Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄. ∆εν πρέπει να εµπιστευώµαστε, ούτε να δίνουµε θάρρος ποτέ στον εαυτό µας.




Το να µην εµπιστεύεσαι τον εαυτόν σου8, αγαπητέ µου αδελφέ, είναι τόσο αναγκαίο σε αυτόν τον πόλεµο, που χωρίς αυτό, να είσαι βέβαιος, ότι,  όχι  µόνον δεν  θα  µπορέσεις να  πετ΄θχεις τη  νίκη  που επιθυµείς, άλλ' ούτε καν να  αντισταθείς στο παραµικρό και αυτό, ας τυπωθεί καλά στο νου σου.

 

Γιατί, εµείς πράγµατι, όντας φυσικά διεφθαρµένοι απο τη φύσι µας από τον καιρό της παραβάσεως του Αδάµ, εχουµε σε µεγάλη υπόληψι τον εαυτό µας, η οποία αν και δεν είναι αλήθεια, παρά ένα ψέµα και τίποτα άλλο, εµείς όµως, νοµίζουµε µε µία απατηλή εντύπωση, πως είµαστε κάποιοι.9 Αυτό είναι ένα ελάττωµα, που πολλύ δύσκολα αναγνωρίζεται, και που δεν αρέσει στό Θεό, ο οποίος αγαπά να εχουµε εµείς µία γνώσι χωρίς δόλο γι’ αυτή την βεβαιότατη αλήθεια.

 

∆ηλαδή,   να   ξέρουµε,  οτι   κάθε  χάρι   και   αρετή  που  έχουµε, προέρχεται από αυτόν µόνο, που είναι η πηγή κάθε αγαθού και οτι, από  µάς, δεν  µπορεί να προέλθη κανένα καλό, ούτε κανένας καλός λογισµός, που να του αρέση. Αν και αυτή  η  αναγκαιότατη αλήθεια (δηλαδή, το να µη πιστεύουµε στον εαυτόν µας) είναι έργο του θεϊκού του χεριού, που συνηθίζει να το δίνη στους αγαπηµένους του φίλους, πότε µε εµπνεύσεις και φωτισµούς, πότε µε σκληρά µαστιγώµατα και θλίψεις, πότε µε βίαιους και σχεδόν ανίκητους πειρασµούς, και πότε µε άλλα µέσα, που εµείς δεν καταλαβαίνουµε· µε όλα αυτά, θέλει να γίνεται και απο µέρους µας εκείνο, που ανήκει, και είναι δυνατόν σε µάς.  Γι’  αυτό  λοιπόν,  αδελφέ  µου,  σου  σηµειώνω  εδώ  τέσσερεις τρόπους, µε τους οποίους µπορείς, µε τη βοήθεια του Θεού, να πετύχης αυτή την αµφιβολία του εαυτού σου, δηλαδή, το να µην εµπιστεύεσαι ποτέ τον εαυτό σου.

 

Ο α' είναι το να γνωρίσης την µηδαµινότητά σου10 και να σκεφθής, οτι απο µόνος σου δεν µπορείς να κάνης κανένα καλό, για το οποίο να γίνης άξιος της βασιλείας των ουρανών.

 

Ό β' το να ζητής για αυτό πολλές φορές βοήθεια από τον Θεό µε θερµές και ταπεινές δεήσεις, επειδή αυτό είναι χάρισµα δικό Του· και αν θέλης να το πάρης, πρέπει πρώτα να σκεφθής τον εαυτό σου, όχι µόνο γυµνό από  αυτή  τη γνώσι του εαυτού σου, αλλά και κατά τα πάντα  αδύνατο  να  την  απόκτησεις·  έπειτα,  να  µιλάς  µε  οικειότητα πολλές  φορές  µπροστά  στη  µεγαλειότητα  του  Θεού,  και  πιστεύω σταθερά, εξ αιτίας του πελάγους της ευσπλαγχνίας του, θα σου την δώση, όταν αυτός γνωρίση, µην αµφιβάλλης καθόλου, οτι θα την απολαύσεις.

 

Ό γ' τρόπος, είναι το να συνηθίσης να φοβάσαι πάντα τον εαυτό σου· να φοβάσαι τους αναρίθµητους εχθρούς, στους οποίους, δεν είσαι δυνατός να κάνης ούτε την παραµικρή αντίστασι, να φοβάσαι τη πολύ δυνατή   τους   συνήθεια   στο   να   πολεµούν·   τις   πανουργίες,   τα στρατηγήµατα τους,  τις  µεταµορφώσεις τους  σε  αγγέλους  φωτός·  τα αναρίθµητα τεχνάσµατα και παγίδες, που σου στήνουν κρυφά στόν ίδιο το δρόµο της αρετής.

 

Ό δ' τρόπος είναι, όταν πέσης σε κανένα ελάττωµα να σκεφθής καθαρά την απόλυτη αδυναµία σου· επειδή, γι' αυτό το σκοπό παραχώρησε ο Θεός να πέσης, για να µάθης καλύτερα την ασθένειά σου11 και έτσι να µάθης, όχι µόνο να περιφρονής εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου σαν ένα τίποτα, αλλά και  να  θέλης να  σε  καταφρονούν και  οι άλλοι σαν τέτοιου είδους ασθενή. Γιατί χωρίς αυτή την θέλησι, δεν είναι δυνατό να γίνη αυτή η ενάρετη δυσπιστία του  εαυτού σου,  η οποία έχει το θεµέλιό της στην αληθινή ταπείνωσι και στην προλεγόµενη έµπρακτη γνώσι της δοκιµής.

 

Οπότε,  καθ'  ένας  βλέπει  πόσο  απαραίτητο  είναι  σ’  εκείνον  που θέλει να ενωθή µε το ουράνιο φως, το να γνωρίση τον εαυτό του, την οποία γνώσι συνηθίζει να την δίνη η ευσπλαγχνία του Θεού στους υπερήφανους και προληπτικούς, µέσα απο τις πτώσεις, αφίνοντάς τους δηλαδή µε δίκαιο τρόπο να πέφτουν σε κανένα ελάττωµα (από το οποίο νοµίζουν πως ηµπορούν να φυλαχτούν) για να γνωρίσουν την αδυναµία τους, και να µη εµπιστεύωνται πλέον στον εαυτόν τους καθόλου.

 

Αλλά αυτό το µέσο, το τόσο άθλιο και αναγκαστικό, δεν συνηθίζει να το µεταχειρίζεται πάντοτε ο Θεός, παρά, όταν τα άλλα µέσα, τα πιό ελεύθερα,  όπως   είπαµε,  δεν   προξενούν  στον   άνθρωπο  αυτή   την επίγνωσι του εαυτού του· γιατί τότε παραχωρεί να πέση ο άνθρωπος σε σφάλµατα  τόσο  µεγαλύτερα  ή  µικρότερα,  όσο  είναι  µεγαλύτερη  ή µικρότερη και η υπερηφάνεια και η υπόληψις, που έχει για τον εαυτό του· ώστε, όπου δεν υπάρχει καµία απολύτως υπόληψις· καθώς συνέβη στη ΙΙαρθένο Μαρία, εκεί δεν υπάρχει παροµοίως ούτε και καµία πτώσις· λοιπόν, όταν εσύ πέσεις, τρέξε αµέσως µε τον λογισµό στη ταπεινή γνώσι του εαυτού σου, και µε επίµονη προσευχή ζήτησε από το Θεό να σου δώση το αληθινό φώς, γιά να γνωρίσης την µηδαµινότητά σου και να µην δείχνης εµπιστοσύνη καθόλου στον εαυτόν σου, εάν θέλης να µη πέσης πάλι και µάλιστα σε µεγαλύτερη βλάβη και φθορά.

 

******************************************************

 

9  Το να νοµίζουµε οτι είµαστε κάποιοι, αυτό ονοµάζεται υπερηφάνεια (οίησις), η οποία είναι ένα πάθος, που γεννιέται µεν από την φιλαυτία, γεννά δε αυτά πάλι και γίνεται ρίζα και αρχή και αιτία όλων των άλλων παθών τόσο δέ λεπτό και κρυφό πάθος είναι η οίησις αυτή, σε τρόπο πού, για την πολλή λεπτότητα του, ούτε το αισθάνονται καθόλου εκείνοι που το έχουν· όσο όµως είναι λεπτό       και       κρυφό,       τόσο       είναι       και       µεγάλο      κακό.       Γιατί,       την       πρώτη εκείνη πόρτα του νού, από την οποία πρόκειται να µπη η χάρις του Θεού και να κατοικήση στον ανθρωπον, αυτό το καταραµένο πάθος στέκεται και την κλείνει και δεν αφήνει την χάρι να µπη, η οποία δίκαια αναχωρεί1  γιατί πως µπορεί να ερθει η χάρις να φωτίση ή να βοηθήση τον άνθρωπο εκείνο, που νοµίζει πως είναι κάτι µεγάλο; πως είναι σοφός; και πως δεν έχει ανάγκη από άλλη βοήθεια; ο Κύριος να µας λυτρώση  από  τέτοιο  εωσφορικό  πάθος  και  αρρώστια,  αυτούς  που έχουν  το  πάθος  αυτό  της  περηφανίας·   την  βασανίζει  ο  Θεός  µε  τον  προφήτη,  λέγοντας· «Αλοίµονο  σ’  εκείνου  ςπου  νοµίζουν  ότι  είναι  σοφοί»  (Ήσ.  5,21)·  και  ο  Απόστολος  µας παραγγέλνει αυτό· «Μην έχετε την ψευδαίσθησι ότι είσθε σοφοί» (Ρωµ. 12,16)· και ο Σολοµώντας «Μη νοµίζης σοφό τον εαυτό σου» (Παρ. 3,7).

 

10  Γι’ αυτό λέει ο θείος Χρυσόστοµος, οτι όποιος νοµίζει τον εαυτό του ότι δεν είναι τίποτα, εκείνος περισσότερο από όλους γνωρίζει τον εαυτόν του·  «ούτος µάλιστα εστίν ο εαυτόν ειδώς, ό µηδέν  εαυτόν  είναι  νοµίζων».  Ο  δε  θείος  Μάξιµος  «Αρετής  όρος  εστίν,  ή  της  ανθρωπινής ασθενείας κατ' έπίγνωσιν προς την θείαν δύναµιν ενωσις» (κεφ. οθ' της ι' εκατονταδ. Φιλοκαλ.). Ό δε Πέτρος ο ∆αµασκηνός· «ουδέν κρειττον του γνώναι την οικείαν ασθένειαν και αγνωσίαν, ουδέ χείρον του ταύτην αγνοείν» (Φιλοκ. σελ. 611. Περί του µη απογινώσκειν).

 

11 Όχι µόνον όταν πέση κάποιος σε κανένα αµάρτηµα, άλλα και οταν πέση σε διάφορες δυστυχίες, περιστάσεις  και  θλίψεις,  και  µάλιστα  σε  ασθένειες  σωµατικές  και  πολυχρονίους,  πρέπει  να γνωρίζη την ταπεινή γνώσι του εαυτού του και της αδυναµίας του, και να ταπεινώνεται, γιατί για αυτό σκοπό παραχωρούνται από το Θεό να µας έρχονται όλοι απλά οι πειρασµοί οι απο του διαβόλου,  οι  απο  των  ανθρώπων  και  οι  απο  της  φύσεως.  Οπότε  και  ο  Απόστολος  αυτό  το σκοπό   σκεπτόµενος,   έλεγε   οτι   γι’   αυτό   και   µόνο   αυτό   ακολούθησαν   οι   στην   Ασία θανατηφόροι πειρασµοί. «Άλλ' αυτοί εν εαυτοϊς το άπόκριµα του θανάτου έσχήκαµεν, ίνα µη πεποιθότες ώµεν έφ' εαυτοίς, αλλ' επί τω Θεώ, τω εγείροντι τους νεκρούς» (Β' Κορ. α' 9). Και για να πώ µε συντοµία όποιος θέλει να γνωρίση την ασθένειά του στην πράξι, ας παρατηρήση, όχι πολύ χρόνο, αλλά µιας µόνο ηµέρας τους λογισµούς και τα λόγια και τα έργα, που σκέφθηκε και µίλησε και έκανε και      βρίσκοντας οτι οι περισσότεροί του λογισµοί και τα λόγια και τα έργα είναι λανθασµένα, στραβά, ανόητα και κακά, απο την δοκιµή αυτή θα καταλάβη πόσο είναι ασθενής ο εαυτός του και από την καταν ό ηση αυτή και την αληθιν ή γν ώσι, οπωσδήπο τε θα ταπεινωθή , και στό εξης δεν θα ελπίζη στον εαυτό του. Όχι λιγώτερο από αυτά που είπαµε πιό πάνω, θα µας φέρη στην επίγνωσι της ασθένειά µας, η υλική αρχή του είναι µας, δηλαδή, όταν σκεφτούµε πως το είναι µας,...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου