιν, η εμπειρία των αποστόλων κατά την Πεντηκοστήν μεταδίδεται ως ο πυρήν της παραδόσεως από γενεάς εις γενεάν κατά τοιούτον τρόπον, ώστε η Ορθόδοξος Εκκλησία κατέχει εν τω μέσω της ζώντας μάρτυρας τού εν Χριστώ δοξασμού, οίτινες δια τούτο έχουν την κατά το δυνατόν πλήρη κατανόησιν της Αποκαλύψεως της δόξης τού Θεού εν Χριστώ, τόσον εν τη Παλαιά, όσον και εν τη Καινή Διαθήκη.
Η Γραφή καθ’ εαυτήν δεν αποτελεί την άκτιστον δόξαν τού Θεού εν Χριστώ, και επομένως η Γραφή δεν είναι αποκάλυψις. Η Γραφή δεν είναι π.χ. Πεντηκοστή, αλλ’ ομιλεί περί της Πεντηκοστής. Ουχ ήττον ο δοξασμός των προφητών, τών αποστόλων και τών αγίων εν τη ανθρωπίνη φύσει τού Χριστού είναι η Πεντηκοστή εις διαφόρους βαθμίδας και επομένως είναι αποκάλυψις. Η Πεντηκοστή είναι δια τον άνθρωπον η τελική μορφή τού δοξασμού εν Χριστώ, ουχί μόνον μεταγενεστέρα εμπειρία, αλλά μάλλον συνεχής εμπειρία εντός της Εκκλησίας, περιλαμβάνουσα λέξεις και εικόνας, ενώ ταυτοχρόνως υπερβαίνει τας λέξεις και τας εικόνας. Άλλαις λέξεσι, περιλαμβάνει το σώμα, τον νουν και τας διανοητικάς δυνάμεις, αλλά συγχρόνως και τας υπερβαίνει τελείως. Δια τούτο ακριβώς η εμπειρία της Πεντηκοστής, ήτις υπερβαίνει τας λέξεις, τας εικόνας, το σώμα και τον νουν, δεν δύναται να συλληφθή ή εκφρασθή δια λέξεων. Επομένως, η σημαντικωτέρα όψις της πεντηκοστιανής Αποκαλύψεως δεν δύναται να ταυτισθή προς την Γραφήν, ήτις αποτελείται εκ λέξεων και εικόνων εννοιοφόρων. Δια τούτο και η εμπειρία της Πεντηκοστής εμπεριέχεται εις την Γραφήν και συγχρόνως υπερβαίνει την Γραφήν, εφ’ όσον αυτή δεν αποτελή την πεντηκοστιανήν αποκάλυψιν τής δόξης τού Θεού εν Χριστώ δι’ Αγίου Πνεύματος καθ’ εαυτήν». (Καθ. Ιωάννη Ρωμανίδη: Κριτική θεώρησις τών εφαρμογών τής Θεολογίας εις Πρακτικά τού Β’ Συνεδρίου Ορθ. Θεολογίας, σελ. 419-420).
Ο Αρχιεπίσκοπος Σινά παρατηρεί: «Η Αγία Γραφή γράφηκε από τους θεούμενους, στους οποίους αποκαλύφθηκε από τον Θεό η ορθή πίστη.
Η Παλαιά Διαθήκη περιέχει τις ενέργειες τού Λόγου προ τής σαρκώσεώς Του. Η Καινή Διαθήκη περιέχει τις ενέργειες τού Λόγου ύστερα από τη σάρκωσί Του, όπως επίσης και τη διδασκαλία και τα θαύματά Του.
Η ίδια η Αγία Γραφή δεν είναι η «αποκάλυψη» τού Θεού, γιατί αυτή γίνεται μόνο στους θεούμενους. Είναι βιβλίο «περί τής αποκαλύψεως». Δεν είναι ο λόγος τού Θεού, όπως λένε οι προτεστάντες. Είναι βιβλίο «περί τού λόγου τού Θεού», διότι περιέχει την ορθή πίστη όπως την παραδίνουν οι θεούμενοι, οι οποίοι έτυχαν των θείων αποκαλύψεων αμέσως. Είναι, λοιπόν, η Αγία Γραφή μαρτυρία «περί τής αποκαλύψεως».
Όπως όλα τα αλλά «κτιστά ρήματα και νοήματα» είναι θεόπνευστα, έτσι και η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστος και απλανής οδηγός τού λαού τού Θεού στη θέωση. Είναι θεόπνευστη η Αγία Γραφή γιατί γράφηκε από θεοπνεύστους συγγραφείς, τους θεουμένους. Τα συγγράμματα τών αγίων Πατέρων είναι θεόπνευστα, γιατί γράφηκαν από θεόπνευστους και θεοφόρους αγίους Πατέρες. Οι αποφάσεις τών Συνόδων είναι θεόπνευστες γιατί πάρθηκαν από θεόπνευστους και θεοφόρους Πατέρες, από θεουμένους, από Αγίους» (Αρχιεπ. Σινά Δαμιανού: «Ορθοδοξία και Παράδοσις» εις «Εκκλησιαστική Αλήθεια» 85/16-4-1980).
Φαίνεται καθαρά από όσα παρετέθησαν ότι η Αγία Γραφή περιγράφει την εμπειρία της θεώσεως, η όποια και περιγραφόμενη παραμένει άρρητη. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Μη πολυπραγμόνει τοίνυν, αλλ’ έπου τοις πεπειραμένοις, μάλιστα μεν έργοις, ει δε μη τούτοις, τοις λόγοις γουν, αρκούμενος ταις παραδειγματικαίς εκφάνσεσιν αυτής. η γαρ θέωσις υπερώνυμος. Διό και ημείς πολλά περί ησυχίας συγγραψάμενοι, νυν μεν τών πατέρων προτρεψάντων, νυν δε τών αδελφών αιτησαμένων, ουδαμού περί θεώσεως αναγράψαι τεθαρρήκαμεν νυν δ’ επείπερ ανάγκη λέγειν, ερούμεν, ευσεβή μεν τη τού Κυρίου χάριτι, παραστήσαι δε ουχ ικανά. και λεγομένη γαρ άρρητος εκείνη μένει, μόνοις ενώνυμος, κατά τους πατέρας φάναι, τοις ευμοιρηκόσιν αυτής» (Γρηγορίου Παλαμά: Συγγράμματα, εκδ. Παναγιώτου Χρήστου, Τόμος Α’, σελ. 644).
Ελέχθη προηγουμένως ότι και ο απαρτισμός τού Κανόνος της Καινής Διαθήκης έχει μια ιστορία. Από τους Αποστόλους και τους Ποιμένας τής Εκκλησίας δεν καταβλήθηκε απ’ αρχής καμιά προσπάθεια να συγκεντρώσουν σ’ έναν τόμο τα κείμενα τής Καινής Διαθήκης. Αυτό έγινε μεταγενέστερα. Παρά ταύτα η Εκκλησία ζούσε και οι Χριστιανοί τών πρώτων εκκλησιαστικών κοινοτήτων είχαν όλη την εμπειρία τής Πεντηκοστής. Σχετικά με τον Κανόνα τής Καινής Διαθήκης γράφει ο καθηγητής Σάββας Αγουρίδης: «Η ιστορία τον Κανόνος τής Κ.Δ. παρουσιάζει ορισμένα δυσχερή αλλά και άκρως ενδιαφέροντα προβλήματα. Η ιστορία τού Κανόνος έχει αναμφιβόλως αρχήν, η δε αρχή αυτή, κατά την κρατούσαν σήμερον άποψιν, είναι η συλλογή τών Επιστολών τον Αποστόλου Παύλου. Αναγνωρίζεται επίσης υπό πάντων, ότι περί τα τέλη τού τετάρτου αιώνος μ.Χ. ο κανών τών γνωστών 27 βιβλίων της Κ. Διαθήκης είχε πλέον αποτελεσθή. Τι συνέβη όμως κατά την μεταξύ τών δύο τούτων ορίων περίοδον; Η ιστορία τού Κανόνος κατά την εν λόγω περίοδον εγείρει ορισμένα προβλήματα, η εξέτασις τών οποίων είναι δύσκολος και η λύσις έτι δυσχερεστέρα. Ιδού μερικά τοιαύτα προβλήματα: Εις ποίον ακριβώς σημείον της περιόδου αυτής ανεφάνη η ιδέα τού Κανόνος της Κ. Διαθήκης; Ποία ήτο η σύνθεσις τού πρώτου αυτού κανόνος; Η ιδέα αυτή τού Κανόνος της Κ.Δ. ήτο προϊόν εξελίξεως η ανεφάνη αιφνιδίως; Υποστηρίζεται υπό πολλών ερευνητών ότι εις τον Ιουστίνον, τον φιλόσοφον και μάρτυρα, περί το 150 εν Ρώμη, απουσιάζει η έννοια τού κανόνος. Μετά είκοσιν όμως η τριάκοντα έτη, εις τον Ειρηναίον ο Κανών της Κ. Διαθήκης είναι μία πραγματικότης. Εάν το πράγμα έχη ούτως, διερωτάται τις τι ακριβώς συνέβη μεταξύ 150 και 180 μ.Χ. εν σχέσει προς τον Κανόνα; Ποία ακριβώς στάδια ηκολούθησεν η ιστορική πορεία τού κανόνος μέχρι τού τέλους τού 4ου αιώνος;» (Σάββα Αγουρίδη: Εισαγωγή εις την Κ. Διαθήκην, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 58).
Πολλοί Χριστιανοί, επηρεασμένοι από τον Προτεσταντισμό, συνηθίζουν να ονομάζουν μερικές φορές την Αγία Γραφή: «λόγο του Θεού», «Θεία αποκάλυψη», «πηγή της πίστεως», κλπ. Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο «Η Αποκάλυψη του Θεού», με εκτενείς παραθέσεις από τους μεγαλύτερους συγχρόνους θεολόγους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και από αγίους, δίνουν την Ορθόδοξη θεώρηση τόσο της Αγίας Γραφής, όσο και της Θείας Αποκάλυψης.
Όταν λέμε Αγία Γραφή εννοούμε τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης που εγράφησαν από τους Προφήτες, Ευαγγελιστές και Αποστόλους. Όπως γνωρίζουμε η δημιουργία του Κανόνος της Καινής Διαθήκης, που ιδιαίτερα μας απασχολεί, έχει μια μακρά ιστορία. Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είναι κείμενα περιστασιακά, εγράφησαν σε διαφόρους καιρούς και για έναν ορισμένο σκοπό. Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο προοριζόταν για τους τελείους Χριστιανούς, τους βαπτισμένους, ενώ τα τρία αλλά Ευαγγέλια προορίζονταν κυρίως για τους κατηχουμένους.
Γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καθηγητής Πανεπιστημίου: «Εις την Εκκλησίαν ο πιστός ως κατηχούμενος διέβαινε πρώτον το στάδιον της καθάρσεως καθ’ ό εδιδάσκετο να διακρίνη μεταξύ τών ενεργειών τού Θεού και των κτισμάτων και δη τού διαβόλου και να συνεργάζεται ούτω με τον Θεόν διά την κατατρόπωσιν της ατελείας και επίτευξιν της τελειότητος βάσει της Παλαιάς Διαθήκης και τών ευαγγελίων τού Μάρκου, Λουκά και Ματθαίου κυρίως.Εν συνεχεία εβαπτίζετο γενόμενος νεοφώτιστος και εδιδάσκετο από το Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής τα μυστήρια της βασιλείας τού Χριστού βάσει τού ευαγγελίου τού Ιωάννου, και εστερεοποιείτο εις το στάδιον τού φωτισμού και ηδύνατο να προχώρηση υπό την καθοδήγησιν δεδοκιμασμένου γέροντος εις το στάδιον της θεώσεως ή ενώσεως ή θέας ή θεωρίας, δηλαδή εις τα ανώτερα εν τη ζωή ταύτη στάδια της τελειώσεως καθ’ α μετέχει ακόμη διά της οράσεως εις την δόξαν και βασιλείαν τού Θεού» (Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη: Ρωμηοσύνη, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 308, σημ. 59).
Και οι επιστολές τού Αποστόλου Παύλου εγράφησαν και εστάλησαν στις εκκλησιαστικές κοινότητες για να επιλύσουν σοβαρά θέματα που τις απασχολούσαν. Δεν είχαν πρόθεση οι Απόστολοι να παρουσιάσουν συστηματικά την διδασκαλία την όποια παρέλαβαν από τον Θεό, γι’ αυτό και η Αποκάλυψη δεν ταυτίζεται απολύτως με την Αγία Γραφή, όπως θα παρατηρηθή κατωτέρω. Υπάρχουν θέματα τα οποία, λόγω τού ότι δεν αντιμετωπίσθηκαν ως προβλήματα, δεν γράφονται μέσα στην Καινή Διαθήκη. Στο σημείο αυτό στηρίζονται οι Πατέρες, και ιδίως ο Μ. Βασίλειος, που κάνει λόγο για την Παράδοση που παραλάβαμε και είναι ισοστάσια με την Γραφή.
Η άποψη ότι η Αποκάλυψη είναι ο λόγος τού Θεού, που προσφέρει την γνώση όλων τών μυστηρίων και ότι η Αγία Γραφή δεν ταυτίζεται απολύτως με τον λόγο τού Θεού, και ακόμη ότι αυτή η Αποκάλυψη παραδίδεται με «ρητά και με νοήματα», διδάσκεται από πολλούς αγίους Πατέρες. Όμως στο σημείο αυτό θέλω να παρουσιάσω την διδασκαλία τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, όπως την εκθέτει στον Γ΄ ηθικό του λόγο (SC 122, σελ. 390-440). Η διδασκαλία αυτή είναι πολύ εκφραστική.
Ο άγιος Συμεών, εξηγώντας το τι ακριβώς είναι τα άρρητα ρήματα που άκουσε ο Απόστολος Παύλος, όταν ηρπάγη στον Παράδεισο, γράφει τα ακόλουθα αξιοπρόσεκτα για όσα θίγονται στο σημείο αυτό.
Ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του και γενικά όλα τα μυστήρια της Βασιλείας Του στην ψυχή τού ανθρώπου. Η λογική και αθάνατη ψυχή είναι μία. Και αυτή η ψυχή «πάσα αίσθησις έστιν, εν εαυτή δηλαδή πάσας εί τινες εισίν έχουσα» (σελ. 404). Όλες οι αισθήσεις της ψυχής είναι μία και εκεί γίνεται αυτή η φανέρωση τού Θεού. Έτσι ο ένας Θεός «τη μια και λογική ψυχή δι’ αποκαλύψεως οφθήσεται, παν αγαθόν ταύτη αποκαλύπτεται και δια πασών τών ταύτης αισθήσεων ομού εν τω αυτώ οράται τούτο αυτή, βλέπεται και ακούεται, και γλυκαίνει το γευστικόν και το οσφραντικόν ευωδιάζει, ψηλαφάται, γνωρίζεται, λαλεί και λαλείται, γινώσκει, επιγινώσκεται και ό,τι γινώσκει νοείται» (σελ. 404). Ο Θεός, επομένως, αποκαλύπτει «παν αγαθόν» στην ψυχή τού ανθρώπου, φανερώνει όλα τα μυστήρια της Βασιλείας Του και ο άνθρωπος αποκτά υπαρξιακή γνώση και εμπειρία τού Θεού. Και εκείνος που ορά τον Θεό γνωρίζει καλά «ότι ορά τούτον ο Θεός» (σελ. 404).
Η Αποκάλυψη, κατά την διδασκαλία τού αγίου Συμεών, ταυτίζεται και συνδέεται με την έλλαμψη. Και αυτή η έλλαμψη γίνεται δια τού Αγίου Πνεύματος. Ο Προφήτης «δια της τού Πνεύματος ελλάμψεως ήτοι αποκαλύψεως τον Κύριον ημών πάντως και Υιόν τού Θεού» επιγινώσκει, «και δια της εξ αυτού υπηχήσεως αύθις τα περί της οικονομίας αυτού» διδάσκεται, «οιονεί την περί αυτού διδασκαλίαν ην εκείθεν» μανθάνει «ιδιοποιησάμενος» (σελ. 406). Γι’ αυτό τονίζουμε ότι η πλήρης Αποκάλυψη των αληθειών της Πίστεως δόθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής στους Αγίους Αποστόλους και ακόμη ότι κάθε νέα θεωρία τού Θεού από τους αγίους είναι ουσιαστικά βίωση της Πεντηκοστής. Έτσι η ύψιστη μορφή της Αποκαλύψεως είναι η Πεντηκοστή, όταν δηλαδή ο άνθρωπος με την δύναμη και ενέργεια τού Παναγίου Πνεύματος γνωρίζη τον Θεό και ενώνεται μαζί Του.
Η Αποκάλυψη αυτή στον άνθρωπο λέγεται έλλαμψη και θεωρία. Και αυτή η θεωρία προσπορίζει στον άνθρωπο την αληθινή γνώση τού Θεού. Όλες οι εσωτερικές πνευματικές αισθήσεις αποκτούν αυτήν την γνώση τού Θεού. Επομένως η γνώση τού Θεού δεν είναι μια κίνηση και ενέργεια της λογικής, αλλά μια κοινωνία όλης της ψυχής και αυτού ακόμη τού σώματος με τον Θεό. Γι’ αυτό οι άγιοι, κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, αποκαλούν «την θεωρίαν γνώσιν και την γνώσιν πάλιν θεωρίαν», καθώς επίσης αποκαλούν «την ακοήν όρασιν και την όρασιν ακοήν» (σελ. 404). Έτσι η όραση τού Θεού είναι και ακοή και η ακοή τού Θεού είναι και όραση τού Θεού. Στην Μεταμόρφωση τού Χριστού πάνω στο όρος Θαβώρ και η ακοή τής φωνής τού Θεού «ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός» ήταν θεωρία τού Θεού. Όραση (θεωρία) και ακοή τίθενται εναλλάξ στην Αγία Γραφή. «Ούτω τοίνυν η θεία Γραφή και την θεωρίαν τού Θεού ακοήν και την ακοήν αντί θεωρίας συνήθως τίθησιν» (σελ. 406). Και αυτή η ακοή και η θεωρία είναι γνώση. «Ώστε ακοήν την εν τη θεωρία τής δόξης τού Πνεύματος εγγινομένην ομού διδασκαλίαν και γνώσιν λέγει» (σελ. 406).
Η Αποκάλυψη όμως τού Θεού δεν προσφέρεται σε όλους τους ανθρώπους, όπως δίδεται η ευκαιρία σε πολλά σημεία τού βιβλίου αυτού να υπογραμμίσουμε, αλλά μόνον σε όσους είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι να δεχθούν αυτήν την έλλαμψη και γνώση τού Θεού. Αναλύοντας ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος την παραβολή τού Χριστού, σύμφωνα με την οποία εξεδιώχθη από τον γάμο ο μη έχων ένδυμα γάμου, γράφει ότι με αυτό έδειξε ο Κύριος «ότι ουδείς εκεί μελανηφορών εισελεύσεται» (σελ. 414). Το ότι εισήλθε και στην συνέχεια εξεβλήθη έξω δεν σημαίνει ότι έκανε λάθος ο αλάθητος, «αλλ’ ότι ούπω καιρός ην αποκαλύψαι τα τοιαύτα μυστήρια» (σελ. 416). Μόνον οι άξιοι, οι καθαρθέντες, είναι δεκτικοί αυτής τής Αποκαλύψεως, γιατί, όπως υπογραμμίζει ο άγιος Συμεών, οι ελλάμψεις «τοις αξίοις εκφαντικώτερόν τε και τρανότερον» αποκαλύπτονται (σελ. 400).
Ο λόγος και τα ρήματα που άκουσε ο Απόστολος Παύλος, κατά τον άγιο Συμεών, είναι «αι μυστικαί και επ’ αληθώς ανέκφραστοι δια τής ελλάμψεως τού αγίου Πνεύματος, θεωρίαι τε και υπερμεγαλοπρεπείς άγνωστοι γνώσεις, ειτ’ ουν αθέατοι θεωρίαι τής υπερφώτου και υπεραγνώστου τού Υιού και Λόγου τού Θεού δόξης τε και θεότητος» (σελ. 398-400). Έτσι λόγος και ρήματα είναι αυτή η ίδια η Αποκάλυψη, η οποία ταυτόχρονα είναι και άγνωστη γνώση και ανέκφραστοι, «αθέατοι θεωρίαι τής υπερφώτου και υπεραγνώστου» θεότητος τού Χριστού.
Αυτός όμως ο λόγος και τα ρήματα, που είναι η θεία Αποκάλυψη, είναι άφραστα. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, είναι σαφής όταν τονίζη ότι «το ρήμα τού Θεού και ο λόγος αυτού, δια τού στόματος αυτού εξερχόμενος (δηλαδή δια τού Αγίου Πνεύματος) άφραστος εστι παντελώς ανθρωπίνη γλώσση και ακοή σαρκίνη πάντη αχώρητος, ου μόνον δε, αλλά και εις την αίσθησιν αυτής μη δυνάμενος ελθείν, τής αισθήσεως δηλονότι μη ισχυούσης αισθανθήναι τα υπέρ αίσθησιν» (σελ. 396). Ο λόγος, λοιπόν, και το ρήμα είναι άφραστα. Δεν μπορούν τελείως να εκφρασθούν. Με άλλα λόγια οι Αποκαλύψεις τού Αγίου Πνεύματος δεν μπορούν στην τελειότητα να διατυπωθούν με «ρήματα» και «νοήματα». Γι’ αυτό τονίζει ο άγιος ότι «ουδέ εν των βλεπομένων η ακουσμένων, καθώς ταύτα ορά και ακούει, οίον εστι και οία ειπείν ποτέ δύναται. Δια τούτο και γλώσση ταύτα λαλήσαι αδύνατον είναι προσέθηκεν» (σελ. 408).
Με όλα αυτά φαίνεται καθαρά ότι η Αγία Γραφή δεν είναι λόγος τού Θεού. Δεν ταυτίζεται ο λόγος του Θεού πλήρως με την Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή είναι λόγος περί τού λόγου τού Θεού, αφού ο λόγος και το ρήμα είναι αυτή η ίδια η Αποκάλυψη και η Αποκάλυψη είναι αδύνατον να εκφρασθή τελείως. Η Αγία Γραφή δεν είναι Αποκάλυψη, αλλά λόγος περί της Αποκαλύψεως. Δεν είναι Πεντηκοστή, αλλά λόγος περί της Πεντηκοστής. Βεβαίως η Αγία Γραφή περιλαμβάνει «ρήματα και νοήματα», αλλά η Αποκάλυψη, που δέχεται κάθε άγιος κατά την θεωρία τού Θεού, είναι υπερτέρα της Αγίας Γραφής. Το ίδιο γίνεται, όπως θα σημειωθή πιο κάτω, και στους όρους των Οικουμενικών Συνόδων. Η εμπειρία των αγίων είναι υπερτέρα των όρων και αυτών ακόμη τών Οικουμενικών Συνόδων. Έτσι, όπως υπογραμμίζεται πολλές φορές στο βιβλίο αυτό, η Αγία Γραφή δεν είναι πηγή της πίστεως, γιατί πηγή της πίστεως είναι η εμπειρία και η Αποκάλυψη, που δέχονται οι άγιοι, και επομένως η Αγία Γραφή δεν μπορεί να ερμηνευθή έξω από την εμπειρία τών θεουμένων αγίων, αυτών δηλαδή που εδέχθησαν και δέχονται στην προσωπική τους ζωή την Αποκάλυψη και έτσι γνώρισαν όλα τα μυστήρια της Βασιλείας τού Θεού. Αυτοί είναι άξιοι και δεκτικοί της Αποκαλύψεως.
Ο π. Αθανάσιος Γιέβτιτς γράφει εκφραστικά: «Το κείμενο της Αποκαλύψεως δεν είναι «πηγή» της θεολογίας. Είναι μόνο η θεόπνευστη, έλλογη μαρτυρία περί τού οραθέντος και βιωθέντος και γνωσθέντος, κατά το μέτρο της πίστεως και δεκτικότητος της ζώσης προσωπικότητος η οποία περί αυτού μαρτυρεί και τών ζωντανών προσώπων στα οποία η μαρτυρία αυτή απευθύνεται» (Σύναξη τεύχος 3 σελ. 19).
Ο καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης σημειώνει γι’ αυτό το σημείο: «Η ιδέα ότι η Γραφή δύναται να ταυτισθή προς την αποκάλυψιν είναι ου μόνον γελοία από πατερικής απόψεως, αλλά και καθαρά αίρεσις. Η Γραφή δεν είναι αποκάλυψις, αλλά λόγος περί της Αποκαλύψεως. Η Γραφή είναι το μοναδικόν κριτήριον της αυθεντικής (γνησίας) Αποκαλύψεως, αλλ’ η αποκάλυψις δεν περιορίζεται, ακόμη και χρονικώς, εις την Γραφήν. Η Πεντηκοστή είναι η τελική και υψίστη μορφή της Αποκαλύψεως, ότε το Άγιον Πνεύμα ωδήγησε τους αποστόλους εις πάσαν την αλήθειαν, ως επηγγέλθη τούτο ο Χριστός, αλλ’ η Πεντηκοστή δεν είναι γεγονός άπαξ λαβόν χώραν εν τη ιστορία, αλλά συνεχιζόμενη εμπειρία και συμμετοχή εντός της Εκκλησίας εις τον δοξασμόν τού Χριστού και υπό τού Χριστού χορηγηθέντα ως δώρον εις εκείνους, οίτινες επέτυχον διαφόρους βαθμούς τελειότητος δια της μεταβάσεώς των από της καθάρσεως εις τον φωτισμόν, όστις καταλήγει εις υψηλοτέρας μορφάς θεωρίας, τ. ε. εις την θέωσιν ή την δόξαν.
Άλλαις λέξεσιν, η εμπειρία των αποστόλων κατά την Πεντηκοστήν μεταδίδεται ως ο πυρήν της παραδόσεως από γενεάς εις γενεάν κατά τοιούτον τρόπον, ώστε η Ορθόδοξος Εκκλησία κατέχει εν τω μέσω της ζώντας μάρτυρας τού εν Χριστώ δοξασμού, οίτινες δια τούτο έχουν την κατά το δυνατόν πλήρη κατανόησιν της Αποκαλύψεως της δόξης τού Θεού εν Χριστώ, τόσον εν τη Παλαιά, όσον και εν τη Καινή Διαθήκη.
Η Γραφή καθ’ εαυτήν δεν αποτελεί την άκτιστον δόξαν τού Θεού εν Χριστώ, και επομένως η Γραφή δεν είναι αποκάλυψις. Η Γραφή δεν είναι π.χ. Πεντηκοστή, αλλ’ ομιλεί περί της Πεντηκοστής. Ουχ ήττον ο δοξασμός των προφητών, τών αποστόλων και τών αγίων εν τη ανθρωπίνη φύσει τού Χριστού είναι η Πεντηκοστή εις διαφόρους βαθμίδας και επομένως είναι αποκάλυψις. Η Πεντηκοστή είναι δια τον άνθρωπον η τελική μορφή τού δοξασμού εν Χριστώ, ουχί μόνον μεταγενεστέρα εμπειρία, αλλά μάλλον συνεχής εμπειρία εντός της Εκκλησίας, περιλαμβάνουσα λέξεις και εικόνας, ενώ ταυτοχρόνως υπερβαίνει τας λέξεις και τας εικόνας. Άλλαις λέξεσι, περιλαμβάνει το σώμα, τον νουν και τας διανοητικάς δυνάμεις, αλλά συγχρόνως και τας υπερβαίνει τελείως. Δια τούτο ακριβώς η εμπειρία της Πεντηκοστής, ήτις υπερβαίνει τας λέξεις, τας εικόνας, το σώμα και τον νουν, δεν δύναται να συλληφθή ή εκφρασθή δια λέξεων. Επομένως, η σημαντικωτέρα όψις της πεντηκοστιανής Αποκαλύψεως δεν δύναται να ταυτισθή προς την Γραφήν, ήτις αποτελείται εκ λέξεων και εικόνων εννοιοφόρων. Δια τούτο και η εμπειρία της Πεντηκοστής εμπεριέχεται εις την Γραφήν και συγχρόνως υπερβαίνει την Γραφήν, εφ’ όσον αυτή δεν αποτελή την πεντηκοστιανήν αποκάλυψιν τής δόξης τού Θεού εν Χριστώ δι’ Αγίου Πνεύματος καθ’ εαυτήν». (Καθ. Ιωάννη Ρωμανίδη: Κριτική θεώρησις τών εφαρμογών τής Θεολογίας εις Πρακτικά τού Β’ Συνεδρίου Ορθ. Θεολογίας, σελ. 419-420).
Ο Αρχιεπίσκοπος Σινά παρατηρεί: «Η Αγία Γραφή γράφηκε από τους θεούμενους, στους οποίους αποκαλύφθηκε από τον Θεό η ορθή πίστη.
Η Παλαιά Διαθήκη περιέχει τις ενέργειες τού Λόγου προ τής σαρκώσεώς Του. Η Καινή Διαθήκη περιέχει τις ενέργειες τού Λόγου ύστερα από τη σάρκωσί Του, όπως επίσης και τη διδασκαλία και τα θαύματά Του.
Η ίδια η Αγία Γραφή δεν είναι η «αποκάλυψη» τού Θεού, γιατί αυτή γίνεται μόνο στους θεούμενους. Είναι βιβλίο «περί τής αποκαλύψεως». Δεν είναι ο λόγος τού Θεού, όπως λένε οι προτεστάντες. Είναι βιβλίο «περί τού λόγου τού Θεού», διότι περιέχει την ορθή πίστη όπως την παραδίνουν οι θεούμενοι, οι οποίοι έτυχαν των θείων αποκαλύψεων αμέσως. Είναι, λοιπόν, η Αγία Γραφή μαρτυρία «περί τής αποκαλύψεως».
Όπως όλα τα αλλά «κτιστά ρήματα και νοήματα» είναι θεόπνευστα, έτσι και η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστος και απλανής οδηγός τού λαού τού Θεού στη θέωση. Είναι θεόπνευστη η Αγία Γραφή γιατί γράφηκε από θεοπνεύστους συγγραφείς, τους θεουμένους. Τα συγγράμματα τών αγίων Πατέρων είναι θεόπνευστα, γιατί γράφηκαν από θεόπνευστους και θεοφόρους αγίους Πατέρες. Οι αποφάσεις τών Συνόδων είναι θεόπνευστες γιατί πάρθηκαν από θεόπνευστους και θεοφόρους Πατέρες, από θεουμένους, από Αγίους» (Αρχιεπ. Σινά Δαμιανού: «Ορθοδοξία και Παράδοσις» εις «Εκκλησιαστική Αλήθεια» 85/16-4-1980).
Φαίνεται καθαρά από όσα παρετέθησαν ότι η Αγία Γραφή περιγράφει την εμπειρία της θεώσεως, η όποια και περιγραφόμενη παραμένει άρρητη. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Μη πολυπραγμόνει τοίνυν, αλλ’ έπου τοις πεπειραμένοις, μάλιστα μεν έργοις, ει δε μη τούτοις, τοις λόγοις γουν, αρκούμενος ταις παραδειγματικαίς εκφάνσεσιν αυτής. η γαρ θέωσις υπερώνυμος. Διό και ημείς πολλά περί ησυχίας συγγραψάμενοι, νυν μεν τών πατέρων προτρεψάντων, νυν δε τών αδελφών αιτησαμένων, ουδαμού περί θεώσεως αναγράψαι τεθαρρήκαμεν νυν δ’ επείπερ ανάγκη λέγειν, ερούμεν, ευσεβή μεν τη τού Κυρίου χάριτι, παραστήσαι δε ουχ ικανά. και λεγομένη γαρ άρρητος εκείνη μένει, μόνοις ενώνυμος, κατά τους πατέρας φάναι, τοις ευμοιρηκόσιν αυτής» (Γρηγορίου Παλαμά: Συγγράμματα, εκδ. Παναγιώτου Χρήστου, Τόμος Α’, σελ. 644).
Ελέχθη προηγουμένως ότι και ο απαρτισμός τού Κανόνος της Καινής Διαθήκης έχει μια ιστορία. Από τους Αποστόλους και τους Ποιμένας τής Εκκλησίας δεν καταβλήθηκε απ’ αρχής καμιά προσπάθεια να συγκεντρώσουν σ’ έναν τόμο τα κείμενα τής Καινής Διαθήκης. Αυτό έγινε μεταγενέστερα. Παρά ταύτα η Εκκλησία ζούσε και οι Χριστιανοί τών πρώτων εκκλησιαστικών κοινοτήτων είχαν όλη την εμπειρία τής Πεντηκοστής. Σχετικά με τον Κανόνα τής Καινής Διαθήκης γράφει ο καθηγητής Σάββας Αγουρίδης: «Η ιστορία τον Κανόνος τής Κ.Δ. παρουσιάζει ορισμένα δυσχερή αλλά και άκρως ενδιαφέροντα προβλήματα. Η ιστορία τού Κανόνος έχει αναμφιβόλως αρχήν, η δε αρχή αυτή, κατά την κρατούσαν σήμερον άποψιν, είναι η συλλογή τών Επιστολών τον Αποστόλου Παύλου. Αναγνωρίζεται επίσης υπό πάντων, ότι περί τα τέλη τού τετάρτου αιώνος μ.Χ. ο κανών τών γνωστών 27 βιβλίων της Κ. Διαθήκης είχε πλέον αποτελεσθή. Τι συνέβη όμως κατά την μεταξύ τών δύο τούτων ορίων περίοδον; Η ιστορία τού Κανόνος κατά την εν λόγω περίοδον εγείρει ορισμένα προβλήματα, η εξέτασις τών οποίων είναι δύσκολος και η λύσις έτι δυσχερεστέρα. Ιδού μερικά τοιαύτα προβλήματα: Εις ποίον ακριβώς σημείον της περιόδου αυτής ανεφάνη η ιδέα τού Κανόνος της Κ. Διαθήκης; Ποία ήτο η σύνθεσις τού πρώτου αυτού κανόνος; Η ιδέα αυτή τού Κανόνος της Κ.Δ. ήτο προϊόν εξελίξεως η ανεφάνη αιφνιδίως; Υποστηρίζεται υπό πολλών ερευνητών ότι εις τον Ιουστίνον, τον φιλόσοφον και μάρτυρα, περί το 150 εν Ρώμη, απουσιάζει η έννοια τού κανόνος. Μετά είκοσιν όμως η τριάκοντα έτη, εις τον Ειρηναίον ο Κανών της Κ. Διαθήκης είναι μία πραγματικότης. Εάν το πράγμα έχη ούτως, διερωτάται τις τι ακριβώς συνέβη μεταξύ 150 και 180 μ.Χ. εν σχέσει προς τον Κανόνα; Ποία ακριβώς στάδια ηκολούθησεν η ιστορική πορεία τού κανόνος μέχρι τού τέλους τού 4ου αιώνος;» (Σάββα Αγουρίδη: Εισαγωγή εις την Κ. Διαθήκην, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 58).
Από όσα παρετέθησαν
καθίσταται σαφές ότι η Εκκλησία συγκρότησε τον Κανόνα της Καινής
Διαθήκης, και μάλιστα μέσα σε μια μεγάλη περίοδο, αυτή ξεχώρισε τα
κείμενα και παρέλαβε όσα εκείνη νόμισε. Γι’ αυτό το θέμα θα μιλήσουμε
πιο κάτω. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθή δεόντως ότι η Αγία Γραφή μόνη της δεν είναι η μοναδική «πηγή» της πίστεως.
Απλώς περιλαμβάνει κείμενα αυθεντικά που περιγράφουν την εμπειρία την
οποία έχουν οι άγιοι συγγραφείς τών κειμένων και μάλιστα όχι όλη την
εμπειρία, αλλά αυτήν που σχετίζεται με τα προβλήματα που απασχολούσαν
τους Χριστιανούς τών εκκλησιαστικών κοινοτήτων.
http://www.oodegr.co/oode/grafi/th_apokal1.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου