Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄. Η ελπίδα και η εµπιστοσύνη στον Θεό.





Είναι  πολύ  αναγκαίο  σε  αυτό  τον  πόλεµο,  το  να  µην εµπιστευώµαστε τον εαυτόν µας, όπως είπαµε· παρόλα αυτά, εάν απελπισθούµε µόνο, δηλαδή, εάν αποβάλουµε, µόνον κάθε πεποίθησι του εαυτού µας, βέβαια, ή τραπούµε σε φυγή, ή θα νικηθούµε, και θα κυριευθούµε από  τους  εχθρούς.  Γι’  αυτό,  κοντά  στη  ολοκληρωτική απάρνησι του εαυτού µας, χρειάζεται ακόµη και η πλήρης ελπίδα και εµπιστοσύνη στό Θεό, ελπίζοντας δηλαδή από αυτόν µόνο κάθε καλόν και  κάθε  βοήθεια  και  νίκη.  Γιατί,  καθώς  από  τον  εαυτό  µας,  όπου είµαστε το τίποτα, τίποτα άλλο δεν περιµένουµε, παρά γκρεµίσµατα και πτώσεις, για τα  οποία και  πρέπει να  µην έχουµε εµπιστοσύνη στόν εαυτό µας τελείως, κατά αυτό τον τρόπο θα απολαύσουµε οπωσδήποτε από τον Θεόν κάθε νίκη, αµέσως µόλις οπλίσουµε την καρδιά µας µε µίαν  ζωντανή  ελπίδα  σε  αυτόν,  ότι  θα  λάβουµε  την  βοήθεια  του σύµφωνα µε εκείνο  το  ψαλµικό «σ’  αυτόν  έλπισε η  καρδιά  µου και βοηθήθηκα» (Ψαλµ. 27,9).  Αυτη την ελπίδα, µαζί και βοήθεια, µπορούµε να πετύχουµε για τέσσερις λόγους.

 

α') Γιατί την ζητάµε από ένα Θεό, ο οποίος µε το να είναι Παντοδύναµος, ο,τι θέλει µπορεί να το κάνη και στη συνέχεια µπορεί να βοηθήση και µας.

 

β') Γιατί, την ζητάµε από ένα Θεό ο οποίος, όντας άπειρα σοφός, όλα, τα πάντα γνωρίζει µε πλήρη τελειότητα, και εποµένως γνωρίζει όλο εκείνο που ταιριάζει στη σωτηρία µας.

 

γ') Γιατί ζητάµε αυτή την βοήθεια, από ένα Θεό, ο οποίος, για να είναι ατέλειωτα αγαθός, µε µία αγάπη και θέλησι που δεν περιγράφεται, είναι πάντα έτοιµος για να δώση από ώρα σε ώρα, και από στιγµή σε στιγµή, όλη  τη  βοήθεια που µας χρειάζεται, για την πνευµατική και ολοκληρωτική  νίκη  του  εαυτού  µας,  αµέσως  όταν  τρέξουµε  στην αγκαλιά του µε σταθερή ελπίδα.  Καί πως είναι δυνατόν, ο καλός εκείνος Ποιµένας µας, που έτρεχε τριαντατρία χρόνια αναζητώντας το χαµένο πρόβατο, µε τόσο δυνατές φωνές, που βράχνιασε ο λάρυγκας, που περπάτησε δρόµο τόσο κοπιαστικό και ακανθώδη, που εχυσε όλο του το αίµα και έδωσε τη ζωή, πως είναι δυνατόν, λέω, τώρα που αυτό το πρόβατο ακολουθεί πίσω του, και µε επιθυµία φωνάζει, και τον παρακαλεί, να µη γυρίσε η σε αυτό τους οφθαλµούς του; πως µπορεί να µην το ακούσεη;  και να µην το βάλη  στους θείους του ώµους, κάνοντας γιορτή µε όλους τους Αγγέλους του ουρανού; και αν ο Θεός µας δεν παύει από το να γυρεύη µε   µεγάλη  επιµέλεια  και   αγάπη,   να   βρη   κατά   την   ευαγγελική παραβολή, τη  χαµένη δραχµή, τον  τυφλό και  κωφό αµαρτωλό, πως γίνεται τώρα να εγκαταλείψη αυτόν, που σάν χαµένο πρόβατο, φωνάζει και καλεί τον δικό του Ποιµένα; και ποιός θα πιστέψη ποτέ, πως ο Θεός, που χτυπάει πάντα την καρδιά του ανθρώπου, επιθυµώντας να µπη  µέσα  και  να  δειπνήση,  σύµφωνα  µε  την  ιερή  Αποκάλυψι12, δίνοντας σε αυτόν τα χαρίσµατά του, ότι, όταν του ανοίγη την καρδιά ο άνθρωπος και τον προσκαλή, αυτός θα έπρεπε να κάνη µε την θέλησί του τον κωφό και να µη θέλη να µπη;

 

Ο δ' τρόπος για ν’ απόκτηση κάποιος αυτήν την στο Θεόν ελπίδα και βοήθεια, είναι το να τρέξη µε την µνήµη του στην αλήθεια των θείων Γραφών, οι οποίες, σε τόσα µέρη µας δείχνουν φανερά, οτι δεν έµεινε ποτέ ντροπιασµένος και αβοήθητος, όποιος έλπισε στον Θεό.  «Κοιτάξτε  τις  αρχαίες  γενεές  και  στοχασθήτε·  ποιος  εµπιστεύθηκες στον Κύριο και καταντροπιάσθηκε;» (Σειράχ 2,9)13.

 

Με τα τέσσαρα λοιπόν αυτά όπλα οπλίσου, αδελφέ µου. Και άρχισε το  έργο,  και  πολέµησε  για  να  νικήσης·  και  βέβαια  από  αυτά  θα αποκτήσης, όχι µόνον την ολοκληρωτική ελπίδα στον Θεό, αλλά και την ολοκληρωτική απελπισία στον εαυτό σου, για την οποία δεν παραλείπω να σου υπενθυµίσω και σε αυτό το κεφάλαιο, οτι έχεις πολλή ανάγκη από την γνώσι της· επειδή, στόν άνθρωπο είναι τόσον πολλή προσκολληµένη η εµπιστοσύνη στον εαυτό του, ότι είναι κατά κάποιον τρόπο κάτι και τόσο λεπτή, που σχεδόν πάντα ζή κρυφά µέσα στην καρδιά µας, και µας φαίνεται πως δεν έχοµε εµπιστοσύνη στόν εαυτό µας και έχοµε ελπίδα στό Θεό. Οπότε, για να φεύγης εσύ, όσο µπορείς, αύτη την µάταιη υπόληψι, και να εργάζεσαι µε την έλειψι εµπιστοσύνης  στόν  εαυτό  σου  και  µε  την  ελπίδα  στό  Θεό,  είναι ανάγκη να προπορεύεται η σκέψις της αδυναµίας σου, πιό πρίν από την σκέψη της παντοδυναµίας του Θεού, και πάλι αυτές οι δύο µαζί να προπορεύωνται πρίν από κάθε µας πράξι.

************************************


12 Τα λόγια της Αποκαλύψεωςς είναι αυτά: «Να, στέκο µ αι µ προστά στην πόρτα και κτυπώ . Αν κάποιος ακο ύση την φων ή µ ου και µου ανο ίξη την πό σρτα, θα µ πω στο σπίτι το υκαι θα δειπνήσω µ αζί του κι αυτό ς µ αζί µου» (3, 20).
 
13 Για αυτό και ο βασιλεύς Αύγαρος, αφού αναστήλωσε την αχειροποίητη εικόνα του Κυρίου µας, πάνω στην Πόρτα της πόλης Έδεσσα, έγραψε και αυτά τα λόγια σε αυτή «Χριστέ ο Θεός, ο είς σε ελπίζων, ουκ αποτυγχάνει ποτέ» (απο τον Συναξαριστή της ις' του Αυγούστου).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου